Bill
and Linda Tiepelman
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σφάλλω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σφάλλω, σφάλλεις, σφάλλει, σφάλλομεν, σφάλλετε, σφάλλουσι(ν)
σφάλλω, σφάλλῃς, σφάλλῃ, σφάλλωμεν, σφάλλητε, σφάλλωσι(ν)
σφάλλοιμι, σφάλλοις, σφάλλοι, σφάλλοιμεν, σφάλλοιτε, σφάλλοιεν
Προστακτική
---, σφάλλε, σφαλλέτω, ---, σφάλλετε, σφαλλόντων (ή σφαλλέτωσαν)
Απαρέμφατο
σφάλλειν
Μετοχή
σφάλλων, σφάλλουσα, σφάλλον
Παρατατικός
Οριστική
ἔσφαλλον, ἔσφαλλες, ἔσφαλλε, ἐσφάλλομεν, ἐσφάλλετε, ἔσφαλλον
Μέλλοντας
Οριστική
σφαλῶ, σφαλεῖς, σφαλεῖ, σφαλοῦμεν, σφαλεῖτε, σφαλοῦσι(ν)
σφαλοῖμι, σφαλοῖς, σφαλοῖ, ή σφαλοίην, σφαλοίης, σφαλοίη, σφαλοῖμεν, σφαλοῖτε, σφαλοῖεν
σφαλεῖν
σφαλῶν, σφαλοῦσα, σφαλοῦν
Οριστική
ἔσφηλα, ἔσφηλας, ἔσφηλε(ν), ἐσφήλαμεν, ἐσφήλατε, ἔσφηλαν
σφήλω, σφήλῃς, σφήλῃ, σφήλωμεν, σφήλητε, σφήλωσι(ν)
σφήλαιμι, σφήλαις ή σφήλειας, σφήλαι ή σφήλειε(ν), σφήλαιμεν, σφήλαιτε, σφήλαιεν ή σφήλειαν
Προστακτική
---, σφῆλον, σφηλάτω, ---, σφήλατε, σφηλάντων (ή σφηλάτωσαν)
σφῆλαι
σφήλας, σφήλασα, σφῆλαν
Οριστική
ἔσφαλκα, ἔσφαλκας, ἔσφαλκε, ἐσφάλκαμεν, ἐσφάλκατε, ἐσφάλκασι(ν)
Υποτακτική
ἐσφαλκώς- ἐσφαλκυῖα- ἐσφαλκός ὦ
ἐσφαλκώς- ἐσφαλκυῖα- ἐσφαλκός ᾖς
ἐσφαλκότες- ἐσφαλκυῖαι- ἐσφαλκότα ὦμεν
Ευκτική
ἐσφαλκώς- ἐσφαλκυῖα- ἐσφαλκός εἴην
Προστακτική
---
ἐσφαλκώς- ἐσφαλκυῖα- ἐσφαλκός ἴσθι
ἐσφαλκότες- ἐσφαλκυῖαι- ἐσφαλκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐσφαλκέναι
ἐσφαλκώς- ἐσφαλκυῖα- ἐσφαλκός
Οριστική
ἐσφάλκειν, ἐσφάλκεις, ἐσφάλκει, ἐσφάλκεμεν, ἐσφάλκετε, ἐσφάλκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σφάλλομαι, σφάλλῃ ή σφάλλει, σφάλλεται, σφαλλόμεθα, σφάλλεσθε, σφάλλονται
σφάλλωμαι, σφάλλῃ, σφάλληται, σφαλλώμεθα, σφάλλησθε, σφάλλωνται
σφαλλοίμην, σφάλλοιο, σφάλλοιτο, σφαλλοίμεθα, σφάλλοισθε, σφάλλοιντο
Προστακτική
---, σφάλλου, σφαλλέσθω, ---, σφάλλεσθε, σφαλλέσθων ή σφαλλέσθωσαν
Απαρέμφατο
σφάλλεσθαι
Μετοχή
σφαλλόμενος
σφαλλομένη
σφαλλόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσφαλλόμην, ἐσφάλλου, ἐσφάλλετο, ἐσφαλλόμεθα, ἐσφάλλεσθε, ἐσφάλλοντο
Μέλλοντας
Οριστική
σφαλοῦμαι, σφαλῇ ή σφαλεῖ, σφαλεῖται, σφαλοῦμεθα, σφαλεῖσθε, σφαλοῦνται
σφαλοίμην, σφαλοῖο, σφαλοῖτο, σφαλοίμεθα, σφαλοῖσθε, σφαλοῖντο
σφαλεῖσθαι
σφαλούμενος
σφαλουμένη
σφαλούμενον
Μέλλοντας
Οριστική
σφαλήσομαι, σφαλήσῃ ή σφαλήσει, σφαλήσεται, σφαλησόμεθα, σφαλήσεσθε, σφαλήσονται
σφαλησοίμην, σφαλήσοιο, σφαλήσοιτο, σφαλησοίμεθα, σφαλήσοισθε, σφαλήσοιντο
Απαρέμφατο
σφαλήσεσθαι
Μετοχή
σφαλησόμενος
σφαλησομένη
σφαλησόμενον
Οριστική
ἐσφάλην, ἐσφάλης, ἐσφάλη, ἐσφάλημεν, ἐσφάλητε, ἐσφάλησαν
σφαλῶ, σφαλῇς, σφαλῇ, σφαλῶμεν, σφαλῆτε, σφαλῶσι(ν)
σφαλείην, σφαλείης, σφαλείη, σφαλείημεν ή σφαλεῖμεν, σφαλείητε ή σφαλεῖτε, σφαλείησαν ή σφαλεῖεν
---, σφάληθι, σφαλήτω, ---, σφάλητε, σφαλέντων ή σφαλήτωσαν
Απαρέμφατο
σφαλῆναι
σφαλείς
σφαλεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσφαλμαι, ἔσφαλσαι, ἔσφαλται, ἐσφάλμεθα, ἔσφαλθε, ἐσφαλμένοι εἰσί
Υποτακτική
ἐσφαλμένος- ἐσφαλμένη- ἐσφαλμένον ὦ
ἐσφαλμένος- ἐσφαλμένη- ἐσφαλμένον ᾖς
ἐσφαλμένοι- ἐσφαλμέναι- ἐσφαλμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐσφαλμένος- ἐσφαλμένη- ἐσφαλμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔσφαλσο, ἐσφάλθω, --- ἔσφαλθε, ἐσφάλθων ή ἐσφάλθωσαν
Απαρέμφατο
ἐσφάλθαι
ἐσφαλμένος,
Υπερσυντέλικος
ἐσφάλμην, ἔσφαλσο, ἔσφαλτο, ἐσφάλμεθα, ἔσφαλθε, ἐσφαλμένοι ἦσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου