Joahn Vitali
Γιάννης
Ρίτσος «Το σβησμένο φανάρι»
Θα
‘θελα – λεει – ν’ αφήσω στον καθένα σας αυτό
το βλέμμα
του
ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα. Θα
‘θελα ακόμη
να
σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα
της
έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του
Ιουλίου
και
το βόμβο της μέλισσας μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο
ή
το άηχο «αχ» μιας λευκής πεταλούδας πλάι στο
μωβ λουλούδι.
Περισσότερο
απ’ όλα θα ‘θελα να σας αφήσω τον
τρόπο
της
αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το
ρόδινο
όταν
η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι
ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη
την
εικόνα της θάλασσας, γι’ αυτό γαλανίζουν τα
σεντόνια
στο
μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών. Θα ‘θελα,
αλλά
τούτη
την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο
Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου ‘σβησε το
φανάρι
και
πια δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να
περπατήσω.
Καρλόβασι,
31.VIII. 87
Γιάννης
Ρίτσος, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», Κέδρος
Πρόθεση
του ποιητή στη σύντομη αυτή σύνθεση είναι να καταγράψει πτυχές της ανθρώπινης
σοφίας -και ειδικότερα της συνειδητοποίησης πως η ευδαιμονία βρίσκεται στις
πλέον απλές καθημερινές εμπειρίες-, όπως οι σκέψεις αυτές γεννώνται στην ψυχή
ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Κατά τρόπο σκόπιμα ειρωνικό, ωστόσο, ο ηλικιωμένος
ήρωας του ποιήματος δεν προλαβαίνει να μεταδώσει τις με κόπο αποκτημένες
γνώσεις και διαπιστώσεις του, διότι τον εμποδίζει ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών
χρόνος που σβήνει το φανάρι του νου του.
«Θα
‘θελα – λεει – ν’ αφήσω στον καθένα σας αυτό
το βλέμμα
του
ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα.»
Η
πρώτη από τις σκέψεις του ήρωα, όπως μεταφέρονται στον αναγνώστη με τη
μεσολάβηση του ποιητικού υποκειμένου ("-λέει"), σχετίζεται με την
επιθυμία του να αφήσει ως παρακαταθήκη σε κάθε άνθρωπο τον ήρεμο θαυμασμό στο
βλέμμα ενός ατόμου που γνωρίζει πώς πραγματικά να εκτιμήσει την ομορφιά ενός
ηλιοβασιλέματος. Η οπτική αυτή εικόνα, της δύσης του ήλιου, μπορεί να λάβει στη
σκέψη κάθε ανθρώπου μια διαφορετική μορφή αγνού κάλλους, μιας και ο χρωματισμός
του ουρανού από τον γοργά βυθιζόμενο ήλιο τείνει να έχει χιλιάδες παραλλαγές,
με σταθερό, βέβαια, γνώρισμα την ομορφιά του τοπίου.
Ο
ήρωας του ποιήματος θεωρεί τον θαυμασμό του ηλιοβασιλέματος βασικό στοιχείο
στην προσπάθεια κάθε ανθρώπου να γνωρίσει και να εκτιμήσει αφενός την ομορφιά
της φύσης κι αφετέρου τη γοητεία της ζωής στις πιο απλές -και, συνάμα,
εντυπωσιακές- εκδοχές της. Το να αφεθεί κάποιος στη γοητεία ενός
ηλιοβασιλέματος δεν κοστίζει κάτι, προσφέρει αντιθέτως μια ουσιαστική αίσθηση
θαυμασμού και ευδαιμονίας.
«Θα
‘θελα ακόμη
να
σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα
της
έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του
Ιουλίου»
Με
μια ηχητική εικόνα ο ήρωας του ποιήματος επιλέγει το επόμενο στοιχείο της
παρακαταθήκης του στους νεότερους ανθρώπους. Θα ήθελε, λοιπόν, να μεταδώσει
στους άλλους το πόσο περίλυπη ακούγεται η έρημη φωνή του ιχθυοπώλη στη ραστώνη
των πρωινών του Ιουλίου. Στο πλαίσιο ενός θερμού μήνα, με τους δρόμους των
μικρών πόλεων να είναι άδειοι από ανθρώπους, καθώς εκείνοι είτε απουσιάζουν
στις διακοπές τους είτε απολαμβάνουν ακόμη τον ύπνο τους, το άκουσμα της φωνής
ενός ανθρώπου που εργάζεται υπό δύσκολες συνθήκες λειτουργεί ως αναγκαία
υπόμνηση πως η καθημερινότητα βασίζεται σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα εργατικότητας
–ακόμη κι αν κάποτε το λησμονούν οι νεότεροι.
Η
φωνή του ιχθυοπώλη δεν αλλάζει επί της ουσίας, εκείνο που αλλάζει είναι η
πρόσληψή της από τους άλλους. Έτσι, ενώ κατά το προηγούμενο διάστημα εντάσσεται
στο πολύβουο της πόλης και εκλαμβάνεται ως μέρος ενός πολυάσχολου συνόλου, τα ήρεμα
πρωινά του θέρους ακούγεται εν μέρει παράταιρη, γι’ αυτό και μοιάζει περίλυπη.
Η αξία της, ωστόσο, παραμένει σημαντική, εφόσον το έργο του ιχθυοπώλη παραμένει
καίριο για την επιβίωση των συνανθρώπων του.
«και
το βόμβο της μέλισσας μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο
ή
το άηχο «αχ» μιας λευκής πεταλούδας πλάι στο
μωβ λουλούδι.»
Με
δύο σύντομες ηχητικές εικόνες ο ήρωας του ποιήματος μεταδίδει τη γοητεία της φύσης
και εντοπίζει την ομορφιά στον μικρόκοσμο του φυσικού περιβάλλοντος,
προκειμένου να φανερώσει το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να προσπεράσει -χωρίς
ποτέ να προσέξει- τη ζωτική ευδαιμονία που υπάρχει παντού γύρω μας. Η μέλισσα
μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο, δεν γίνεται οπτικά αντιληπτή, αλλά αν δώσει κάποιος
επαρκή προσοχή θα ακούσει τον βόμβο της, και θα συνειδητοποιήσει τον
ενθουσιασμό με τον οποίο επιτελεί το σημαντικό της έργο. Αντιστοίχως, τη στιγμή
που μια λευκή πεταλούδα βρίσκεται πλάι σ’ ένα μωβ λουλούδι, παρ’ όλο που
κάποιος θα έβλεπε και πιθανώς θα θαύμαζε την όμορφη χρωματική αντίθεση, εκείνο
που δεν θα πρόσεχε είναι η χαρά της πεταλούδας∙ το πώς η ίδια προσλαμβάνει τη
συνύπαρξή της με το ζωοδόχο για εκείνη άνθος. Πρόκειται για ένα πηγαίο αίσθημα
ευδαιμονίας το οποίο δηλώνεται με έναν αναστεναγμό («αχ»), ο οποίος όμως είναι
άηχος για το άμαθο αυτί των ανθρώπων. Η φύση προσφέρει σε κάθε της δημιούργημα
ό,τι εκείνο έχει ανάγκη, έστω κι αν οι άνθρωποι δεν εκτιμούν την έκταση της μέριμνάς
της.
«Περισσότερο
απ’ όλα θα ‘θελα να σας αφήσω τον
τρόπο
της
αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το
ρόδινο
όταν
η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι
ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη
την
εικόνα της θάλασσας, γι’ αυτό γαλανίζουν τα
σεντόνια
στο
μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών.»
Η
σημαντικότερη διαπίστωση που θα ήθελε ο ήρωας του ποιήματος να μεταδώσει στους νεότερους
είναι το γεγονός πως όταν κλείνει η πόρτα και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια, τα
χρώματα μέσα σε αυτά συνεχίζουν να αλλάζουν, διότι παραμένει εντός τους μια
απρόσμενη πηγή φωτισμού. Τα χρώματα γίνονται ασημένια και ρόδινα, καθώς οι
καθρέφτες μέσα στα δωμάτια διατηρούν «ανέπαφη την εικόνα της θάλασσας»∙ με τους
καθρέφτες να διαδραματίζουν μετωνυμικά τη λειτουργία της μνήμης, η οποία παρά
το πέρασμα των χρόνων διατηρεί ακόμη και τις τελευταίες της στιγμές ακέραιες τις
αναμνήσεις από τα ταξίδια κι από τα όσα έχει αντικρίσει και βιώσει. Η ανάμνηση της
θάλασσας είναι εκείνη που προσφέρει στα σεντόνια τη δυνατότητα να αποκτούν το
χρώμα του ουρανού, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Με την αναφορά, μάλιστα, στο «γαμήλιο
κρεβάτι των νεκρών» ο ήρωας του ποιήματος επιχειρεί να αναδείξει ακριβώς τη
δυνατότητα της μνήμης να διατηρεί τα όσα έχει βιώσει ένας άνθρωπος ακόμη και
μέχρι την ύστατη στιγμή της ζωής του.
Το
πέρασμα του χρόνου περιορίζει μεν δραστικά τη δυνατότητα του ατόμου να αποκτά
νέες εμπειρίες, δεν κατορθώνει εντούτοις να του στερήσει την ανάμνηση όσων
έζησε τα προηγούμενα χρόνια. Έχουν, άρα, ιδιαίτερη αξία οι εμπειρίες, τα
βιώματα, τα ταξίδια και οι αναμνήσεις που δημιουργεί το άτομο την περίοδο της ακμής
του, καθώς όλα αυτά θα μπορούν να φωτίζουν αργότερα τα χρόνια του γήρατος και της ακούσιας αδράνειας.
«Θα
‘θελα,
αλλά
τούτη
την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο
Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου ‘σβησε το
φανάρι
και
πια δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να
περπατήσω.»
Ο
ήρωας του ποιήματος θα ήθελε να μεταδώσει στους νεότερους όλα αυτές τις καίριες
συνειδητοποιήσεις του, αλλά δεν έχει πια τη δυνατότητα μήτε να τους δείξει
τίποτε μήτε να κινηθεί, ώστε να τους προσεγγίσει, μιας και επήλθε το τέλος του.
Ο «Αόρατος», ο «Πανταχού και Πάντοτε Παρών» χρόνος ή θάνατος έσβησε το φανάρι
του νου του και τού στέρησε την ευκαιρία να μεταλαμπαδεύσει σε άλλους όσα
εκείνος έμαθε και αντιλήφθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η
παρέμβαση αυτή του θανάτου έχει τη δική της ιδιαίτερη σημασία, εφόσον στην
πραγματικότητα ο ήρωας του ποιήματος γνωρίζει πως οι άνθρωποι δύσκολα
αξιοποιούν και αποδέχονται τις έτοιμες γνώσεις των άλλων. Χρειάζεται να
διανύσουν οι ίδιοι τη ζωή και να μάθουν -έστω και αργά- εκείνα που οι άλλοι ήδη
γνώριζαν. Ο ήρωας δεν κατορθώνει να μεταδώσει τις γνώσεις του, αλλά ακόμη κι αν
προλάβαινε θα διαπίστωνε πως ελάχιστη απήχηση θα είχαν στους νεότερους, οι
οποίοι θα διεκδικούσαν επίμονα το μερίδιό τους σε υλικά αποκτήματα, και δεν θα
συγκινούνταν από τις «μικρές χαρές» της καθημερινής ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου