Greg Olsen
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυτρώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λυτρώνω, λυτρώνεις, λυτρώνει, λυτρώνουμε, λυτρώνετε, λυτρώνουν (ή λυτρώνουνε)
Υποτακτική
να λυτρώνω, να λυτρώνεις, να λυτρώνει, να λυτρώνουμε, να λυτρώνετε, να λυτρώνουν (ή να λυτρώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύτρωνε – β΄ πληθυντικό: λυτρώνετε
Μετοχή
λυτρώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
λύτρωνα, λύτρωνες, λύτρωνε, λυτρώναμε, λυτρώνατε, λύτρωναν ή λυτρώνανε
Αόριστος
Οριστική
λύτρωσα, λύτρωσες, λύτρωσε, λυτρώσαμε, λυτρώσατε, λύτρωσαν ή λυτρώσανε
Υποτακτική
να λυτρώσω, να λυτρώσεις, να λυτρώσει, να λυτρώσουμε, να λυτρώσετε, να λυτρώσουν (ή να λυτρώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύτρωσε – β΄ πληθυντικό: λυτρώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυτρώνω, θα λυτρώνεις, θα λυτρώνει, θα λυτρώνουμε, θα λυτρώνετε, θα λυτρώνουν (ή θα λυτρώνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυτρώσω, θα λυτρώσεις, θα λυτρώσει, θα λυτρώσουμε, θα λυτρώσετε, θα λυτρώσουν (ή θα λυτρώσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω λυτρώσει, θα έχεις λυτρώσει, θα έχει λυτρώσει, θα έχουμε λυτρώσει, θα έχετε λυτρώσει, θα έχουν(ε) λυτρώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λυτρώσει, έχεις λυτρώσει, έχει λυτρώσει, έχουμε λυτρώσει, έχετε λυτρώσει, έχουν(ε) λυτρώσει
Υποτακτική
να έχω λυτρώσει, να έχεις λυτρώσει, να έχει λυτρώσει, να έχουμε λυτρώσει, να έχετε λυτρώσει, να έχουν(ε) λυτρώσει
Μετοχή
έχοντας λυτρώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λυτρώσει, είχες λυτρώσει, είχε λυτρώσει, είχαμε λυτρώσει, είχατε λυτρώσει, είχαν(ε) λυτρώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λυτρώνομαι, λυτρώνεσαι, λυτρώνεται, λυτρωνόμαστε, λυτρώνεστε, λυτρώνονται
Υποτακτική
να λυτρώνομαι, να λυτρώνεσαι, να λυτρώνεται, να λυτρωνόμαστε, να λυτρώνεστε, να λυτρώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λυτρώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
λυτρωνόμουν, λυτρωνόσουν, λυτρωνόταν, λυτρωνόμαστε, λυτρωνόσαστε, λυτρώνονταν
(& λυτρωνόμουνα, λυτρωνόσουνα, λυτρωνότανε,
λυτρωνόμασταν, λυτρωνόσασταν, λυτρωνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
λυτρώθηκα, λυτρώθηκες, λυτρώθηκε, λυτρωθήκαμε, λυτρωθήκατε, λυτρώθηκαν (ή λυτρωθήκανε)
Υποτακτική
να λυτρωθώ, να λυτρωθείς, να λυτρωθεί, να λυτρωθούμε, να λυτρωθείτε, να λυτρωθούν (ή να λυτρωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: λυτρώσου - β΄ πληθυντικό: λυτρωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυτρώνομαι, θα λυτρώνεσαι, θα λυτρώνεται, θα λυτρωνόμαστε, θα λυτρώνεστε, θα λυτρώνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυτρωθώ, θα λυτρωθείς, θα λυτρωθεί, θα λυτρωθούμε, θα λυτρωθείτε, θα λυτρωθούν (ή θα λυτρωθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω λυτρωθεί, θα έχεις λυτρωθεί, θα έχει λυτρωθεί, θα έχουμε λυτρωθεί, θα έχετε λυτρωθεί, θα έχουν(ε) λυτρωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λυτρωθεί, έχεις λυτρωθεί, έχει λυτρωθεί, έχουμε λυτρωθεί, έχετε λυτρωθεί, έχουν(ε) λυτρωθεί
Υποτακτική
να έχω λυτρωθεί, να έχεις λυτρωθεί, να έχει λυτρωθεί, να έχουμε λυτρωθεί, να έχετε λυτρωθεί, να έχουν(ε) λυτρωθεί
Μετοχή
λυτρωμένος, λυτρωμένη, λυτρωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λυτρωθεί, είχες λυτρωθεί, είχε λυτρωθεί, είχαμε λυτρωθεί, είχατε λυτρωθεί, είχαν(ε) λυτρωθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυτρώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λυτρώνω, λυτρώνεις, λυτρώνει, λυτρώνουμε, λυτρώνετε, λυτρώνουν (ή λυτρώνουνε)
να λυτρώνω, να λυτρώνεις, να λυτρώνει, να λυτρώνουμε, να λυτρώνετε, να λυτρώνουν (ή να λυτρώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύτρωνε – β΄ πληθυντικό: λυτρώνετε
Μετοχή
λυτρώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
λύτρωνα, λύτρωνες, λύτρωνε, λυτρώναμε, λυτρώνατε, λύτρωναν ή λυτρώνανε
Αόριστος
Οριστική
λύτρωσα, λύτρωσες, λύτρωσε, λυτρώσαμε, λυτρώσατε, λύτρωσαν ή λυτρώσανε
να λυτρώσω, να λυτρώσεις, να λυτρώσει, να λυτρώσουμε, να λυτρώσετε, να λυτρώσουν (ή να λυτρώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύτρωσε – β΄ πληθυντικό: λυτρώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυτρώνω, θα λυτρώνεις, θα λυτρώνει, θα λυτρώνουμε, θα λυτρώνετε, θα λυτρώνουν (ή θα λυτρώνουνε)
Οριστική
θα λυτρώσω, θα λυτρώσεις, θα λυτρώσει, θα λυτρώσουμε, θα λυτρώσετε, θα λυτρώσουν (ή θα λυτρώσουνε)
Οριστική
θα έχω λυτρώσει, θα έχεις λυτρώσει, θα έχει λυτρώσει, θα έχουμε λυτρώσει, θα έχετε λυτρώσει, θα έχουν(ε) λυτρώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λυτρώσει, έχεις λυτρώσει, έχει λυτρώσει, έχουμε λυτρώσει, έχετε λυτρώσει, έχουν(ε) λυτρώσει
να έχω λυτρώσει, να έχεις λυτρώσει, να έχει λυτρώσει, να έχουμε λυτρώσει, να έχετε λυτρώσει, να έχουν(ε) λυτρώσει
Μετοχή
έχοντας λυτρώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λυτρώσει, είχες λυτρώσει, είχε λυτρώσει, είχαμε λυτρώσει, είχατε λυτρώσει, είχαν(ε) λυτρώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λυτρώνομαι, λυτρώνεσαι, λυτρώνεται, λυτρωνόμαστε, λυτρώνεστε, λυτρώνονται
να λυτρώνομαι, να λυτρώνεσαι, να λυτρώνεται, να λυτρωνόμαστε, να λυτρώνεστε, να λυτρώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λυτρώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
λυτρωνόμουν, λυτρωνόσουν, λυτρωνόταν, λυτρωνόμαστε, λυτρωνόσαστε, λυτρώνονταν
Αόριστος
Οριστική
λυτρώθηκα, λυτρώθηκες, λυτρώθηκε, λυτρωθήκαμε, λυτρωθήκατε, λυτρώθηκαν (ή λυτρωθήκανε)
να λυτρωθώ, να λυτρωθείς, να λυτρωθεί, να λυτρωθούμε, να λυτρωθείτε, να λυτρωθούν (ή να λυτρωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: λυτρώσου - β΄ πληθυντικό: λυτρωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυτρώνομαι, θα λυτρώνεσαι, θα λυτρώνεται, θα λυτρωνόμαστε, θα λυτρώνεστε, θα λυτρώνονται
Οριστική
θα λυτρωθώ, θα λυτρωθείς, θα λυτρωθεί, θα λυτρωθούμε, θα λυτρωθείτε, θα λυτρωθούν (ή θα λυτρωθούνε)
Οριστική
θα έχω λυτρωθεί, θα έχεις λυτρωθεί, θα έχει λυτρωθεί, θα έχουμε λυτρωθεί, θα έχετε λυτρωθεί, θα έχουν(ε) λυτρωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λυτρωθεί, έχεις λυτρωθεί, έχει λυτρωθεί, έχουμε λυτρωθεί, έχετε λυτρωθεί, έχουν(ε) λυτρωθεί
να έχω λυτρωθεί, να έχεις λυτρωθεί, να έχει λυτρωθεί, να έχουμε λυτρωθεί, να έχετε λυτρωθεί, να έχουν(ε) λυτρωθεί
Μετοχή
λυτρωμένος, λυτρωμένη, λυτρωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λυτρωθεί, είχες λυτρωθεί, είχε λυτρωθεί, είχαμε λυτρωθεί, είχατε λυτρωθεί, είχαν(ε) λυτρωθεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου