Dominic Piperata
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνδραποδίζω»
ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδίζεις, ἀνδραποδίζει, ἀνδραποδίζομεν, ἀνδραποδίζετε, ἀνδραποδίζουσι(ν)
Υποτακτική
ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδίζῃς, ἀνδραποδίζῃ, ἀνδραποδίζωμεν, ἀνδραποδίζητε, ἀνδραποδίζωσι(ν)
Ευκτική
ἀνδραποδίζοιμι, ἀνδραποδίζοις, ἀνδραποδίζοι, ἀνδραποδίζοιμεν, ἀνδραποδίζοιτε, ἀνδραποδίζοιεν
Προστακτική
---, ἀνδραπόδιζε, ἀνδραποδιζέτω, ---, ἀνδραποδίζετε, ἀνδραποδιζόντων (ή ἀνδραποδιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀνδραποδίζειν
Μετοχή
ἀνδραποδίζων, ἀνδραποδίζουσα, ἀνδραποδίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἠνδραπόδιζον, ἠνδραπόδιζες, ἠνδραπόδιζε, ἠνδραποδίζομεν, ἠνδραποδίζετε, ἠνδραπόδιζον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνδραποδιῶ, ἀνδραποδιεῖς, ἀνδραποδιεῖ, ἀνδραποδιοῦμεν, ἀνδραποδιεῖτε, ἀνδραποδιοῦσι(ν)
Ευκτική
ἀνδραποδιοῖμι, ἀνδραποδιοῖς, ἀνδραποδιοῖ (ή ἀνδραποδιοίην, ἀνδραποδιοίης, ἀνδραποδιοίη), ἀνδραποδιοῖμεν, ἀνδραποδιοῖτε, ἀνδραποδιοῖεν
Απαρέμφατο
ἀνδραποδιεῖν
Μετοχή
ἀνδραποδιῶν, ἀνδραποδιοῦσα, ἀνδραποδιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἠνδραπόδισα, ἠνδραπόδισας, ἠνδραπόδισε(ν), ἠνδραποδίσαμεν, ἠνδραποδίσατε, ἠνδραπόδισαν
Υποτακτική
ἀνδραποδίσω, ἀνδραποδίσῃς, ἀνδραποδίσῃ, ἀνδραποδίσωμεν, ἀνδραποδίσητε, ἀνδραποδίσωσι(ν)
Ευκτική
ἀνδραποδίσαιμι, ἀνδραποδίσαις ή ἀνδραποδίσειας, ἀνδραποδίσαι ή ἀνδραποδίσειε(ν), ἀνδραποδίσαιμεν, ἀνδραποδίσαιτε, ἀνδραποδίσαιεν ή ἀνδραποδίσειαν
Προστακτική
---, ἀνδραπόδισον, ἀνδραποδισάτω, ---, ἀνδραποδίσατε, ἀνδραποδισάντων (ή ἀνδραποδισάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀνδραποδίσαι
Μετοχή
ἀνδραποδίσας, ἀνδραποδίσασα, ἀνδραποδίσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνδραποδίζομαι, ἀνδραποδίζῃ ή ἀνδραποδίζει, ἀνδραποδίζεται, ἀνδραποδιζόμεθα, ἀνδραποδίζεσθε, ἀνδραποδίζονται
Υποτακτική
ἀνδραποδίζωμαι, ἀνδραποδίζῃ, ἀνδραποδίζηται, ἀνδραποδιζώμεθα, ἀνδραποδίζησθε, ἀνδραποδίζωνται
Ευκτική
ἀνδραποδιζοίμην, ἀνδραποδίζοιο, ἀνδραποδίζοιτο, ἀνδραποδιζοίμεθα, ἀνδραποδίζοισθε, ἀνδραποδίζοιντο
Προστακτική
---, ἀνδραποδίζου, ἀνδραποδιζέσθω, ---, ἀνδραποδίζεσθε, ἀνδραποδιζέσθων ή ἀνδραποδιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀνδραποδίζεσθαι
Μετοχή
ἀνδραποδιζόμενος
ἀνδραποδιζομένη
ἀνδραποδιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἠνδραποδιζόμην, ἠνδραποδίζου, ἠνδραποδίζετο, ἠνδραποδιζόμεθα, ἠνδραποδίζεσθε, ἠνδραποδίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνδραποδιοῦμαι, ἀνδραποδιῇ ή ἀνδραποδιεῖ, ἀνδραποδιεῖται, ἀνδραποδιούμεθα, ἀνδραποδιεῖσθε, ἀνδραποδιοῦνται
Ευκτική
ἀνδραποδιοίμην, ἀνδραποδιοῖο, ἀνδραποδιοῖτο, ἀνδραποδιοίμεθα, ἀνδραποδιοῖσθε, ἀνδραποδιοῖντο
Απαρέμφατο
ἀνδραποδιεῖσθαι
Μετοχή
ἀνδραποδιούμενος
ἀνδραποδιουμένη
ἀνδραποδιούμενον
Παθητικός Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ἀνδραποδισθήσομαι, ἀνδραποδισθήσῃ ή ἀνδραποδισθήσει, ἀνδραποδισθήσεται, ἀνδραποδισθησόμεθα, ἀνδραποδισθήσεσθε, ἀνδραποδισθήσονται
Ευκτική
ἀνδραποδισθησοίμην, ἀνδραποδισθήσοιο, ἀνδραποδισθήσοιτο, ἀνδραποδισθησοίμεθα, ἀνδραποδισθήσοισθε, ἀνδραποδισθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἀνδραποδισθήσεσθαι
Μετοχή
ἀνδραποδισθησόμενος
ἀνδραποδισθησομένη
ἀνδραποδισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἠνδραποδισάμην, ἠνδραποδίσω, ἠνδραποδίσατο, ἠνδραποδισάμεθα, ἠνδραποδίσασθε, ἠνδραποδίσαντο
Υποτακτική
ἀνδραποδίσωμαι, ἀνδραποδίσῃ, ἀνδραποδίσηται, ἀνδραποδισώμεθα, ἀνδραποδίσησθε, ἀνδραποδίσωνται
Ευκτική
ἀνδραποδισαίμην, ἀνδραποδίσαιο, ἀνδραποδίσαιτο, ἀνδραποδισαίμεθα, ἀνδραποδίσαισθε, ἀνδραποδίσαιντο
Προστακτική
---, ἀνδραπόδισαι, ἀνδραποδισάσθω, ---, ἀνδραποδίσασθε, ἀνδραποδισάσθων ή ἀνδραποδισάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀνδραποδίσασθαι
Μετοχή
ἀνδραποδισάμενος
ἀνδραποδισαμένη
ἀνδραποδισάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἠνδραποδίσθην, ἠνδραποδίσθης, ἠνδραποδίσθη, ἠνδραποδίσθημεν, ἠνδραποδίσθητε, ἠνδραποδίσθησαν
Υποτακτική
ἀνδραποδισθῶ, ἀνδραποδισθῇς, ἀνδραποδισθῇ, ἀνδραποδισθῶμεν, ἀνδραποδισθῆτε, ἀνδραποδισθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀνδραποδισθείην, ἀνδραποδισθείης, ἀνδραποδισθείη, ἀνδραποδισθείημεν ή ἀνδραποδισθεῖμεν, ἀνδραποδισθείητε ή ἀνδραποδισθεῖτε, ἀνδραποδισθείησαν ή ἀνδραποδισθεῖεν
Προστακτική
---, ἀνδραποδίσθητι, ἀνδραποδισθήτω, ---, ἀνδραποδίσθητε, ἀνδραποδισθέντων ή ἀνδραποδισθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀνδραποδισθῆναι
Μετοχή
ἀνδραποδισθείς
ἀνδραποδισθεῖσα
ἀνδραποδισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠνδραπόδισμαι, ἠνδραπόδισαι, ἠνδραπόδισται, ἠνδραποδίσμεθα, ἠνδραπόδισθε, ἠνδραποδισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον ὦ
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον ᾖς
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον ᾖ
ἠνδραποδισμένοι- ἠνδραποδισμέναι- ἠνδραποδισμένα ὦμεν
ἠνδραποδισμένοι- ἠνδραποδισμέναι- ἠνδραποδισμένα ἦτε
ἠνδραποδισμένοι- ἠνδραποδισμέναι- ἠνδραποδισμένα ὦσι
Ευκτική
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον εἴην
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον εἴης
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον εἴη
ἠνδραποδισμένοι- ἠνδραποδισμέναι- ἠνδραποδισμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἠνδραποδισμένοι- ἠνδραποδισμέναι- ἠνδραποδισμένα εἴητε (εἶτε)
ἠνδραποδισμένοι- ἠνδραποδισμέναι- ἠνδραποδισμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἠνδραπόδισο, ἠνδραποδίσθω, --- ἠνδραπόδισθε, ἠνδραποδίσθων ή ἠνδραποδίσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠνδραποδίσθαι
Μετοχή
ἠνδραποδισμένος,
ἠνδραποδισμένη,
ἠνδραποδισμένον
Υπερσυντέλικος
ἠνδραποδίσμην, ἠνδραπόδισο, ἠνδραπόδιστο, ἠνδραποδίσμεθα, ἠνδραπόδισθε, ἠνδραποδισμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνδραποδίζω»
ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδίζεις, ἀνδραποδίζει, ἀνδραποδίζομεν, ἀνδραποδίζετε, ἀνδραποδίζουσι(ν)
ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδίζῃς, ἀνδραποδίζῃ, ἀνδραποδίζωμεν, ἀνδραποδίζητε, ἀνδραποδίζωσι(ν)
ἀνδραποδίζοιμι, ἀνδραποδίζοις, ἀνδραποδίζοι, ἀνδραποδίζοιμεν, ἀνδραποδίζοιτε, ἀνδραποδίζοιεν
---, ἀνδραπόδιζε, ἀνδραποδιζέτω, ---, ἀνδραποδίζετε, ἀνδραποδιζόντων (ή ἀνδραποδιζέτωσαν)
ἀνδραποδίζειν
ἀνδραποδίζων, ἀνδραποδίζουσα, ἀνδραποδίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἠνδραπόδιζον, ἠνδραπόδιζες, ἠνδραπόδιζε, ἠνδραποδίζομεν, ἠνδραποδίζετε, ἠνδραπόδιζον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνδραποδιῶ, ἀνδραποδιεῖς, ἀνδραποδιεῖ, ἀνδραποδιοῦμεν, ἀνδραποδιεῖτε, ἀνδραποδιοῦσι(ν)
ἀνδραποδιοῖμι, ἀνδραποδιοῖς, ἀνδραποδιοῖ (ή ἀνδραποδιοίην, ἀνδραποδιοίης, ἀνδραποδιοίη), ἀνδραποδιοῖμεν, ἀνδραποδιοῖτε, ἀνδραποδιοῖεν
ἀνδραποδιεῖν
ἀνδραποδιῶν, ἀνδραποδιοῦσα, ἀνδραποδιοῦν
Οριστική
ἠνδραπόδισα, ἠνδραπόδισας, ἠνδραπόδισε(ν), ἠνδραποδίσαμεν, ἠνδραποδίσατε, ἠνδραπόδισαν
ἀνδραποδίσω, ἀνδραποδίσῃς, ἀνδραποδίσῃ, ἀνδραποδίσωμεν, ἀνδραποδίσητε, ἀνδραποδίσωσι(ν)
ἀνδραποδίσαιμι, ἀνδραποδίσαις ή ἀνδραποδίσειας, ἀνδραποδίσαι ή ἀνδραποδίσειε(ν), ἀνδραποδίσαιμεν, ἀνδραποδίσαιτε, ἀνδραποδίσαιεν ή ἀνδραποδίσειαν
---, ἀνδραπόδισον, ἀνδραποδισάτω, ---, ἀνδραποδίσατε, ἀνδραποδισάντων (ή ἀνδραποδισάτωσαν)
ἀνδραποδίσαι
ἀνδραποδίσας, ἀνδραποδίσασα, ἀνδραποδίσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνδραποδίζομαι, ἀνδραποδίζῃ ή ἀνδραποδίζει, ἀνδραποδίζεται, ἀνδραποδιζόμεθα, ἀνδραποδίζεσθε, ἀνδραποδίζονται
ἀνδραποδίζωμαι, ἀνδραποδίζῃ, ἀνδραποδίζηται, ἀνδραποδιζώμεθα, ἀνδραποδίζησθε, ἀνδραποδίζωνται
ἀνδραποδιζοίμην, ἀνδραποδίζοιο, ἀνδραποδίζοιτο, ἀνδραποδιζοίμεθα, ἀνδραποδίζοισθε, ἀνδραποδίζοιντο
---, ἀνδραποδίζου, ἀνδραποδιζέσθω, ---, ἀνδραποδίζεσθε, ἀνδραποδιζέσθων ή ἀνδραποδιζέσθωσαν
ἀνδραποδίζεσθαι
ἀνδραποδιζόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἠνδραποδιζόμην, ἠνδραποδίζου, ἠνδραποδίζετο, ἠνδραποδιζόμεθα, ἠνδραποδίζεσθε, ἠνδραποδίζοντο
Οριστική
ἀνδραποδιοῦμαι, ἀνδραποδιῇ ή ἀνδραποδιεῖ, ἀνδραποδιεῖται, ἀνδραποδιούμεθα, ἀνδραποδιεῖσθε, ἀνδραποδιοῦνται
ἀνδραποδιοίμην, ἀνδραποδιοῖο, ἀνδραποδιοῖτο, ἀνδραποδιοίμεθα, ἀνδραποδιοῖσθε, ἀνδραποδιοῖντο
ἀνδραποδιεῖσθαι
ἀνδραποδιούμενος
Παθητικός Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ἀνδραποδισθήσομαι, ἀνδραποδισθήσῃ ή ἀνδραποδισθήσει, ἀνδραποδισθήσεται, ἀνδραποδισθησόμεθα, ἀνδραποδισθήσεσθε, ἀνδραποδισθήσονται
ἀνδραποδισθησοίμην, ἀνδραποδισθήσοιο, ἀνδραποδισθήσοιτο, ἀνδραποδισθησοίμεθα, ἀνδραποδισθήσοισθε, ἀνδραποδισθήσοιντο
ἀνδραποδισθήσεσθαι
ἀνδραποδισθησόμενος
Οριστική
ἠνδραποδισάμην, ἠνδραποδίσω, ἠνδραποδίσατο, ἠνδραποδισάμεθα, ἠνδραποδίσασθε, ἠνδραποδίσαντο
ἀνδραποδίσωμαι, ἀνδραποδίσῃ, ἀνδραποδίσηται, ἀνδραποδισώμεθα, ἀνδραποδίσησθε, ἀνδραποδίσωνται
ἀνδραποδισαίμην, ἀνδραποδίσαιο, ἀνδραποδίσαιτο, ἀνδραποδισαίμεθα, ἀνδραποδίσαισθε, ἀνδραποδίσαιντο
---, ἀνδραπόδισαι, ἀνδραποδισάσθω, ---, ἀνδραποδίσασθε, ἀνδραποδισάσθων ή ἀνδραποδισάσθωσαν
ἀνδραποδίσασθαι
ἀνδραποδισάμενος
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἠνδραποδίσθην, ἠνδραποδίσθης, ἠνδραποδίσθη, ἠνδραποδίσθημεν, ἠνδραποδίσθητε, ἠνδραποδίσθησαν
ἀνδραποδισθῶ, ἀνδραποδισθῇς, ἀνδραποδισθῇ, ἀνδραποδισθῶμεν, ἀνδραποδισθῆτε, ἀνδραποδισθῶσι(ν)
ἀνδραποδισθείην, ἀνδραποδισθείης, ἀνδραποδισθείη, ἀνδραποδισθείημεν ή ἀνδραποδισθεῖμεν, ἀνδραποδισθείητε ή ἀνδραποδισθεῖτε, ἀνδραποδισθείησαν ή ἀνδραποδισθεῖεν
---, ἀνδραποδίσθητι, ἀνδραποδισθήτω, ---, ἀνδραποδίσθητε, ἀνδραποδισθέντων ή ἀνδραποδισθήτωσαν
ἀνδραποδισθῆναι
ἀνδραποδισθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἠνδραπόδισμαι, ἠνδραπόδισαι, ἠνδραπόδισται, ἠνδραποδίσμεθα, ἠνδραπόδισθε, ἠνδραποδισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον ὦ
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον ᾖς
ἠνδραποδισμένοι- ἠνδραποδισμέναι- ἠνδραποδισμένα ὦμεν
Ευκτική
ἠνδραποδισμένος- ἠνδραποδισμένη- ἠνδραποδισμένον εἴην
Προστακτική
---, ἠνδραπόδισο, ἠνδραποδίσθω, --- ἠνδραπόδισθε, ἠνδραποδίσθων ή ἠνδραποδίσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠνδραποδίσθαι
ἠνδραποδισμένος,
Υπερσυντέλικος
ἠνδραποδίσμην, ἠνδραπόδισο, ἠνδραπόδιστο, ἠνδραποδίσμεθα, ἠνδραπόδισθε, ἠνδραποδισμένοι ἦσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου