Dale Kincaid
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ορίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ορίζω, ορίζεις, ορίζει, ορίζουμε, ορίζετε, ορίζουν (ή ορίζουνε)
Υποτακτική
να ορίζω, να ορίζεις, να ορίζει, να ορίζουμε, να ορίζετε, να ορίζουν (ή να ορίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: όριζε – β΄ πληθυντικό: ορίζετε
Μετοχή
ορίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
όριζα, όριζες, όριζε, ορίζαμε, ορίζατε, όριζαν ή ορίζανε
Αόριστος
Οριστική
όρισα, όρισες, όρισε, ορίσαμε, ορίσατε, όρισαν ή ορίσανε
Υποτακτική
να ορίσω, να ορίσεις, να ορίσει, να ορίσουμε, να ορίσετε, να ορίσουν (ή να ορίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: όρισε – β΄ πληθυντικό: ορίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίζω, θα ορίζεις, θα ορίζει, θα ορίζουμε, θα ορίζετε, θα ορίζουν (ή θα ορίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίσω, θα ορίσεις, θα ορίσει, θα ορίσουμε, θα ορίσετε, θα ορίσουν (ή θα ορίσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ορίσει, θα έχεις ορίσει, θα έχει ορίσει, θα έχουμε ορίσει, θα έχετε ορίσει, θα έχουν ορίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ορίσει, έχεις ορίσει, έχει ορίσει, έχουμε ορίσει, έχετε ορίσει, έχουν(ε) ορίσει
Υποτακτική
να έχω ορίσει, να έχεις ορίσει, να έχει ορίσει, να έχουμε ορίσει, να έχετε ορίσει, να έχουν(ε) ορίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ορίσει, είχες ορίσει, είχε ορίσει, είχαμε ορίσει, είχατε ορίσει, είχαν(ε) ορίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ορίζομαι, ορίζεσαι, ορίζεται, οριζόμαστε, ορίζεστε, ορίζονται
Υποτακτική
να ορίζομαι, να ορίζεσαι, να ορίζεται, να οριζόμαστε, να ορίζεστε, να ορίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ορίζεστε
Μετοχή
οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
οριζόμουν, οριζόσουν, οριζόταν, οριζόμαστε, οριζόσαστε, ορίζονταν
(& οριζόμουνα, οριζόσουνα, οριζότανε,
οριζόμασταν, οριζόσασταν, οριζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
ορίστηκα, ορίστηκες, ορίστηκε, οριστήκαμε, οριστήκατε, ορίστηκαν ή οριστήκανε
Υποτακτική
να οριστώ, να οριστείς, να οριστεί, να οριστούμε, να οριστείτε, να οριστούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ορίσου β΄ πληθυντικό: οριστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίζομαι, θα ορίζεσαι, θα ορίζεται, θα οριζόμαστε, θα ορίζεστε, θα ορίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα οριστώ, θα οριστείς, θα οριστεί, θα οριστούμε, θα οριστείτε, θα οριστούν ή θα οριστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω οριστεί, θα έχεις οριστεί, θα έχει οριστεί, θα έχουμε οριστεί, θα έχετε οριστεί, θα έχουν οριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω οριστεί, έχεις οριστεί, έχει οριστεί, έχουμε οριστεί, έχετε οριστεί, έχουν οριστεί
Υποτακτική
να έχω οριστεί, να έχεις οριστεί, να έχει οριστεί, να έχουμε οριστεί, να έχετε οριστεί, να έχουν οριστεί
Μετοχή
ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα οριστεί, είχες οριστεί, είχε οριστεί, είχαμε οριστεί, είχατε οριστεί, είχαν(ε) οριστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ορίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ορίζω, ορίζεις, ορίζει, ορίζουμε, ορίζετε, ορίζουν (ή ορίζουνε)
να ορίζω, να ορίζεις, να ορίζει, να ορίζουμε, να ορίζετε, να ορίζουν (ή να ορίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: όριζε – β΄ πληθυντικό: ορίζετε
Μετοχή
ορίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
όριζα, όριζες, όριζε, ορίζαμε, ορίζατε, όριζαν ή ορίζανε
Οριστική
όρισα, όρισες, όρισε, ορίσαμε, ορίσατε, όρισαν ή ορίσανε
να ορίσω, να ορίσεις, να ορίσει, να ορίσουμε, να ορίσετε, να ορίσουν (ή να ορίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: όρισε – β΄ πληθυντικό: ορίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίζω, θα ορίζεις, θα ορίζει, θα ορίζουμε, θα ορίζετε, θα ορίζουν (ή θα ορίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίσω, θα ορίσεις, θα ορίσει, θα ορίσουμε, θα ορίσετε, θα ορίσουν (ή θα ορίσουνε)
Οριστική
θα έχω ορίσει, θα έχεις ορίσει, θα έχει ορίσει, θα έχουμε ορίσει, θα έχετε ορίσει, θα έχουν ορίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ορίσει, έχεις ορίσει, έχει ορίσει, έχουμε ορίσει, έχετε ορίσει, έχουν(ε) ορίσει
να έχω ορίσει, να έχεις ορίσει, να έχει ορίσει, να έχουμε ορίσει, να έχετε ορίσει, να έχουν(ε) ορίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ορίσει, είχες ορίσει, είχε ορίσει, είχαμε ορίσει, είχατε ορίσει, είχαν(ε) ορίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ορίζομαι, ορίζεσαι, ορίζεται, οριζόμαστε, ορίζεστε, ορίζονται
να ορίζομαι, να ορίζεσαι, να ορίζεται, να οριζόμαστε, να ορίζεστε, να ορίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ορίζεστε
Μετοχή
οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
οριζόμουν, οριζόσουν, οριζόταν, οριζόμαστε, οριζόσαστε, ορίζονταν
Αόριστος
Οριστική
ορίστηκα, ορίστηκες, ορίστηκε, οριστήκαμε, οριστήκατε, ορίστηκαν ή οριστήκανε
να οριστώ, να οριστείς, να οριστεί, να οριστούμε, να οριστείτε, να οριστούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ορίσου β΄ πληθυντικό: οριστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ορίζομαι, θα ορίζεσαι, θα ορίζεται, θα οριζόμαστε, θα ορίζεστε, θα ορίζονται
Οριστική
θα οριστώ, θα οριστείς, θα οριστεί, θα οριστούμε, θα οριστείτε, θα οριστούν ή θα οριστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω οριστεί, θα έχεις οριστεί, θα έχει οριστεί, θα έχουμε οριστεί, θα έχετε οριστεί, θα έχουν οριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω οριστεί, έχεις οριστεί, έχει οριστεί, έχουμε οριστεί, έχετε οριστεί, έχουν οριστεί
να έχω οριστεί, να έχεις οριστεί, να έχει οριστεί, να έχουμε οριστεί, να έχετε οριστεί, να έχουν οριστεί
Μετοχή
ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα οριστεί, είχες οριστεί, είχε οριστεί, είχαμε οριστεί, είχατε οριστεί, είχαν(ε) οριστεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου