Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιάννης Μαγκλής «Γιατί;»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Howard Pyle

Γιάννης Μαγκλής «Γιατί;»

Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων «Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί» (1956) και αποτυπώνει χαρακτηριστικά το ανθρωπιστικό πνεύμα της πεζογραφίας του Γ. Μαγκλή.

Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα κόπασε πια. Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο. Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα του οχτρού.
         Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.
         Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του.
         «Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το ‘χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.
         - Θε μου, όμορφη ‘ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ’ αδέρφια μου.
         Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
         Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος, να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.
         Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.
         Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα, κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει:
         - «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».
         Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.
         Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας.
         Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.
         Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος.
         Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.
         Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:
         «Γιατί το ‘κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το Θεό να μ’ έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν’ αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».
         Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.
         «Κι ακόμα, σα να του ‘λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες».
         Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
         Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το ‘σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.
         Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο.
         -  Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
         Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
         Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ’ αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.
         Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του ‘βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του ‘σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που ‘χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομάτου. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.
         -  Αδερφέ μου, του ‘λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά.
         Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
         -  Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το ‘θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ’ ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.
         Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.
         Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ’ ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει. Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να ‘τανε φίλοι παλιοί, σα να ‘τανε αδέρφια. Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.

Γ. Μαγκλής, Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί, Δωρικός

* σύναυγα: ξημερώματα * είχε σημάνει: είχε εντοπίσει * γουρνίτσα: μικρή πηγή * μέρεψε: ημέρωσε * να τελέψει: να τελειώσει * ξαρμάτωτος: χωρίς όπλα * κάψα: ζέστη * να κριματιστείς: να αμαρτήσεις * να σκεβρώνει: να κυρτώνει

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Γιατί ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα και την εθνικότητα των στρατιωτών;

Πρόθεση του συγγραφέα είναι να λάβει η ιστορία του καθολικές διαστάσεις και να μην περιοριστεί στην αναμέτρηση μεταξύ συγκεκριμένων εθνών ή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν γίνεται αναφορά στα ονόματα των προσώπων, προκειμένου να μην εκληφθούν τα γεγονότα αυτά ως μεμονωμένο περιστατικό που αφορά μόνο τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Σε μια ανάλογη κατάσταση και αντιμέτωποι μ’ ένα παρόμοιο δίλημμα μπορούν να βρεθούν ή έχουν πιθανά ήδη βρεθεί στρατιώτες οποιασδήποτε χώρας έχει γνωρίσει ή θα γνωρίσει τα δεινά του πολέμου. Αντιστοίχως, δεν γίνεται αναφορά στην εθνικότητα των στρατιωτών, ώστε να μην υπονομευτεί η καθολική διάσταση της ιστορίας μέσα από τη συσχέτισή της με την πολεμική αναμέτρηση συγκεκριμένων εθνών. Ο πόλεμος συνιστά μια ακραία πράξη βίας, απολύτως καταδικαστέα, όποια κι αν είναι η εθνικότητα των εμπλεκομένων.  

2. Ποια κοινά γνωρίσματα έχουν οι δύο αντίπαλοι στρατιώτες;

Οι δύο στρατιώτες, αν και ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα, βιώνουν με τον ίδιο τρόπο τη φρίκη και τη δυσκολία του πολέμου. Είναι νέοι στην ηλικία, μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους, εγκλωβισμένοι σ’ έναν πόλεμο που τους προκαλεί τρόμο και κάθε μέρα που κατορθώνουν να επιβιώσουν ευχαριστούν τον Θεό που τους προφύλαξε. Το γεγονός ότι βρίσκονται στον πόλεμο δεν αποτελεί προσωπική τους επιλογή, αφού κι οι δύο ανυπομονούν να τελειώσει, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην οικογένειά τους. Η γριά μητέρα που με πόνο περιμένει την επιστροφή του παιδιού της δίνεται ως κοινό στοιχείο και για τους δύο στρατιώτες, ενώ για τον έναν από αυτούς αφήνεται να εννοηθεί, ως εικασία, πως υπάρχει και μια νεαρή κοπέλα που τον προσμένει.
Με παρόμοιο τρόπο οι δύο στρατιώτες βασανισμένοι από τη ζέστη της ημέρας, αφήνουν τα ντουφέκια τους μόλις ηρεμεί η μάχη και σπεύδουν να βρεθούν στη δροσερή πηγή για να πιούν νερό και να δροσιστούν. Με την ίδια σκέψη κατά νου, να νιώσουν τη δροσιά του νερού της πηγής και να ξεφύγουν -έστω και για λίγο- από το κλίμα του πολέμου, οι δύο νέοι θα κατευθυνθούν «ξέγνοιαστοι» προς το ίδιο μέρος. Η συνάντησή τους, ωστόσο, θα αποβεί μοιραία, καθώς παρά το πλήθος των κοινών τους γνωρισμάτων, οι δύο αυτοί νέοι παραμένουν στρατιώτες δύο αντίπαλων στρατευμάτων. «Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.»

3. Περιγράψτε τη μεταβολή της ψυχικής κατάστασης του στρατιώτη από τη στιγμή που πυροβόλησε τον εχθρό ως τη στιγμή που τον είδε νεκρό.

Ο στρατιώτης που πατά τη σκανδάλη, ο ίδιος αυτός νέος που μόλις πριν από λίγες στιγμές ευχαριστούσε το Θεό και αναγνώριζε την ομορφιά της ζωής, οδηγείται σ’ αυτή την πράξη παρακινημένος προφανώς από μια διάθεση αυτοπροστασίας. Δίχως να χάσει χρόνο, δίχως να αναλογιστεί πως ίσως ο νεαρός που βρίσκεται απέναντί του να είναι άοπλος και, άρα, ακίνδυνος, αφήνει τα ένστικτά του να τον οδηγήσουν σε μια άθλια πράξη βίας, όπως αυτές ακριβώς από τις οποίες βιαζόταν να ξεφύγει: «Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ’ αδέρφια μου.»
Μόλις πυροβολεί τον αντίπαλο στρατιώτη, τον πλησιάζει μ’ έντονη νευρικότητα και τον παρακολουθεί από κοντά καθώς εκείνος σπαρταρά στο έδαφος, θανάσιμα πληγωμένος. Η εικόνα του νέου ανθρώπου που το σώμα του κλονίζεται από τον πόνο και στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένο ακόμη το ξάφνιασμα από το απροσδόκητο αυτό χτύπημα, δρα καταλυτικά στην ψυχική του κατάσταση. Νιώθει σαν να του σφίγγει ένα σκληρό χέρι την καρδιά κι αισθάνεται πως ένας σιδερένιος κύκλος έχει περαστεί γύρω από το κεφάλι του, σφίγγοντάς το και προκαλώντας του ανυπόφορο πόνο. Αρχίζει να νιώθει σωματικό και ψυχικό πόνο, θυμώνει με τα όσα βλέπει να έχουν συμβεί και άθελά του τρέπεται σε φυγή, μη θέλοντας άλλο να βρίσκεται εκεί.
Ο νεαρός τρέχει για να ξεφύγει από το θέαμα της φριχτής του πράξης, μα σύντομα το σώμα του τον προδίδει, σταματά να τρέχει, αδυνατώντας πια να πάει παραπέρα, και μένει ακίνητος νιώθοντας το κεφάλι του να βουίζει. Κι εντελώς ξαφνικά, όπως προηγουμένως θέλησε να φύγει μακριά από τον στρατιώτη που χτύπησε, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του, με την ελπίδα πως θα τον προλάβει ζωντανό για να του προσφέρει βοήθεια.
Ο νεαρός που για μια και μόνο στιγμή επέτρεψε στον εαυτό του να λειτουργήσει ως στρατιώτης και όχι ως άνθρωπος, μετανιώνει για τη φριχτή του πράξη και ζητάει τώρα από τον Θεό να λυπηθεί τον νέο που τραυμάτισε και να τον κρατήσει στη ζωή. Τρέχει κοντά του, αγκαλιάζει το πληγωμένο του σώμα και τον κρατά σφιχτά, νιώθοντας μέσα του συναισθήματα αγάπης, τρυφεράδας και πόνου για εκείνον, έστω κι αν είναι ο ίδιος που του προκάλεσε αυτό το θανάσιμο τραύμα. Ο νέος που πριν από λίγο ήταν ο μισητός εχθρός, έχει γίνει πλέον ένας αγαπημένος αδερφός.
Ο στρατιώτης μεταφέρει τον τραυματία κοντά στην πηγή, του καθαρίζει το ωραίο, νεανικό πρόσωπο, κι αφού παίρνει το χέρι του στο δικό του, αρχίζει να του ζητά να τον συγχωρέσει. Κλαίει για ό,τι του έκανε και προσπαθεί να εξηγήσει το απάνθρωπο της πράξης του: «Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω».
Ο στρατιώτης που πριν από λίγες στιγμές πυροβολούσε χωρίς δισταγμό τον εχθρό του, δεν υπάρχει πια. Στη θέση του βρίσκεται ένας ψυχικά συντετριμμένος νέος, που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άλλου τον εαυτό του, έναν φοβισμένο νέο που στο σπίτι τον περιμένει η μάνα του, ο πατέρας και τ’ αδέρφια του.    

4. Ο ένας στρατιώτης σκοτώνει και ο άλλος σκοτώνεται. Ποιος είναι το τραγικό πρόσωπο και γιατί;

Παρά το γεγονός πως ο ένας στρατιώτης χάνει τη ζωή του, τραγικό πρόσωπο της ιστορίας αναδεικνύεται ο θύτης, εφόσον είναι εκείνος που πρέπει τώρα να ζήσει με την επίγνωση του φρικτού του εγκλήματος. Ο στρατιώτης που πεθαίνει παύει ν’ ακούει και να νιώθει· παύει να βασανίζεται από αυτό που του συνέβη, εκείνος, όμως, που επιβιώνει, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με τις οδυνηρές του τύψεις που θα τον συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο νέος αυτός βιώνει συναισθήματα απόλυτης ψυχικής συντριβής, διότι ο φόνος που διέπραξε δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο κάποιας μάχης, όταν κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης και οι σφαίρες ρίχνονται προς τους απρόσωπους εχθρούς. Το δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός άοπλου νέου, που έχοντας σηκώσει τα χέρια ψηλά παρακαλούσε για έλεος. Το δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός νέου που τον κοιτούσε παρακλητικά και φοβισμένα, ζητώντας του να τον λυπηθεί.
Ο στρατιώτης αυτός θα έχει για πάντα στη σκέψη του το φοβισμένο πρόσωπο του άλλου νέου κι ύστερα το τραυματισμένο του σώμα που σπάραζε στο χώμα. Θα θυμάται ξανά και ξανά πως παρασυρμένος από «τα λόγια που τους μάθαιναν» έφτασε στο σημείο να αφαιρέσει τη ζωή ενός νέου συνανθρώπου του, στερώντας του την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγκαλιά της μητέρας του, που θ’ απομείνει πια να τον περιμένει μάταια.    

5. Εντοπίστε τα βασικότερα σημεία του κειμένου μέσα από τα οποία προκύπτει το ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό του μήνυμα.

Το ανθρωπιστικό μήνυμα του κειμένου υπηρετείται συνολικά από την παρουσιαζόμενη ιστορία, καθώς ο συγγραφέας επιτυγχάνει να παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ των δύο νεαρών στρατιωτών, ώστε στο τέλος να δημιουργείται η αίσθηση πως αυτός που σκοτώνεται δεν είναι κάποιος εχθρός, αλλά ένας αδικημένος αδερφός.
Μπορούμε, ωστόσο, να διακρίνουμε εντονότερα το αντιπολεμικό μήνυμα μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του στρατιώτη-θύτη απ’ τη στιγμή που επιστρέφει πλάι στον νέο που τραυμάτισε.
«- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
         Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
         Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ’ αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.»
Ο στρατιώτης-θύτης πλησιάζει τον τραυματισμένο και τον αγκαλιάζει με τη φροντίδα και την τρυφερότητα που θα αγκάλιαζε όχι έναν εχθρό, αλλά έναν δικό του αγαπημένο άνθρωπο. Οι τύψεις που αισθάνεται κι η ένταση της μετάνοιας που νιώθει αλλάζουν άρδην την ψυχολογική του κατάσταση και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει εκείνον που λίγο πριν πυροβόλησε, δίχως να διστάσει.
«Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του ‘βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του ‘σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που ‘χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομά του. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.»
Οι ύστατες φροντίδες που προσφέρει ο στρατιώτης-θύτης στον θανάσιμα τραυματισμένο νέο, είναι γεμάτες έγνοια και αγάπη, κι είναι ανάλογες μ’ αυτές που θα προσέφερε όχι σ’ έναν εχθρό, αλλά στον ίδιο του τον αδερφό. Ως αδερφό του, άλλωστε, τον προσφωνεί αμέσως μετά, και του ζητά να τον συγχωρέσει για το αδιανόητο έγκλημά του.
«Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το ‘θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ’ ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.»
Τα τελευταία αυτά λόγια που ολοκληρώνουν το διήγημα αποτελούν μια συγκλονιστική υπόμνηση της βασικότερης ανθρωπιστικής αλήθειας, πως όλοι οι άνθρωποι είναι επί της ουσίας αδέρφια μεταξύ τους. Καμία εθνολογική διαφορά δεν μπορεί να άρει τη βαθιά σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, αφού όλοι, όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται, έχουν μια μητέρα που τους νοιάζεται και τους προσμένει με την ίδια αγάπη, σ’ όποια γλώσσα κι αν αυτή εκφράζεται, σ’ όποιο τόπο κι αν ακούγεται.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Ο διωγμός του 1914 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το ακόλουθο κείμενο να αναφερθείτε στις καταπιέσεις που υπέστησαν οι Έλληνες μετά τη συμμετοχή της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η έξοδος της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο εγκαινίασε τη δεύτερη και συστηματικότερη περίοδο των διωγμών, που σε πρώτη φάση χαρακτηρίζεται κυρίως από τη λήψη δραστικών οικονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών του πολέμου. Η κατάργηση των διομολογήσεων, το φθινόπωρο του 1914, δεν είχε λύσει το οικονομικό πρόβλημα της Τουρκίας. Οι Έλληνες, που παρά τις πρόσφατες διώξεις ανήκαν ακόμη στα ευπορότερα στρώματα του πληθυσμού πλήρωσαν μεγάλο μέρος των έκτακτων επιβαρύνσεων που αποτέλεσαν καινούρια μορφή καταπιέσεως. ...
Εξάλλου, στην προσπάθειά της να συγκεντρώσει το εμπόριο σε τουρκικά χέρια, η οθωμανική κυβέρνηση ίδρυσε στη Σμύρνη το 1915 μια αποκλειστικά μουσουλμανική εταιρία, που ασκούσε μονοπωλιακά όλο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Στο εξής για την παραμικρή εμπορική συναλλαγή από άλλο φορέα χρειαζόταν άδεια της εταιρίας.
Ένα άλλο μέτρο... ήταν η στρατιωτική θητεία. Αρχικά το διάταγμα της στρατολογίας, που εκδόθηκε στις παραμονές του πολέμου (19 Ιουλίου / 1 Αυγούστου 1914), αφορούσε σε όλους τους υπηκόους από 20-45 ετών. Λίγο αργότερα δόθηκε η δυνατότητα στους μη μουσουλμάνους να εξαγοράσουν τη θητεία με το εφάπαξ ποσό των 44 λιρών. Όσοι ήταν πάνω από 45 χρονών υποχρεώθηκαν να επανδρώσουν τα περίφημα αμελέ ταμπουρού (τάγματα εργασίας). Έτσι για τους πρεσβύτερους τη στρατιωτική θητεία υποκατέστησε η αγγαρεία σε λατομεία, ορυχεία, δρόμους και αγρούς. Υποσιτισμένοι και δεκατισμένοι από τις επιδημίες οδηγούνταν στα βάθη της Μικράς Ασίας, στο Ικόνιο, στη Σεβάστεια, στην Άγκυρα, στη Μερσίνα, στο Ερζερούμ. ...
Στην ουσία τα τάγματα ήταν στρατόπεδα συγκεντρώσεως για την εξόντωση του δυναμικότερου στοιχείου του ελληνικού πληθυσμού. Για να τα αποφύγουν οι Έλληνες εξαγόραζαν τη θητεία ξεπουλώντας την περιουσία τους και οι φτωχότεροι κατέφευγαν στα βουνά. Έτσι χαρακτηρίζονταν λιποτάκτες και οι οικογένειές τους αντιμετώπιζαν τα σκληρά αντίποινα της εξουσίας. ... Με την αναδρομική τέλος κατάργηση της εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας, σημειώθηκαν χιλιάδες λιποταξίες και ακολούθησε κύμα εκτελέσεων λιποτακτών. Σύμφωνα με έκθεση Ελλήνων βουλευτών του οθωμανικού κοινοβουλίου (στα τέλη του 1918) 250.000 Έλληνες πέθαναν από κακουχίες στα εργατικά τάγματα. ...
Ένα άλλο μέτρο που εμφανίστηκε να υπαγορεύεται από τις στρατιωτικές ανάγκες και αφορούσε αποκλειστικά τους Έλληνες ήταν οι νέες μετατοπίσεις πληθυσμών από τις ακτές στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. ... Ο εκτοπισμός γινόταν συνήθως χειμώνα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στους εκτοπιζόμενους απαγορευόταν να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. ... Απαγορευόταν η περιποίηση των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. ... Απαγορευόταν επί ποινή θανάτου η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλελειμμένα βρέφη. Οι νέοι τόποι εγκαταστάσεως ήταν πάντα απομονωμένα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας με αμιγή τουρκικό πληθυσμό. Εκεί, μακριά από το Πατριαρχείο και χωρίς δασκάλους, οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες οδηγούνταν στον εξισλαμισμό.

Τα αμέσως προηγούμενα από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο χρόνια η Τουρκία είχε ξεκινήσει την πρώτη περίοδο διωγμών των Ελλήνων από τα εδάφη της. Η Ελλάδα αντέδρασε και ανέλαβε διπλωματικές ενέργειες, προκειμένου να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για εθελούσια ανταλλαγή Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας και Μουσουλμάνων της Ελλάδας. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο μία Μικτή Επιτροπή που θα ρύθμιζε τα σχετικά με την ανταλλαγή, όμως αυτή δεν λειτούργησε, λόγω της εισόδου της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1914.
Οι καταπιέσεις που υπέστησαν οι Έλληνες πήραν τις εξής μορφές:
- Θεσπίστηκαν έκτακτες επιβαρύνσεις και επιτάξεις ειδών για τις ανάγκες του πολέμου. Όπως επισημαίνεται στο παράθεμα, προκειμένου να καλύψει η Τουρκία τις αυξημένες ανάγκες της λόγω του πολέμου έλαβε δραστικά οικονομικά μέτρα, τα οποία έπληξαν σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες. Παρά το γεγονός ότι οι διομολογήσεις, τα ειδικά προνόμια, δηλαδή, των ξένων, είχαν καταργηθεί, η Τουρκία συνέχιζε να έχει οικονομικά προβλήματα, γι’ αυτό και θέλησε να εκμεταλλευτεί τους Έλληνες, οι οποίοι παρέμεναν ακόμη, παρά τις διώξεις που είχαν προηγηθεί, ένα από τα ευπορότερα στρώματα της περιοχής.
- Τέθηκαν εμπόδια στις εμπορικές δραστηριότητές τους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του παραθέματος, η οθωμανική κυβέρνηση ίδρυσε το 1915 στη Σμύρνη μια αμιγώς μουσουλμανική εταιρία που ασκούσε πλέον μονοπωλιακά κάθε εμπορική δραστηριότητα (εισαγωγές και εξαγωγές). Πλέον για οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή απαιτούταν άδεια της συγκεκριμένης εταιρίας.
- Πληθυσμοί χωριών ή και ευρύτερων περιοχών μετατοπίστηκαν από τις ακτές προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Στο παράθεμα καταγράφονται σχετικές πληροφορίες για τις μετατοπίσεις αυτές, οι οποίες τελούνταν συνήθως τους μήνες του χειμώνα υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Οι εκτοπιζόμενοι δεν είχαν το δικαίωμα να πάρουν μαζί τους τρόφιμα ή άλλα αναγκαία, ούτε τους επιτρεπόταν να περιποιούνται τους αρρώστους ή να ενταφιάζουν τους νεκρούς τους. Ενώ, απαγορευόταν υπό την απειλή θανατικής ποινής οποιαδήποτε βοήθεια προς αυτούς από ομοεθνείς τους, έστω κι αν αυτή αφορούσε τη μέριμνα για βρέφη που είχαν εγκαταλειφθεί. Τους εκτοπιζόμενους, μάλιστα, τους οδηγούσαν σε απομονωμένα χωριά στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, σε περιοχές με καθαρά τουρκικό πληθυσμό, ώστε να διασφαλιστεί ο εξισλαμισμός τους, αφού θα έμεναν πλέον χωρίς τη συνδρομή του Πατριαρχείου και χωρίς εκπαίδευση.  
Οι άνδρες άνω των 45 ετών, που δεν στρατεύονταν, επάνδρωσαν τα τάγματα εργασίας.
Εκεί πολλοί πέθαναν από κακουχίες, πείνα και αρρώστιες. Όσοι είχαν ηλικία 20-45 ετών μπορούσαν αρχικά να εξαγοράσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Όσοι δεν πλήρωσαν χαρακτηρίστηκαν λιποτάκτες. Μετά την κατάργηση της δυνατότητας εξαγοράς της θητείας σημειώθηκαν χιλιάδες λιποταξίες και όσοι συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν. Τις πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνει το παράθεμα, απ’ το οποίο αντλούμε επιπλέον στοιχεία, όπως ότι το ποσό εξαγοράς της θητείας καταβαλλόταν εφάπαξ κι έφτανε στις 44 λίρες· ποσό, δηλαδή, αρκετά υψηλό που οδηγούσε πολλούς στο να ξεπουλούν την περιουσία τους προκειμένου να το εξασφαλίσουν, ενώ ανάγκαζε τους φτωχότερους να καταφεύγουν στα βουνά, με αποτέλεσμα να έρχονται οι οικογένειές τους αντιμέτωπες με τα σκληρά αντίποινα της τουρκικής εξουσίας. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τα τάγματα εργασίας, στο παράθεμα σημειώνεται πως αυτά αποτελούσαν επί της ουσίας στρατόπεδα συγκεντρώσεως που μόνο στόχο είχαν την εξόντωση του πιο δυναμικού τμήματος των Ελλήνων της περιοχής. Οδηγημένοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, σε περιοχές όπως ήταν το Ικόνιο, η Σεβάστεια, η Άγκυρα, η Μερσίνα και το Ερζερούμ, οι άντρες άνω των 45 ετών αναγκάζονταν, σε συνθήκες υποσιτισμού, να εργάζονται σε λατομεία, ορυχεία, δρόμους και αγρούς, με αποτέλεσμα στα τέλη του 1918, όπως καταγράφεται σε έκθεση Ελλήνων βουλευτών της οθωμανικής βουλής, να έχουν πεθάνει σε αυτά 250.000 χιλιάδες Έλληνες.    
Οι ενέργειες των Τούρκων προκάλεσαν μεγάλο κύμα φυγής προς την Ελλάδα. Στα σπίτια που εγκατέλειψαν οι Έλληνες, οι τουρκικές αρχές εγκατέστησαν Μουσουλμάνους μετανάστες από τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία και την Ελλάδα. Οι διώξεις και οι εκτοπίσεις του ελληνικού στοιχείου συνεχίστηκαν, με μικρότερη όμως ένταση, και κατά τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1918, και επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές (Μαρμαράς, Πόντος κ.ά.). Οι πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα το διάστημα αυτό ανήλθαν σε πολλές χιλιάδες.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Ελληνικό Λαϊκό Κόμμα (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dominik Kym

Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και με βάση τα στοιχεία των παρακάτω κειμένων, να αναφερθείτε στην ίδρυση του Λαϊκού κόμματος και τους στόχους του.

ΚΕΙΜΕΝΟ Α

Στα μέσα του 1910 οι Κοινωνιολόγοι ίδρυσαν το Ελληνικόν Λαϊκόν Κόμμα. Τα «Ηνωμένα λαϊκά Σωματεία της Κορίνθου» δημοσίευσαν ένα πρόγραμμα απευθυνόμενο σε όλους τους εργαζομένους-στη συγγραφή του είχαν συμβάλει αποφασιστικά οι Κοινωνιολόγοι-, το οποίο υιοθέτησε το κόμμα με λίγες αλλαγές και συμπληρώσεις. Τώρα το πλαίσιο των πολιτικών τους αιτημάτων ήταν ευρύτερο από του 1909. Η κριτική τους ξεκινούσε από τα γενικά ελαττώματα του οικονομικού συστήματος, το οποίο βασιζόταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. [...] Με τον τρόπο αυτό δεν συμβάδιζε με την αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ η τάξη των ιδιοκτητών έλεγχε όχι μόνο την οικονομία αλλά και το πολιτικό σύστημα, επηρέαζε την επιστήμη και την τέχνη-ακόμη και τα πολιτικά κόμματα, έλεγαν οι Κοινωνιολόγοι, είχαν γίνει όργανα των καπιταλιστών, χωρίς ωστόσο να συζητούν τους λόγους για τους οποίους οι μάζες των ψηφοφόρων εξέλεγαν αυτά τα κόμματα των καπιταλιστών. Πιο διακριτά σε σύγκριση με το 1909 προέβαλαν τώρα τα χαρακτηριστικά μιας νέας κοινωνίας και ενός νέου συντάγματος, ύψιστος σκοπός του κράτους ήταν να εξασφαλίσει ισότητα ευκαιριών για την ανάπτυξη του ατόμου, και το σκοπό αυτό θα υπηρετούσαν ο σταδιακός περιορισμός της εκμετάλλευσης, η δικαιότερη διανομή των αγαθών, η κρατικοποίηση επιχειρήσεων με ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνία.

Gunnar HERING, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τόμος Β’, σ. 848-849.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β

Πρόγραμμα του Λαϊκού Κόμματος
Α. Να θεμελιωθεί το Κράτος επί υγιών βάσεων, να εξασφαλισθή η εκλογή των οργάνων αυτού εκ των καταλληλοτέρων προσώπων, ως και η εις το καθήκον αφοσίωσις. Άλλως είναι αδύνατος οιαδήποτε κοινωνική μεταρρύθμισις και αύξησις των λειτουργιών της Πολιτείας.
Β. Να εξασφαλισθή η κυριαρχία του λαού, αιρουμένων των προσκομμάτων της γνησίας εκδηλώσεως του πολιτικού του φρονήματος και διευκολυνομένης της αμεσωτέρας συμμετοχής αυτού εις τα νομοθετικά έργα.
Γ. Να οργανωθούν επαγγελματικώς αι εργαζόμεναι τάξεις προς καλλιτέρευσιν της οικονομικής θέσεώς των, ηθικήν προαγωγήν αυτών και εισαγωγήν κοινωνικοτέρων μορφών παραγωγής και κυκλοφορίας των αγαθών.

Τα αριστερά κόμματα αρχικά ήταν ομάδες με σοσιαλιστικές ιδέες, συνήθως ξένες προς την κοινωνική βάση στην οποία ήθελαν να απευθυνθούν, και αντιμετώπιζαν δυσκολίες συνεννόησης και κομματικής συσπείρωσης.
 Σοβαρότερη από όλες αυτές τις ομάδες ήταν η Κοινωνιολογική Εταιρεία, η οποία ξεκίνησε από μερικούς διανοούμενους ως αριστερός μεταρρυθμιστικός σύνδεσμος, με στόχο να προπαγανδίσει πολιτικές θέσεις και στη συνέχεια να ιδρύσει κόμμα. Επιζητούσε για όλα τα μέλη της κοινωνίας ισότητα ευκαιριών, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και διανομή των αγαθών ανάλογα με τις ανάγκες καθενός, πράγμα που θα μπορούσε να υλοποιηθεί με τη σταδιακή αναμόρφωση της οικονομίας και τη συνταγματική μεταβολή. Όπως, άλλωστε, επισημαίνεται στο Κείμενο Α οι Κοινωνιολόγοι ασκούσαν κριτική στο υπάρχον οικονομικό σύστημα, καθώς αυτό βασιζόταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Στοιχείο που επέτρεπε στην τάξη των ιδιοκτητών να έχουν υπό τον έλεγχό τους όχι μόνο την οικονομία, αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, χωρίς να διαφεύγουν από την επιρροή τους μήτε η επιστήμη και η τέχνη. Σε ό,τι αφορά μάλιστα τα κόμματα, οι Κοινωνιολόγοι σχολίαζαν πως αυτά είχαν γίνει υποχείρια των καπιταλιστών, έστω κι αν δεν εξηγούσαν το γιατί η πλειονότητα των ψηφοφόρων τα στήριζαν. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι έπρεπε να οργανωθούν οι εργάτες σε επαγγελματικές ενώσεις και να ιδρύσουν κόμμα. Ενώ, όπως αναφέρεται στο Κείμενο Α, σαφές ζητούμενο ήταν κι ο περιορισμός της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Πράγματι, στα μέσα του 1910 οι Κοινωνιολόγοι ίδρυσαν το Λαϊκό Κόμμα, με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Βασικές προγραμματικές δηλώσεις του ήταν η αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και η επιβολή αρχών κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπροσθέτως, όπως αυτό προκύπτει από το Κείμενο Β, το Λαϊκό Κόμμα επιζητούσε να εκλέγονται τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα για τη στελέχωση του κράτους και να πρυτανεύει η αφοσίωσή τους στο καθήκον, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα ήταν εφικτή καμία κοινωνική μεταρρύθμιση, αλλά ούτε και η ενίσχυση των λειτουργιών της Πολιτείας. Συνάμα, επιζητούσε την πλήρη διασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας, με την άρση των όποιων εμποδίων υπήρχαν στην εκδήλωση των πραγματικών πολιτικών τους πεποιθήσεων, καθώς και με τη διευκόλυνση της πιο άμεσης συμμετοχής των πολιτών στο νομοθετικό έργο. Τέλος, επιδίωκε την ηθική ανάπτυξη της εργατικής τάξης και την εφαρμογή κοινωνικότερου χαρακτήρα στις μορφές παραγωγής και στη διακίνηση των αγαθών. Στις δεύτερες εκλογές του 1910 εξελέγησαν 7 υποψήφιοι του κόμματος, οι οποίοι παρείχαν κριτική υποστήριξη στους Φιλελευθέρους.

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2011 [Ελεύθερος χρόνος]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tom Mc Nemar

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2011 [Ελεύθερος χρόνος]  

Ένα γενικό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι το κυνήγι του χρόνου. Όλοι τρέχουν, λαχανιάζουν, αγωνιούν και πάντοτε έχουν την αίσθηση ότι δεν πρόφτασαν κάτι. Αυτή η παραφροσύνη του καιρού μας, που μας σπρώχνει συνεχώς πίσω από το χρόνο, μας εμπλέκει μέσα στη ροή του χρόνου και μας αφαιρεί τη χαρά να συνυπάρχουμε με το χρόνο (συμβαδίζοντας και συνυπάρχοντας με άνεση), εκμηδενίζει τον άνθρωπο ως προσωπικότητα και ως ανθρώπινη ουσία.
Είναι έτσι φτιαγμένη η δομή του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου, ώστε να παγιδεύεται ο άνθρωπος μέσα στα αντικείμενα και στις απασχολήσεις. Λες και βάλαμε όλη την τέχνη και τη σοφία μας στο να συνθλίψουμε τους εαυτούς μας. Ο άδειος από τις ασχολίες χρόνος, που θα είναι δικός μας αποκλειστικά, είναι ή ελάχιστος ή ανύπαρκτος. Δεν έχουμε καιρό να συναντηθούμε με τον εαυτό μας, να αναδιπλωθούμε και να ταξιδέψουμε μέσα μας, να ονειροπολήσουμε ή να νοσταλγήσουμε, να αποχωρισθούμε απ’ όλους τους εξωτερικούς περισπασμούς, σε μια αποκλειστική συνάντηση με τον εαυτό μας.
Έτσι ο χρόνος χάνεται ερήμην μας και ανακαλύπτουμε ξαφνικά την απουσία του ή με υπομνήσεις επετείων ή με μνήμες που αναβιώνουν απροσδόκητα ή με συμπτώματα βιολογικής καταπόνησης και ανημποριάς. Και διαπιστώνουμε ξαφνικά πόσο εγκληματικά αποκοπήκαμε από πρόσωπα και πράγματα. Οι στιγμές που συνιστούν την ουσιαστική μας ζωή, με την πίκρα ή τη χαρά που περικλείουν, φεύγουν ανυποψίαστα και χάνονται ανεκπλήρωτες.
Δεν είναι μόνο η εμπλοκή μας μέσα σε μια ασθμαίνουσα εποχή και ο ρυθμός του βίου που μας συμπαρασύρουν στις δολιχοδρομίες1 μιας πρωτοφανούς εξοντώσεως. Είναι και η παθολογία του καιρού μας που συμβάλλει στην εξαθλίωσή μας. Όλοι συνθλίβουμε τον ελάχιστο χρόνο που μας μένει, για να κατοχυρώσουμε την επαγγελματική και κοινωνική μας θέση. Ο ένας τρέχει στις δεξιώσεις, ο άλλος να εξασφαλίσει γνωριμίες, ο τρίτος στις υπηρεσίες για να «κυνηγήσει» τις υποθέσεις του, ένας άλλος να δικτυωθεί σε μια ομάδα ή έναν όμιλο που θα τον στηρίξει κ.λπ. Επιδιώκουν οι άνθρωποι θέσεις και πάλι άλλες θέσεις και συμμετοχές σε συμβούλια και σε επιτροπές, επιδιώκουν γνωριμίες, που κοστίζουν χρόνο και ταπείνωση, προσπαθούν να επιβάλουν ένα −συχνότατα− μίζερο εαυτό, που με άγχος βαδίζει στη φθορά.
Και όλα αυτά ξεκινούν (πέρα από την ανθρώπινη κενοδοξία) από μια αβεβαιότητα, από την ανασφάλεια του ανθρώπου. Και τρέχουν οι «τλήμονες θνητοί»2 να εξασφαλίσουν εύνοιες και χρήμα. Και ο χρόνος εκδικείται για το θάνατό του. Και η εκδίκηση είναι βαριά και αναπότρεπτη.

Αριστόξενος Σκιαδάς, Διαπιστώσεις, Αθήνα 1977
(Διασκευή).

1δολιχοδρομίες: αγώνες δρόμου μεγάλων αποστάσεων.
2τλήμονες θνητοί: ταλαίπωροι άνθρωποι.

Α1. Να γράψετε στο τετράδιό σας την περίληψη του κειμένου που σας δόθηκε (80-100 λέξεις).

Οι γοργοί ρυθμοί του σύγχρονου βίου στερούν από τον άνθρωπο την ευκαιρία να βιώσει με άνεση χρόνου τη ζωή του και υπονομεύουν τη δυνατότητα ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Η απουσία, άλλωστε, πραγματικά ελεύθερου χρόνου δεν επιτρέπει στο άτομο να συνομιλήσει με τον εαυτό του και να τον γνωρίσει ουσιαστικά. Ο χρόνος κάθε ατόμου χάνεται ανεπαίσθητα και το πέρασμά του γίνεται αίφνης αντιληπτό χάρη σε κάποια επέτειο ή ανάμνηση. Έτσι, το άτομο συνειδητοποιεί πως η ζωή του περνά ανεκμετάλλευτη, αφού το ίδιο έχει παγιδευτεί από το πλήθος των υποχρεώσεών του. Με το κυνήγι της επαγγελματικής ανέλιξης να κυριαρχεί, ο ελεύθερος χρόνος εκμηδενίζεται κι οι οδυνηρές συνέπειες αυτής της εκμηδένισης γίνονται αντιληπτές εκ των υστέρων.

Β1. Σε μία παράγραφο 80 − 100 λέξεων να αναπτύξετε το περιεχόμενο της παρακάτω περιόδου: Οι άνθρωποι επιδιώκουν γνωριμίες, που κοστίζουν χρόνο και ταπείνωση.

Η επαγγελματική πορεία του ατόμου έχει κεντρικό ρόλο στη ζωή του είτε βρίσκεται στο ξεκίνημα και προσπαθεί να διασφαλίσει μια θέση εργασίας είτε επιχειρεί να αναδειχθεί στο χώρο εργασίας του. Το τίμημα, ωστόσο, αυτών των επιδιώξεων είναι συχνά υψηλό, καθώς το άτομο αναγκάζεται πολλές φορές να υποβάλλει τον εαυτό του σε μια ταπεινωτική διαδικασία, προκειμένου να επιτύχει την εύνοια εκείνων που έχουν τη δύναμη να του προσφέρουν την αναγκαία στήριξη. Αναγκάζεται, δηλαδή, να συμπεριφέρεται απέναντί τους με δουλικότητα ή να τους προσεγγίζει με έναν υποκριτικά κολακευτικό τρόπο, ώστε εκείνοι να θελήσουν να τον βοηθήσουν. Συνάμα, βέβαια, όλες αυτές οι προσπάθειες διεύρυνσης του κύκλου γνωριμιών, γίνονται εις βάρος του ήδη περιορισμένου ελεύθερου χρόνου του ατόμου, οδηγώντας το στην εξουθένωση.  

Β2. α) Να βρείτε τη δομή της παραγράφου:
Είναι έτσι φτιαγμένη … εαυτό μας.

Θεματική περίοδος: Είναι έτσι φτιαγμένη η δομή του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου, ώστε να παγιδεύεται ο άνθρωπος μέσα στα αντικείμενα και στις απασχολήσεις.
Σχόλια / Λεπτομέρειες: Λες και βάλαμε όλη την τέχνη... σε μια αποκλειστική συνάντηση με τον εαυτό μας.
Κατακλείδα: ---

β) Να αναφέρετε δύο τρόπους με τους οποίους αναπτύσσεται η παράγραφος:
Δεν είναι μόνο η εμπλοκή μας … βαδίζει στη φθορά.

- Αίτιο / αποτέλεσμα: Αίτιο: η εμπλοκή μας μέσα σε μια ασθμαίνουσα εποχή και ο ρυθμός του βίου. Αποτέλεσμα: μας συμπαρασύρουν στις δολιχοδρομίες μιας πρωτοφανούς εξοντώσεως. Αίτιο: η παθολογία του καιρού μας. Αποτέλεσμα: συμβάλλει στην εξαθλίωσή μας. Αίτιο: για να κατοχυρώσουμε την επαγγελματική και κοινωνική μας θέση. Αποτέλεσμα: συνθλίβουμε τον ελάχιστο χρόνο που μας μένει.
- Παραδείγματα: Ο ένας τρέχει στις δεξιώσεις, ο άλλος να εξασφαλίσει γνωριμίες, ο τρίτος στις υπηρεσίες για να «κυνηγήσει» τις υποθέσεις του...

Β3. α) Να σχολιάσετε τη χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου από τον συγγραφέα.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί α΄ πληθυντικό πρόσωπο προκειμένου να υποδηλώσει πως το εξεταζόμενο ζήτημα αφορά τόσο τους υπόλοιπους ανθρώπους, όσο και τον ίδιο προσωπικό· έχει, δηλαδή, καθολική διάσταση. Αίρεται, επίσης, η αίσθηση της αποστασιοποίησης που προκύπτει από το σύνηθες γ΄ πρόσωπο και το κείμενο αποκτά αίσθηση οικειότητας και αμεσότητας.

β) Να δώσετε μέσα από το κείμενο δύο παραδείγματα συγκινησιακής λειτουργίας της γλώσσας.

- Οι στιγμές που συνιστούν την ουσιαστική μας ζωή, με την πίκρα ή τη χαρά που περικλείουν, φεύγουν ανυποψίαστα και χάνονται ανεκπλήρωτες.

- Και τρέχουν οι «τλήμονες θνητοί» να εξασφαλίσουν εύνοιες και χρήμα. Και ο χρόνος εκδικείται για το θάνατό του. Και η εκδίκηση είναι βαριά και αναπότρεπτη.

Β4. α) Να γράψετε ένα συνώνυμο για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις:
παραφροσύνη, ανημποριάς, συνιστούν, ανεκπλήρωτες, επιδιώκουν.

παραφροσύνη: τρέλα
ανημποριάς: αδυναμίας, εξάντλησης, κατάπτωσης, ατονίας
συνιστούν: συγκροτούν, σχηματίζουν, αποτελούν
ανεκπλήρωτες: απραγματοποίητες
επιδιώκουν: επιζητούν, αναζητούν

β) Να γράψετε ένα αντώνυμο για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις:
εμπλέκει, αφαιρεί, ερήμην, συχνότατα, ανασφάλεια.

εμπλέκει: απεμπλέκει, απεγκλωβίζει  
αφαιρεί: προσφέρει, παρέχει, εξασφαλίζει
ερήμην: εκούσια
συχνότατα: σπανιότατα
ανασφάλεια: σιγουριά, βεβαιότητα

Γ1. Σε ένα άρθρο για την εφημερίδα του σχολείου σας να παρουσιάσετε τις συνέπειες της κακής διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου από τον σύγχρονο άνθρωπο και να διατυπώσετε προτάσεις για τη δημιουργικότερη αξιοποίησή του. (500−600 λέξεις).

Κίνδυνοι από την κακή διαχείριση του ελεύθερου χρόνου!

Υπό το βάρος των πολλαπλών υποχρεώσεων οι άνθρωποι της εποχής μας διαπιστώνουν συχνά πως έχουν ελάχιστο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους. Ελάχιστο χρόνο, δηλαδή, κατά τον οποίο μπορούν ελεύθερα να επιδοθούν σε δραστηριότητες επωφελείς και ευχάριστες για τους ίδιους. Ωστόσο, ενώ θα περίμενε κανείς πως θα αξιοποιούσαν τον ελεύθερο αυτό χρόνο με ιδιαίτερη προσοχή, οι περισσότεροι άνθρωποι τείνουν να τον σπαταλούν είτε σε ανούσιες ασχολίες είτε ακόμη και με τρόπο τέτοιο που λειτουργεί επιζήμια για την υγεία τους ή για την πνευματική τους καλλιέργεια.

1ο ζητούμενο: Συνέπειες της κακής διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου

- Με τη σκέψη πως η πολυπόθητη «ξεκούραση» μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της πλήρους αδράνειας ή με κάποιον παθητικό τρόπο διασκέδασης, όπως είναι η παρακολούθηση εύπεπτων τηλεοπτικών προγραμμάτων, οι άνθρωποι χάνουν την ευκαιρία να προσφέρουν στον εαυτό τους ποιοτικά πνευματικά ερεθίσματα, που θα συνεισέφεραν στην καλλιέργειά τους και θα τους προσέφεραν μια βαθύτερη αίσθηση ικανοποίησης, χάρη στην επίγνωση πως ο χρόνος τους αξιοποιήθηκε ορθά. Καταλήγουν, έτσι, να σπαταλούν το χρόνο τους, χωρίς να αποκομίζουν κάποιο πνευματικό όφελος και χωρίς επί της ουσίας να απαλλάσσονται από το άγχος και την ένταση, αφού η ζητούμενη εκτόνωση επιτυγχάνεται πρωτίστως μέσα από δραστηριότητες που ενεργοποιούν τη σκέψη.

-  Η προτίμηση σε παθητικούς τρόπους διασκέδασης, όπως είναι η παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων, έχει αρνητικό αντίκτυπο στη σωματική υγεία των ατόμων, εφόσον η καθιστική ζωή και ο περιορισμός της αθλητικής δραστηριότητας υπονομεύουν δραστικά τη φυσική κατάσταση του ατόμου.

- Το άτομο αδυνατεί να οδηγηθεί στην αυτογνωσία, καθώς επιλέγει τρόπους διασκέδασης που του στερούν την ευκαιρία του αυτοελέγχου και της ουσιαστικής ενδοσκόπησης. Το γεγονός πως οποιαδήποτε προσπάθεια επανεξέτασης των πεπραγμένων του ή αποτίμησης της έως τώρα του πορείας, θα οδηγούσε το άτομο σε αρνητικά συμπεράσματα, καθιστά επώδυνο το ενδεχόμενο να αφιερώσει χρόνο στην εσωτερική αναζήτηση, γι’ αυτό και το αποφεύγει.

- Το άτομο στην προσπάθεια του να αποφύγει οποιοδήποτε περιθώριο χρόνου θα το ανάγκαζε να αντικρίσει την πραγματικότητα της ζωής του, καταφεύγει κάποτε ακόμη και σε ενασχολήσεις που είναι ιδιαιτέρως επιζήμιες για τη σωματική και πνευματική του υγεία. Έτσι, οι αρνητικές αυτές επιλογές μπορεί να περιλαμβάνουν ξενύχτια σε χώρους μαζικής διασκέδασης, καταφυγή στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή και στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ενώ, για τις νεότερες ηλικίες, ένας συνήθης περισπασμός είναι η πολύωρη ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που προσφέρουν μια επίφαση διασκέδασης, συνιστούν ωστόσο μια προφανή κατασπατάληση του πολύτιμου ελεύθερου χρόνου.

-  Με ζητούμενο πάντα την αποφυγή των απαιτητικών πνευματικών ενασχολήσεων ή τις στιγμές μόνωσης, κατά τις οποίες θα ήταν πιθανώς αναπόφευκτος ένας αυτοέλεγχος, το άτομο προτιμά να αφιερώσει το χρόνο του ακόμη και στη συναναστροφή με ανθρώπους κακής ποιότητας που λειτουργούν ως αρνητικά πρότυπα και το ωθούν σε ανούσιες ή και επιζήμιες επιλογές. Ως εκ τούτου, αντί να αξιοποιεί με ουσιαστικό τρόπο τον ελεύθερο χρόνο του και να ωφελείται σε πνευματικό και ηθικό επίπεδο, επιτυγχάνοντας τη διεύρυνση της πνευματικής του καλλιέργειας και τη βάθυνση της ηθικής του ποιότητας, το άτομο οδηγείται σε μια κατάσταση ψυχικής και πνευματικής παρακμής.

2ο ζητούμενο: Προτάσεις για τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου

Ο ελεύθερος χρόνος μπορεί να αξιοποιηθεί για την πνευματική καλλιέργεια του ατόμου. Πέρα από την πρόσκτηση πρακτικών γνώσεων, το άτομο έχει την ευκαιρία να αφιερώσει χρόνο στην ενασχόληση με δραστηριότητες που θα επιτρέψουν τη βαθύτερη καλλιέργειά του, όπως είναι η μελέτη λογοτεχνικών ή άλλων βιβλίων, η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων ή ποιοτικών κινηματογραφικών ταινιών, η επίσκεψη σε μουσεία ή σε εκθέσεις έργων τέχνης κ.λπ.
Οι ενασχολήσεις αυτές, που εντάσσονται σε ό,τι αποκαλούμε ψυχαγωγία, αποτελούν σημαντική πηγή πνευματικών και ψυχικών συγκινήσεων κι ερεθισμάτων, ικανών να διευρύνουν τόσο τη νοητική ικανότητα του ατόμου όσο και την ευαισθησία του. Το άτομο αποφεύγει, έτσι, την έμμονη ενασχόληση με το ένα γνωστικό αντικείμενο, που επιτάσσει η εξειδίκευση, και αποκτά την αναγκαία ευρύτητα ενδιαφερόντων, ώστε να είναι ένας ενεργός πολίτης με προβληματισμούς και κοινωνική ευαισθησία. Ενώ, έχει συνάμα την ευκαιρία να έρθει σ’ επαφή με έργα τέχνης που θα του προσφέρουν υψηλή αισθητική απόλαυση και γόνιμα ερεθίσματα σε σχέση με τις ποιότητες και τις αξίες που θα πρέπει να επιζητά στη ζωή του.

- Ο αθλητισμός συνιστά ιδανική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Μια σημαντικότατη μέριμνα για όλους τους ανθρώπους είναι -ή πρέπει να είναι- η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου για τη διασφάλιση της σωματικής υγείας και ευεξίας. Η άθληση είτε αυτή αφορά κάποια ήπια μορφή είτε κάποια εντονότερη σωματική δραστηριότητα, επιτρέπει όχι μόνο την άμεση εκτόνωση της πνευματικής έντασης αλλά και τη προάσπιση της καλής υγείας του ατόμου.

- Ο ελεύθερος χρόνος οφείλει να αξιοποιείται προς όφελος της κοινωνικότητας του ατόμου. Η κοινωνική ζωή κάθε ατόμου αποτελεί σημαντική πτυχή της ζωής του, καθώς μέσα από τις συναναστροφές με φίλους και φιλικά πρόσωπα έχει την ευκαιρία να μοιράζεται τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του, να λαμβάνει τη σημαντική συναισθηματική στήριξη που προσφέρει η αποδοχή από ανθρώπους που εκτιμά, να βιώνει στιγμές ευτυχίας μέσα από κοινές δραστηριότητες και ενασχολήσεις, αλλά και να διαμορφώνει το πλαίσιο των γνωριμιών του που θα αποτελέσει μελλοντικά το πλαίσιο στήριξης στα πρώτα επαγγελματικά του βήματα.

- Ο ελεύθερος χρόνος προσφέρει την ευκαιρία της εσωτερικής αναζήτησης. Καίριο ζητούμενο για κάθε άνθρωπο είναι η προσπάθεια ελέγχου τόσο των πεπραγμένων του όσο και της συμπεριφοράς του απέναντι στους άλλους ανθρώπους, προκειμένου να έχει την ευκαιρία να βελτιώνει τον εαυτό του και να ερμηνεύει αντιδράσεις του ή συναισθήματά του που μοιάζουν κάποτε ξένα προς τον χαρακτήρα του. Η απουσία μιας τέτοιας διαδικασίας αυτοελέγχου οδηγεί το άτομο στην αλλοτρίωση και στην παγίωση αρνητικών συμπεριφορών, καθώς αποτυγχάνει να ανιχνεύσει εγκαίρως τα ελαττώματά του και τις ελλείψεις του.

Ο ελεύθερος χρόνος επιτρέπει τη διαφυγή από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Ένας σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στην ψυχική κούραση και εξάντληση είναι η διαρκής επανάληψη των ίδιων δραστηριοτήτων και υποχρεώσεων, που προσδίδει μια αίσθηση μονοτονίας στη ζωή του ανθρώπου. Μέσα, επομένως, από την κατάλληλη αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου το άτομο έχει την ευκαιρία να εμπλουτίζει την καθημερινότητά του με νέα ερεθίσματα και νέες παραστάσεις, αποδιώχνοντας τη φθοροποιό αίσθηση της ρουτίνας που δημιουργεί την επώδυνη αίσθηση πως η ζωή είναι μια αδιέξοδη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων.

Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως υπάρχουν ποικίλες αρνητικές συνέπειες από την κακή διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, ικανές να υπονομεύσουν τόσο την πνευματική και ηθική ποιότητα του ατόμου, όσο και τη σωματική και ψυχική του υγεία. Αποτελεί, άρα, καίριας σημασίας ζητούμενο το να καθοδηγηθούν τα άτομα από πολύ νωρίς στο να υιοθετήσουν θετικούς και δημιουργικούς τρόπους αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου τους, ώστε να ωφελούνται από αυτόν και να επιτυγχάνουν τόσο τη βελτίωση του εαυτού τους όσο και τη διασφάλιση ενός ποιοτικού τρόπου διαβίωσης.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...