Studio Grafiikka
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αυξάνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αυξάνω, αυξάνεις, αυξάνει, αυξάνουμε, αυξάνετε, αυξάνουν ή αυξάνουνε
να αυξάνω, να αυξάνεις, να αυξάνει, να αυξάνουμε, να αυξάνετε, να αυξάνουν ή να αυξάνουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αύξανε – β΄ πληθυντικό: αυξάνετε
Μετοχή
αυξάνοντας
Παρατατικός
Οριστική
αύξανα, αύξανες, αύξανε, αυξάναμε, αυξάνατε, αύξαναν ή αυξάνανε
Αόριστος
Οριστική
αύξησα, αύξησες, αύξησε, αυξήσαμε, αυξήσατε, αύξησαν ή αυξήσανε
να αυξήσω, να αυξήσεις, να αυξήσει, να αυξήσουμε, να αυξήσετε, να αυξήσουν ή να αυξήσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αύξησε – β΄ πληθυντικό: αυξήσετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αυξάνω, θα αυξάνεις, θα αυξάνει, θα αυξάνουμε, θα αυξάνετε, θα αυξάνουν ή θα αυξάνουνε
Οριστική
θα αυξήσω, θα αυξήσεις, θα αυξήσει, θα αυξήσουμε, θα αυξήσετε, θα αυξήσουν ή θα αυξήσουνε
Οριστική
θα έχω αυξήσει, θα έχεις αυξήσει, θα έχει αυξήσει, θα έχουμε αυξήσει, θα έχετε αυξήσει, θα έχουν(ε) αυξήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αυξήσει, έχεις αυξήσει, έχει αυξήσει, έχουμε αυξήσει, έχετε αυξήσει, έχουν αυξήσει
να έχω αυξήσει, να έχεις αυξήσει, να έχει αυξήσει, να έχουμε αυξήσει, να έχετε αυξήσει, να έχουν αυξήσει
Μετοχή
έχοντας αυξήσει
Οριστική
είχα αυξήσει, είχες αυξήσει, είχε αυξήσει, είχαμε αυξήσει, είχατε αυξήσει, είχαν(ε) αυξήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αυξάνομαι, αυξάνεσαι, αυξάνεται, αυξανόμαστε, αυξάνεστε, αυξάνονται
να αυξάνομαι, να αυξάνεσαι, να αυξάνεται, να αυξανόμαστε, να αυξάνεστε, να αυξάνονται
Μετοχή
αυξανόμενος, αυξανόμενη, αυξανόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αυξανόμουν, αυξανόσουν, αυξανόταν, αυξανόμαστε, αυξανόσαστε, αυξάνονταν
Αόριστος
Οριστική
αυξήθηκα, αυξήθηκες, αυξήθηκε, αυξηθήκαμε, αυξηθήκατε, αυξήθηκαν ή αυξηθήκανε
να αυξηθώ, να αυξηθείς, να αυξηθεί, να αυξηθούμε, να αυξηθείτε, να αυξηθούν ή να αυξηθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αυξηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αυξάνομαι, θα αυξάνεσαι, θα αυξάνεται, θα αυξανόμαστε, θα αυξάνεστε, θα αυξάνονται
Οριστική
θα αυξηθώ, θα αυξηθείς, θα αυξηθεί, θα αυξηθούμε, θα αυξηθείτε, θα αυξηθούν ή θα αυξηθούνε
Οριστική
θα έχω αυξηθεί, θα έχεις αυξηθεί, θα έχει αυξηθεί, θα έχουμε αυξηθεί, θα έχετε αυξηθεί, θα έχουν αυξηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αυξηθεί, έχεις αυξηθεί, έχει αυξηθεί, έχουμε αυξηθεί, έχετε αυξηθεί, έχουν αυξηθεί
να έχω αυξηθεί, να έχεις αυξηθεί, να έχει αυξηθεί, να έχουμε αυξηθεί, να έχετε αυξηθεί, να έχουν αυξηθεί
Μετοχή
αυξημένος, αυξημένη, αυξημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αυξηθεί, είχες αυξηθεί, είχε αυξηθεί, είχαμε αυξηθεί, είχατε αυξηθεί, είχαν(ε) αυξηθεί
Το ρήμα αυξάνω εκτός από τη μεταβατική του χρήση (κατά την οποία συντάσσεται με αντικείμενο ως συμπλήρωμα, π.χ. Του έκαναν σήμα να σταματήσει, αλλά αυτός αύξησε ταχύτητα και έφυγε), χρησιμοποιείται συχνά και ως αμετάβατο (δηλαδή χωρίς αντικείμενο). Η χρήση αυτή συναντάται ήδη από την ύστερη Αρχαιότητα και είναι πλέον αρκετά συχνή, με αποτέλεσμα σε ορισμένες φράσεις οι τύποι αυξάνω και αυξάνομαι να είναι εναλλάξιμοι, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη σημασία ή το ύφος. Παραδείγματα: Η αγωνία αύξανε / αυξανόταν κατακόρυφα – Αυξάνει / αυξάνεται ο φόρος των αποζημιώσεων απολύσεως – Όσο μεγαλύτερη είναι η ύφεση, τόσο περισσότερο θα αυξάνει / αυξάνεται η ανεργία.
Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει όταν το ρήμα χρησιμοποιείται με θέμα πλην του ενεστωτικού (δηλαδή όταν απαντά σε άλλους χρόνους πλην του ενεστώτα, του παρατατικού και του εξακολουθητικού μέλλοντα). Στους υπόλοιπους χρόνος μόνο ο μέσος τύπος αυξάνομαι είναι αποδεκτός. Παραδείγματα: Η αγωνία έχει αυξηθεί (όχι *έχει αυξήσει) κατακόρυφα – Αυξήθηκε (όχι *αύξησε) ο φόρος των αποζημιώσεων απολύσεως – Προβλέπεται να αυξηθεί (όχι *να αυξήσει) ο αριθμός των δικαιούχων του κοινωνικού οικιακού τιμολογίου της Δ.Ε.Η.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου