Emily Carter
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀναγκάζω»
Το α της παραλήγουσας είναι βραχύχρονο
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀναγκάζω, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζει, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζουσι(ν)
Υποτακτική
ἀναγκάζω, ἀναγκάζῃς, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζωσι(ν)
Ευκτική
ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιεν
Προστακτική
---, ἀνάγκαζε, ἀναγκαζέτω, ---, ἀναγκάζετε, ἀναγκαζόντων (ή ἀναγκαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀναγκάζειν
Μετοχή
ἀναγκάζων, ἀναγκάζουσα, ἀναγκάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἠνάγκαζον, ἠνάγκαζες, ἠνάγκαζε, ἠναγκάζομεν, ἠναγκάζετε, ἠνάγκαζον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀναγκάσω, ἀναγκάσεις, ἀναγκάσει, ἀναγκάσομεν, ἀναγκάσετε, ἀναγκάσουσι(ν)
Ευκτική
ἀναγκάσοιμι, ἀναγκάσοις, ἀναγκάσοι, ἀναγκάσοιμεν, ἀναγκάσοιτε, ἀναγκάσοιεν
Απαρέμφατο
ἀναγκάσειν
Μετοχή
ἀναγκάσων, ἀναγκάσουσα, ἀναγκάσον
Αόριστος
Οριστική
ἠνάγκασα, ἠνάγκασας, ἠνάγκασε(ν), ἠναγκάσαμεν, ἠναγκάσατε, ἠνάγκασαν
Υποτακτική
ἀναγκάσω, ἀναγκάσῃς, ἀναγκάσῃ, ἀναγκάσωμεν, ἀναγκάσητε, ἀναγκάσωσι(ν)
Ευκτική
ἀναγκάσαιμι, ἀναγκάσαις ή ἀναγκάσειας, ἀναγκάσαι ή ἀναγκάσειε(ν), ἀναγκάσαιμεν, ἀναγκάσαιτε, ἀναγκάσαιεν ή ἀναγκάσειαν
Προστακτική
---, ἀνάγκασον, ἀναγκασάτω, ---, ἀναγκάσατε, ἀναγκασάντων (ή ἀναγκασάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀναγκάσαι
Μετοχή
ἀναγκάσας, ἀναγκάσασα, ἀναγκάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠνάγκακα, ἠνάγκακας, ἠνάγκακε, ἠναγκάκαμεν, ἠναγκάκατε, ἠναγκάκασι(ν)
Υποτακτική
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ὦ
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ᾖς
ἠναγκακώς-
ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ᾖ
ἠναγκακότες- ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα ὦμεν
ἠναγκακότες-
ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα ἦτε
ἠναγκακότες-
ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα ὦσι
Ευκτική
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός εἴην
ἠναγκακώς-
ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός εἴης
ἠναγκακώς-
ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός εἴη
ἠναγκακότες-
ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα εἴημεν (εἶμεν)
ἠναγκακότες-
ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα εἴητε (εἶτε)
ἠναγκακότες-
ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ἴσθι
ἠναγκακώς-
ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ἔστω
---
ἠναγκακότες- ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα ἔστε
ἠναγκακότες-
ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἠναγκακέναι
Μετοχή
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἠναγκάκειν, ἠναγκάκεις, ἠναγκάκει, ἠναγκάκεμεν, ἠναγκάκετε, ἠναγκάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀναγκάζομαι, ἀναγκάζῃ ή ἀναγκάζει, ἀναγκάζεται, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζονται
Υποτακτική
ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζηται, ἀναγκαζώμεθα, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζωνται
Ευκτική
ἀναγκαζοίμην, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοιντο
Προστακτική
---, ἀναγκάζου, ἀναγκαζέσθω, ---, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκαζέσθων ή ἀναγκαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀναγκάζεσθαι
Μετοχή
ἀναγκαζόμενος
ἀναγκαζομένη
ἀναγκαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἠναγκαζόμην, ἠναγκάζου, ἠναγκάζετο, ἠναγκαζόμεθα, ἠναγκάζεσθε, ἠναγκάζοντο
Παθητικός Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ἀναγκασθήσομαι, ἀναγκασθήσῃ ή ἀναγκασθήσει, ἀναγκασθήσεται, ἀναγκασθησόμεθα, ἀναγκασθήσεσθε, ἀναγκασθήσονται
Ευκτική
ἀναγκασθησοίμην, ἀναγκασθήσοιο, ἀναγκασθήσοιτο, ἀναγκασθησοίμεθα, ἀναγκασθήσοισθε, ἀναγκασθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἀναγκασθήσεσθαι
Μετοχή
ἀναγκασθησόμενος
ἀναγκασθησομένη
ἀναγκασθησόμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἠναγκάσθην, ἠναγκάσθης, ἠναγκάσθη, ἠναγκάσθημεν, ἠναγκάσθητε, ἠναγκάσθησαν
Υποτακτική
ἀναγκασθῶ, ἀναγκασθῇς, ἀναγκασθῇ, ἀναγκασθῶμεν, ἀναγκασθῆτε, ἀναγκασθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀναγκασθείην, ἀναγκασθείης, ἀναγκασθείη, ἀναγκασθείημεν ή ἀναγκασθεῖμεν, ἀναγκασθείητε ή ἀναγκασθεῖτε, ἀναγκασθείησαν ή ἀναγκασθεῖεν
Προστακτική
---, ἀναγκάσθητι, ἀναγκασθήτω, ---, ἀναγκάσθητε, ἀναγκασθέντων ή ἀναγκασθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀναγκασθῆναι
Μετοχή
ἀναγκασθείς
ἀναγκασθεῖσα
ἀναγκασθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠνάγκασμαι, ἠνάγκασαι, ἠνάγκασται, ἠναγκάσμεθα, ἠνάγκασθε, ἠναγκασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἠναγκασμένος- ἠναγκασμένη- ἠναγκασμένον ὦ
ἠναγκασμένος- ἠναγκασμένη- ἠναγκασμένον ᾖς
ἠναγκασμένος-
ἠναγκασμένη-
ἠναγκασμένον
ᾖ
ἠναγκασμένοι- ἠναγκασμέναι- ἠναγκασμένα ὦμεν
ἠναγκασμένοι-
ἠναγκασμέναι-
ἠναγκασμένα
ἦτε
ἠναγκασμένοι-
ἠναγκασμέναι-
ἠναγκασμένα
ὦσι
Ευκτική
ἠναγκασμένος- ἠναγκασμένη- ἠναγκασμένον εἴην
ἠναγκασμένος-
ἠναγκασμένη-
ἠναγκασμένον
εἴης
ἠναγκασμένος-
ἠναγκασμένη-
ἠναγκασμένον
εἴη
ἠναγκασμένοι-
ἠναγκασμέναι-
ἠναγκασμένα
εἴημεν
(εἶμεν)
ἠναγκασμένοι-
ἠναγκασμέναι-
ἠναγκασμένα
εἴητε
(εἶτε)
ἠναγκασμένοι-
ἠναγκασμέναι-
ἠναγκασμένα
εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, ἠνάγκασο, ἠναγκάσθω, --- ἠνάγκασθε, ἠναγκάσθων ή ἠναγκάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠναγκάσθαι
Μετοχή
ἠναγκασμένος,
ἠναγκασμένη,
ἠναγκασμένον
Υπερσυντέλικος
ἠναγκάσμην, ἠνάγκασο, ἠνάγκαστο, ἠναγκάσμεθα, ἠνάγκασθε, ἠναγκασμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀναγκάζω»
Το α της παραλήγουσας είναι βραχύχρονο
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀναγκάζω, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζει, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζουσι(ν)
ἀναγκάζω, ἀναγκάζῃς, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζωσι(ν)
ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιεν
---, ἀνάγκαζε, ἀναγκαζέτω, ---, ἀναγκάζετε, ἀναγκαζόντων (ή ἀναγκαζέτωσαν)
ἀναγκάζειν
ἀναγκάζων, ἀναγκάζουσα, ἀναγκάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἠνάγκαζον, ἠνάγκαζες, ἠνάγκαζε, ἠναγκάζομεν, ἠναγκάζετε, ἠνάγκαζον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀναγκάσω, ἀναγκάσεις, ἀναγκάσει, ἀναγκάσομεν, ἀναγκάσετε, ἀναγκάσουσι(ν)
ἀναγκάσοιμι, ἀναγκάσοις, ἀναγκάσοι, ἀναγκάσοιμεν, ἀναγκάσοιτε, ἀναγκάσοιεν
ἀναγκάσειν
ἀναγκάσων, ἀναγκάσουσα, ἀναγκάσον
Αόριστος
Οριστική
ἠνάγκασα, ἠνάγκασας, ἠνάγκασε(ν), ἠναγκάσαμεν, ἠναγκάσατε, ἠνάγκασαν
ἀναγκάσω, ἀναγκάσῃς, ἀναγκάσῃ, ἀναγκάσωμεν, ἀναγκάσητε, ἀναγκάσωσι(ν)
ἀναγκάσαιμι, ἀναγκάσαις ή ἀναγκάσειας, ἀναγκάσαι ή ἀναγκάσειε(ν), ἀναγκάσαιμεν, ἀναγκάσαιτε, ἀναγκάσαιεν ή ἀναγκάσειαν
---, ἀνάγκασον, ἀναγκασάτω, ---, ἀναγκάσατε, ἀναγκασάντων (ή ἀναγκασάτωσαν)
ἀναγκάσαι
ἀναγκάσας, ἀναγκάσασα, ἀναγκάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠνάγκακα, ἠνάγκακας, ἠνάγκακε, ἠναγκάκαμεν, ἠναγκάκατε, ἠναγκάκασι(ν)
Υποτακτική
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ὦ
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ᾖς
ἠναγκακότες- ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα ὦμεν
Ευκτική
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός εἴην
Προστακτική
---
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός ἴσθι
ἠναγκακότες- ἠναγκακυῖαι- ἠναγκακότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἠναγκακέναι
ἠναγκακώς- ἠναγκακυῖα- ἠναγκακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἠναγκάκειν, ἠναγκάκεις, ἠναγκάκει, ἠναγκάκεμεν, ἠναγκάκετε, ἠναγκάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀναγκάζομαι, ἀναγκάζῃ ή ἀναγκάζει, ἀναγκάζεται, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζονται
ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζηται, ἀναγκαζώμεθα, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζωνται
ἀναγκαζοίμην, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοιντο
---, ἀναγκάζου, ἀναγκαζέσθω, ---, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκαζέσθων ή ἀναγκαζέσθωσαν
ἀναγκάζεσθαι
ἀναγκαζόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἠναγκαζόμην, ἠναγκάζου, ἠναγκάζετο, ἠναγκαζόμεθα, ἠναγκάζεσθε, ἠναγκάζοντο
Παθητικός Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ἀναγκασθήσομαι, ἀναγκασθήσῃ ή ἀναγκασθήσει, ἀναγκασθήσεται, ἀναγκασθησόμεθα, ἀναγκασθήσεσθε, ἀναγκασθήσονται
ἀναγκασθησοίμην, ἀναγκασθήσοιο, ἀναγκασθήσοιτο, ἀναγκασθησοίμεθα, ἀναγκασθήσοισθε, ἀναγκασθήσοιντο
ἀναγκασθήσεσθαι
ἀναγκασθησόμενος
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἠναγκάσθην, ἠναγκάσθης, ἠναγκάσθη, ἠναγκάσθημεν, ἠναγκάσθητε, ἠναγκάσθησαν
ἀναγκασθῶ, ἀναγκασθῇς, ἀναγκασθῇ, ἀναγκασθῶμεν, ἀναγκασθῆτε, ἀναγκασθῶσι(ν)
ἀναγκασθείην, ἀναγκασθείης, ἀναγκασθείη, ἀναγκασθείημεν ή ἀναγκασθεῖμεν, ἀναγκασθείητε ή ἀναγκασθεῖτε, ἀναγκασθείησαν ή ἀναγκασθεῖεν
---, ἀναγκάσθητι, ἀναγκασθήτω, ---, ἀναγκάσθητε, ἀναγκασθέντων ή ἀναγκασθήτωσαν
ἀναγκασθῆναι
ἀναγκασθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἠνάγκασμαι, ἠνάγκασαι, ἠνάγκασται, ἠναγκάσμεθα, ἠνάγκασθε, ἠναγκασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἠναγκασμένος- ἠναγκασμένη- ἠναγκασμένον ὦ
ἠναγκασμένος- ἠναγκασμένη- ἠναγκασμένον ᾖς
ἠναγκασμένοι- ἠναγκασμέναι- ἠναγκασμένα ὦμεν
Ευκτική
ἠναγκασμένος- ἠναγκασμένη- ἠναγκασμένον εἴην
Προστακτική
---, ἠνάγκασο, ἠναγκάσθω, --- ἠνάγκασθε, ἠναγκάσθων ή ἠναγκάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠναγκάσθαι
ἠναγκασμένος,
Υπερσυντέλικος
ἠναγκάσμην, ἠνάγκασο, ἠνάγκαστο, ἠναγκάσμεθα, ἠνάγκασθε, ἠναγκασμένοι ἦσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου