Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καταθέτω»

Dorin Puha
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καταθέτω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
καταθέτω, καταθέτεις, καταθέτει, καταθέτουμε, καταθέτετε, καταθέτουν (ή καταθέτουνε)
Υποτακτική
να καταθέτω, να καταθέτεις, να καταθέτει, να καταθέτουμε, να καταθέτετε, να καταθέτουν (ή να καταθέτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατάθετε – β΄ πληθυντικό: καταθέτετε
Μετοχή
καταθέτοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
κατέθετα, κατέθετες, κατέθετε, καταθέταμε, καταθέτατε, κατέθεταν ή καταθέτανε
Η εσωτερική συλλαβική αύξηση -ε- του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
κατέθεσα, κατέθεσες, κατέθεσε, καταθέσαμε, καταθέσατε, κατέθεσαν ή καταθέσανε
Υποτακτική
να καταθέσω, να καταθέσεις, να καταθέσει, να καταθέσουμε, να καταθέσετε, να καταθέσουν (ή να καταθέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατάθεσε – β΄ πληθυντικό: καταθέστε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καταθέτω, θα καταθέτεις, θα καταθέτει, θα καταθέτουμε, θα καταθέτετε, θα καταθέτουν (ή θα καταθέτουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καταθέσω, θα καταθέσεις, θα καταθέσει, θα καταθέσουμε, θα καταθέσετε, θα καταθέσουν (ή θα καταθέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καταθέσει, θα έχεις καταθέσει, θα έχει καταθέσει, θα έχουμε καταθέσει, θα έχετε καταθέσει, θα έχουν(ε) καταθέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καταθέσει, έχεις καταθέσει, έχει καταθέσει, έχουμε καταθέσει, έχετε καταθέσει, έχουν(ε) καταθέσει
Υποτακτική
να έχω καταθέσει, να έχεις καταθέσει, να έχει καταθέσει, να έχουμε καταθέσει, να έχετε καταθέσει, να έχουν(ε) καταθέσει
Μετοχή
έχοντας καταθέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καταθέσει, είχες καταθέσει, είχε καταθέσει, είχαμε καταθέσει, είχατε καταθέσει, είχαν(ε) καταθέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατατίθεμαι, κατατίθεσαι, κατατίθεται, κατατιθέμεθα, κατατίθεσθε ή κατατίθεστε, κατατίθενται
Υποτακτική
να κατατίθεμαι, να κατατίθεσαι, να κατατίθεται, να κατατιθέμεθα, να κατατίθεσθε ή να κατατίθεστε, να κατατίθενται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατατίθεσθε
Μετοχή
κατατιθέμενος, κατατιθέμενη, κατατιθέμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
κατατιθέμην, κατατίθεσο, κατατίθετο, κατατιθέμεθα, κατατίθεσθε, κατατίθεντο
 
Αόριστος
Οριστική
κατατέθηκα, κατατέθηκες, κατατέθηκε, κατατεθήκαμε, κατατεθήκατε, κατατέθηκαν
Υποτακτική
να κατατεθώ, να κατατεθείς, να κατατεθεί, να κατατεθούμε, να κατατεθείτε, να κατατεθούν (ή να κατατεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: καταθέσου – β΄ πληθυντικό: κατατεθείτε
Μετοχή
κατατεθείς, κατατεθείσα, κατατεθέν   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατατίθεμαι, θα κατατίθεσαι, θα κατατίθεται, θα κατατιθέμεθα, θα κατατίθεσθε ή θα κατατίθεστε, θα κατατίθενται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατατεθώ, θα κατατεθείς, θα κατατεθεί, θα κατατεθούμε, θα κατατεθείτε, θα κατατεθούν (ή θα κατατεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατατεθεί, θα έχεις κατατεθεί, θα έχει κατατεθεί, θα έχουμε κατατεθεί, θα έχετε κατατεθεί, θα έχουν(ε) κατατεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατατεθεί, έχεις κατατεθεί, έχει κατατεθεί, έχουμε κατατεθεί, έχετε κατατεθεί, έχουν(ε) κατατεθεί
Υποτακτική
να έχω κατατεθεί, να έχεις κατατεθεί, να έχει κατατεθεί, να έχουμε κατατεθεί, να έχετε κατατεθεί, να έχουν(ε) κατατεθεί
Μετοχή
κατατεθειμένος, κατατεθειμένη, κατατεθειμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατατεθεί, είχες κατατεθεί, είχε κατατεθεί, είχαμε κατατεθεί, είχατε κατατεθεί, είχαν(ε) κατατεθεί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου