Steven Zimmer
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επωμίζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
επωμίζομαι, επωμίζεσαι, επωμίζεται, επωμιζόμαστε, επωμίζεστε, επωμίζονται
Υποτακτική
να επωμίζομαι, να επωμίζεσαι, να επωμίζεται, να επωμιζόμαστε, να επωμίζεστε, να επωμίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επωμίζεστε
Μετοχή
επωμιζόμενος, επωμιζόμενη, επωμιζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
επωμιζόμουν, επωμιζόσουν, επωμιζόταν, επωμιζόμαστε, επωμιζόσαστε, επωμίζονταν
(& επωμιζόμουνα, επωμιζόσουνα, επωμιζότανε,
επωμιζόμασταν, επωμιζόσασταν, επωμιζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
επωμίστηκα, επωμίστηκες, επωμίστηκε, επωμιστήκαμε, επωμιστήκατε, επωμίστηκαν ή επωμιστήκανε
& επωμίσθηκα, επωμίσθηκες, επωμίσθηκε, επωμισθήκαμε,
επωμισθήκατε, επωμίσθηκαν ή επωμισθήκανε
Υποτακτική
να επωμιστώ, να επωμιστείς, να επωμιστεί, να επωμιστούμε, να επωμιστείτε, να επωμιστούν (ή να επωμιστούνε)
& να επωμισθώ, να επωμισθείς, να επωμισθεί, να επωμισθούμε, να επωμισθείτε, να επωμισθούν (ή να επωμισθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: επωμίσου β΄ πληθυντικό: επωμιστείτε / επωμισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επωμίζομαι, θα επωμίζεσαι, θα επωμίζεται, θα επωμιζόμαστε, θα επωμίζεστε, θα επωμίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επωμιστώ, θα επωμιστείς, θα επωμιστεί, θα επωμιστούμε, θα επωμιστείτε, θα επωμιστούν (ή θα επωμιστούνε)
& θα επωμισθώ, θα επωμισθείς, θα επωμισθεί, θα
επωμισθούμε, θα επωμισθείτε, θα επωμισθούν (ή θα επωμισθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επωμιστεί, θα έχεις επωμιστεί, θα έχει επωμιστεί, θα έχουμε επωμιστεί, θα έχετε επωμιστεί, θα έχουν(ε) επωμιστεί
& θα έχω επωμισθεί, θα έχεις επωμισθεί, θα έχει επωμισθεί,
θα έχουμε επωμισθεί, θα έχετε επωμισθεί, θα έχουν(ε) επωμισθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επωμιστεί, έχεις επωμιστεί, έχει επωμιστεί, έχουμε επωμιστεί, έχετε επωμιστεί, έχουν(ε) επωμιστεί
& έχω επωμισθεί, έχεις επωμισθεί, έχει επωμισθεί,
έχουμε επωμισθεί, έχετε επωμισθεί, έχουν(ε) επωμισθεί
Υποτακτική
να έχω επωμιστεί, να έχεις επωμιστεί, να έχει επωμιστεί, να έχουμε επωμιστεί, να έχετε επωμιστεί, να έχουν(ε) επωμιστεί
& να έχω επωμισθεί, να έχεις επωμισθεί, να έχει επωμισθεί, να έχουμε επωμισθεί, να έχετε επωμισθεί, να έχουν(ε) επωμισθεί
Μετοχή
επωμισμένος, επωμισμένη, επωμισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επωμιστεί, είχες επωμιστεί, είχε επωμιστεί, είχαμε επωμιστεί, είχατε επωμιστεί, είχαν(ε) επωμιστεί
& είχα επωμισθεί, είχες επωμισθεί, είχε επωμισθεί,
είχαμε επωμισθεί, είχατε επωμισθεί, είχαν(ε) επωμισθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επωμίζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
επωμίζομαι, επωμίζεσαι, επωμίζεται, επωμιζόμαστε, επωμίζεστε, επωμίζονται
να επωμίζομαι, να επωμίζεσαι, να επωμίζεται, να επωμιζόμαστε, να επωμίζεστε, να επωμίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επωμίζεστε
Μετοχή
επωμιζόμενος, επωμιζόμενη, επωμιζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
επωμιζόμουν, επωμιζόσουν, επωμιζόταν, επωμιζόμαστε, επωμιζόσαστε, επωμίζονταν
Αόριστος
Οριστική
επωμίστηκα, επωμίστηκες, επωμίστηκε, επωμιστήκαμε, επωμιστήκατε, επωμίστηκαν ή επωμιστήκανε
να επωμιστώ, να επωμιστείς, να επωμιστεί, να επωμιστούμε, να επωμιστείτε, να επωμιστούν (ή να επωμιστούνε)
& να επωμισθώ, να επωμισθείς, να επωμισθεί, να επωμισθούμε, να επωμισθείτε, να επωμισθούν (ή να επωμισθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: επωμίσου β΄ πληθυντικό: επωμιστείτε / επωμισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επωμίζομαι, θα επωμίζεσαι, θα επωμίζεται, θα επωμιζόμαστε, θα επωμίζεστε, θα επωμίζονται
Οριστική
θα επωμιστώ, θα επωμιστείς, θα επωμιστεί, θα επωμιστούμε, θα επωμιστείτε, θα επωμιστούν (ή θα επωμιστούνε)
Οριστική
θα έχω επωμιστεί, θα έχεις επωμιστεί, θα έχει επωμιστεί, θα έχουμε επωμιστεί, θα έχετε επωμιστεί, θα έχουν(ε) επωμιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επωμιστεί, έχεις επωμιστεί, έχει επωμιστεί, έχουμε επωμιστεί, έχετε επωμιστεί, έχουν(ε) επωμιστεί
να έχω επωμιστεί, να έχεις επωμιστεί, να έχει επωμιστεί, να έχουμε επωμιστεί, να έχετε επωμιστεί, να έχουν(ε) επωμιστεί
& να έχω επωμισθεί, να έχεις επωμισθεί, να έχει επωμισθεί, να έχουμε επωμισθεί, να έχετε επωμισθεί, να έχουν(ε) επωμισθεί
Μετοχή
επωμισμένος, επωμισμένη, επωμισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επωμιστεί, είχες επωμιστεί, είχε επωμιστεί, είχαμε επωμιστεί, είχατε επωμιστεί, είχαν(ε) επωμιστεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου