Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Διαγώνισμα: Ιστορία Προσανατολισμού [Η ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David Smetana

Διαγώνισμα: Ιστορία Προσανατολισμού [Η ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση]

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
           
ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. Μεγάλη Ιδέα
β. Εθνικές γαίες
γ. Σκωρίες
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Η ελληνική βιομηχανία τονώθηκε μετά την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας.
β. Η νομοθετική ρύθμιση του 1860 προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας.
γ. Η Αγγλία απορροφούσε την πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών σταφίδας.
δ. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.370.000 στρέμματα γης με 650.000 παραχωρητήρια.
ε. Η πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών κατά τον 19ο αιώνα ήταν γεωργικά προϊόντα.
Μονάδες 5

ΘΕΜΑ Β1
Να αναφερθείτε:
α) στην πυκνότητα του πληθυσμού και στην κατάσταση της χώρας μετά την Επανάσταση (μονάδες 5) και β) στις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε εμπορικούς δεσμούς κατά το 19ο αιώνα. (μονάδες 5)
Μονάδες 10

ΘΕΜΑ Β2
Ποια στάση κράτησε η ελληνική διασπορά απέναντι στο ελληνικό κράτος ως τα τέλη του 19ου αιώνα;
Μονάδες 15

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε στις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα:
α. στους στόχους και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων (μονάδες 15)
β. στην υλοποίησή τους (μονάδες 10).  Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ
Οι λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στη σημαντική αυτή θεσμική μεταβολή είναι πολλαπλοί.
α) Λόγοι οικονομικοί: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 το κράτος επιχειρεί να επαυξήσει τα δικά του έσοδα από τα ποσά της εξαγοράς, όπως και των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις φυτείες και το μικρό ή μεσαίο οικογενειακό κλήρο. Με την επέκταση των εξαγωγών του αγροτικού προϊόντος των φυτειών, οι εμπορικές ομάδες θα δουν μια ταχεία ανάπτυξή τους, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθεί ο ρόλος τους στη δανειοδότηση των τρεχουσών αναγκών των νέων τώρα μικροπαραγωγών.
Με την παραχώρηση της δημόσιας γης, το κράτος θα στερηθεί το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, αλλά θα αποκτήσει νέες πηγές εσόδων, τους φόρους και τους δασμούς, που θα επιβληθούν στο αυξημένο τώρα αγροτικό προϊόν των φυτειών, καθώς θα έχουμε μια επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αύξηση της παραγωγής.
β) Λόγοι κοινωνικοί: Αν και δεν υπάρχει κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων, οι καταπατήσεις των εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών εκ μέρους μη κληρούχων ή μικροϊδιοκτητών σε διάφορες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που δημιουργούν εστίες εντάσεων, συνηγορούν για την προικοδότηση αυτών των κοινωνικών ομάδων με «λαχίδια»* εθνικής γης. […]
Το όλο εγχείρημα μπορούμε να το δούμε ως ένα μέρος της όλης προσπάθειας του Α. Κουμουνδούρου, που αγκαλιάζει την περίοδο 1860- 1880 και αποσκοπεί με την ανάπτυξη της γεωργίας […] στην προώθηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα.

* λ α χ ί δ ι α : τ ε μ ά χ ι α γ η ς .

Θ. Καλαφάτης, «Η αγροτική οικονομία. Όψεις της αγροτικής ανάπτυξης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.5, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 72.

ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στην εξέλιξη των ναυτικών κέντρων από τη δεκαετία 1821-1830 έως το 1870, (μονάδες 13)
β. στην περίπτωση της Σύρου και στους λόγους ανάπτυξής της κατά την ίδια περίοδο. (μονάδες 12)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
[...] Στην διάρκεια της Επαναστάσεως είχε καταστραφή μεγάλο ποσοστό των πλοίων, αλλά ένας ισχυρός πυρήνας περισώθηκε. Αν και η Ύδρα και οι Σπέτσες είχαν χάσει αντίστοιχα τα 78% και 50% του εμπορικού τους ναυτικού, στο τέλος του αγώνα η πρώτη διέθετε ακόμη 100 πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240 τόννων και οι Σπέτσες είχαν 50 πλοία 10.324 τόννων, όλα από 30 τόννους και πάνω. Με την αποκατάσταση της ειρήνης ιδρύθηκαν νέα ναυπηγεία σε πολλά νησιά και λιμάνια η ναυπηγική έγινε μια από τις σημαντικότερες βιομηχανίες του νεοσύστατου κράτους. [...]
Μετά την Επανάσταση, η Σύρος και αργότερα ο Πειραιάς έγιναν τα κύρια εμπορικά κέντρα με τα πιο δραστήρια ναυπηγεία. Από το 1827 μέχρι το 1834 ναυπηγήθηκαν στην Σύρο πάνω από 260 πλοία.

*Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία του.

Γ. Λεονταρίτης, Ελληνική εμπορική ναυτιλία, Ε.Μ.Ν.Ε. Μνήμων, Αθήνα 1981, σ. 62-63.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Το διαμετακομιστικό εμπόριο αποτέλεσε την πρώτιστη οικονομική δραστηριότητα στη Σύρο σε όλη την περίοδο της ακμής της. Σπουδαία συμμετοχή στο συνολικό εμπόριο της πόλης είχαν και οι εισαγωγές, οι οποίες σαφώς υπερτερούσαν σημαντικά των εξαγωγών που πραγματοποιούνταν από τους συριανούς εμπόρους. Στην ουσία η Σύρος υπήρξε αφενός η αγορά διοχέτευσης των δυτικών και ανατολικών προϊόντων προς την Ανατολή και τη Δύση αντίστοιχα και αφετέρου ο τόπος εισόδου των εξωτερικών αγαθών προς την ελληνική ενδοχώρα. [...] Το εμπόρευμα που είχε παραγγελθεί από τον ερμουπολίτη έμπορο ερχόταν στη Σύρο για να κατατεθεί στην αποθήκη διαμετακόμισης (transit).
Το ναυπηγείο της πόλης ήταν ένας από τους ζωτικότερους τομείς της τοπικής οικονομίας. Η πλούσια δραστηριότητά του οφείλεται στην παρουσία των ψαριανών και χίων ναυπηγών. [...] Στο πλευρό τους είχαν ένα πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, το οποίο παρείχε ειδικευμένη εργασία. [...] Το συνολικά εργαζόμενο προσωπικό του ναυπηγείου ανέρχονταν σε πάνω από 1.000 άτομα. [...] Αν υπολογίσουμε ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της Ερμούπολης το 1850 ήταν 7.650 άτομα, τότε ο αριθμός των απασχολούμενων στο ναυπηγείο της πόλης υποδεικνύει τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν οι ναυπηγικές εργασίες στη Σύρο. [...]

Β. Καρδάσης, «Η Σύρος σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου», στο Γ.Β. Δερτιλής - Κ. Κωστής (επιμ.), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος – 20ός αιώνας), Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1991, σ. 329, 325 και 332.

Ενδεικτικές απαντήσεις

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. Μεγάλη Ιδέα
Η Μεγάλη Ιδέα αποτελούσε εθνική ιδεολογία που διαμορφώθηκε από την αρχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους (1830) και διατηρήθηκε τουλάχιστον ως τα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής (1922). Η πρόοδος του εκτός των εθνικών συνόρων ελληνισμού κατά τον 19ο αιώνα ταλάνιζε το μικρό βασίλειο. Ενίσχυε την ιδέα ότι το υπάρχον κράτος δεν ήταν παρά μία ημιτελής κατασκευή, τα θεμέλια απλώς για κάτι μεγαλύτερο. Η «Μεγάλη Ιδέα» που εκπορεύθηκε απ’ αυτήν την αντίληψη, δημιουργούσε προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος, που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο, ιδιαίτερα σε εποχές που τα προβλήματα έμοιαζαν με ανοικτές πληγές, στην περίπτωση της Κρήτης ή, αργότερα, της Μακεδονίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, αποκλειστικά στα εσωτερικά ζητήματα, στην οικονομική ανόρθωση και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση. Όλα αυτά συνυφαίνονταν με το εθνικό όραμα, μεγαλώνοντας το κόστος των προσπαθειών και καθιστώντας συχνά τις οικονομικές πρωτοβουλίες έρμαια των εθνικών κρίσεων.

β. Εθνικές γαίες
«Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηματικές ιδιοκτησίες των Οθωμανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης). Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους. Η έκταση των γαιών αυτών μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση, καθώς το σχετικό με την έγγειο ιδιοκτησία οθωμανικό καθεστώς ήταν περίπλοκο, όπως και οι μηχανισμοί απογραφής των περιουσιακών στοιχείων. Υπολογίζεται ότι η έκταση των εθνικών κτημάτων ανερχόταν χονδρικά σε 4.000.000 έως 5.000.000 στρέμματα.

γ. Σκωρίες
Τα υλικά που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια των αιώνων εκμετάλλευσης των ορυχείων κατά την αρχαιότητα. Η πιο γνωστή περιοχή μεταλλευτικής δραστηριότητας υπήρξε, όπως και στην αρχαιότητα, το Λαύριο. Το 1866 άρχισε εκεί τις εργασίες της μία γαλλο-ιταλική εταιρεία (Σερπιέρι-Ρου) με στόχο την εξαγωγή μεταλλεύματος όχι μόνο από τα υπόγεια κοιτάσματα αλλά και από τις «σκωρίες». Η τεχνολογία της εποχής επέτρεπε την απόσπαση μεταλλεύματος από αυτά τα κατάλοιπα. Η εξόρυξη αργύρου και μολύβδου γνώρισε σημαντική άνθηση και πρόσθεσε στις ελληνικές εξαγωγές προϊόντα αξίας πολλών εκατομμυρίων δραχμών.

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Η ελληνική βιομηχανία τονώθηκε μετά την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας. [Λάθος]
β. Η νομοθετική ρύθμιση του 1860 προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας. [Σωστό]
γ. Η Αγγλία απορροφούσε την πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών σταφίδας. [Σωστό]
δ. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.370.000 στρέμματα γης με 650.000 παραχωρητήρια. [Λάθος]
ε. Η πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών κατά τον 19ο αιώνα ήταν γεωργικά προϊόντα. [Σωστό]

ΘΕΜΑ Β1
Να αναφερθείτε:
α) στην πυκνότητα του πληθυσμού και στην κατάσταση της χώρας μετά την Επανάσταση και β) στις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε εμπορικούς δεσμούς κατά τον 19ο αιώνα.

Η πυκνότητα του πληθυσμού κυμαινόταν από 15 (1828) σε 43 (1911) κατοίκους στο τετραγωνικό χιλιόμετρο, όταν σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι ίδιοι αριθμοί ήταν τριψήφιοι. Οι εικόνες που μας έρχονται από εκείνη την εποχή μαρτυρούν την εξάντληση του τόπου και των ανθρώπων. Γύρω από τις πόλεις τα εδάφη ήταν γυμνά, εξαντλημένα από την υπερβόσκηση και την υλοτομία και τα χωράφια έμοιαζαν χέρσα, εξαιτίας της εκτεταμένης αγρανάπαυσης, με την οποία οι αγρότες πάσχιζαν να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους. Τα περιφραγμένα περιβόλια πολύ λίγο βελτίωναν την αίσθηση εγκατάλειψης που απέπνεε το τοπίο.
Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε κατά τον 19ο αιώνα εμπορικούς δεσμούς ήταν, ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των μεταλλευμάτων (μολύβδου). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Αντίθετα, οι εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και αξίας.

ΘΕΜΑ Β2
Ποια στάση κράτησε η ελληνική διασπορά απέναντι στο ελληνικό κράτος ως τα τέλη του 19ου αιώνα;

Έξω από τα σύνορα της Ελλάδας υπήρχαν ισχυρά κέντρα ελληνισμού, πνευματικά, οικονομικά, παραγωγικά, τα οποία πολλές φορές κυριαρχούσαν στο χώρο τους αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Έλληνες, ελληνικά κεφάλαια και πλούτος υπήρχαν και αναπτύσσονταν από την Ουκρανία ως το Σουδάν, από το Δούναβη ως τον Καύκασο και από τη Σμύρνη ως την Κιλικία. Για τους Έλληνες των περιοχών αυτών το μικρό ελληνικό βασίλειο ήταν για πολλά χρόνια μια κακή ανάμνηση μάλλον, ένας φτωχός και ίσως ανεπρόκοπος συγγενής. Οι δικές τους επιτυχίες φάνταζαν ολότελα ξένες σε σύγκριση με τη στασιμότητα και την ένδεια της μικρής Ελλάδας. Χρειάστηκε να δυσκολέψουν γι’ αυτούς οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, προς το τέλος κυρίως του 19ου αιώνα, για να ανακαλύψουν τη σημασία που είχε η φτωχή τους πατρίδα, ως ασφαλές καταφύγιο και ως πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων.

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε στις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα:
α. στους στόχους και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων
β. στην υλοποίησή τους.

α) Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος της διανομής των «εθνικών γαιών» έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Ρυθμίσεις, όπως σχολιάζεται στο παράθεμα, που εντάσσονταν στη γενικότερη προσπάθεια της κυβέρνησης Κουμουνδούρου κατά την περίοδο 1860-1880 να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της χώρας μέσω της ανάπτυξης της γεωργίας. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος των στοχεύσεων της κυβέρνησης, όπως πληροφορούμαστε από το παράθεμα, το κράτος αποσκοπούσε όχι μόνο στην αύξηση των δικών του εσόδων, αλλά και στη στήριξη των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, μέσα από την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής τόσο των φυτειών, όσο και των μικρών ή μεσαίων οικογενειακών κλήρων. Ειδικότερα, το κράτος θεωρούσε πως η μεγαλύτερη απόδοση των φυτειών θα οδηγούσε σε επέκταση τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και, άρα, σε ενίσχυση των εμπορικών ομάδων, που θα λειτουργούσαν παράλληλα και ως δανειοδότες των νέων μικροπαραγωγών. Το κράτος, βέβαια, αναγνώριζε πως θα έχανε το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, που λάμβανε ως τότε, αλλά θα αποκτούσε άλλες πηγές εσόδων και ειδικότερα τους φόρους και τους δασμούς που θα επιβάλλονταν στην αυξημένη αγροτική παραγωγή, εφόσον θεωρούταν σίγουρο πως θα υπήρχε ενίσχυση τόσο της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης όσο και αύξηση της παραγωγής. Περαιτέρω, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου είχε και λόγους κοινωνικής υφής, που θέλησε να εξυπηρετήσει, όπως προκύπτει από το παράθεμα. Ειδικότερα, το να παραχωρηθούν κομμάτια γης στους ακτήμονες χωρικούς έμοιαζε επιβεβλημένο λόγω των εντάσεων που προκαλούνταν από τις καταπατήσεις είτε εθνικών κτημάτων είτε εκκλησιαστικών, από ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες σε διάφορες περιοχές της χώρας και ιδίως στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση, μάλιστα, το θεωρούσε αυτό αναγκαίο, έστω κι αν δεν υπήρχε κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων που να το διεκδικεί.  Σύμφωνα, λοιπόν, με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα.

β) Οι στόχοι που έθετε η κυβέρνηση ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος, δηλαδή η αποκατάσταση των ακτημόνων χωρικών, επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών.
Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870. Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας.

ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στην εξέλιξη των ναυτικών κέντρων από τη δεκαετία 1821-1830 έως το 1870,
β. στην περίπτωση της Σύρου και στους λόγους ανάπτυξής της κατά την ίδια περίοδο.

α) Μετά τις ευνοϊκές για την ελληνική ναυτιλία συγκυρίες που επικράτησαν κατά το 18ο αιώνα και κατά τις αρχές του 19ου, ακολούθησαν δύσκολα χρόνια, με αποκορύφωμα τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Στη διάρκεια των συγκρούσεων, ο ελληνικός εμπορικός στόλος μετατράπηκε σε πολεμικό, οι δρόμοι του εμπορίου έκλεισαν και τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα γνώρισαν την καταστροφή (Ψαρά, Γαλαξίδι) ή την παρακμή. Από την ακμάζουσα προεπαναστατική ναυτιλία απέμειναν λίγα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η προδιάθεση για τη θάλασσα και η γνώση των ναυτικών υποθέσεων. Οι πληροφορίες, ωστόσο, του πρώτου παραθέματος δίνουν μια διαφορετική εικόνα, εφόσον τονίζουν πως παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα, διατήρησαν εντούτοις έναν ισχυρό πυρήνα της δύναμής τους. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την Ύδρα, αν και στη διάρκεια της Επανάστασης έχασε το 78% του εμπορικού της ναυτικού, στο τέλος του αγώνα διέθετε 100 πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240. Από την άλλη, οι Σπέτσες, ενώ έχασαν το 50% των εμπορικών πλοίων, κατείχαν στο τέλος του αγώνα 50 πλοία, χωρητικότητας 10.324 τόνων.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, λοιπόν, η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Όπως, άλλωστε, επισημαίνεται στο πρώτο παράθεμα, αμέσως μετά την αποκατάσταση της ειρήνης, ιδρύθηκαν νέα ναυπηγεία σε πολλά νησιά κι η ναυπηγική αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές δραστηριότητες για το νέο κράτος. Έτσι, το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες.

β) Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν νέα. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρότατου -όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα- ναυτιλιακού κέντρου. Όπως επισημαίνεται στο δεύτερο παράθεμα, κύρια δραστηριοποίηση της Σύρου υπήρξε το διαμετακομιστικό εμπόριο, καθώς το νησί λειτουργούσε ως χώρος συγκέντρωσης και αποθήκευσης των προϊόντων εκείνων που θα διοχετεύονταν κατόπιν στο εσωτερικό της Ελλάδας. Υπ’ αυτή την έννοια οι εισαγωγές που πραγματοποιούσε το νησί ήταν περισσότερες από τις εξαγωγές, αποτελούσαν ωστόσο μια κερδοφόρα δραστηριοποίηση. Παραλλήλως, βέβαια, η Σύρος αποτελούσε την ενδιάμεση εκείνη αγορά που επέτρεπε στα προϊόντα της Δύσης να μετακινούνται στις αγορές της Ανατολής, και αντιστρόφως στα προϊόντα της Ανατολής να περνούν στην Δύση. Στην ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής: στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο. Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται στο δεύτερο παράθεμα, ιδιαίτερα επωφελής σε οικονομικό επίπεδο υπήρξε και η λειτουργεία του ναυπηγείου της Σύρου, το οποίο είχε ενισχυθεί κι από την παρουσία ναυπηγών από τα Ψαρά και την Χίο. Στο ναυπηγείο εργάζονταν περισσότερα από 1.000 άτομα, τη στιγμή που το 1850 ο συνολικός αριθμός εργαζομένων στο νησί ήταν 7.650 άτομα, γεγονός που καθιστά εμφανές το πόσο σημαντικές ήταν οι εργασίες του ναυπηγείου για το νησί. Σύμφωνα, μάλιστα, με πληροφορία του πρώτου παραθέματος, στη Σύρο ναυπηγήθηκαν πάνω από 260 πλοία κατά την περίοδο 1827-1834.

Μίλος Ματσόουρεκ «O μεταξοσκώληκας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Unique Capture

Μίλος Ματσόουρεκ «O μεταξοσκώληκας»

Το βιβλίο Ζωολογία (1962) του Τσεχοσλοβάκου συγγραφέα Μίλος Ματσόουρεκ περιέχει δέκα σύντομες ιστορίες ζώων, οι οποίες με ευτράπελο τρόπο περιγράφουν τα φυσικά γνωρίσματα των ζώων, όπως τα αντιλαμβάνεται και, κυρίως, τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος. Στην ιστορία του μεταξοσκώληκα που επιλέξαμε, ο βασικός ρόλος του σκουληκιού-εργάτη στην παραγωγή υψηλής ραπτικής είναι πάντα αφανής.

O μεταξοσκώληκας φτιάχνει λογής λογής όμορφα πράματα, μεταξωτά φουλάρια, μπλούζες και γραβάτες, βραδινά φορέματα και τα τοιαύτα, στη ζωή του ο μεταξοσκώληκας έχει κάνει πολλά πράματα, πολύ ακριβά πράματα για τους καλύτερους μόδιστρους και μια φορά γίνεται μεγάλη επίδειξη μόδας στου Κριστιάν Ντιορ, είσοδος μόνο με προσκλήσεις, ντουζίνες αυτοκίνητα κουβαλάνε τους πιο κομψευόμενους ανθρώπους απ’ όλα τα σημεία της γης, ο μεταξοσκώληκας τυχαίνει να περνάει αποκεί, θα πρέπει να ‘ναι ενδιαφέρον, σκέφτεται, και σκαρφαλώνει στα σκαλιά, όμως εκεί, στο κεφαλόσκαλο, στέκεται ο πορτιέρης με τη μεγάλη στολή: έχετε πρόσκληση, κύριε;
         Ο μεταξοσκώληκας δεν έχει πρόσκληση, πού θα μπορούσε διάβολε να τη βρει, δεν έχει άλλωστε καιρό να ασχολείται με προσκλήσεις, είναι πάρα πολύ απασχολημένος με την ύφανση όλων αυτών των ωραίων μεταξωτών, ξανακατεβαίνει λοιπόν από τα σκαλιά, κάνει έναν άσκοπο περίπατο γύρω στην πλατεία κι έπειτα γυρίζει σπίτι και πέφτει νωρίς-νωρίς να κοιμηθεί. Τι άλλο να κάνει με τόση δουλειά που τον περιμένει το πρωί.

Μ. Ματσόουρεκ, Ζωολογία,
μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, Στιγμή

Ερμηνευτικό σχόλιο
Η ιστορία του μεταξοσκώληκα αποτελεί μια αλληγορική αναφορά στη ζωή των ανθρώπων εκείνων που εργάζονται σκληρά, παραμένουν ωστόσο αφανείς, καθώς είναι άλλοι εκείνοι που καρπώνονται τα οικονομικά οφέλη και τη φήμη της δικής τους κοπιώδους εργασίας. Είναι, για παράδειγμα, προφανής η σύνδεση με τη ζωή εργαζομένων σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες παραγωγής ενδυμάτων ή προϊόντων τεχνολογίας, οι οποίοι πραγματοποιούν πολύωρες βάρδιες λαμβάνοντας χαμηλότατους μισθούς, έστω κι αν τα τελικά προϊόντα της εργασίας τους πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. Υπ’ αυτή την έννοια ο μεταξοσκώληκας συμβολίζει το σύνολο σχεδόν της εργατικής τάξης· των ανθρώπων, δηλαδή, που με τον καθημερινό τους μόχθο προσφέρουν σε άλλους τη δυνατότητα να αποκομίσουν σημαντικά οικονομικά κέρδη απ’ τα οποία οι ίδιοι οι εργάτες λαμβάνουν ένα πενιχρό μόνο μέρος.

«O μεταξοσκώληκας φτιάχνει λογής λογής όμορφα πράματα, μεταξωτά φουλάρια, μπλούζες και γραβάτες, βραδινά φορέματα και τα τοιαύτα, στη ζωή του ο μεταξοσκώληκας έχει κάνει πολλά πράματα, πολύ ακριβά πράματα για τους καλύτερους μόδιστρους»

Η επιλογή του μεταξοσκώληκα από τον συγγραφέα, προκειμένου να αναδείξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης του κόπου των εργατών, είναι ιδιαιτέρως επιτυχημένη, καθώς για τους περισσότερους ο μεταξοσκώληκας δεν λαμβάνεται καν υπόψη, όπως ακριβώς όλοι εκείνοι οι αφανείς εργαζόμενοι σε χώρες όπως είναι η Ινδία ή η Κίνα που καλούνται υπό άθλιες συνθήκες και με εξευτελιστικές αμοιβές να φτιάξουν τα πανάκριβα προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών. Ελάχιστοι καταναλωτές επώνυμων προϊόντων αναλογίζονται, άλλωστε, την εξαθλίωση που βιώνουν οι εργάτες που τα παράγουν.
Με την καταγραφή του πλήθους των προϊόντων που παράγονται από τον μεταξοσκώληκα ο συγγραφέας καθιστά εμφανέστερη την αντίθεση που προκύπτει λόγω της ασημότητας του «παραγωγικότατου» αυτού εργάτη. Μπορεί τα προϊόντα του να είναι πανάκριβα και να τα αξιοποιούν οι καλύτεροι μόδιστροι, ο ίδιος ο μεταξοσκώληκας όμως βρίσκεται στην αφάνεια και οι κόποι του μένους χωρίς ουσιαστική ανταμοιβή. Ακριβώς, θα έλεγε κανείς, όπως συμβαίνει και με τους κακοπληρωμένους εργάτες που φτιάχνουν όλα τα επώνυμα ενδύματα και τα κάθε λογής ακριβά προϊόντα.

«μια φορά γίνεται μεγάλη επίδειξη μόδας στου Κριστιάν Ντιορ, είσοδος μόνο με προσκλήσεις, ντουζίνες αυτοκίνητα κουβαλάνε τους πιο κομψευόμενους ανθρώπους απ’ όλα τα σημεία της γης, ο μεταξοσκώληκας τυχαίνει να περνάει αποκεί, θα πρέπει να ‘ναι ενδιαφέρον, σκέφτεται, και σκαρφαλώνει στα σκαλιά, όμως εκεί, στο κεφαλόσκαλο, στέκεται ο πορτιέρης με τη μεγάλη στολή: έχετε πρόσκληση, κύριε;»

Με το λογοτεχνικό εύρημα της επίδειξης μόδας ο συγγραφέας επιτυγχάνει να δώσει θεατρικότητα στο κείμενό του, το οποίο κερδίζει έτσι σε ζωντάνια κι ενδιαφέρον. Ο προσωποποιημένος μεταξοσκώληκας τυχαίνει να περνά έξω από το χώρο όπου πραγματοποιείται η επίδειξη των έργων του, χωρίς, βέβαια, να έχει πρόσκληση γι’ αυτή, αφού κανείς δεν είναι διατεθειμένος να του αποδώσει εύσημα για την κοπιώδη εργασία του. Τα εύσημα «ανήκουν» σ’ εκείνους που πλουτίζουν και αποκτούν φήμη εκμεταλλευόμενοι τη δουλειά του.
Ο μεταξοσκώληκας χωρίς να προβληματίζεται για το γεγονός ότι κανείς δεν τον έχει καλέσει σε μια επίδειξη που είναι αφιερωμένη στα δικά του δημιουργήματα, αναλογίζεται με την αγαθότητα και την απλότητα που τον διακρίνουν πως θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει την παρουσίαση αυτή. Ωστόσο, μόλις καταφέρνει να σκαρφαλώσει στα σκαλιά και να φτάσει στο κεφαλόσκαλο, έρχεται αντιμέτωπος με τον επιβλητικό πορτιέρη, ο οποίος ζητά να δει την πρόσκλησή του. Ο μεταξοσκώληκας αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος -έστω κι αν στην επίδειξη θα παρουσιαστούν τα δικά του έργα-, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν επιχειρούσε να μπει στο πολυτελές κτήριο κάποιος εργάτης από την Ινδία που έχει φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια τα ενδύματα αυτά. Ο ταπεινός μεταξοσκώληκας δεν έχει καμία θέση σε μια τόσο επίσημη και προβεβλημένη επίδειξη μόδας.

«Ο μεταξοσκώληκας δεν έχει πρόσκληση, πού θα μπορούσε διάβολε να τη βρει, δεν έχει άλλωστε καιρό να ασχολείται με προσκλήσεις, είναι πάρα πολύ απασχολημένος με την ύφανση όλων αυτών των ωραίων μεταξωτών, ξανακατεβαίνει λοιπόν από τα σκαλιά, κάνει έναν άσκοπο περίπατο γύρω στην πλατεία κι έπειτα γυρίζει σπίτι και πέφτει νωρίς-νωρίς να κοιμηθεί. Τι άλλο να κάνει με τόση δουλειά που τον περιμένει το πρωί.»

Ο μεταξοσκώληκας παρά το γεγονός ότι του αρνούνται την είσοδο σε μια επίδειξη που είναι αφιερωμένη στα δικά του έργα, δεν απογοητεύεται ιδιαιτέρως. Ευφυής η χρήση του προφορικού ύφους για να δηλωθεί η πρόσκαιρη αγανάκτηση του αδικημένου ήρωα «δεν έχει πρόσκληση, πού θα μπορούσε διάβολε να τη βρει».
Ο μεταξοσκώληκας δεν έχει πρόσκληση, όχι μόνο γιατί κανείς δεν θέλησε να τον καλέσει, αλλά και γιατί ο ίδιος δεν έχει χρόνο και διάθεση να ασχολείται με τέτοιου είδους δημόσιες εκδηλώσεις. Ό,τι ενδιαφέρει κυρίως τον ήρωα του κειμένου είναι η δουλειά του, η δημιουργική αυτή δραστηριότητα που του επιτρέπει να φτιάνει όλα τα ωραία μεταξωτά έργα του. Έτσι, ενώ θα περίμενε κανείς μια πιο έντονη αντίδραση από τη μεριά του, φανερώνεται εντέλει πως ο μεταξοσκώληκας διόλου δεν πτοείται από την απουσία αναγνώρισης των κόπων του. Ο ίδιος, άλλωστε, αντλεί την αναγκαία ικανοποίηση μέσα από την ίδια του τη δουλειά. Η επίγνωση πως ο καθημερινός του μόχθος οδηγεί στη δημιουργία έξοχων έργων του είναι αρκετή για να διατηρεί άκαμπτη την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει να εργάζεται.
Ο μεταξοσκώληκας δεν επιδιώκει τη φήμη ή τα πλούτη. Η δική του χαρά και ικανοποίηση αντλούνται από την ίδια του την εργασία, αφού είναι αυτή που τον κάνει να αισθάνεται χρήσιμος, παραγωγικός και δημιουργικός. Απλοϊκός, ολιγαρκής και αφοσιωμένος στην εργασία του, ο μεταξοσκώληκας έχει βρει τη δική του προσωπική ισορροπία εκεί που άλλου βλέπουν μόνο σκληρή δουλειά και καταπόνηση. Εντούτοις ο εργαζόμενος που αγαπά πραγματικά τη δουλειά του, δεν αφοσιώνεται σ’ αυτή αναμένοντας πλούτο και δόξα, οδηγείται σ’ αυτή την αφοσίωση επειδή αισθάνεται και γνωρίζει πως μέσω αυτής προσφέρει στους άλλους κάτι το ουσιώδες.  

Ερωτήσεις

1. Γιατί η ιστορία του μεταξοσκώληκα, όπως τη διηγείται ο Ματσόουρεκ, έχει ευτράπελο χαρακτήρα;

Ο ευτράπελος χαρακτήρας της ιστορίας προκύπτει αφενός από την ενδιαφέρουσα επιλογή του πρωταγωνιστή κι αφετέρου από την αξιοποίηση στοιχείων προφορικού λόγου στην αφήγηση. Ο μεταξοσκώληκας, το άκρως εργατικό αυτό έντομο, που αποκτά ιδιότητες ανθρώπου -διατηρώντας ωστόσο αναλλοίωτη την αφοσίωσή του στην εργασία του-, εμπλέκεται σ’ ένα απρόσμενο επεισόδιο, στο πλαίσιο του οποίου, με εξαίρετη θεατρικότητα, οδηγείται μπροστά στα σκαλιά μιας λαμπερής επίδειξης μόδας. Εκεί, ο ήρωας της ιστορίας θα φανερώσει με την αγαθότητά του το πόσο τελικά αδιάφορο του είναι το αν οι άλλοι τον γνωρίζουν ή όχι.
Οι εκφράσεις που του αποδίδει ο συγγραφέας «πού θα μπορούσε διάβολε να τη βρει, δεν έχει άλλωστε καιρό να ασχολείται με προσκλήσεις», όπως κι η χαλαρή διάθεσή του που τον οδηγεί σε μια άσκοπη βόλτα, προσδίδουν ανάλαφρο χαρακτήρα σε μια ιστορία που φανερώνει, ωστόσο, μια ξεκάθαρη κοινωνική αδικία κι έναν κόσμο συνεχούς εκμετάλλευσης. 

2. Με ποια άλλα ζώα ή ανθρώπους μπορεί να παραλληλιστεί η εργασία του μεταξοσκώληκα; Βρείτε αντιστοιχίες με τη ζωή άλλων όντων, τεκμηριώνοντας τις εκτιμήσεις σας.

Ο μεταξοσκώληκας με τη σκληρή δουλειά του προσφέρει σημαντικά οικονομικά έσοδα στους ανθρώπους, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάθε άλλο εξημερωμένο ζώο που εργάζεται για τον άνθρωπο. Έχουμε, έτσι, τα γαϊδούρια που αξιοποιούνται για τις μεταφορές αγαθών και ανθρώπων, τις αγελάδες που προσφέρουν το γάλα, μα και το κρέας τους, κι αντιστοίχως τις κατσίκες και τα πρόβατα. Κάθε ένα από αυτά τα ζώα, ακουσία μεν αδιάκοπα δε, προσφέρουν τον κόπο και τη ζωή τους για να εξυπηρετούνται οι διατροφικές και οικονομικές ανάγκες των ανθρώπων.
Σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους ο μεταξοσκώληκας της ιστορίας βρίσκει το αντίστοιχό του σε όλους αυτούς που εργάζονται στην παραγωγή ενδυμάτων λαμβάνοντας πενιχρά ημερομίσθια, αλλά και σε κάθε χειρώνακτα του οποίου ο κόπος γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς ο ίδιος να λαμβάνει κάποια αναγνώριση ή ουσιαστική ανταμοιβή. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, την τακτική μεγάλων εταιρειών να παράγουν τα προϊόντα τους σε χώρες όπου τα ημερομίσθια είναι εξαιρετικά χαμηλά, ώστε να αυξάνουν έτσι κατακόρυφα τα περιθώρια του κέρδους.  

Μίλος Ματσόουρεκ [Milos Macourek] (1926-2002)
Σπούδασε θέατρο και μουσική και εργάστηκε περιστασιακά σε διάφορα επαγγέλματα, χειρωνακτικά και διανοητικά. Το βιβλίο του Ζωολογία κυκλοφόρησε το 1962.

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Για τον όρο «μετανάστες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Diggie Vitt

Μπέρτολτ Μπρεχτ:  Για τον όρο «μετανάστες»

Ο σημαντικός Γερμανός συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956) έγραψε το ποίημα αυτό το 1937, όταν ζούσε ως αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία, κατατρεγμένος από τη χιτλερική εξουσία. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμη ξεσπάσει, αλλά το ναζιστικό καθεστώς είχε ήδη δώσει δείγματα του βίαιου και απάνθρωπου προσώπου του με την άγρια καταδίωξη των Εβραίων και των αντιφρονούντων Γερμανών. Πολλοί δημοκρατικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι διώχτηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, για να γλιτώσουν από την ηθική και σωματική τους εξόντωση.
Από το 1933 ως το 1947 έζησε αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία και στις ΗΠΑ, εξαιτίας του ναζιστικού καθεστώτος που επικρατούσε στην πατρίδα του. Το καθεστώς αυτό έριξε στην πυρά τα βιβλία του και του αφαίρεσε την ιθαγένεια, κηρύσσοντάς τον ανεπιθύμητο στην πατρίδα του. Τα πιο πολλά ποιήματά του συγκεντρώθηκαν στον τόμο Ποιήματα του Σβένμπορ (1939) και διακρίνονται για την ανθρώπινη ευαισθησία και τον κοινωνικό τους προβληματισμό.

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα,
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο
«Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.»

Ο ποιητής, ο οποίος από το 1933 -χρονιά που ο Αδόλφος Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία- έφυγε από τη χώρα του, θεωρεί λανθασμένο τον όρο «μετανάστες» που απέδιδαν σε αυτόν και σε όσους, όπως κι εκείνος, εξαναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από τη χώρα τους λόγω της ιδεολογικής και ηθικής τους αντίδρασης απέναντι στο καθεστώς των εθνικοσοσιαλιστών. Ο όρος «μετανάστης» χαρακτηρίζει εκείνον που οικειοθελώς εγκαταλείπει τη χώρα του προκειμένου να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη που προσφέρει καλύτερες οικονομικές συνθήκες και προοπτικές. Ο ποιητής, ωστόσο, δεν έφυγε από τη Γερμανία γιατί το θέλησε, έχοντας αυτοβούλως επιλέξει κάποια άλλη χώρα· η δική του απομάκρυνση από την πατρίδα του ήταν το αποτέλεσμα μιας βίαιης τακτικής εκφοβισμού.    

«Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.»

Σε αντίθεση με τους μετανάστες που πηγαίνουν σε μια άλλη, καλύτερη χώρα, με την πιθανή πρόθεση να μείνουν για πάντα εκεί, οι πολιτικοί πρόσφυγες της Γερμανίας, όπως ήταν ο Μπρεχτ, έφυγαν από τη δική τους χώρα στα κρυφά, έχοντας βιώσει πρώτα διώξεις κι έχοντας την επίγνωση ότι απειλείται η ζωή τους. Το ναζιστικό καθεστώς, πράγματι, ξεκίνησε με το που ανέλαβε την εξουσία συστηματικές προγραφές, διώξεις, δηλαδή, εις βάρος εκείνων των πολιτικών και πνευματικών ανθρώπων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στην περαιτέρω εδραίωσή του.  
Η απόφαση, επομένως, του ποιητή να φύγει από τη χώρα του, δεν ήταν το αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αλλά μια εξαναγκαστική επιλογή, προκειμένου να γλιτώσει τη ζωή του και να διαφυλάξει την ελευθερία του.

«Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.»

Οι άνθρωποι που φεύγουν από τη Γερμανία για να γλιτώσουν τις διώξεις του καθεστώτος, δεν αντικρίζουν τη χώρα στην οποία φτάνουν -τη χώρα υποδοχής- ως τη νέα τους πατρίδα, αλλά ως ένα τόπο εξορίας. Δεν έχουν βρεθεί, άλλωστε, εκεί με την πρόθεση να παραμείνουν για πάντα, αλλά για να βρουν ένα προσωρινό καταφύγιο σωτηρίας.
Με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, μάλιστα, ο ποιητής καταγράφει, στο αφηγηματικό μέρος του ποιήματος, την κατάσταση ανησυχίας και εγρήγορσης στην οποία βρίσκονται οι πολιτικοί πρόσφυγες αναμένοντας την πολυπόθητη στιγμή κατά την οποία θα νιώσουν ασφαλείς να επιστρέψουν και πάλι στην πατρίδα τους.
Επιλέγουν να μείνουν όσο πιο κοντά μπορούν στα σύνορα, ώστε να τους είναι όσο γίνεται πιο εύκολο να μαθαίνουν τι συμβαίνει στην πατρίδα τους, αλλά και να είναι σε θέση να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό σ’ αυτήν. Διαρκώς «ασύχαστοι», διαρκώς σε κατάσταση ανησυχίας, περιμένουν με αδημονία το παραμικρό σημάδι πως έχει αλλάξει η πολιτική κατάσταση στη χώρα τους· αγωνιούν και δε διστάζουν να κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτούς από τη Γερμανία, θέλοντας να γνωρίσουν κάθε νέα εξέλιξη στη χώρα τους. Κι είναι ακριβώς αυτή η ασίγαστη επιθυμία τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αμέσως μόλις αλλάξουν τα πράγματα που καθιστά σαφές πως δεν πρόκειται για μετανάστες, αλλά για πρόσφυγες, οι οποίοι οδηγήθηκαν ακουσίως στο να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Ενδεικτικό στοιχείο της αγανάκτησης που πνίγει τους πρόσφυγες για το γεγονός ότι εκδιώχθηκαν απ’ την πατρίδα τους είναι η διάθεσή τους να μην ξεχάσουν και να μη συγχωρήσουν τίποτε απ’ όσα συνέβησαν σ’ αυτούς και στη χώρα τους. Η επανάληψη, μάλιστα, της φράσης «τίποτα δε συχωράμε» φανερώνει την απόφασή τους να θέσουν τους υπεύθυνους αυτής της οδυνηρής κατάστασης αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους. Οι πολιτικοί πρόσφυγες δεν επαναπαύονται στο γεγονός πως οι ίδιοι είναι πια ασφαλείς και μακριά από τη φονική δράση του ναζιστικού καθεστώτος· νιώθουν οργή για όσα συνεχίζουν να συμβαίνουν στην πατρίδα τους και θέλουν με κάθε τρόπο να δουν τους υπαίτιους να τιμωρούνται. Νιώθουν, συνάμα, πως είναι δική τους ευθύνη να μην αφήσουν να ξεχαστεί τίποτε απ’ όσα έχει διαπράξει ο Χίτλερ εις βάρος του γερμανικού λαού και να μην επιτρέψουν να αλλοιωθεί η αλήθεια μέσω των μηχανισμών προπαγάνδας του καθεστώτος.

«Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει.»

Τα πρώτα χρόνια δράσης του ναζιστικού καθεστώτος, προτού οι επεκτατικές του διαθέσεις γίνουν εμφανείς σε όλους, οι γύρω χώρες δεν είχαν αντιληφθεί επαρκώς το βαθμό επικινδυνότητάς του. Έτσι, στη χώρα που βρίσκεται τώρα ο ποιητής δεν ακούγεται ακόμη τίποτα σε σχέση με το τι συμβαίνει στη Γερμανία· κανείς δεν έχει καταλάβει πόσο δραματική είναι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Οι πολιτικοί πρόσφυγες, όμως, δεν ξεγελιούνται από την απουσία ενημέρωσης στις γειτονικές χώρες, αφού οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά τις διαδικασίες φίμωσης και τις διώξεις που πραγματοποιούνται εις βάρος όσων αντιτίθενται στο καθεστώς. Οι πολιτικοί πρόσφυγες ακούν μέσα στη σιωπή τα ουρλιαχτά των συμπατριωτών τους· ακούν τα ουρλιαχτά εκείνων που προσπαθούν να αντιδράσουν στα σχέδια των ναζιστών, και γνωρίζουν πόσο τραγικά είναι τα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα τους. Οι ίδιοι, άλλωστε, αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη για το καθεστώς ανελευθερίας που έχει επιβληθεί στην πατρίδα τους, αφού ο λόγος που τους έχει οδηγήσει στην εξορία είναι ακριβώς ο βίαιος εκφοβισμός που επιχειρείται εις βάρος εκείνων που αρνούνται να υποταχτούν στη θέληση του Χίτλερ.
Οι γειτονικές χώρες μπορεί να μην ακούν ή να μη θέλουν να καταλάβουν το τι συμβαίνει στη Γερμανία, η παρουσία, όμως, των προσφύγων εντός των συνόρων τους συνιστά μια σαφή ένδειξη πως η κατάσταση που διαμορφώνεται στη Γερμανία του Χίτλερ είναι εκρηκτική. Οι γειτονικές χώρες ενδεχομένως εθελοτυφλούν, διότι δεν θέλουν να πιστέψουν πόσο άσχημα είναι τα πράγματα, οι πρόσφυγες, ωστόσο, ξέρουν καλά τις εφιαλτικές καταστάσεις που εκτυλίσσονται στη χώρα τους.     

«Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.»

Καθένας από τους πολιτικούς πρόσφυγες που περπατά εξαθλιωμένος ανάμεσα στο πλήθος της ξένης χώρας, αποτελεί μια ολοφάνερη μαρτυρία για τα όσα άθλια συμβαίνουν στη Γερμανία. Η εκεί παρουσία τους, με τα ξεσκισμένα παπούτσια και μ’ εμφανή τα σημάδια της ταλαιπωρίας, δεν μπορεί παρά να φανερώνει σε όλους πως κάτι το ντροπιαστικό, κάτι το οδυνηρό συμβαίνει στην πατρίδα τους· κάτι που τους εξανάγκασε να την εγκαταλείψουν άθελά τους. Αν, άλλωστε, η κατάσταση στην πατρίδα τους ήταν όντως καλή, όπως πάσχιζε να πείσει η ναζιστική προπαγάνδα, για ποιο λόγο να υποστούν μια τέτοια ταλαιπωρία και μια τέτοια ταπείνωση οι πολιτικοί πρόσφυγες;
Ο ποιητής, πάντως, προειδοποιεί τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του πως κανένας από τους πρόσφυγες δεν θα παραμείνει στην ξένη χώρα. Θα επιστρέψουν όλοι τους στη Γερμανία, προκειμένου να επαναφέρουν την ομαλότητα στην πολιτική σκηνή του τόπου τους. Το γεγονός ότι έφυγαν δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως δείλιασαν ή πως αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στη χώρα τους. Έφυγαν για να γλιτώσουν τη ζωή τους, μα με την πρώτη ευκαιρία θα γυρίσουν και πάλι· η τελευταία λέξη τους δεν ειπώθηκε ακόμα. Έφυγαν κυνηγημένοι απ’ τις δυνάμεις του Χίτλερ, μα δεν πρόκειται να ξεχάσουν μήτε να συγχωρήσουν τίποτε. Θα επιστρέψουν με την πρόθεση να αποκαταστήσουν την αλήθεια και τη δημοκρατία· θα επιστρέψουν για να τιμωρήσουν τη ναζιστική αθλιότητα.

Ερωτήσεις

1. Γιατί ο ποιητής θεωρεί λαθεμένο τον όρο «μετανάστες»; Απαντήστε στην ερώτηση χρησιμοποιώντας τις φράσεις του ποιήματος που υποστηρίζουν την άποψή του.

Ο ποιητής δεν δέχεται τον όρο μετανάστες, διότι τόσο εκείνος όσο και οι υπόλοιποι πολιτικοί πρόσφυγες έφυγαν από την πατρίδα τους όχι γιατί το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά γιατί εξαναγκάστηκαν (Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη). Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους μετανάστες που επιλέγουν με δική τους θέληση μια νέα πατρίδα, οι πρόσφυγες οδηγούνται σ’ αυτή τη λύση υπό το καθεστώς φόβου. Συνάμα, ενώ οι μετανάστες φεύγουν συχνά με την πρόθεση να μην επιστρέψουν ξανά στην πατρίδα τους, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τους πρόσφυγες (Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.) Οι πρόσφυγες βρέθηκαν σε μια άλλη χώρα κυνηγημένοι (Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.), χωρίς, φυσικά, να έχουν την πρόθεση να παραμείνουν εκεί (Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.) Βρίσκονται εκεί ως εξόριστοι και όχι ως εκούσιοι μετανάστες· βρίσκονται εκεί από ανάγκη και μόνο προσωρινά, έχοντας πάντοτε κατά νου το πότε θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, κατέφυγαν σε μια κοντινή χώρα, ώστε η επιστροφή τους να είναι όσο γίνεται πιο γρήγορη (Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά στα σύνορα, προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα). Παράλληλα, για τους πρόσφυγες το τι συμβαίνει στην πατρίδα τους είναι η μόνιμη έγνοια τους, αφού δεν έχουν καμία πρόθεση να ενταχθούν και να ενσωματωθούν στη χώρα που τους φιλοξενεί (πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε).

2. Ο ποιητής μιλάει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Ποιους εκπροσωπεί και ποια είναι η άποψή του για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην πατρίδα τους;

Ο ποιητής χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό πρόσωπο μιλώντας εκ μέρους όλων των πολιτικών προσφύγων που, όπως κι εκείνος, αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους. Οι πρόσφυγες αυτοί ήταν πνευματικοί άνθρωποι και πρόσωπα του πολιτικού χώρου που προσπάθησαν να αντιδράσουν στα σχέδια του Χίτλερ να καταλύσει τη δημοκρατία στη Γερμανία. Είναι εκείνοι που δεν παρασύρθηκαν από τα εθνικιστικά οράματα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κατάλαβαν αμέσως τις δόλιες προθέσεις που κρύβονταν πίσω από τις διακηρύξεις περί ανόρθωσης του γερμανικού έθνους. Είναι, πολύ περισσότερο, εκείνοι που θεωρήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς ανεπιθύμητοι, διότι είχαν τη δυνατότητα να ξεσκεπάσουν την αντιδημοκρατική του φύση και να προκαλέσουν δυσκολίες στην εδραίωσή του.
Ο ποιητής αντιμετωπίζει με αγανάκτηση την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην πατρίδα του, αφού είναι ξεκάθαρο πως το ανελεύθερο καθεστώς του Χίτλερ δεν επιτρέπει ν’ ακούγονται οι αντίθετες απόψεις και καταδιώκει όποιον τολμά να αντιδρά στα νοσηρά σχέδιά του. Διώξεις, προγραφές και βίαια βασανιστήρια περιμένουν όποιον δεν υποτάσσεται στη θέληση του καθεστώτος, γεγονός που φανερώνει πως έχουν καταλυθεί πλήρως οι έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας.     

3. «Α, δε μας ξεγελάει, δρασκελίσει». Εντοπίστε την αντίθεση που υπάρχει στο σημείο αυτό και σχολιάστε τη.

«Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει.»

Στις γειτονικές χώρες, όπου είχαν καταφύγει οι πρόσφυγες, επικρατούσε σιωπή σχετικά με το τι συνέβαινε στη Γερμανία, αφενός διότι ελάχιστοι είχαν αντιληφθεί από την αρχή την επικινδυνότητα της κατάστασης κι αφετέρου διότι οι περισσότεροι επέλεγαν να καθησυχάζονται από τα προπαγανδιστικά μηνύματα του καθεστώτος που φρόντιζε αρχικώς να καλύπτει την αντιδημοκρατική του δράση. Η σιωπή, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, αφού υπάρχει ένας «απόηχος» που έχει καταφέρει να περάσει τα σύνορα και να προσφέρει σαφείς ενδείξεις για τις αθλιότητες που διαπράττονταν στη Γερμανία. Ο «απόηχος» αυτός δεν ήταν άλλος από τους ίδιους τους πρόσφυγες, οι οποίοι με την εμφάνισή τους στις γειτονικές χώρες φανερώνουν πως η κατάσταση στην πατρίδα τους έχει οδηγηθεί σ’ επικίνδυνο σημείο και τους έχει εξωθήσει στη φυγή.   

4. «Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα». Σήμερα, με την ιστορική γνώση που διαθέτουμε σχετικά με τα γεγονότα που ακολούθησαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, πώς θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε αυτήν τη φράση;

Όταν ο ποιητής έφυγε από την πατρίδα του, το ναζιστικό καθεστώς ήταν μόλις στα πρώτα του βήματα και δεν είχε ακόμη διαπράξει τις γνωστές θηριωδίες εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, μήτε είχε ξεκινήσει τον φονικότατο επεκτατικό πόλεμο. Έτσι, όταν ο ποιητής σχολιάζει πως «η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα» αναφέρεται στην πρόθεση των προσφύγων να επιστρέψουν στη χώρα τους προκειμένου να θέσουν τέρμα στην κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών που είχε ξεκινήσει από τον Χίτλερ. Ο ποιητής είχε, δηλαδή, εκείνη τη στιγμή υπόψη του μόνο τη συστηματική προσπάθεια φίμωσης των αντιφρονούντων και την επιβολή ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος στη Γερμανία, δεν γνώριζε σε τι ακρότητες έμελλε να φτάσει το ναζιστικό καθεστώς.
Αν, λοιπόν, λάβουμε υπόψη μας τις διαστάσεις που έλαβε η παραφροσύνη των ναζιστών θα πρέπει να τονίσουμε πως η «τελευταία λέξη» ειπώθηκε μόνο ύστερα από τον θάνατο 60 και πλέον εκατομμυρίων στρατιωτών και άμαχων πολιτών, μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση κατέχουν τα περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίων που θανατώθηκαν βιαίως στο πλαίσιο του ναζιστικού Ολοκαυτώματος. Χρειάστηκε, δηλαδή, να περάσουν αρκετά χρόνια από τη στιγμή που γράφτηκε το ποίημα του Μπρεχτ και χρειάστηκε να εμπλακούν πάρα πολλά κράτη σ’ έναν ακραία φονικό πόλεμο, μέχρι να τερματιστεί η νοσηρή και άθλια δράση του Χίτλερ και των υποστηριχτών του. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...