Antonio Grambone
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καίω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καίω, καις, καίει, καίμε, καίτε, καίνε
Υποτακτική
να καίω, να καις, να καίει, να καίμε, να καίτε, να καίνε
Προστακτική
β΄ ενικό: καίγε – β΄ πληθυντικό: καίτε
Μετοχή
καίγοντας
Παρατατικός
Οριστική
έκαιγα, έκαιγες, έκαιγε, καίγαμε, καίγατε, έκαιγαν ή καίγανε
Αόριστος
Οριστική
έκαψα, έκαψες, έκαψε, κάψαμε, κάψατε, έκαψαν (ή κάψανε)
Υποτακτική
να κάψω, να κάψεις, να κάψει, να κάψουμε, να κάψετε, να κάψουν
Προστακτική
β΄ ενικό: κάψε – β΄ πληθυντικό: κάψτε
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα καίω, θα καις, θα καίει, θα καίμε, θα καίτε, θα καίνε
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα κάψω, θα κάψεις, θα κάψει, θα κάψουμε, θα κάψετε, θα κάψουν
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κάψει, θα έχεις κάψει, θα έχει κάψει, θα έχουμε κάψει, θα έχετε κάψει, θα έχουν κάψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κάψει, έχεις κάψει, έχει κάψει, έχουμε κάψει, έχετε κάψει, έχουν κάψει
Υποτακτική
να έχω κάψει, να έχεις κάψει, να έχει κάψει, να έχουμε κάψει, να έχετε κάψει, να έχουν κάψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κάψει, είχες κάψει, είχε κάψει, είχαμε κάψει, είχατε κάψει, είχαν(ε) κάψει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καίγομαι, καίγεσαι, καίγεται, καιγόμαστε, καίγεστε, καίγονται
Υποτακτική
να καίγομαι, να καίγεσαι, να καίγεται, να καιγόμαστε, να καίγεστε, να καίγονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καίγεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
καιγόμουν, καιγόσουν, καιγόταν, καιγόμαστε, καιγόσαστε, καίγονταν
(&
καιγόμουνα, καιγόσουνα, καιγότανε, καιγόμασταν, καιγόσασταν, καιγόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
κάηκα, κάηκες, κάηκε, καήκαμε, καήκατε, κάηκαν (ή καήκανε)
Υποτακτική
να καώ, να καείς, να καεί, να καούμε, να καείτε, να καούν
Προστακτική
β΄ ενικό: κάψου β΄ πληθυντικό: καείτε
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα καίγομαι, θα καίγεσαι, θα καίγεται, θα καιγόμαστε, θα καίγεστε, θα καίγονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα καώ, θα καείς, θα καεί, θα καούμε, θα καείτε, θα καούν
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καεί, θα έχεις καεί, θα έχει καεί, θα έχουμε καεί, θα έχετε καεί, θα έχουν καεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καεί, έχεις καεί, έχει καεί, έχουμε καεί, έχετε καεί, έχουν καεί
Υποτακτική
να έχω καεί, να έχεις καεί, να έχει καεί, να έχουμε καεί, να έχετε καεί, να έχουν καεί
Μετοχή
καμένος, καμένη, καμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καεί, είχες καεί, είχε καεί, είχαμε καεί, είχατε καεί, είχαν(ε) καεί
Σημείωση:
1. Το ρήμα καίω ανήκει
στα αποκαλούμενα συγκοπτόμενα ρήματα, επειδή στα περισσότερα πρόσωπα του
ενεστώτα συγκόπτει το φωνήεν της κατάληξης. Επιπλέον σχηματίζει τον παρατατικό
με το επίθημα –γα. Συγκεκριμένα:
Ενεστώτας:
καίω, καις, καίει – καίμε, καίτε, καίν(ε)
Παρατατικός: έκαιγα, έκαιγες, έκαιγε – καίγαμε, καίγατε, έκαιγαν
Πηγή
σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη
χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καίω»
Οριστική
καίω, καις, καίει, καίμε, καίτε, καίνε
να καίω, να καις, να καίει, να καίμε, να καίτε, να καίνε
Προστακτική
β΄ ενικό: καίγε – β΄ πληθυντικό: καίτε
Μετοχή
καίγοντας
Οριστική
έκαιγα, έκαιγες, έκαιγε, καίγαμε, καίγατε, έκαιγαν ή καίγανε
Οριστική
έκαψα, έκαψες, έκαψε, κάψαμε, κάψατε, έκαψαν (ή κάψανε)
να κάψω, να κάψεις, να κάψει, να κάψουμε, να κάψετε, να κάψουν
Προστακτική
β΄ ενικό: κάψε – β΄ πληθυντικό: κάψτε
Οριστική
θα καίω, θα καις, θα καίει, θα καίμε, θα καίτε, θα καίνε
Οριστική
θα κάψω, θα κάψεις, θα κάψει, θα κάψουμε, θα κάψετε, θα κάψουν
Οριστική
θα έχω κάψει, θα έχεις κάψει, θα έχει κάψει, θα έχουμε κάψει, θα έχετε κάψει, θα έχουν κάψει
Οριστική
έχω κάψει, έχεις κάψει, έχει κάψει, έχουμε κάψει, έχετε κάψει, έχουν κάψει
να έχω κάψει, να έχεις κάψει, να έχει κάψει, να έχουμε κάψει, να έχετε κάψει, να έχουν κάψει
Οριστική
είχα κάψει, είχες κάψει, είχε κάψει, είχαμε κάψει, είχατε κάψει, είχαν(ε) κάψει
Οριστική
καίγομαι, καίγεσαι, καίγεται, καιγόμαστε, καίγεστε, καίγονται
να καίγομαι, να καίγεσαι, να καίγεται, να καιγόμαστε, να καίγεστε, να καίγονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καίγεστε
Μετοχή
---
Οριστική
καιγόμουν, καιγόσουν, καιγόταν, καιγόμαστε, καιγόσαστε, καίγονταν
Οριστική
κάηκα, κάηκες, κάηκε, καήκαμε, καήκατε, κάηκαν (ή καήκανε)
να καώ, να καείς, να καεί, να καούμε, να καείτε, να καούν
Προστακτική
β΄ ενικό: κάψου β΄ πληθυντικό: καείτε
Οριστική
θα καίγομαι, θα καίγεσαι, θα καίγεται, θα καιγόμαστε, θα καίγεστε, θα καίγονται
Οριστική
θα καώ, θα καείς, θα καεί, θα καούμε, θα καείτε, θα καούν
Οριστική
θα έχω καεί, θα έχεις καεί, θα έχει καεί, θα έχουμε καεί, θα έχετε καεί, θα έχουν καεί
Οριστική
έχω καεί, έχεις καεί, έχει καεί, έχουμε καεί, έχετε καεί, έχουν καεί
να έχω καεί, να έχεις καεί, να έχει καεί, να έχουμε καεί, να έχετε καεί, να έχουν καεί
Μετοχή
καμένος, καμένη, καμένο
Οριστική
είχα καεί, είχες καεί, είχε καεί, είχαμε καεί, είχατε καεί, είχαν(ε) καεί
Παρατατικός: έκαιγα, έκαιγες, έκαιγε – καίγαμε, καίγατε, έκαιγαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου