Greg Collins
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συγχωρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συγχωρώ, συγχωρείς, συγχωρεί, συγχωρούμε, συγχωρείτε, συγχωρούν (ή συγχωρούνε)
Υποτακτική
να συγχωρώ, να συγχωρείς, να συγχωρεί, να συγχωρούμε, να συγχωρείτε, να συγχωρούν (ή να συγχωρούνε)
& να συγχωρώ, να συγχωράς, να συγχωρά ή να συγχωράει, να συγχωρούμε, να συγχωράτε, να συγχωρούν ή να συγχωράνε
Προστακτική
β΄ ενικό: συγχώρα β΄ πληθυντικό: συγχωράτε
Μετοχή
συγχωρώντας
Παρατατικός
Οριστική
συγχωρούσα, συγχωρούσες, συγχωρούσε, συγχωρούσαμε, συγχωρούσατε, συγχωρούσαν (ή συγχωρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
συγχώρησα, συγχώρησες, συγχώρησε, συγχωρήσαμε, συγχωρήσατε, συγχώρησαν (ή συγχωρήσανε)
να συγχωρήσω, να συγχωρήσεις, να συγχωρήσει, να συγχωρήσουμε, να συγχωρήσετε, να συγχωρήσουν (ή να συγχωρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συγχώρησε β΄ πληθυντικό: συγχωρήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρώ, θα συγχωρείς, θα συγχωρεί, θα συγχωρούμε, θα συγχωρείτε, θα συγχωρούν (ή θα συγχωρούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρήσω, θα συγχωρήσεις, θα συγχωρήσει, θα συγχωρήσουμε, θα συγχωρήσετε, θα συγχωρήσουν (ή θα συγχωρήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συγχωρήσει, θα έχεις συγχωρήσει, θα έχει συγχωρήσει, θα έχουμε συγχωρήσει, θα έχετε συγχωρήσει, θα έχουν(ε) συγχωρήσει
[& θα έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχεις συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχει συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχουμε συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχετε συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχουν(ε) συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο]
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συγχωρήσει, έχεις συγχωρήσει, έχει συγχωρήσει, έχουμε συγχωρήσει, έχετε συγχωρήσει, έχουν(ε) συγχωρήσει
[& έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Υποτακτική
να έχω συγχωρήσει, να έχεις συγχωρήσει, να έχει συγχωρήσει, να έχουμε συγχωρήσει, να έχετε συγχωρήσει, να έχουν συγχωρήσει
Περιφραστικά
[& να έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συγχωρήσει, είχες συγχωρήσει, είχε συγχωρήσει, είχαμε συγχωρήσει, είχατε συγχωρήσει, είχαν(ε) συγχωρήσει
Σημείωση: Οι καταλήξεις του Ενεστώτα σε –αω (συγχωράω, συγχωράς, συγχωράει) συναντώνται σε οικείο λόγο. Αντιστοίχως, οι συνοπτικοί τύποι του ρήματος σε -εσ- (συγχωρέσω, συγχώρεσα) χρησιμοποιούνται σε οικείο λόγο.
Ενεστώτας
Οριστική
συγχωρούμαι, συγχωρείσαι, συγχωρείται, συγχωρούμαστε, συγχωρείστε, συγχωρούνται
Υποτακτική
να συγχωρούμαι, να συγχωρείσαι, να συγχωρείται, να συγχωρούμαστε, να συγχωρείστε, να συγχωρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συγχωρείστε
Μετοχή
---
Οριστική
συγχωρούμουν, συγχωρούσουν, συγχωρούνταν, συγχωρούμασταν ή συγχωρούμαστε, συγχωρούσασταν ή συγχωρούσαστε, συγχωρούνταν
Αόριστος
Οριστική
συγχωρήθηκα, συγχωρήθηκες, συγχωρήθηκε, συγχωρηθήκαμε, συγχωρηθήκατε, συγχωρήθηκαν ή συγχωρηθήκανε
Υποτακτική
να συγχωρεθώ, να συγχωρεθείς, να συγχωρεθεί, να συγχωρεθούμε, να συγχωρεθείτε, να συγχωρεθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: συγχωρήσου β΄ πληθυντικό: συγχωρηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρούμαι, θα συγχωρείσαι, θα συγχωρείται, θα συγχωρούμαστε, θα συγχωρείστε, θα συγχωρούνται
Οριστική
θα συγχωρεθώ, θα συγχωρεθείς, θα συγχωρεθεί, θα συγχωρεθούμε, θα συγχωρεθείτε, θα συγχωρεθούν
Οριστική
θα έχω συγχωρεθεί, θα έχεις συγχωρεθεί, θα έχει συγχωρεθεί, θα έχουμε συγχωρεθεί, θα έχετε συγχωρεθεί, θα έχουν συγχωρεθεί
θα είσαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είναι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είμαστε συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα
θα είσαστε συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα
θα είναι συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα]
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συγχωρεθεί, έχεις συγχωρεθεί, έχει συγχωρεθεί, έχουμε συγχωρεθεί, έχετε συγχωρεθεί, έχουν συγχωρεθεί
Υποτακτική
να έχω συγχωρεθεί, να έχεις συγχωρεθεί, να έχει συγχωρεθεί, να έχουμε συγχωρεθεί, να έχετε συγχωρεθεί, να έχουν συγχωρεθεί
[& να είμαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Μετοχή
συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
& συγχωρεμένος, συγχωρεμένη, συγχωρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συγχωρεθεί, είχες συγχωρεθεί, είχε συγχωρεθεί, είχαμε συγχωρεθεί, είχατε συγχωρεθεί, είχαν(ε) συγχωρεθεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου