Xenia Bordeaux
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ονειρεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ονειρεύομαι, ονειρεύεσαι, ονειρεύεται, ονειρευόμαστε, ονειρεύεστε, ονειρεύονται
Υποτακτική
να ονειρεύομαι, να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεται, να ονειρευόμαστε, να ονειρεύεστε, να ονειρεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ονειρεύεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ονειρευόμουν, ονειρευόσουν, ονειρευόταν, ονειρευόμαστε, ονειρευόσαστε, ονειρεύονταν
(& ονειρευόμουνα, ονειρευόσουνα, ονειρευότανε,
ονειρευόμασταν, ονειρευόσασταν, ονειρευόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
ονειρεύτηκα, ονειρεύτηκες, ονειρεύτηκε, ονειρευτήκαμε, ονειρευτήκατε, ονειρεύτηκαν ή ονειρευτήκανε
& ονειρεύθηκα, ονειρεύθηκες,
ονειρεύθηκε, ονειρευθήκαμε, ονειρευθήκατε, ονειρεύθηκαν ή ονειρευθήκανε
Υποτακτική
να ονειρευτώ, να ονειρευτείς, να ονειρευτεί, να ονειρευτούμε, να ονειρευτείτε, να ονειρευτούν (ή να ονειρευτούνε)
& να ονειρευθώ, να ονειρευθείς, να ονειρευθεί, να ονειρευθούμε, να ονειρευθείτε, να ονειρευθούν (ή να ονειρευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ονειρέψου ή ονειρεύσου β΄ πληθυντικό: ονειρευτείτε / ονειρευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ονειρεύομαι, θα ονειρεύεσαι, θα ονειρεύεται, θα ονειρευόμαστε, θα ονειρεύεστε, θα ονειρεύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ονειρευτώ, θα ονειρευτείς, θα ονειρευτεί, θα ονειρευτούμε, θα ονειρευτείτε, θα ονειρευτούν (ή θα ονειρευτούνε)
& θα ονειρευθώ, θα ονειρευθείς, θα
ονειρευθεί, θα ονειρευθούμε, θα ονειρευθείτε, θα ονειρευθούν (ή θα
ονειρευθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ονειρευτεί, θα έχεις ονειρευτεί, θα έχει ονειρευτεί, θα έχουμε ονειρευτεί, θα έχετε ονειρευτεί, θα έχουν(ε) ονειρευτεί
& θα έχω ονειρευθεί, θα έχεις
ονειρευθεί, θα έχει ονειρευθεί, θα έχουμε ονειρευθεί, θα έχετε ονειρευθεί, θα
έχουν(ε) ονειρευθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ονειρευτεί, έχεις ονειρευτεί, έχει ονειρευτεί, έχουμε ονειρευτεί, έχετε ονειρευτεί, έχουν(ε) ονειρευτεί
& έχω ονειρευθεί, έχεις ονειρευθεί,
έχει ονειρευθεί, έχουμε ονειρευθεί, έχετε ονειρευθεί, έχουν(ε) ονειρευθεί
Υποτακτική
να έχω ονειρευτεί, να έχεις ονειρευτεί, να έχει ονειρευτεί, να έχουμε ονειρευτεί, να έχετε ονειρευτεί, να έχουν(ε) ονειρευτεί
& να έχω ονειρευθεί, να έχεις ονειρευθεί, να έχει ονειρευθεί, να έχουμε ονειρευθεί, να έχετε ονειρευθεί, να έχουν(ε) ονειρευθεί
Μετοχή
ονειρεμένος, ονειρεμένη, ονειρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ονειρευτεί, είχες ονειρευτεί, είχε ονειρευτεί, είχαμε ονειρευτεί, είχατε ονειρευτεί, είχαν(ε) ονειρευτεί
& είχα ονειρευθεί, είχες ονειρευθεί,
είχε ονειρευθεί, είχαμε ονειρευθεί, είχατε ονειρευθεί, είχαν(ε) ονειρευθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ονειρεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ονειρεύομαι, ονειρεύεσαι, ονειρεύεται, ονειρευόμαστε, ονειρεύεστε, ονειρεύονται
να ονειρεύομαι, να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεται, να ονειρευόμαστε, να ονειρεύεστε, να ονειρεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ονειρεύεστε
Μετοχή
---
Οριστική
ονειρευόμουν, ονειρευόσουν, ονειρευόταν, ονειρευόμαστε, ονειρευόσαστε, ονειρεύονταν
Αόριστος
Οριστική
ονειρεύτηκα, ονειρεύτηκες, ονειρεύτηκε, ονειρευτήκαμε, ονειρευτήκατε, ονειρεύτηκαν ή ονειρευτήκανε
Υποτακτική
να ονειρευτώ, να ονειρευτείς, να ονειρευτεί, να ονειρευτούμε, να ονειρευτείτε, να ονειρευτούν (ή να ονειρευτούνε)
& να ονειρευθώ, να ονειρευθείς, να ονειρευθεί, να ονειρευθούμε, να ονειρευθείτε, να ονειρευθούν (ή να ονειρευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ονειρέψου ή ονειρεύσου β΄ πληθυντικό: ονειρευτείτε / ονειρευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ονειρεύομαι, θα ονειρεύεσαι, θα ονειρεύεται, θα ονειρευόμαστε, θα ονειρεύεστε, θα ονειρεύονται
Οριστική
θα ονειρευτώ, θα ονειρευτείς, θα ονειρευτεί, θα ονειρευτούμε, θα ονειρευτείτε, θα ονειρευτούν (ή θα ονειρευτούνε)
Οριστική
θα έχω ονειρευτεί, θα έχεις ονειρευτεί, θα έχει ονειρευτεί, θα έχουμε ονειρευτεί, θα έχετε ονειρευτεί, θα έχουν(ε) ονειρευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ονειρευτεί, έχεις ονειρευτεί, έχει ονειρευτεί, έχουμε ονειρευτεί, έχετε ονειρευτεί, έχουν(ε) ονειρευτεί
Υποτακτική
να έχω ονειρευτεί, να έχεις ονειρευτεί, να έχει ονειρευτεί, να έχουμε ονειρευτεί, να έχετε ονειρευτεί, να έχουν(ε) ονειρευτεί
& να έχω ονειρευθεί, να έχεις ονειρευθεί, να έχει ονειρευθεί, να έχουμε ονειρευθεί, να έχετε ονειρευθεί, να έχουν(ε) ονειρευθεί
Μετοχή
ονειρεμένος, ονειρεμένη, ονειρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ονειρευτεί, είχες ονειρευτεί, είχε ονειρευτεί, είχαμε ονειρευτεί, είχατε ονειρευτεί, είχαν(ε) ονειρευτεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου