Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Άρης Αλεξάνδρου «Νεκρή ζώνη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Scott Norris

Άρης Αλεξάνδρου «Νεκρή ζώνη»

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς
     στον ώμο.
Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλυστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του.
Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δύο μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού
εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.

Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1974), Ύψιλον/Βιβλία

«Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς
     στον ώμο.»

Ο ποιητής, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, οφείλει να είναι πάρα πολύ προσεκτικός με τις λέξεις που χρησιμοποιεί στην προσπάθειά του να διατυπώσει τις απόψεις του, καθώς είναι πολύ πιθανό αυτές να παρεξηγηθούν ή να προκαλέσουν κάποια συναισθηματική αντίδραση σ’ εκείνον που τις ακούει ή τις διαβάζει, με άμεσο αποτέλεσμα να μην «περάσει» στην άλλη πλευρά κατά τρόπο άρτιο η «μεταφερόμενη» άποψη. Μια ανεπιτυχώς διατυπωμένη έκφραση αρκεί για να ακυρωθεί η όλη προσπάθεια επικοινωνίας, αφού ο εκάστοτε αποδέκτης, έχοντας εξοργιστεί ή ενοχληθεί από τις λέξεις αυτές, αρνείται ή αδυνατεί να παρακολουθήσει την πραγματική ουσία της εκφερόμενης άποψης.
Ο Αλεξάνδρου, μάλιστα, προκειμένου να καταστήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή παραστατικότητα σαφή την ιδιαίτερη σημασία που έχει η απολύτως προσεκτική μεταχείριση των λέξεων, προχωρά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα αναλογία. Ο άνθρωπος οφείλει να προσέχει τις λέξεις του, όπως ακριβώς θα πρόσεχε έναν βαριά τραυματισμένο συνάνθρωπό του που τον μεταφέρει στον ώμο του. Το να καταφέρει κάποιος να κουβαλήσει έναν πληγωμένο συμπολεμιστή του σώο στην άλλη πλευρά της εμπόλεμης ζώνης, ώστε να του παρασχεθεί η αναγκαία βοήθεια, είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικής δυσκολίας, όπως ακριβώς το να κατορθώσει ένας άνθρωπος να περάσει ακέραια μια άποψή του στην άλλη πλευρά -στον αποδέκτη της-, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχει αλλοιωθεί ή παρεξηγηθεί το νόημά της.     

«Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλυστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.»

Η ακριβής και πλήρης διατύπωση ενός νοήματος -είτε στο πλαίσιο της ποιητικής δημιουργίας είτε ακόμη και στο πλαίσιο ενός διαλόγου- έχει πλείστες αναλογίες με το επίμοχθο και επικίνδυνο πέρασμα κάποιου που μεταφέρει μες στη νύχτα τον πληγωμένο συμπολεμιστή του στις γραμμές ενός πολεμικού μετώπου. Όπως εκείνος ενδέχεται να γλιστρήσει στους κρατήρες που έχουν σχηματίσει οι οβίδες στο έδαφος και να πέσει -αδυνατώντας έτσι να διασώσει τον βαριά τραυματισμένο σύντροφό του- ή ακόμη κινδυνεύει να μπλεχτεί στα συρματοπλέγματα, τα οποία δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά μέσα στο σκοτάδι, έτσι κι εκείνος που επιχειρεί να εκφράσει με άρτια αντικειμενικό τρόπο μια άποψη έρχεται αντιμέτωπος με αντιστοίχως δυσδιάκριτα εμπόδια.
Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τη διατύπωση μιας άποψης πολιτικού περιεχομένου, το χωρίς παρερμηνεύσεις πέρασμά της στον αποδέκτη απειλείται από την άγνοια του ομιλητή σχετικά με τα βιώματα και τις πιθανές ιδεοληψίες του άλλου∙ του αποδέκτη. Ως προς αυτό ο ομιλητής -ή ο ποιητής- κινείται πραγματικά στο σκοτάδι, καθώς δεν γνωρίζει ποια λέξη ή ποια διατύπωση μπορεί να λειτουργήσει ως αφορμή υπενθύμισης κάποιου τραυματικού γεγονότος του παρελθόντος. Οι κρατήρες των οβίδων, που συναντά κανείς στο έδαφος, είναι υπαρκτές -αλλά μη ορατές- και στην ψυχή των ανθρώπων. Κάθε επώδυνο βίωμα, κάθε τραυματική εμπειρία αφήνει και μια πληγή στην ψυχή του ατόμου, καθιστώντας το ιδιαίτερα ευαίσθητο απέναντι σ’ εκείνους τους ανθρώπους ή σ’ εκείνες τις πολιτικές αντιλήψεις που έχει αναγνωρίσει μέσα του ως υπαίτιες για όσα του συνέβησαν. Αν, επομένως, η άποψη που του παρουσιάζεται αστοχήσει λεκτικά και αγγίξει κάποιο ευαίσθητο σημείο με τρόπο που μοιάζει εριστικός ή υποτιμητικός, τότε το άτομο παύει ν’ ακούει κι η μεταφερόμενη άποψη καταποντίζεται στον μη ορατό «κρατήρα» μιας «οβίδας» του άμεσου ή απώτερου παρελθόντος.  
Κατά τρόπο παρόμοιο ο ομιλητής μπορεί να παγιδευτεί στα αόρατα συρματοπλέγματα που έχουν στηθεί στη σκέψη του αποδέκτη∙ στα συρματοπλέγματα εκείνα που έχουν δημιουργηθεί από απόψεις και ιδεολογίες τις οποίες το εκάστοτε άτομο θεωρεί ως αδιαπραγμάτευτες και αναμφισβήτητης αξίας. Η παραμικρή παρέκκλιση προς κάποιο ιδεολογικώς αμφιλεγόμενο σημείο∙ προς κάποιο σημείο ιδεολογικά φορτισμένο για τον αποδέκτη, καταδικάζει αυτομάτως τη μεταφερόμενη άποψη σε μια φονική ακινητοποίηση πάνω στα ιδεοληπτικά συρματοπλέγματά του.

«Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.»

Ο ποιητής -ή ο ομιλητής- οφείλει να διαμορφώνει τις διατυπώσεις του με πολύ μεγάλη προσοχή, επιλέγοντας τις λέξεις του μία προς μία, προκειμένου να αποφύγει τους ποικίλους κινδύνους παρερμήνευσης των όσων επιχειρεί να πει. Οφείλει να κινείται με την ίδια προσοχή όπως κι εκείνος που μεταφέρει στους ώμους του έναν τραυματία∙ ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι με τα γυμνά του πόδια το έδαφος, για να αποφύγει τα επικίνδυνα σημεία. Ωστόσο, η προσεκτική αυτή πορεία δεν θα πρέπει για κανένα λόγο να οδηγήσει τον ποιητή σε επιζήμιους συμβιβασμούς και σε τροποποιήσεις του μεταφερόμενου μηνύματος. Η φροντίδα για την αποφυγή των ευαίσθητων σημείων του αποδέκτη, δεν σημαίνει εξαναγκασμό σε εκούσια αλλοίωση της άποψης του δημιουργού, μιας και κάτι τέτοιο θα οδηγούσε και πάλι σε αποτυχία την προσπάθεια επικοινωνίας. Όπως, λοιπόν, εκείνος που μεταφέρει τον τραυματία δεν σκύβει ποτέ σε τέτοιο σημείο, ώστε να σέρνονται τα χέρια του πληγωμένου στο χώμα, έτσι κι ο ποιητής δεν θα πρέπει ποτέ να υποκύπτει απέναντι σε ό,τι αναμένει και επιθυμεί να ακούσει ο αποδέκτης των λόγων του.

«Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του.»

Η ορθή διατύπωση μιας άποψης δεν έχει σε τίποτε να ωφεληθεί από τη βιασύνη, έστω κι αν κάποτε φαντάζει αναγκαίο το να «φτάσει» εγκαίρως στον αποδέκτη της. Κατά τον τρόπο που η μεταφορά ενός βαριά τραυματισμένου οφείλει να γίνεται με ήπιο και σταθερό ρυθμό, έτσι κι η ολοκλήρωση του νοήματος δεν θα πρέπει να επισπεύδεται ή να γίνεται υπό την αίσθηση πίεσης. Ο ποιητής είναι, άρα, καλό να διατηρεί την ψυχραιμία του και να μην εξωθείται σε βεβιασμένες διατυπώσεις, όπως, άλλωστε, κι εκείνος που μεταφέρει τον τραυματία οφείλει να παραμένει ψύχραιμος, σαν να είναι βέβαιος πως έστω κι αν κινείται με αργό ρυθμό, θα καταφέρει να φτάσει στον προορισμό του προτού σταματήσει η καρδιά του τραυματισμένου συντρόφου του.

«Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δύο μετώπων.»

Μια ορθά διατυπωμένη άποψη∙ μια αντικειμενική και νηφάλια εκτίμηση των καταστάσεων, κινείται πάντοτε ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα άκρα, και οφείλει να παραμένει διαρκώς σε ίση απόσταση κι από τα δύο. Όπως ακριβώς κι ο άνθρωπος που καλείται να μεταφέρει τον τραυματία γνωρίζει πως πρέπει να κινηθεί παράλληλα στις γραμμές των δύο αντίπαλων μετώπων, στη νεκρή εκείνη ζώνη ανάμεσα στους δύο αντιπάλους, όπου ο κίνδυνος είναι μεν υψηλός λόγω των ανταλλασσόμενων πυρών, αλλά υπάρχει το προνόμιο πως αν παραμείνει σ’ αυτή δεν θα αιχμαλωτιστεί ούτε από τη μία παράταξη ούτε από την άλλη.
Αυτή τη δύσκολη ισορροπία οφείλει να διατηρήσει ο ποιητής καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς του να διατυπώσει την άποψή του, έχοντας ως μόνο οδηγό στην σχεδόν τυφλή αυτή πορεία τις σποραδικές λάμψεις απ’ τις ριπές των αντίπαλων παρατάξεων. Κάθε εριστική ιδέα που έρχεται από τη μία ή την άλλη πλευρά, είναι αυτή που θα του επιτρέψει να διακρίνει -έστω και πρόσκαιρα- αν παραμένει στη νεκρή ζώνη της ουδετερότητας ή αν έχει πλησιάσει επικίνδυνα προς τη μία ή την άλλη παράταξη. Μια βοήθεια ανάλογη μ’ αυτή που προσφέρουν οι ριπές των πολυβόλων σ’ εκείνον που μεταφέρει τον τραυματία, αφού έστω και στιγμιαία φωτίζουν τον γύρω χώρο και του επιτρέπουν να αντιληφθεί αν διατηρεί σωστό τον προσανατολισμό του.        

«Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού
εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.»

Η διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στα δύο άκρα, όπως αντιστοίχως κι ο εξονυχιστικός έλεγχος κάθε λέξης, προκειμένου να αποφευχθούν εκείνες που προκαλούν αρνητικές συσχετίσεις και θέτουν σε κίνδυνο την επιτυχή μεταφορά του υπό διατύπωση νοήματος, συνιστούν μια εξαιρετικά κοπιώδη προσπάθεια. Ο ποιητής, ωστόσο, δεν θα πρέπει να απογοητεύεται ή να εξωθείται στην εγκατάλειψη του όλου εγχειρήματος∙ οφείλει να κινείται με σταθερό βήμα, σαν να είναι βέβαιος πως θα καταφέρει να μεταφέρει στην άλλη πλευρά άθικτη τη σκέψη του και πως θα μπορέσει να απολαύσει ύστερα το ευεργετικό συναίσθημα που προσφέρει η επίγνωση πως ολοκληρώθηκε επιτυχώς ένα πολλαπλώς απαιτητικό έργο. Συναίσθημα αντίστοιχο μ’ αυτό που θα βιώσει εκείνος που μεταφέρει τον τραυματία, όταν φτάσει επιτυχώς στο τέρμα του προορισμού του και μπορέσει ύστερα να ξεδιψάσει με δροσερό νερό και να ξεκουραστεί στη φιλόξενη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.

«Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.»

Η προσπάθεια, εντούτοις, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη κι η σκέψη του τέλους μπορεί να οδηγήσει σε ατυχείς αβλεψίες, γι’ αυτό ο ποιητής επαναλαμβάνει την αρχική του υπόδειξη. Προς το παρόν και μέχρι να ολοκληρωθεί η άρτια και χωρίς συμβιβασμούς διατύπωση της υπό διαμόρφωση αντικειμενικής άποψης, χρειάζεται απόλυτη προσοχή στην επιλογή κάθε λέξης και κάθε διατύπωσης∙ προσοχή ανάλογη μ’ αυτή που το άτομο -ποιητής ή ομιλητής- επιδεικνύει όταν καλείται να κουβαλήσει έναν μελλοθάνατο στον ώμο του.

W. B. Yeats «Η Δευτέρα Παρουσία»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
James W Johnson

W. B. Yeats «Η Δευτέρα Παρουσία»

Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη∙
τα πάντα γίνουνται κομμάτια∙ το κέντρο δεν αντέχει∙
ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙
οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά∙
σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφτασα να σώσω αυτό το λόγο
και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
μορφή με σώμα λιονταριού και το σώμα ανθρώπου,
ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει∙ τώρα όμως ξέρω
πως είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

Υπό την επίδραση των γεγονότων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο W. B. Yeats προχωρά το 1919 στη σύνθεση του εμβληματικού ποιήματος «Η Δευτέρα Παρουσία» στο οποίο προλέγει τη γέννηση του Θηρίου και την εκκίνηση μιας νέας περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας. Σύμφωνα με την προσωπική θεωρία του Yeats η ιστορία κινείται κυκλικά, σ’ ένα είδος κωνικών στροβίλων, ξεκινώντας αντίστροφα από το πιο στενό σημείο και σταδιακά προχωρά στο πλατύτερο, μέχρι του σημείου που ξεπερνά τα όρια του κώνου, οπότε και αρχίζει μια νέα πορεία. Θεωρούσε, μάλιστα, πως η ολοκλήρωση κάθε τέτοιας πορείας απαιτούσε περίπου δύο χιλιάδες χρόνια.
Με τη σκέψη πως πλησίαζε η συμπλήρωση δύο χιλιετιών από την εμφάνιση του Χριστού, ο ποιητής πίστευε πως η ανθρωπότητα ήταν κοντά στην εκκίνηση μιας νέας, διαφορετικής πορείας, η οποία, ωστόσο, προμηνύεται δυσοίωνη για το ανθρώπινο γένος.

«Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη∙
τα πάντα γίνουνται κομμάτια∙ το κέντρο δεν αντέχει∙»

Το γεράκι, που μπορεί να εκληφθεί ως σύμβολο των ανθρώπινων δημιουργημάτων -υλικών και πνευματικών- με τη συνεχή διεύρυνση του χώρου στον οποίο κινείται, φεύγει σταδιακά από τον έλεγχο του γερακάρη. Με την εικόνα αυτή, που σε κυριολεκτικό επίπεδο γίνεται εύκολα κατανοητή, ο ποιητής επιχειρεί να συμβολίσει αφενός την αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει πλέον τον αντίκτυπο και τις συνέπειες των ποικίλων πολιτικών ή άλλων αντιλήψεών του, όπως αντιστοίχως και τη χρήση των επιστημονικών του επιτευγμάτων, κι αφετέρου να παρουσιάσει κατά τρόπο σαφή την κυκλική πορεία της ιστορίας, η οποία καθώς φτάνει στο πλατύτερο σημείο του κώνου που καθορίζει τα όρια της είναι έτοιμη να παρεκτραπεί πλήρως από αυτόν.
Η κεντρομόλος δύναμη που διασφαλίζει τη συνέχιση της ομαλής κυκλικής πορείας της ιστορίας εκφυλίζεται με γοργούς ρυθμούς, καθώς το κέντρο δεν αντέχει πια να ασκεί την αναγκαία δύναμη έλξης. Όλα θραύονται∙ γίνονται κομμάτια, και η ανθρώπινη ιστορία είναι έτοιμη να τεθεί εκτός ελέγχου.    

«ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙»

Ό,τι μπορεί να διαπιστώσει κανείς σε ολόκληρο τον κόσμο είναι μια ανεξέλεγκτη και ωμή διάθεση αναρχίας, η οποία καθιστά ατελέσφορη κάθε πιθανή προσπάθεια να επανέλθει η συνύπαρξη των κρατών σε μια ειρηνική και γόνιμη κανονικότητα. Ένας φονικός ποταμός, μολυσμένος από το αίμα χιλιάδων ανθρώπων -θύματα του πολέμου που προηγήθηκε-, έχει ξεχυθεί και πνίγει παντού την αγαθή αθωότητα. Η όποια θέληση να διασφαλιστεί η αθωότητα των νεότερων αίρεται από το γενικευμένο κλίμα μίσους που παρασύρει το σύνολο της ανθρωπότητας και το οδηγεί σε μια δίχως διαφαινόμενο τέλος αιματηρή αντιπαράθεση.

«οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.»

Σε αυτό το κλίμα της διαρκώς εντεινόμενης εχθρικότητας, οι καλύτεροι από τους πολίτες, αυτοί ακριβώς που διαθέτουν την απαραίτητη πνευματική νηφαλιότητα, ώστε να αντιληφθούν εγκαίρως τον ολέθριο χαρακτήρα της ανθρώπινης δράσης, δεν έχουν την απαιτούμενη πεποίθηση για να σταθούν απέναντι σ’ εκείνους που διασπείρουν το μίσος και να τους σταματήσουν. Μένουν εγκλωβισμένοι στη διστακτικότητα που γεννά η επίγνωση της πολλαπλότητας που χαρακτηρίζει την αλήθεια και δε βρίσκουν τη δύναμη να υπερασπιστούν με πυγή μια μόνο έκφανση της αλήθειας∙ αυτή του αμοιβαίου συμβιβασμού και της υποχωρητικότητας.
Αντιθέτως, οι χειρότεροι από τους πολίτες, εκείνοι που βλέπουν τα πράγματα μονόπλευρα, φανατίζονται και δε διστάζουν να υπερασπιστούν με δογματισμό και ανυποχώρητο πείσμα τις απόψεις τους. Είναι αυτοί ακριβώς που οδηγούν τις καταστάσεις στα άκρα, αφού δεν χάνουν ούτε ένα λεπτό με τη σκέψη πως μπορεί να έχει δίκιο και η άλλη πλευρά. Γεμάτοι από την ένταση του πάθους, πιέζουν ακατάπαυστα, μέχρι να δουν τη δική τους άποψη να κυριαρχεί, έστω κι αν αυτό σημαίνει το ξεκίνημα φονικών και εν γένει καταστροφικών εντάσεων.

«Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά∙
σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.»

Ο ποιητής βλέποντας την ανθρωπότητα να οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερης έντασης πολεμικές αναμετρήσεις, παρασυρμένη από ένα κύμα μίσους και ανταγωνισμού, αισθάνεται βέβαιος πως βρισκόμαστε κοντά σε κάποια αποκάλυψη∙ αισθάνεται βέβαιος πως επέρχεται η Δευτέρα Παρουσία. Μια αναφορά που παραπέμπει εμφανώς στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και στην εκεί διακηρυγμένη πρόθεση του Ιησού να επανέλθει στον κόσμο των ανθρώπων, για να εκμηδενίσει τη δύναμη του κακού και να κρίνει τους ανθρώπους∙ ζωντανούς και νεκρούς. Ωστόσο, ο ποιητής, αν και συνδιαλέγεται με το κείμενο του Ιωάννη, δεν ακολουθεί τη χριστιανική εκδοχή των πραγμάτων. Η δική του αίσθηση είναι πως ό,τι έρχεται είναι μια νέα εποχή δραστικής επιδείνωσης του ανθρώπινου βίου, για την οποία ευθύνονται αποκλειστικά οι ίδιοι οι άνθρωποι.     

«Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφτασα να σώσω αυτό το λόγο
και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
μορφή με σώμα λιονταριού και το σώμα ανθρώπου,
ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων πουλιών.»

Αντί, λοιπόν, για τη σωτήρια επανεμφάνιση του Ιησού, ο ποιητής, στο δικό του προφητικό όραμα, αντικρίζει τη φρικτή μορφή ενός ολέθριου θηρίου που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα του Κόσμου∙ αντικρίζει ένα θηρίο, που έχει γεννηθεί από τη μιασμένη πια από το μίσος συλλογική συνείδηση των ανθρώπων. Με την έμμονη προσήλωσή τους στον ανταγωνισμό, στις φονικές πολεμικές αναμετρήσεις, στον εθνικισμό και στην προάσπιση του ατομικού τους συμφέροντος, οι ίδιοι οι άνθρωποι γεννούν τη διάδοχη κατάσταση της ιστορίας τους. Έτσι, η νέα ιστορική περίοδος που ξεκινά θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός ανθρωπόμορφου θηρίου, που δεν θα έχει ίχνος ελέους για τους ανθρώπους.
Το θηρίο αυτό ξεπροβάλλει κάπου στην άμμο της ερήμου και με αργές κινήσεις κατευθύνεται προς το χώρο όπου θα πραγματοποιηθεί η επίσημη «γέννησή» του, ώστε να εγκαινιαστεί η περίοδος της κυριαρχίας του. Συνοδεύεται, μάλιστα, από αγανακτισμένα όρνεα, που αδημονούν να ξεσκίσουν τις σάρκες των ανθρώπων∙ εκείνων που θα αποτελέσουν τα θύματα των νέων, κατά πολύ φονικότερων πολέμων που θα ξεσπάσουν στον κόσμο.
Ο Yeats αντλεί την ιδέα του θηρίου από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, φροντίζει, όμως, να του δώσει ανθρώπινο σώμα, προκειμένου να είναι προφανής η ευθύνη που βαρύνει τους ανθρώπους για τη γέννησή του. Το θηρίο-αντίχριστος του Ιωάννη, που λειτουργεί ως μια ύστατη δοκιμασία της πίστης των ανθρώπων, τρέπεται στο όραμα του ποιητή σε μια οδυνηρή κλιμάκωση της ανθρώπινης ευθύνης για την πορεία που ακολουθεί η ιστορία τους. Οι άνθρωποι έσπειραν παντού και με ποικίλους τρόπους το μίσος και τη διχόνοια, κι οφείλουν πλέον να βιώσουν τις συνέπειες του «έργου» τους.   

«Και στάθην πί την μμον τς θαλσσης· και εδον κ τς θαλσσης θηρον ναβανον, χον κρατα δκα και κεφαλάς πτ, και πί τν κερτων ατο δκα διαδματα, και πί τας κεφαλάς ατο νματα βλασφημας. και το θηρον εδον ν μοιον παρδλει, και ο πδες ατο ς ρκου, και το στμα ατο ς στμα λοντος. και δωκεν ατ δρκων την δναμιν ατο και τον θρνον ατο και ξουσαν μεγλην·» [Αποκάλυψις Ιωάννου κεφ. ιγ΄ 1-2]

«Το σκοτάδι ξαναπέφτει∙ τώρα όμως ξέρω
πως είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.»

Το φρικτό όραμα χάνεται με τον ερχομό της νύχτας, ο ποιητής είναι όμως βέβαιος πια πως έχει τεθεί σε κίνηση η έλευση του «ανήμερου» αυτού θηρίου, το οποίο ήδη βαδίζει με αργό ρυθμό προς τη Βηθλεέμ για να γεννηθεί. Εκεί που κάποτε γεννήθηκε ο Ιησούς για να φέρει στους ανθρώπους ένα μήνυμα αγάπης και ειρήνευσης, θα ξεκινήσει τη δική του πορεία ένα αδίστακτο θηρίο για να σπείρει τον όλεθρο. Η ιστορική περίοδος που προηγήθηκε φτάνει στο τέλος της, έχοντας πρώτα καταφέρει να κυοφορήσει ένα ανελέητο κτήνος, που το έθρεψε με αιώνες δυστυχίας, μίσους, φθόνου και ασίγαστης εχθρότητας.  

W. B. Yeats «Ποιήματα», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

Γιάννης Ρίτσος «Ορέστης» [απόσπασμα]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anton von Maron

Γιάννης Ρίτσος «Ορέστης» [απόσπασμα]

...
Ωστόσο αυτή η γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσέ την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυκτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τι,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα∙ οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολώνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγω-
     γείο,
απ’ τους σταύλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών
     πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;

Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυ-
     γμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριανταφύλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό κα-
     θρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια, σ’ ανταύγεια, υδάτινο, -το αναθυ-
     μάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια -αυτό μου μένει ασκίαστο-
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο -μια αοριστία-
το άχρονο, το αναμάρτητο, -κάτι απαλό κ’ εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των εφήβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνώτο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης
     άστρα.

Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει∙ μήτε τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι∙ δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμά της -τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συ-
     νάμα-
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι που λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τους
έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση, η σιωπή, -τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κ’ επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους
     διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρί-
     νες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιώ, καπέλα, τσάντες βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.

Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους
που πια δεν διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (-ποιο αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλυτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης –
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ως το τέλος του χρόνου.

Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα –δεν τα καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; -τι όμορφη που είναι ακόμη- δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττει
κάθε στιγμή, -θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει∙ -ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.
...

[Γιάννης Ρίτσος «Ορέστης, Εκδόσεις «Κέδρος»]

Ο Γιάννης Ρίτσος αξιοποιεί στον θεατρικής υφής αυτό μονόλογο το μύθο του Ορέστη, που αναλαμβάνει να σκοτώσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, προκειμένου να λάβει εκδίκηση για τη θανάτωση του πατέρα του από αυτούς. Ο ποιητής ακολουθεί εδώ περισσότερο την εκδοχή του Σοφοκλή, ο οποίος είχε θέσει στο επίκεντρο της τραγωδίας του την Ηλέκτρα και τη δική της παθιασμένη θέληση για την τέλεση της μητροκτονίας∙ μητροκτονία που ήταν, μάλιστα, έτοιμη να κάνει η ίδια, όσο νόμιζε πως ο αδερφός της ήταν νεκρός. Διαφοροποιείται, ωστόσο ο Ρίτσος, τόσο από τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, που αποδίδουν περισσότερη έμφαση στα συναισθήματα της Ηλέκτρας, όσο και από τον Αισχύλο, που αποδίδει την πρόθεση εκδίκησης κυρίως στον Ορέστη, καθώς επιλέγει να στρέψει την προσοχή του στα συναισθήματα του Ορέστη και στη βαθιά απροθυμία του να ενδώσει στο κάλεσμα της αδερφής του για εκδίκηση∙ έστω κι αν στο τέλος υποτάσσεται και εκπληρώνει το οδυνηρό χρέος που του έχει ανατεθεί.
Ό,τι ενδιαφέρει περισσότερο τον ποιητή είναι να εξετάσει την έννοια και την επιθυμία της εκδίκησης, και να καταδείξει το μάταιο της χρόνιας διατήρησης του μίσους, αφού πρόκειται για ένα αμιγώς αρνητικό συναίσθημα που καθηλώνει και κατατρώει την ψυχή του ατόμου. Πρόδηλη πρόθεση του ποιητή είναι να δοθεί έμφαση στην αξία, αν όχι της συγχώρεσης, τουλάχιστον της εγκατάλειψης του μίσους, προς όφελος νέων πιο δημιουργικών στοχεύσεων. Η ζωή δεν εγκλωβίζεται σε στιγμές και συναισθήματα του παρελθόντος κι αυτό βρίσκει εφαρμογή τόσο σε ό,τι αφορά την προσωπική ζωή μεμονωμένων ατόμων, όσο και σε ευρύτερη κλίμακα στη στάση και συμπεριφορά ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Ο Ρίτσος, άλλωστε, εμπλουτίζει τη σύνθεσή του με αναφορές που βαθαίνουν απρόσμενα το μήνυμα του ποιήματος και του δίνουν πολιτική διάσταση. Τα μέλη της αριστεράς, που βίωσαν τη διάψευση των προσδοκιών τους και θρήνησαν πολλαπλές απώλειες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, κι ήρθαν κατόπιν αντιμέτωποι με τις πολιτικές διώξεις και την εξορία, οφείλουν, κατά τον ποιητή, να αφήσουν όσα έγιναν στο παρελθόν και να αποδεχτούν τη νέα μορφή που έχει λάβει η κοινωνική πραγματικότητα. Ποιος ο λόγος, αναρωτιέται έμμεσα ο ποιητής, να διαιωνίζεται η διάθεση εκδίκησης, αφού όλα πια έχουν αλλάξει και τίποτε δεν μπορεί να γίνει όπως ήταν ή όπως μπορούσε να γίνει πριν;

«Ωστόσο αυτή η γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσέ την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυκτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τι,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα∙ οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολώνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγω-
     γείο,
απ’ τους σταύλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών
     πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;»

Προκειμένου ο ποιητής να δώσει στο μήνυμα του ποιήματος ευρύτερη διάσταση, αν και αναφέρεται μέσω του Ορέστη στην Ηλέκτρα και στα συναισθήματά της, δεν την κατονομάζει σε κανένα σημείο της σύνθεσής του. Έτσι, ο συναισθηματικός αυτός εγκλωβισμός στη φθοροποιό διάθεση για εκδίκηση, δεν περιορίζεται στην Ηλέκτρα.
Ο Ορέστης απευθυνόμενος στον πιστό σύντροφό του που παραμένει βουβός καθ’ όλη τη διάρκεια του εκτενή αυτού μονολόγου, στρέφει την προσοχή του στην αδιάκοπη ομιλία εκείνης∙ στην μετ’ επιμονής επανάληψη των ίδιων κατηγοριών και των ίδιων σχεδίων για εκδίκηση. Εκπλήσσεται από την εμμονή με την οποία η αδερφή του έχει αγκιστρωθεί στα γεγονότα του παρελθόντος κι από την αδυναμία της να αντιληφθεί πως έχει παγιδευτεί σε μια και μόνο στιγμή παρωχημένου πια χρόνου, που ελάχιστη σημασία έχει για το παρόν και για την τρέχουσα κατάσταση της ζωής της. Του είναι δύσκολο να καταλάβει πώς μπορεί εκείνη να ανατροφοδοτεί το πάθος της για εκδίκηση, όταν καθετί γύρω της φανερώνει πως όλα πια έχουν αλλάξει και πως η ζωή έχει προχωρήσει για τα καλά.
Η Ηλέκτρα παραμένει εγκλωβισμένη στο παρελθόν και μηρυκάζει επίμονα τις ίδιες σκέψεις μίσους για τη μητέρα της, χωρίς να συνειδητοποιεί πως το πέρασμα του χρόνου έχει πια καταστήσει τα γεγονότα του παρελθόντος αδιάφορα. Ο αντίλαλος της φωνής της, όπως επιστρέφει σ’ εκείνη κι όπως κατακλύζει όλο το χώρο γύρω της, φανερώνει πως ακόμη και τα αντικείμενα, που από τη φύση τους είναι στατικά, έχουν κατορθώσει να ξεφύγουν από το παρελθόν κι έχουν λησμονήσει όσα για εκείνη αποτελούν ακόμη το κέντρο της ύπαρξής της. Οι στοές, οι κολώνες, οι σκάλες, τα έπιπλά, τα πιθάρια, οι σπηλιές του όρου Σκίαθις (της Ζάρας), το υδραγωγείο, οι στάβλοι των αλόγων, οι σκοπιές των φρουρών, οι πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων, ακόμη κι οι ευγενικοί φαλλοί των πέτρινων δρομέων, έχουν όλα αντιληφθεί το γεγονός πως εκείνη αδυνατεί να ξεχάσει όσα συνέβησαν και τη χλευάζουν γι’ αυτή της την αδυναμία.

«Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυ-
     γμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριανταφύλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό κα-
     θρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια, σ’ ανταύγεια, υδάτινο, -το αναθυ-
     μάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια -αυτό μου μένει ασκίαστο-
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο -μια αοριστία-
το άχρονο, το αναμάρτητο, -κάτι απαλό κ’ εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των εφήβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνώτο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης
     άστρα.»

Τη στιγμή που εκείνη διατηρεί άσβεστο το μίσος που νιώθει για τη μητέρα της και δεν της περνά καν η σκέψη να τη συγχωρέσει, τα ίδια τα αντικείμενα του σπιτιού επιχειρούν να αντιτάξουν στον αφύσικα διατηρούμενο θρήνο της μια αίσθηση επιείκειας∙ ένα ύστατο, ίσως, κάλεσμα να αντικρίσει όσα έγιναν από τη μεριά της μητέρας και ν’ αφήσει επιτέλους πίσω της το παρελθόν.
Μια κίνηση επιείκειας από τα τριαντάφυλλα που με χάρη έχουν τοποθετηθεί από το χέρι της μητέρας στο ανθοδοχείο, πάνω στο σκαλιστό τραπέζι που βρισκόταν μπροστά στον παλιό πατρογονικό καθρέφτη. Ένας χώρος στολισμένος από την Κλυταιμνήστρα, που διατηρείται στη μνήμη του Ορέστη σαν σύμβολο μιας αέναης αθωότητας, χάρη στο παιχνίδι του φωτός που προκύπτει από το καθρέφτισμα των φρέσκων λουλουδιών στον καθρέφτη. Καθρέφτισμα που συνθέτει μια υδάτινη ανταύγεια χρώματος∙ μια λεπταίσθητη και σχεδόν άχρονη ανταύγεια, που φέρνει στη σκέψη απαλές, εξαίσιες και αθώες αντίστοιχες εικόνες, όπως είναι το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών ή στα χείλη εφήβων που λαμπυρίζει στο φως του ήλιου ή όπως η μυρωδιά ενός φρεσκοπλυμένου σώματος πάνω στα σεντόνια που έχουν ζεσταθεί από τη γλυκιά θέρμη μιας ολόφωτης θερινής νύχτας.
Ο Ορέστης επαναφέρει στη μνήμη του εικόνες γαλήνιας ζεστασιάς και διαρκούς αθωότητας∙ εικόνες που τις έχει συνδέσει άρρηκτα με τις καθημερινές φροντίδες της μητέρας του, φανερώνοντας έτσι την αδυναμία του να την καταδικάσει τόσο απόλυτα και τόσο άτεγκτα, όπως το κάνει η Ηλέκτρα. Εκείνος είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει στην Κλυταιμνήστρα κάθε πιθανό ελαφρυντικό, προκειμένου να μη χρειαστεί να προχωρήσει στην εκπλήρωση του μιαρού χρέους που του έχει αναθέσει η αδερφή του.

«Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει∙ μήτε τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι∙ δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμά της -τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συ-
     νάμα-
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι που λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τους
έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση, η σιωπή, -τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κ’ επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους
     διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρί-
     νες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιώ, καπέλα, τσάντες βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.»

Η Ηλέκτρα δεν καταλαβαίνει, εντούτοις, τίποτε από αυτά που ωθούν τον Ορέστη στο να αναθεωρήσει ή ακόμη και να απορρίψει τα φονικά σχέδια εις βάρος της μητέρας τους. Η Ηλέκτρα δεν αντιλαμβάνεται μήτε τους αντίλαλους των αντικειμένων και του περιβάλλοντα χώρου που φανερώνουν πόσο ανάρμοστο είναι το άσβεστο μίσος της, μήτε την αθωότητα που εμπεριέχεται στις καθημερινές πράξεις της Κλυταιμνήστρας.
Ο Ορέστης νιώθει μέσα του πως δεν θα μπορέσει τελικά να ανταποκριθεί στο φονικό κάλεσμα της αδερφής του που μοιάζει, όχι μόνο υπέρογκο, αφού η μητροκτονία αποτελεί μια υπέρμετρη δοκιμασία για τη βασανισμένη ψυχή του νέου, αλλά και συνάμα τραγικά αστείο, καθώς τίποτε δεν πρόκειται να επιτευχθεί ακόμη κι αν ο Ορέστης διαπράξει το φόνο αυτό. Ο πατέρας τους θα παραμείνει νεκρός και η ζωή θα συνεχίσει αδιάφορη την πορεία της. Ό,τι συνέβη ανήκει πια αμετάκλητα στο παρελθόν και οι επιπτώσεις του δεν μπορούν να αντιστραφούν.
Τα λόγια της ακούγονται πια στομφώδη και παλιωμένα, σαν να έχουν ανασυρθεί από σεντούκια περασμένων καλών εποχών, που δεν έχουν όμως πια καμία σχέση με την τωρινή πραγματικότητα. Η επίμονη διατήρηση του μίσους και η ανώφελα παρατεταμένη διάθεση για εκδίκηση, μοιάζουν με παλιές ασιδέρωτες σημαίες, που μέσα στις ραφές τους έχουν ήδη εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση και η σιωπή∙ μοιάζουν με σημαίες που συμβολίζουν ιδέες και ιδανικά τόσο ξεπερασμένα πια που μήτε τα ίδια δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πόσο έξω από την τωρινή εποχή βρίσκονται∙ μοιάζουν με παμπάλαιες σημαίες που επιμένουν να πλαταγίζουν πάνω από τους ανύποπτους και αδιάφορους διαβάτες, χωρίς να κατανοούν πως ό,τι συμβολίζουν κι ό,τι εκπροσωπούν είναι πια εντελώς ασύμβατο με την τρέχουσα πραγματικότητα.
Ο Ρίτσος προχωρά εδώ σταδιακά από την εποχή του Ορέστη στη δική του εποχή και συνδέει το ανώφελα διατηρούμενο μίσος της Ηλέκτρας με την επίμονη διατήρηση της εχθρότητας και του μίσους που αισθάνονται οι αριστεροί απέναντι σ’ εκείνους που με τόση βιαιότητα έβαλαν τέλος στις επιδιώξεις και στα ιδανικά τους. Ο ποιητής νιώθει πως είναι πια μάταιο να διατηρείται ο διχασμός ανάμεσα στους πολίτες, έστω κι αν όσα συνέβησαν μεταξύ τους σφραγίστηκαν με το αίμα αγνών στην ψυχή ανθρώπων και αγωνιστών. Η ζωή έχει προχωρήσει κι η πραγματικότητα έχει πια αλλάξει τόσο δραστικά, ώστε όσα επιζήτησαν κάποτε με τους αγώνες τους μοιάζουν τώρα ανεδαφικά και ανεφάρμοστα. Οι πολίτες έχουν ενδώσει στο δέλεαρ της ευκολίας, της υλικής ευδαιμονίας και των άφθονων καταναλωτικών αγαθών, και δεν έχουν πια καμία απολύτως διάθεση να εγκαταλείψουν αυτές τους τις ανέσεις.
Οι βιτρίνες στους δρόμους είναι γεμάτες με προϊόντα που εξυπηρετούν καλύτερα τις εφήμερες ανάγκες της ώρας, και, άρα, ανταποκρίνονται καλύτερα στην αιώνια ανάγκη της ζωής που ό,τι επιθυμεί είναι η κάλυψη των τρεχουσών επιθυμιών της, κι όχι τη στέρηση, την άγονη αναμονή ή ένα στείρο ιδεαλισμό, που δεν έχουν να της προσφέρουν τίποτε το άμεσο και το χειροπιαστό. Εμφανής εδώ η ειρωνική διάθεση του ποιητή απέναντι στην ευκολία με την οποία οι άνθρωποι αφέθηκαν στις ανούσιες απολαύσεις του καταναλωτισμού, και λησμόνησαν όλα εκείνα τα ιδανικά που θα μπορούσαν ίσως να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Ωστόσο, έστω κι έτσι, ο ποιητής είναι έτοιμος να αποδεχτεί το γεγονός ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει πλήρως και πως δεν ωφελεί κανέναν το να παραμένουν ο ίδιος και οι συναγωνιστές και ομοϊδεάτες του προσκολλημένοι στα επώδυνα γεγονότα του παρελθόντος. Η διατήρηση του μίσους και της εχθρότητας για βιώματα που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί κατορθώνει μόνο να μολύνει και να υπονομεύει την υγεία του παρόντος και τις νέες δυνατότητες που αυτό προσφέρει.  

«Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους
που πια δεν διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (-ποιο αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλυτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης –
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ως το τέλος του χρόνου.»

Κι είναι αυτή η επίμονη προσκόλληση στο παρελθόν που αναδεικνύεται με απόλυτη παραστατικότητα μέσα από τις πράξεις και τη στάση της Ηλέκτρας, η οποία επιμένει να ετοιμάζει ακόμη προσφορές για τους πεθαμένους, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως οι πεθαμένοι δεν έχουν πια καμία ανάγκη και δεν επιθυμούν μήτε την όποια αποκατάστασή τους, μα μήτε και την εκδίκηση. Στην προσπάθειά της, μάλιστα, να αιτιολογήσει το έμμονο αίτημά της για εκδίκηση, επικαλείται το υποτιθέμενο αλάθητο των νεκρών, μόνο και μόνο επί της ουσίας για να αποφύγει την ευθύνη που ενέχει μια δική της επιλογή και απόφαση. Το να ζητά όμως επίμονα εκδίκηση δεν είναι αίτημα των νεκρών, είναι γέννημα της δικής της αδυναμίας να ξεπεράσει τα γεγονότα του παρελθόντος και να δώσει ένα νέο νόημα στη ζωή της. Όπως, άλλωστε, σχολιάζει ο ποιητής, πώς μπορεί κανείς να αναγνωρίζει στους νεκρούς το αλάθητο∙ ένα τέτοιο «προνόμιο» δεν αναλογεί σε κανέναν, αφού κανενός οι πράξεις και οι επιλογές δεν μπορούν να ιδωθούν ως απολύτως αλάνθαστες και ιδανικές∙ κανενός οι πράξεις δεν μπορούν να ξεφύγουν από την υποκειμενικότητα και τη σχετικότητα που χαρακτηρίζει καθετί το ανθρώπινο. Ό,τι μόνο μπορεί να θεωρηθεί αλάθητο είναι ακριβώς η τύχη που επιφυλάσσει η ζωή σε ό,τι ανήκει στο παρελθόν, όπως συμβαίνει και με τα δόντια των νεκρών που απομένουν ολόγυμνα και σκόρπια στο χώμα, σαν μια λευκή σπορά πάνω στη μαύρη κοιλάδα της λήθης, και τα οποία δίνουν ζωή σε ολόλευκα δέντρα∙ σε ολόλευκα δέντρα που φωσφορίζουν στο φεγγαρόφωτο και μένουν εκεί να θυμίζουν ως το τέλος του χρόνου πως ό,τι συνέβη στο παρελθόν δεν μπορεί να έχει άλλη αξία ή άλλη σημασία παρά να απομένει σαν μια υπόμνηση του τι υπήρξε κάποτε.

«Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα –δεν τα καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; -τι όμορφη που είναι ακόμη- δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττει
κάθε στιγμή, -θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει∙ -ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.»

Ο Ορέστης αδυνατεί να κατανοήσει την επιμονή της αδερφής του να αναμασά λόγια μίσους∙ αδυνατεί να κατανοήσει πως εκείνη αντέχει να μιλά για πράγματα τόσο παρωχημένα που είναι σαν να έχουν ανασυρθεί από παλιά σεντούκια, σαν κι αυτά στα οποία φυλάσσονται οι περασμένες επιλογές της μητέρας, που πια η ίδια δεν τις καταδέχεται καν. Τη στιγμή που η Κλυταιμνήστρα έχει αλλάξει κι έχει αποκτήσει νέους τρόπους και συνήθειες, αφήνοντας αμετάκλητα πίσω της τις επιλογές του παρελθόντος, όπως ακριβώς τα παλιά της καπέλα, που ανήκουν σε περασμένη μόδα, η Ηλέκτρα επιμένει να την κρίνει ακόμη με βάση εκείνες ακριβώς τις ξεχασμένες επιλογές. Όσο η Κλυταιμνήστρα ανανεώνεται και αναπροσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, η Ηλέκτρα παραμένει αρρωστημένα προσκολλημένη στο παρελθόν και αδυνατεί να παρακολουθήσει την εποχή της.
Ο Ορέστης αναγνωρίζει με θαυμασμό πως η μητέρα του παραμένει ακόμη όμορφη, χωρίς να επιτρέπει στο χρόνο να τη φθείρει και να τη γερνά. Η Κλυταιμνήστρα κατορθώνει να εκμηδενίζει τη φθορά του χρόνου, ίσως γιατί γνωρίζει πως να εποπτεύει πλήρως κάθε στιγμή που περνά και να τη βιώνει στο έπακρό της. Έχει πλήρη συναίσθηση πως χάνει στιγμή προς στιγμή τη νεότητά της, γι’ αυτό και φροντίζει να βρίσκεται σε μια διαρκή ανανέωση, κατορθώνοντας έτσι να την επανακτά επιτυχώς.

(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κ’ ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι. Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια, σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκιά τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσίς στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον πρωϊνό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της). 

Βουκουρέστι, Αθήνα, Σάμος, Μυκήνες, Ιούνιος 1962 - Ιούλιος 1966
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...