Manjik Pictures
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πληροφορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πληροφορώ, πληροφορείς, πληροφορεί, πληροφορούμε, πληροφορείτε, πληροφορούν (ή πληροφορούνε)
Υποτακτική
να πληροφορώ, να πληροφορείς, να πληροφορεί, να πληροφορούμε, να πληροφορείτε, να πληροφορούν (ή να πληροφορούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πληροφορείτε
Μετοχή
πληροφορώντας
Παρατατικός
Οριστική
πληροφορούσα, πληροφορούσες, πληροφορούσε, πληροφορούσαμε, πληροφορούσατε, πληροφορούσαν (ή πληροφορούσανε)
Αόριστος
Οριστική
πληροφόρησα, πληροφόρησες, πληροφόρησε, πληροφορήσαμε, πληροφορήσατε, πληροφόρησαν ή πληροφορήσανε
Υποτακτική
να πληροφορήσω, να πληροφορήσεις, να πληροφορήσει, να πληροφορήσουμε, να πληροφορήσετε, να πληροφορήσουν (ή να πληροφορήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πληροφόρησε β΄ πληθυντικό: πληροφορήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορώ, θα πληροφορείς, θα πληροφορεί, θα πληροφορούμε, θα πληροφορείτε, θα πληροφορούν (ή θα πληροφορούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορήσω, θα πληροφορήσεις, θα πληροφορήσει, θα πληροφορήσουμε, θα πληροφορήσετε, θα πληροφορήσουν (ή θα πληροφορήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πληροφορήσει, θα έχεις πληροφορήσει, θα έχει πληροφορήσει, θα έχουμε πληροφορήσει, θα έχετε πληροφορήσει, θα έχουν(ε) πληροφορήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πληροφορήσει, έχεις πληροφορήσει, έχει πληροφορήσει, έχουμε πληροφορήσει, έχετε πληροφορήσει, έχουν(ε) πληροφορήσει
Υποτακτική
να έχω πληροφορήσει, να έχεις πληροφορήσει, να έχει πληροφορήσει, να έχουμε πληροφορήσει, να έχετε πληροφορήσει, να έχουν(ε) πληροφορήσει
Μετοχή
έχοντας πληροφορήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πληροφορήσει, είχες πληροφορήσει, είχε πληροφορήσει, είχαμε πληροφορήσει, είχατε πληροφορήσει, είχαν(ε) πληροφορήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πληροφορούμαι, πληροφορείσαι, πληροφορείται, πληροφορούμαστε, πληροφορείστε, πληροφορούνται
Υποτακτική
να πληροφορούμαι, να πληροφορείσαι, να πληροφορείται, να πληροφορούμαστε, να πληροφορείστε, να πληροφορούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πληροφορείστε
Μετοχή
πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο
Παρατατικός
Οριστική
πληροφορούμουν, πληροφορούσουν, πληροφορούταν, πληροφορούμασταν ή πληροφορούμαστε, πληροφορούσασταν, πληροφορούνταν
Αόριστος
Οριστική
πληροφορήθηκα, πληροφορήθηκες, πληροφορήθηκε, πληροφορηθήκαμε, πληροφορηθήκατε, πληροφορήθηκαν ή πληροφορηθήκανε
Υποτακτική
να πληροφορηθώ, να πληροφορηθείς, να πληροφορηθεί, να πληροφορηθούμε, να πληροφορηθείτε, να πληροφορηθούν ή να πληροφορηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: πληροφορήσου β΄ πληθυντικό: πληροφορηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορούμαι, θα πληροφορείσαι, θα πληροφορείται, θα πληροφορούμαστε, θα πληροφορείστε, θα πληροφορούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορηθώ, θα πληροφορηθείς, θα πληροφορηθεί, θα πληροφορηθούμε, θα πληροφορηθείτε, θα πληροφορηθούν ή θα πληροφορηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πληροφορηθεί, θα έχεις πληροφορηθεί, θα έχει πληροφορηθεί, θα έχουμε πληροφορηθεί, θα έχετε πληροφορηθεί, θα έχουν(ε) πληροφορηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πληροφορηθεί, έχεις πληροφορηθεί, έχει πληροφορηθεί, έχουμε πληροφορηθεί, έχετε πληροφορηθεί, έχουν(ε) πληροφορηθεί
Υποτακτική
να έχω πληροφορηθεί, να έχεις πληροφορηθεί, να έχει πληροφορηθεί, να έχουμε πληροφορηθεί, να έχετε πληροφορηθεί, να έχουν(ε) πληροφορηθεί
Μετοχή
πληροφορημένος, πληροφορημένη, πληροφορημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πληροφορηθεί, είχες πληροφορηθεί, είχε πληροφορηθεί, είχαμε πληροφορηθεί, είχατε πληροφορηθεί, είχαν(ε) πληροφορηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πληροφορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πληροφορώ, πληροφορείς, πληροφορεί, πληροφορούμε, πληροφορείτε, πληροφορούν (ή πληροφορούνε)
να πληροφορώ, να πληροφορείς, να πληροφορεί, να πληροφορούμε, να πληροφορείτε, να πληροφορούν (ή να πληροφορούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πληροφορείτε
Μετοχή
πληροφορώντας
Παρατατικός
Οριστική
πληροφορούσα, πληροφορούσες, πληροφορούσε, πληροφορούσαμε, πληροφορούσατε, πληροφορούσαν (ή πληροφορούσανε)
Αόριστος
Οριστική
πληροφόρησα, πληροφόρησες, πληροφόρησε, πληροφορήσαμε, πληροφορήσατε, πληροφόρησαν ή πληροφορήσανε
να πληροφορήσω, να πληροφορήσεις, να πληροφορήσει, να πληροφορήσουμε, να πληροφορήσετε, να πληροφορήσουν (ή να πληροφορήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πληροφόρησε β΄ πληθυντικό: πληροφορήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορώ, θα πληροφορείς, θα πληροφορεί, θα πληροφορούμε, θα πληροφορείτε, θα πληροφορούν (ή θα πληροφορούνε)
Οριστική
θα πληροφορήσω, θα πληροφορήσεις, θα πληροφορήσει, θα πληροφορήσουμε, θα πληροφορήσετε, θα πληροφορήσουν (ή θα πληροφορήσουνε)
Οριστική
θα έχω πληροφορήσει, θα έχεις πληροφορήσει, θα έχει πληροφορήσει, θα έχουμε πληροφορήσει, θα έχετε πληροφορήσει, θα έχουν(ε) πληροφορήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πληροφορήσει, έχεις πληροφορήσει, έχει πληροφορήσει, έχουμε πληροφορήσει, έχετε πληροφορήσει, έχουν(ε) πληροφορήσει
να έχω πληροφορήσει, να έχεις πληροφορήσει, να έχει πληροφορήσει, να έχουμε πληροφορήσει, να έχετε πληροφορήσει, να έχουν(ε) πληροφορήσει
Μετοχή
έχοντας πληροφορήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πληροφορήσει, είχες πληροφορήσει, είχε πληροφορήσει, είχαμε πληροφορήσει, είχατε πληροφορήσει, είχαν(ε) πληροφορήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πληροφορούμαι, πληροφορείσαι, πληροφορείται, πληροφορούμαστε, πληροφορείστε, πληροφορούνται
να πληροφορούμαι, να πληροφορείσαι, να πληροφορείται, να πληροφορούμαστε, να πληροφορείστε, να πληροφορούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πληροφορείστε
Μετοχή
πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο
Παρατατικός
Οριστική
πληροφορούμουν, πληροφορούσουν, πληροφορούταν, πληροφορούμασταν ή πληροφορούμαστε, πληροφορούσασταν, πληροφορούνταν
Αόριστος
Οριστική
πληροφορήθηκα, πληροφορήθηκες, πληροφορήθηκε, πληροφορηθήκαμε, πληροφορηθήκατε, πληροφορήθηκαν ή πληροφορηθήκανε
να πληροφορηθώ, να πληροφορηθείς, να πληροφορηθεί, να πληροφορηθούμε, να πληροφορηθείτε, να πληροφορηθούν ή να πληροφορηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: πληροφορήσου β΄ πληθυντικό: πληροφορηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πληροφορούμαι, θα πληροφορείσαι, θα πληροφορείται, θα πληροφορούμαστε, θα πληροφορείστε, θα πληροφορούνται
Οριστική
θα πληροφορηθώ, θα πληροφορηθείς, θα πληροφορηθεί, θα πληροφορηθούμε, θα πληροφορηθείτε, θα πληροφορηθούν ή θα πληροφορηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πληροφορηθεί, θα έχεις πληροφορηθεί, θα έχει πληροφορηθεί, θα έχουμε πληροφορηθεί, θα έχετε πληροφορηθεί, θα έχουν(ε) πληροφορηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πληροφορηθεί, έχεις πληροφορηθεί, έχει πληροφορηθεί, έχουμε πληροφορηθεί, έχετε πληροφορηθεί, έχουν(ε) πληροφορηθεί
να έχω πληροφορηθεί, να έχεις πληροφορηθεί, να έχει πληροφορηθεί, να έχουμε πληροφορηθεί, να έχετε πληροφορηθεί, να έχουν(ε) πληροφορηθεί
Μετοχή
πληροφορημένος, πληροφορημένη, πληροφορημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πληροφορηθεί, είχες πληροφορηθεί, είχε πληροφορηθεί, είχαμε πληροφορηθεί, είχατε πληροφορηθεί, είχαν(ε) πληροφορηθεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου