Κωστής
Παλαμάς «Ύμνος στον Παρθενώνα» Τα
αποσπάσματα που ακολουθούν ανήκουν στην ποιητική σύνθεση του Κωστή Παλαμά Η
φλογέρα του βασιλιά (1910), που χωρίζεται σε «Δώδεκα Λόγους». Στον «Τρίτο Λόγο»
ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος κατεβαίνει νικητής από τη Μακεδονία στην Αθήνα,
για να προσκυνήσει την Παναγία την Αθηνιώτισσα στον Παρθενώνα. O ποιητής
συνθέτει, με αυτή την αφορμή, ένα λυρικό ύμνο στον αρχαίο ναό της ομορφιάς και
του ελεύθερου πνεύματος. Εσύ
‘σαι, που κορόνα σου φορείς το Βράχο; Εσύ ‘σαι, Βράχε,
που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας; Ναέ,
και ποιος να σ’ έχτισε μες στους ωραίους ωραίο, για
την αιωνιότητα με κάθε χάρη Εσένα; Σ’
εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή και Μούσα· λόγος
το μάρμαρο έγινε κι η ιδέα τέχνη, και ήρθες στη
χώρα τη θαυματουργή, που τα στοχάζεται όλα με
τη βοήθεια των Ωρών* των καλομετρημένων, ήρθες
απάνου απ’ τους λαούς κι απάνου απ’ τις θρησκείες, κυκλώπειε,
λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε. […] Ναέ,
τα θέμελά σου εσέ δεν είναι ριζωμένα, σα
να τη ‘γγίξαν τρίσβαθα την τέλειωση* του κόσμου, μηδέ
το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα από τα γνέφια*, σαν
πυραμίδας κολοσσός απάνου σ’ ερμοτόπι της
Αφρικής. Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα τη
διαφανάδα τη γλαυκή των Oλυμπίων* τα χέρια. Κι
η αρχοντική κορφή σου εσέ δίχως θρασά* να πάει για
να χαθεί στ’ απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει, το
Πνεύμα προς τ’ απέραντα ξέρει απαλό και φέρνει. Εσένα
δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι*, καματερά*
ανθρωπόμορφα, σπρωγμένα απ’ τη βουκέντρα* φαρμακερά
κι αλύπητα, δυνάστη αιματοπότη. Εσένα
με το λογισμό κι εσέ με το τραγούδι σε
υψώσαν των ελεύθερων οι λογισμοί εκεί όπου και
ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης, με
το ρυθμό πρωτόγινε, κι ήταν κι αυτός τραγούδι. […] Κι
ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει να
ξαναβρεί τα νιάτα του, να ‘ρχεται στο ποτάμι της
Oμορφιάς να λούζεται. Σ’ όλα μπροστά τα ωραία να
στέκεται αδιαφόρευτα* και γκαρδιακά* να σκύβει προσκυνητής,
ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης. Κι
αφού όλων πάει ταξίματα και μεταλάβει απ’ όλα, πάλι
και πάντα να γυρνά σ’ εσένα μ’ έναν ύμνο. Μ’
εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν’ αρχινάει, του
κόσμου το ξανάνιωμα μ’ εσέ να παίρνει τέλος. Κ.
Παλαμάς, Άπαντα, τόμ. 5, Μπίρης *Ώρες:
μυθολογικές θεότητες *τέλειωση: τελείωση *γνέφια: σύννεφα *οι Ολύμπιοι: οι
δώδεκα θεοί του Ολύμπου *θρασά: θρασύτητα *όχλοι: ανοργάνωτα πλήθη *καματερά:
ζώα που εκτελούν εργασίες *βουκέντρα: μακρύ ξύλινο ραβδί με αιχμή, για να
κεντρίζει τα βόδια στο όργωμα *αδιαφόρευτα: χωρίς να κάνει διακρίσεις
*γκαρδιακά: με την καρδιά του «Εσύ
‘σαι, που κορόνα σου φορείς το Βράχο; Εσύ ‘σαι, Βράχε,
που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας; Ναέ,
και ποιος να σ’ έχτισε μες στους ωραίους ωραίο, για
την αιωνιότητα με κάθε χάρη Εσένα;» Το
απόσπασμα της ποιητικής σύνθεσης του Κωστή Παλαμά ξεκινά με τρεις συνεχείς
αποστροφές σε προσωποποιημένες έννοιες. Η πρώτη προσωποποίηση αφορά την πόλη της
Αθήνας, η οποία φορά ως βασιλική κορόνα τον ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Ή δεύτερη
προσωποποίηση αφορά τον ιερό Βράχο, ο οποίος πάνω του κρατά ως δική του κορόνα
τον Παρθενώνα, τον έξοχο ναό της Αθηνάς. Η τρίτη προσωποποίηση και αποστροφή
αφορά τον ίδιο τον ναό, στον οποίο τίθεται το ερώτημα ποιος είναι εκείνος που
κατάφερε να τον χτίσει τόσο ωραίο, ώστε ανάμεσα σε άλλους ωραίους ναούς να
είναι εκείνος που έλαβε το προνόμιο να αποχτήσει αιώνια διαχρονικότητα
κατέχοντας κάθε πιθανή χάρη και ομορφιά. «Σ’
εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή και Μούσα· λόγος
το μάρμαρο έγινε κι η ιδέα τέχνη, και ήρθες στη
χώρα τη θαυματουργή, που τα στοχάζεται όλα με
τη βοήθεια των Ωρών των καλομετρημένων, ήρθες
απάνου απ’ τους λαούς κι απάνου απ’ τις θρησκείες, κυκλώπειε,
λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε.» Το
ποιητικό υποκείμενο εξυμνεί και επαινεί την αρμονία της κατασκευής του
Παρθενώνα επισημαίνοντας πως ο ρυθμός -δωρικός- του ναού μοιάζει με αποκάλυψη,
με αποκορύφωμα της τέχνης, αφού κάθε γραμμή του ναού είναι και φανέρωμα μιας
Μούσας, μιας, δηλαδή, από τις προστάτιδες θεότητες επιμέρους μορφών της τέχνης.
Είναι, άρα, ο Παρθενώνας μια κορύφωση της έμπνευσης, καθώς κάθε πτυχή του είναι
έξοχα δημιουργημένη. Ο
Παρθενώνας, μάλιστα, είναι γέννημα μιας ξεχωριστής χώρας, της αρχαίας Ελλάδας,
στην οποία τίποτε δεν δημιουργούνταν τυχαία και χωρίς προσεκτική μελέτη. Πιο
συγκεκριμένα, μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στην Αθήνα της κλασικής
περιόδου (480 – 323 π.Χ.), όπου οι τέχνες, οι επιστήμες και η ανθρώπινη σκέψη
εν γένει έφτασαν σε πρωτόγνωρα ύψη, καθορίζοντας το μέτρο της πνευματικής και
πολιτικής ωρίμανσης για όλες τις επόμενες ιστορικές περιόδους. Σε αυτή την
πόλη-κράτος, λοιπόν, «ήρθε» ο ναός του Παρθενώνα ως επιστέγασμα της συστηματικής
καλλιέργειας της ανθρώπινης σκέψης, την κατάλληλη ακριβώς στιγμή, για να
φανερώσει το επίπεδο στο οποίο μπορεί να φτάσει μια ανθρώπινη κοινωνία, όταν
δίνει πραγματική έμφαση στην παιδεία, στην μελέτη και στην ηθική καλλιέργεια
των ατόμων. Ο Παρθενώνας ήρθε και στάθηκε υψηλότερα απ’ όλους τους λαούς -του παρελθόντος,
του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος-, μιας και δεν υπήρξε σε καμία άλλη
ιστορική περίοδο ούτε σε άλλη χώρα τέτοια πνευματική εξέλιξη, με τόσα
αξεπέραστα πνευματικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Στάθηκε, συνάμα, πάνω απ’
όλες τις θρησκείες, διότι, αν και υπήρξε γέννημα της αρχαιοελληνικής σκέψης και
θρησκείας, διατήρησε αλώβητη την κορυφαία θέση του καθ’ όλη τη μετέπειτα
ανθρώπινη πορεία αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα που του διασφάλισε η τεχνική
και καλλιτεχνική του αρτιότητα. Ο
Παρθενώνας είναι ένα έργο μεγάλων διαστάσεων («κυκλώπειε»), χωρίς αυτό να του
στερεί την αίσθηση της κίνησης και της λεπτότητας (« λυγερόκορμε») χάρη στον
έξοχο σχεδιασμό του, που δημιουργεί την αίσθηση σε όποιον τον αντικρίζει πως
είναι τέλειος σαν ζωγραφιά, κι όχι κάτι το υλικό, φτιαγμένο από μάρμαρο. «Ναέ,
τα θέμελά σου εσέ δεν είναι ριζωμένα, σα
να τη ‘γγίξαν τρίσβαθα την τέλειωση του κόσμου, μηδέ
το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα από τα γνέφια, σαν
πυραμίδας κολοσσός απάνου σ’ ερμοτόπι της
Αφρικής. Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα τη
διαφανάδα τη γλαυκή των Oλυμπίων τα χέρια.» Ο
έπαινος στον Παρθενώνα, από το ποιητικό υποκείμενο, συνεχίζεται μέσω της σύγκρισης
με άλλα γνωστά μνημειακά έργα, όπως είναι οι Πυραμίδες της Αιγύπτου. Στόχος,
εδώ, είναι να εξυμνηθεί η τήρηση του μέτρου που διέκρινε τον αρχαιοελληνικό
πολιτισμό και, κατ’ επέκταση, τον Παρθενώνα. Τα θεμέλια του Παρθενώνα δεν είναι
ριζωμένα στη γη και αφανή∙ ο ναός στέκει σχεδόν αιθέριος πάνω στον ιερό βράχο,
σαν να κατόρθωσαν οι δημιουργοί του να επιτύχουν την κατασκευή ενός τέλειου
ανθρώπινου έργου. Σε αντίθεση, άλλωστε, με την ανθρώπινη υπεροψία που διακρίνει
τις κολοσσιαίες πυραμίδες που δεσπόζουν στις ερήμους της Αφρικής, η κορυφή του
Παρθενώνα δεν επιχειρεί να ξεπεράσει τα σύννεφα και να εντυπωσιάσει με το
μέγεθός του. Ο Παρθενώνας βρίσκεται σε αρμονία με τον χώρο γύρω του, τηρεί το
μέτρο της ανθρώπινης σύνεσης και κατορθώνει να μην επισκιάζει το τοπίο και τον ουρανό∙
αντιθέτως, είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να μοιάζει σαν να τον κρατούν τα
χέρια των θεών του Ολύμπου πάνω στον διάφανο αέρα, επιτρέποντας στον γαλανό
ουρανό να κυριαρχεί και να φωτίζει τον έξοχο αυτό ναό. «Κι
η αρχοντική κορφή σου εσέ δίχως θρασά να πάει για
να χαθεί στ’ απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει, το
Πνεύμα προς τ’ απέραντα ξέρει απαλό και φέρνει.» Ο
Παρθενώνας δεν αποτελεί μια επίδειξη θράσους από τη μεριά των ανθρώπων, όπως οι
γιγάντιες πυραμίδες. Η κορυφή του δεν επιχειρεί να ανορθωθεί σε τέτοιο ύψος,
ώστε να μην μπορούν καν να τη βλέπουν οι άνθρωποι, διότι κάτι τέτοιο θα
ξεπερνούσε την έννοια του μέτρου και της ανθρώπινης σεμνότητας. Ούτως ή άλλως
οι δημιουργοί του Παρθενώνα γνώριζαν πως η άρτια τέχνη μπορεί να εμπνεύσει το άτομο
και να το ωθήσει σε μια ουσιαστική πνευματική εμπειρία, χωρίς να χρειάζεται τον
εντυπωσιασμό του υπέρμετρου ύψους και μεγέθους. Με το μέτρο, την αρτιότητα και
το κάλλος του ο Παρθενώνας επιτυγχάνει εξίσου να αποτελεί μια οπτική εμπειρία
που παραπέμπει στο αιώνιο, στο πνευματικό και στο αξεπέραστο. «Εσένα
δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι, καματερά
ανθρωπόμορφα, σπρωγμένα απ’ τη βουκέντρα φαρμακερά
κι αλύπητα, δυνάστη αιματοπότη. Εσένα
με το λογισμό κι εσέ με το τραγούδι σε
υψώσαν των ελεύθερων οι λογισμοί εκεί όπου και
ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης, με
το ρυθμό πρωτόγινε, κι ήταν κι αυτός τραγούδι.» Η
υπεροχή του Παρθενώνα σε σχέση με τις πυραμίδες προκύπτει κι από το γεγονός πως
ο ναός της Αθηνάς υπήρξε δημιούργημα ελεύθερων πολιτών, οι οποίοι ζούσαν με βάση
τον σεβασμό απέναντι στον νόμο και όχι υπό τον φόβο ενός δυνάστη «που τους έπινε
το αίμα». Οι εργάτες των πυραμίδων ήταν μια βασανισμένη μάζα ανθρώπων, οι
οποίοι εργάζονταν υπό καθεστώς δουλείας, σαν να ήταν ζώα με τη μορφή ανθρώπου,
που εξαναγκάζονταν να εκτελούν διαταγές με επώδυνα και αλύπητα χτυπήματα. Η
οικοδόμηση του Παρθενώνα έγινε από ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίοι εκτελούσαν
την εργασία τους έχοντας επίγνωση της αξίας της, τραγουδώντας μάλιστα, μιας κι
έκαναν κάτι που οι ίδιοι το ήθελαν. Επρόκειτο, άλλωστε, για τους πολίτες ενός κράτους
που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην πνευματική καλλιέργεια των πολιτών του, κάτι
που έγινε εμφανές από το γεγονός ότι δέχτηκαν ως «κυρίαρχο» στη ζωή τους τον
Νόμο με απόλυτα φυσικό τρόπο. Ο Νόμος συνυφάνθηκε τόσο αρμονικά με τη ζωή τους,
σαν να ήταν μέρος της «μελωδίας» που διέτρεχε την καθημερινότητά τους. Η
συσχέτιση του νόμου με το τραγούδι παραπέμπει έμμεσα στο γεγονός πως ο Σόλων
ήταν γνωστός ποιητής προτού αναλάβει το καθήκον να συντάξει νόμους για την
αθηναϊκή πολιτεία. Η
αποδοχή, πάντως, του νόμου ως ρυθμιστή του κοινωνικού και πολιτικού βίου
φανέρωσε ξεκάθαρα την πολιτική ωριμότητα των Αθηναίων, οι οποίοι δεν
χρειάζονταν κάποιον τύραννο για να τους διοικεί, με απειλές και τιμωρίες∙ ήταν
έτοιμοι να οδηγηθούν στην αυτορρύθμιση του κοινωνικού βίου και, ακολούθως, να
διαμορφώσουν τις αρχές της Δημοκρατίας. «Κι
ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει να
ξαναβρεί τα νιάτα του, να ‘ρχεται στο ποτάμι της
Ομορφιάς να λούζεται. Σ’ όλα μπροστά τα ωραία να
στέκεται αδιαφόρευτα και γκαρδιακά να σκύβει προσκυνητής,
ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.» Το
ποιητικό υποκείμενο έχει σαφώς επίγνωση πως ο Παρθενώνας δεν είναι το μόνο
ωραίο μνημείο στον κόσμο ούτε η μόνη πηγή κάλλους και ομορφιάς. Θεωρεί, συνάμα,
πως οι άνθρωποι οφείλουν να έρχονται σε επαφή με τα εξαίρετα έργα τέχνης, διότι
η επαφή με την ομορφιά τους εξαγνίζει και ανανεώνει την ψυχή τους. Καλεί, έτσι,
τους ανθρώπους να αναζητούν την επαφή αυτή και την εμπειρία της ανανέωσης, την
οποία παρουσιάζει μεταφορικά με την εικόνα του «λουσίματος στο ποτάμι της Ομορφιάς».
Τους παροτρύνει, μάλιστα, να στέκουν με θαυμασμό απέναντι σε κάθε ωραίο έργο τέχνης,
χωρίς να κάνουν διακρίσεις, διότι η τέχνη είναι κάτι που οφείλουμε να
προσεγγίζουμε με την καρδιά μας. Ο άνθρωπος οφείλει να αφήνεται στην ομορφιά της
τέχνης, να την ερωτεύεται, να την εξυμνεί και να την προσκυνά, όπως κάνει κάθε
περιηγητής σε κάθε νέο τόπο που επισκέπτεται. «Κι
αφού όλων πάει ταξίματα και μεταλάβει απ’ όλα, πάλι
και πάντα να γυρνά σ’ εσένα μ’ έναν ύμνο. Μ’
εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν’ αρχινάει, του
κόσμου το ξανάνιωμα μ’ εσέ να παίρνει τέλος.» Οι
άνθρωποι, σύμφωνα με το ποιητικό υποκείμενο, οφείλουν να πηγαίνουν προσκυνητές
σε όλα τα αξιόλογα μνημεία και έργα τέχνης, για να εξαγνιστούν στο κάλλος τους,
αλλά στη συνέχεια οφείλουν να επιστρέφουν πάντοτε στον ναό του Παρθενώνα∙ στο
κάλλιστο μνημείο. Η ψυχική και πνευματική ανανέωση των ανθρώπων οφείλει να
ξεκινά και να ολοκληρώνεται μέσα από την επαφή τους με τον Παρθενώνα, διότι σ’
αυτό το έργο τέχνης συνενώνεται η κορύφωση της καλλιτεχνικής ομορφιάς με τις αρχές
εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τον κόσμο καλύτερο∙ την τήρηση του
μέτρου και την πνευματική ελευθερία που προσφέρει η δημοκρατική διαβίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου