Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Σύνταγμα 1927 - Τετραετία 1928-32 & Κίνημα του 1935

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα ακόλουθα κείμενα να αναφερθείτε: α) στην ψήφιση του Συντάγματος του 1927, β) στην τετραετία 1928-1932 της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, και γ) στο στρατιωτικό κίνημα του 1935.
 
Κείμενο Α
Μετά από πέντε μήνες συζήτησης στη Βουλή, το οριστικό Σύνταγμα της Δημοκρατίας δημοσιεύτηκε επιτέλους στις 3 Ιουνίου 1927. Σπουδαιότερη καινοτομία του ήταν η θέσπιση Γερουσίας ως δεύτερου νομοθετικού σώματος. Είχε σχεδιαστεί για να λειτουργήσει ως ασπίδα της Δημοκρατίας σε περίπτωση εχθρικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Κοινές συνεδριάσεις Βουλής και Γερουσίας προβλέπονταν για την άρση διαφωνιών τους στο νομοθετικό έργο, για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η κυβέρνηση χρειαζόταν ψήφο εμπιστοσύνης μόνο από τη Βουλή αλλά χρειαζόταν άδεια της Γερουσίας για να διαλυθεί πρόωρα η Βουλή.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
 
Κείμενο Β
Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο το 1928-1932 έμεινε γνωστή ως η «Τετραετία» και κατέληξε να θεωρείται δεύτερη χρυσή εποχή του βενιζελισμού, μετά το 1910-15. Εμπνεόταν από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Πρώτη προτεραιότητα δόθηκε στην οικονομική ανάπτυξη και προπαντός στην ταχεία ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, με στροφή από τα εξαγωγικά προϊόντα στα δημητριακά για εγχώρια κατανάλωση, ώστε να μειωθεί το χρόνιο έλλειμμα στα σιτηρά. Η ανάπτυξη της γεωργίας και του αγροτικού εισοδήματος, με τη σειρά της, θα μεγάλωνε την αγορά για το εμπόριο και ιδίως για την εγχώρια βιομηχανία. […]
Συνοπτικά, όραμα της Τετραετίας ήταν μία καπιταλιστική οικονομία σε ταχεία ανάπτυξη και μία σύγχρονη αστική δημοκρατία.
Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Τόμος 7ος
 
Κείμενο Γ
Μετά την εκδήλωση του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 η κυβέρνηση Τσαλδάρη κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής, και ιδιοποιήθηκε τη νομοθετική εξουσία, εκδίδοντας σωρεία αναγκαστικών νόμων (α.ν.) για τη δίωξη των Βενιζελικών. Δημεύθηκαν τότε οι περιουσίες εκατοντάδων προσώπων που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στο κίνημα, καθώς και των συζύγων τους. Και τούτο, προκειμένου να αποζημιωθούν, όπως προβλεπόταν, τα θύματα του πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση συγκάλεσε τη Βουλή μόνο στις 29 Μαρτίου, για μία και μοναδική συνεδρίαση, αφού προηγουμένως είχε παραπέμψει σε δίκη, μαζί με τους πρωταίτιους του κινήματος, τον Ελ. Βενιζέλο και τους κυριότερους ηγέτες του βενιζελισμού, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στο κίνημα. Προς τούτο, για όσους ήταν βουλευτές, ανέστειλε παράνομα τη βουλευτική τους ασυλία.
Συνολικά 1.130 πολιτικοί και στρατιωτικοί παραπέμφθηκαν σε δίκη στα έκτακτα στρατοδικεία, που είχαν συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτόν· 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο (μεταξύ αυτών ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ν. Πλαστήρας, που είχαν όμως διαφύγει στο εξωτερικό), από τους οποίους 3 εκτελέσθηκαν και 57 καταδικάστηκαν σε ισόβια.
Την 1η Απριλίου 1935, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ιδιοποιήθηκε και τη συντακτική εξουσία, εκδίδοντας τις τέσσερις πρώτες από 46 συντακτικές πράξεις που υιοθέτησε συνολικά έως τον Ιούνιου του ίδιου χρόνου. Με την πρώτη από αυτές καταργούσε τη Γερουσία, στην οποία οι Βενιζελικοί εξακολουθούσαν να έχουν την πλειοψηφία, διέλυε τη Βουλή του 1933 και προκήρυσσε εκλογές «εντός δύο μηνών».
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Σημαντική πολιτική τομή της περιόδου 1923-1928 είναι η ψήφιση νέου συντάγματος, διαδικασία που ξεκίνησε το 1924 και ολοκληρώθηκε μόλις το 1927, με το οποίο εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Όπως, μάλιστα, διευκρινίζεται στο Κείμενο Α, η τελική διαδικασία συζητήσεων στη Βουλή για την ψήφισή του διήρκησε πέντε μήνες και το «Σύνταγμα της Δημοκρατίας» δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουνίου του 1927. Με βάση το Σύναγμα αυτό στη θέση του βασιλιά τοποθετήθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που τον εξέλεγε η Βουλή και η Γερουσία, η οποία αποτελούσε νέο, δεύτερο νομοθετικό σώμα. Η ύπαρξη της Γερουσίας, όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Α, αποσκοπούσε στην προστασία της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που εκλεγόταν στη Βουλή πλειοψηφία εχθρική προς το πολίτευμα αυτό. Τα δύο νομοθετικά σώματα μπορούσαν να συνεδριάσουν από κοινού μόνο όταν χρειαζόταν να ξεπεράσουν μεταξύ τους διαφωνίες που σχετίζονταν με το νομοθετικό έργο, όταν γινόταν η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και όταν πραγματοποιούνταν αναθεώρηση του Συντάγματος. Η εκάστοτε κυβέρνηση μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με τη στήριξη της Βουλής από την οποία και χρειαζόταν να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε περίπτωση, όμως, που ήθελε να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή, έπρεπε να λάβει την άδεια της Γερουσίας.
 
β) Στις εκλογές του 1928 οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν τις 178 από τις 250 έδρες. Με τη μεγάλη αυτή πλειοψηφία, οι Βενιζελικοί είχαν τη δυνατότητα να στερεώσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να γεφυρώσουν το χάσμα που υπήρχε μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων. Στην αρχή, οι ηγεσίες και των δυο μεγάλων κομμάτων επέδειξαν καλή θέληση και προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα. Οι Βενιζελικοί όμως δυσπιστούσαν για την καλή θέληση του κύριου αντιπάλου, του Λαϊκού κόμματος, και επιπλέον φοβούνταν ότι μόνο ο αρχηγός του Π. Τσαλδάρης ήταν διαλλακτικός, και ότι σε περίπτωση ανάδειξης αντιβενιζελικής κυβέρνησης θα κυριαρχούσαν τα ακραία στοιχεία. Επιπλέον, οι βενιζελικοί αξιωματικοί δεν ήθελαν το συμβιβασμό, επειδή φοβούνταν ότι μ' αυτόν τον τρόπο το Λαϊκό Κόμμα θα μπορούσε να αυξήσει την επιρροή του, να κερδίσει τις εκλογές και να επαναφέρει στην ενεργό υπηρεσία πολλούς αντιβενιζελικούς αξιωματικούς. Καθώς τα ακραία στοιχεία των δύο παρατάξεων αλληλοϋποβλέπονταν, οι δυνατότητες να γεφυρωθεί το χάσμα περιορίζονταν.
Κατά την περίοδο 1928-1932 η Κυβέρνηση των Φιλελευθέρων έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα σε ό,τι αφορά την οικονομική ανόρθωση της χώρας, την παιδεία και την εξωτερική πολιτική. Στοιχεία που επιβεβαιώνονται από το Κείμενο Β, στο οποίο επιπροσθέτως αναφέρεται πως η περίοδος αυτή απέκτησε τον χαρακτηρισμό η «Τετραετία», καθώς υπήρξε η δεύτερη σημαντικότερη περίοδος της πολιτικής του Βενιζέλου μετά την αρχή της σταδιοδρομίας του (1910-1915). Κύριο χαρακτηριστικό της «Τετραετίας» ήταν η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου προγράμματος εκσυγχρονισμού της χώρας. Πρώτη επιδίωξη της κυβέρνησης του Βενιζέλου ήταν να διασφαλιστεί η οικονομική ανάπτυξη, με ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη και ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής. Κρίσιμη, ως προς αυτό επιλογή, ήταν η αποδέσμευση της αγροτικής παραγωγής από τα εξαγώγιμα προϊόντα και η στροφή στα δημητριακά που ήταν αναγκαία για την εγχώρια κατανάλωση. Με τον τρόπο αυτό θα επιτυγχάνονταν η μείωση του διαχρονικού ελλείμματος της χώρας σε σιτηρά. Πρόβλεψη της κυβέρνησης αποτελούσε πως μέσω της ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής και κατ’ επέκταση των εσόδων για τους αγρότες θα επερχόταν και η ενίσχυση της αγοράς που σχετιζόταν με το εμπόριο και κυρίως με την εγχώρια βιομηχανία. Το όραμα που διέτρεχε την «Τετραετία» ήταν η διαμόρφωση μιας καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία θα βρισκόταν σε γοργή ανάπτυξη, και, παραλλήλως, η συγκρότηση μιας σύγχρονης αστικής δημοκρατίας. Στις εκλογές του 1932, όμως, οι Φιλελεύθεροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες και έχασαν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής. Σε νέες εκλογές το 1933 επικράτησε ο συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος.
 
γ)  Ο Βενιζέλος προχώρησε τον Μάρτιο του 1935 σε αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα, αποσκοπώντας και πάλι στην κάθαρση του στρατού και της αστυνομίας από τους βασιλικούς. Κίνημα που, όπως διευκρινίζεται στο Κείμενο Γ, εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου του 1935. Ακριβώς αυτό το αποτυχημένο κίνημα έδωσε λαβή στην κυβέρνηση, υπό την πίεση αξιωματικών της άλλης πλευράς, να σκληρύνει τη στάση της: διέλυσε το Κοινοβούλιο, παραβιάζοντας το σύνταγμα, και προκήρυξε εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Η αντίδραση της κυβέρνησης Τσαλδάρη παρουσιάζεται πιο αναλυτικά από τον Ν. Αλιβιζάτο (Κείμενο Γ), σύμφωνα με τον οποίο, πρώτη κίνησή της ήταν να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, χωρίς, μάλιστα, να λάβει σχετική έγκριση από τη Βουλή. Ακολούθως, κατά τρόπο αντισυνταγματικό, προχώρησε στην έκδοση πολλών αναγκαστικών νόμων, παρακάμπτοντας και πάλι τη Βουλή και ασκώντας μονομερώς τη νομοθετική εξουσία, προκειμένου να πραγματοποιήσει τη δίωξη των Βενιζελικών. Με βάση τους αναγκαστικούς αυτούς νόμους η κυβέρνηση προχώρησε στη δήμευση εκατοντάδων ατόμων με την κατηγορία πως συμμετείχαν στο κίνημα του Βενιζέλου. Η δήμευση επεκτάθηκε και στην περιουσία των συζύγων τους, καθώς ήταν αναγκαίο να αποζημιωθούν τα θύματα του πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη συγκάλεσε τη Βουλή να συνεδριάσει για μία και τελευταία φορά στις 29 Μαρτίου του 1935, αφού προηγουμένως είχε παραπέμψει σε δίκη τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στο κίνημα, καθώς και τον ίδιο τον Βενιζέλο, αλλά και τους σημαντικότερους ηγέτες της βενιζελικής παράταξης, κατηγορώντας τους ως ηθικούς αυτουργούς του κινήματος. Με παράνομο τρόπο, μάλιστα, ανέστειλε τη βουλευτική ασυλία όσων ήταν βουλευτές. Τελικά, 1.130 πολιτικοί και στρατιωτική δικάστηκαν σε έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία συγκροτήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Από αυτούς 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά εκτελέστηκαν μόνο 3 και η ποινή των υπόλοιπων 57 τράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο ήταν ο Βενιζέλος και ο Ν. Πλαστήρας, οι οποίοι, ωστόσο, είχαν ήδη διαφύγει στο εξωτερικό. Μετά από την τελευταία συνεδρίαση της βουλής, η κυβέρνηση Τσαλδάρη προχώρησε την 1η Απριλίου του 1935 σε νέες αντισυνταγματικές ενέργειες, καθώς άσκησε μονομερώς εκ νέου και τη συντακτική εξουσία, και εξέδωσε τις τέσσερις πρώτες, από το σύνολο σαράντα έξι συντακτικών πράξεων που κύρωσε μέχρι τον Ιούνιο του 1935. Με την πρώτη από αυτές τις συντακτικές πράξεις κατάργησε το νομοθετικό σώμα της Γερουσίας, στο οποίο οι υποστηρικτές του Βενιζέλου είχαν την πλειοψηφία, διέλυσε τη Βουλή και προχώρησε στην προκήρυξη εκλογών, οι οποίες έπρεπε να διεξαχθούν εντός δύο μηνών. Οι Φιλελεύθεροι απείχαν από τις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την παλινόρθωση της βασιλείας.
 

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Πρόσφυγες από τη Χίο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Cavan images
 
Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Πρόσφυγες από τη Χίο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και τα κείμενα που ακολουθούν να παρουσιάσετε την πορεία και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες από τη Χίο κατά τον 19ο αιώνα.
 
Κείμενο Α
Η αποτυχηµένη εκστρατεία εναντίον της Χίου
Η εκστρατεία της Χίου είχε αναληφθή µε πρωτοβουλία και µε δαπάνες των Χίων της Σύρου κυρίως και είχε εγκριθή «εξ αλογιστίας και χαλαρότητος» από την Αντικυβερνητική Επιτροπή*, που διέθετε για την εκστρατεία αυτή το σώµα του τακτικού στρατού υπό τον Φαβιέρο.
Η επιχείρηση ήταν εκ των προτέρων καταδικασµένη σε αποτυχία, εφόσον ούτε οι Χίοι ούτε η ελληνική κυβέρνηση διέθεταν τα απαιτούµενα οικονοµικά µέσα, για να είναι δυνατόν να εξασφαλίζωνται συνεχείς ενισχύσεις (...) και διαρκής παρουσία ισχυρών ελληνικών ναυτικών δυνάµεων, ώστε να εξουδετερώνωνται οι δυσµενείς συνέπειες από τη γεωγραφική θέση του νησιού, οι δυνατότητες δηλαδή του εχθρού να στέλνη µεγάλες ενισχύσεις ιδίως από τη Σµύρνη.
 
Αντικυβερνητική Επιτροπή: Εκλεγμένη από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση το 1827 είχε αναλάβει τη διοίκηση της χώρας μέχρι την έλευση του Ι. Καποδίστρια.
 
Αλέξ. ∆εσποτόπουλος, Η Επανάσταση κατά το 1828, Ι.Ε.Ε., τόµ. ΙΒ΄, σ. 490
 
Κείμενο Β
Οι Χίοι της Ερµούπολης οργανώνουν εκστρατεία
Μετά την καταστροφήν αυτής [της Χίου], τινές των πολιτών της συνοικισθέντες εν Σύρα χάριν εµπορίου και πεινώντες και διψώντες την ανέγερσιν της πατρίδος των (...) συνάξαντες ικανά χρήµατα παρά των εν τη αλλοδαπή συµπολιτών, και καταθέσαντες και αυτοί εις κίνησιν ναυτικής και στρατιωτικής δυνάµεως και πορισµόν των αναγκαίων, ανέθεσαν την πραγµατοποίησιν του πατριωτικού σκοπού των εις εντίµους συναδέλφους των (...). Συστηθείσα η επιτροπή αύτη κατ’ έγκρισιν της κυβερνήσεως, συνεννοήθη µετά του Φαβιέρου (...).
 
Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµ. ∆΄, σσ. 213-214.
 
Κείμενο Γ
Οι Χίοι πρόσφυγες νοσταλγούν το νησί τους
Η εν Ελλάδι δυστυχία των καλοµαθηµένων Χίων (...) παρεκίνησαν πολλούς να φύγουν εις διαφόρους λιµένας της Μεσογείου. (...) Γενικώς η κατάστασίς των ήτο οικτρά, εν ω αι υπέρ αυτών ενέργειαι της κυβερνήσεως ήσαν σπασµωδικαί. (...) Η απελπισία των ηύξανεν ένεκα της αδιαφόρου και ενίοτε ασπλάγχνου, κατά την γνώµιν των, στάσεως των λοιπών Ελλήνων, ιδίως των πόλεων. Ήρχιζον λοιπόν να αναπολούν µετά νοσταλγίας την Χίον εις την οποίαν κατά βάθος επεθύµουν να επιστρέψουν, έστω και αν αύτη ευρίσκετο υπό το πέλµα των Τούρκων.
(...) Και πραγµατικώς χάρις εις την επί του νέου διοικητού τής Χίου Γιουσούφ µπέη αποκατασταθείσαν εν τη νήσω τάξιν και την υπ’ αυτού εγκαινιασθείσαν φιλάνθρωπον πολιτικήν έναντι των ορθοδόξων Χριστιανών, πάµπολλοι φυγάδες Χίοι, ιδίως από του Οκτωβρίου του 1822, ήρχισαν να επιστρέφουν εις την πατρίδα των (...) και να αναλαµβάνουν τας προτέρας των εργασίας εν µέσω µυρίων δυσκολιών εις την ηρειπωµένην χώραν (...).
Η επιτροπή των ελευθέρων Χίων δια του από 5 Οκτωβρίου 1825 εγγράφου της προς το βουλευτικόν (...) αναφέρει ότι µόνον το 1/4 των διασωθέντων επανήλθεν εις την νήσον «και τούτο είναι εκ των ασηµάντων χωρικών, οίτινες δουλεύουν ως ανδράποδα εις τους Τούρκους, διότι κανείς εκ των χωραϊτών ούτε εκ των σηµαντικών δεν είναι δεκτός τώρα εις την Χίον».
 
Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτηµα κατά την Επανάστασιν του 1821, Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη 1939, σσ. 54-56.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Μετά την καταστροφή της Χίου και τη μαζική μεταφορά των κατοίκων της στα Ψαρά, ανέκυψε πρόβλημα από το πλήθος των προσφύγων που κατέκλυσε το νησί. Οι Ψαριανοί έδειξαν και πάλι φροντίδα, παραχωρώντας στους Χίους πρόχειρα καταλύματα. Το αδιαχώρητο που δημιουργήθηκε αντιμετωπίστηκε, όπως και παλαιότερα, με τη μεταφορά μεγάλου αριθμού Χίων στις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Γενικά, η διάθεση των Κυκλαδιτών απέναντι τους ήταν φιλική και οι Χίοι προσαρμόστηκαν εύκολα.
Όσοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο, βρέθηκαν στην πυρπολημένη Κόρινθο πεινασμένοι και χωρίς καμία περίθαλψη. Μερικοί αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και από εκεί πήγαν στην Αθήνα. Η κυβέρνηση έδειξε φροντίδα για όλους αυτούς: παραχώρησε χώρους στέγασης και καταλύματα και ανέλαβε τη δαπάνη της συντήρησης των απόρων, των χηρών και των ορφανών. Στη συνέχεια διαμοίρασε τους πρόσφυγες σε γύρω χωριά και κωμοπόλεις και ζήτησε από τους προκρίτους να τους φροντίζουν. Τα μέτρα περίθαλψης όμως ατόνησαν μέσα σ’ ένα μήνα, γιατί έπρεπε η κυβέρνηση να εξοικονομήσει πόρους για την προετοιμασία της άμυνας, ενόψει της επικείμενης εκστρατείας του Δράμαλη.
Η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και οι κακουχίες στην προσφυγιά τόνωσαν την επιθυμία των Χίων να επιστρέψουν στο νησί τους, έστω κι αν αυτό βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Απόστολου Βακαλόπουλου (Κείμενο Γ), οι πρόσφυγες από τη Χίο βίωσαν δύσκολες στιγμές στον ελληνικό χώρο, καθώς είχαν συνηθίσει να ζουν υπό πολύ καλύτερες συνθήκες στο νησί τους, γι’ αυτό, άλλωστε, αρκετοί κατέφυγαν από νωρίς σε άλλες μεσογειακές χώρες. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην Ελλάδα ήταν πολλές, η μέριμνα της ελληνικής κυβέρνησης για εκείνους ήταν ανοργάνωτη και αποσπασματική, αλλά και η στάση των ντόπιων απέναντί τους, όπως τουλάχιστον εκείνοι το αντιλαμβάνονταν, ήταν σκληρή και αφιλόξενη, ιδίως στα αστικά κέντρα. Έτσι, πολύ γρήγορα άρχισαν να επιθυμούν την επιστροφή στο νησί τους. Από τον Οκτώβριο του 1822, αρκετοί άρχισαν να επιστρέφουν. Με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες του Απόστολου Βακαλόπουλου (Κείμενο Γ), μόλις η Χίος πέρασε στη διοίκηση του Γιουσούφ μπέη υπήρξε αφενός αποκατάσταση της τάξης στο νησί και αφετέρου υιοθετήθηκε μια πολιτική πιο φιλική και δεκτική απέναντι στους Χριστιανούς ορθόδοξους, γεγονός που ενθάρρυνε πολλούς να επιστρέψουν πίσω και να καταπιαστούν και πάλι με τις πρότερες ασχολίες τους, έστω κι αν αντιμετώπισαν πολλά εμπόδια, μιας και το νησί ήταν ερειπωμένο από την καταστροφή που είχε προηγηθεί. Σύμφωνα, πάντως, με έγγραφο που απέστειλε η επιτροπή των ελεύθερων Χίων στο βουλευτικό, στις 5 Οκτωβρίου του 1825, μικρό μόνο μέρος από όσους Χίους διασώθηκαν επέστρεψαν στο νησί, το ¼ περίπου, κι αυτοί που επέστρεψαν δεν ανήκαν ούτε στους αστούς της Χίου ούτε στις σημαντικές οικογένειες του νησιού, αφού δεν τους δέχονταν πίσω, ήταν κυρίως άποροι χωρικοί, οι οποίοι κατέληξαν να εργάζονται ως υπηρέτες των Τούρκων. Όσοι Χίοι παρέμειναν στην Ελλάδα, αντίθετα με άλλους πρόσφυγες, εργάστηκαν σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, όχι για αποκατάσταση στους τόπους που είχαν προσφύγει, αλλά για ανακατάληψη του νησιού τους. Όπως αναφέρει ο Σπυρίδων Τρικούπης (Κείμενο Β), οι Χίοι πρόσφυγες της Σύρου, που είχαν βρεθεί εκεί, μετά την καταστροφή του νησιού τους, για να ασκήσουν την εμπορική δραστηριότητα, δεν έπαψαν ποτέ να επιθυμούν με ένταση την αποκατάσταση της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Για τον λόγο αυτό συγκέντρωσαν χρήματα από συντοπίτες τους που διέμεναν στο εξωτερικό και συνεισέφεραν κι εκείνοι προκειμένου να συγκροτήσουν ναυτική και στρατιωτική δύναμη με τα αναγκαία εφόδια. Κατόπιν εμπιστεύτηκαν την ευόδωση της σχετικής προσπάθειας σε ηθικά ακέραιους συμπολίτες τους, οι οποίοι αφού έλαβαν την έγκριση της κυβέρνησης συγκρότησαν μια επιτροπή και ήρθαν σε συνεννόηση με τον Φαβιέρο. Η αποτυχημένη επιχείρηση του Φαβιέρου (1827-1828), που προετοιμάστηκε από Χίους πρόσφυγες για το σκοπό αυτό, έθεσε άδοξο τέλος σε αυτές τις προσπάθειες και γέννησε νέο κύμα Χίων προσφύγων προς τη Σάμο και τις Κυκλάδες. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο (Κείμενο Α), η εκστρατεία αυτή ξεκίνησε με πρωτοβουλία των Χίων που διέμεναν στη Σύρο, οι οποίοι ανέλαβαν και το οικονομικό της κόστος. Συνυπεύθυνη, σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, ήταν και η Αντικυβερνητική Επιτροπή της περιόδου εκείνης, η οποία δεν εξέτασε επαρκώς το ζήτημα και κινούμενη με έλλειψη σύνεσης έθεσε στη διάθεση των Χίων σώμα του τακτικού στρατού υπό τη διοίκηση του Φαβιέρου. Η εκστρατεία αυτή, ωστόσο, ήταν εξαρχής δεδομένο πως δεν θα πετύχει, καθώς η αναγκαία χρηματοδότηση προκειμένου να παρέχονται συνεχείς ενισχύσεις και να διασφαλίζεται η διαρκής ύπαρξη μεγάλη ναυτικής δύναμης στο νησί, δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί ούτε από τους Χίους ούτε από την ελληνική κυβέρνηση. Η θέση του νησιού ήταν τέτοια, ώστε οι Τούρκοι είχαν τη δυνατότητα να στέλνουν συνεχώς ενισχύσεις από τη Σμύρνη, ενώ, αντιθέτως, οι Έλληνες όφειλαν να διαθέτουν ανεξάντλητους οικονομικούς πόρους για να πετύχουν κάτι αντίστοιχο.

75 Κριτήρια Νεοελληνικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Design Turnpike
 
75 Κριτήρια Νεοελληνικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου   
 
1. Κριτήριο: Άποψη: Παιδεία, κοινωνία και ανάπτυξη! (Κριτήριο ΙΕΠ)
 
2. Κριτήριο: Ο νέος ουμανισμός (Κριτήριο ΙΕΠ)
 
3. Κριτήριο: «Ζωή – πατίνι» με τη νέα μόδα στην Ευρώπη (Κριτήριο ΙΕΠ)
 
4. Κριτήριο: Το γέλιο, θεραπεία ενάντια στις κρίσεις (Κριτήριο ΙΕΠ)
 
5. Κριτήριο: Λέων Τολστόι «Τι είναι τέχνη»
























Νεοελληνική Γλώσσα & Λογοτεχνία: Η ευαισθησία

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Taylor Hart 

Νεοελληνική Γλώσσα & Λογοτεχνία: Η ευαισθησία
 
Κείμενο 1: Η ευαισθησία
 
     Τον αληθινό άνθρωπο δεν μπορούμε να τον εννοήσουμε παρά οπλισμένο με ευαισθησία, κυριολεκτικά θωρακισμένο από αυτή. Και λέμε πως ένας άνθρωπος είναι ευαίσθητος, όταν διατηρεί ακέραια και ατραυμάτιστα τα πνευματικά του ανακλαστικά. Όταν δέχεται και αποδίδει, μένει ανοιχτός, έτοιμος να δονηθεί από τους ερεθισμούς που έρχονται ως τον βαθύτερο εαυτό του από πρόσωπα και πράγματα, ικανός ν’ αποδώσει τους ερεθισμούς, δηλαδή, να τους διοχετεύσει μέσα στη ζωή του.
     Για τον ευαίσθητο άνθρωπο η ζωή παύει να είναι επίπεδη. Αντίθετα, βαθαίνει, τα συμβάντα αποκτούν ένα νόημα καινούριο, πιστότερο στην αληθινή τους ουσία και φύση και ο άνθρωπος προβάλλεται ως ένα διαρκές παρόν, ανεξερεύνητο θαύμα. Η ευαισθησία σε αξιώνει να βλέπεις μέσα στον άλλο την ψυχή και μ’ αυτή να συνδέεσαι, αυτή ν’ αγαπάς. Σε καιρούς που δεν πλεονάζει η κακία, η ευαισθησία είναι σύνδεσμος κοινωνικός, στοιχείο απαραίτητο για τη βαθύτερη επαφή και σύνδεση των ανθρώπων. […]
     Ο κόσμος όμως σήμερα είναι γεμάτος από ανθρώπους κούφιους, πέτρινους, φαντάσματα εφιαλτικής ώρας, νευρόσπαστα1 ομοιογενή που μασουλούν την τροφή, περπατούν, συζητούν, έχουν και κάποια «πνευματικά» ενδιαφέροντα […].
     Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη οι τρυφεροί κι ευαίσθητοι άνθρωποι. Αλλά είναι άπραγοι, με χέρια σαπισμένα, με καρδιά που υποφέρει αλλά δεν γνωρίζει να πρακτικοποιεί τον πόνο της. Αισθάνονται, μαντεύουν, αλλά διστάζουν, η δύναμη έχει παγώσει, έχει ακινητήσει μέσα τους.
     Με τέτοιους ανθρώπους, όμως, ο κόσμος δεν μπορεί να πάει μπροστά, δεν μπορεί να σταθεί. Με σκληρούς, αδίστακτους κι ευαίσθητους άπραγους, το ανθρώπινο γένος εξανδραποδίζεται, η κοινωνία εκφυλίζεται, στην αρχή συμβιβάζεται, ύστερα αναγορεύει τους ανάξιους ως οδηγούς της […].
     Το αίτημά μας γίνεται πλέον σαφές: ζητούμε ευαίσθητους αλλά δυναμικούς ανθρώπους. Εκείνους που μπορούν να μετατρέψουν την ευαισθησία τους σε λυδία λίθο2 που θα δοκιμάζει και θα κρίνει τα του κόσμου, μία ευαισθησία ακονισμένη, σίγουρη και σταθερή στην αντίδρασή της. Αυτοί θα μπορέσουν να σταθούν αντίθετοι, αντιμέτωποι στο πηχτό ρεύμα των σκιών, των κούφιων και αναίσθητων ανθρώπων, των αναποφάσιστων. Το ρεύμα, βέβαια, θα τους υπερκεράσει, θα τους αφήσει, αλλά η ζωή δεν θ’ ανθίσει εκεί που πηγαίνει το τυφλό, βουβό, παράφρονο πλήθος. Η ζωή θ’ ανθίσει εκεί που θα σταθούν όρθιοι κι ακλόνητοι, με τα δυο πόδια τους γερά στυλωμένα στο χώμα, με το βλέμμα προς τον ουρανό, οι λίγοι, ευαίσθητοι και δυνατοί άνθρωποι.
 
------------------------------------------
1. νευρόσπαστο = μαριονέτα, (εδώ) ο άνθρωπος που ενεργεί χωρίς δική του βούληση, αλλά με την υπόδειξη ή την πίεση άλλων.
2. λυδία λίθος = μεταφορική χρήση της έκφρασης που δηλώνει την καθοριστική ιδιότητα με την οποία ελέγχεται η αξία κάποιου.
 
Τσιρόπουλος Κ., Δοκίμια Ευθύνης, 3η έκδοση, Εκδόσεις Αστήρ, Αθήνα, 1986
 
Κείμενο 2: Μελαγχολία
 
Στον ουρανό ακροβατεί μεγάλη σκοτεινιά.
Κι έτσι καθώς με πήρε το παράθυρο αγκαλιά,
με το ένα χέρι
στο δωμάτιο μέσα σέρνω
του δρόμου την απίστευτη ερημιά,
με το άλλο παίρνω
μια χούφτα συννεφιά
και στην ψυχή μου σπέρνω.
 
Κική Δημουλά, Έρεβος
 
ΘΕΜΑ Α
Να αποδώσετε συνοπτικά (70-80 λέξεις) το περιεχόμενο των τριών τελευταίων παραγράφων του κειμένου («Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη οι τρυφεροί… οι λίγοι, ευαίσθητοι και δυνατοί άνθρωποι.»).
Μονάδες 15
 
Ο συγγραφέας αναφέρεται στο γεγονός πως η ύπαρξη ευαίσθητων, αλλά αδρανών ανθρώπων, που δεν γνωρίζουν πώς να μετουσιώσουν τη θλίψη τους σε δράση, δεν εξελίσσει την κοινωνία. Χωρίς ουσιαστικό αντίβαρο στη σκληρότητα των αδίστακτων, η κοινωνία αλλοιώνεται ηθικά. Χρειάζεται, άρα, να υπάρξουν ευαίσθητοι, αλλά δυναμικοί άνθρωποι, οι οποίοι θα αντισταθούν στην κενότητα των πολλών. Η ζωή, άλλωστε, δεν μπορεί να ακμάσει εκεί που οδηγούνται οι άβουλοι και όσοι έχουν άγνοια˙ η άνθισή της θα γίνει εκεί που στέκουν με δυναμισμό οι ευαίσθητοι άνθρωποι.
 
ΘΕΜΑ Β
Β1. Σε μία παράγραφο 60-70 λέξεων, να υποστηρίξετε τεκμηριωμένα την αντίθετη άποψη από αυτή που διατυπώνει ο συγγραφέας στο παρακάτω απόσπασμα: «Ο κόσμος σήμερα είναι γεμάτος από ανθρώπους κούφιους, πέτρινους, φαντάσματα εφιαλτικής ώρας».
Μονάδες 10
 
Οι άνθρωποι του σήμερα, έχοντας συνεχή επαφή με την επικαιρότητα, παραμένουν ενήμεροι και αντιδρούν γοργά στα γύρω τους ερεθίσματα. Είναι, συνάμα, χειραφετημένοι και ευαίσθητοι απέναντι σε όποια προσπάθεια χειραγώγησής τους. Ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή αντιλαμβάνονται τα τεχνάσματα του λαϊκισμού και απορρίπτουν τις πολιτικές παρατάξεις που τα χρησιμοποιούν. Γεγονός που φανερώνει το βαθμό της εγρήγορσής τους, αλλά και τη σαφή επιθυμία τους να διατηρήσουν ακέραια την αυτονομία τους. Με ευαισθησία, άλλωστε, αντιδρούν κι απέναντι στον πόνο των άλλων, όπως φανερώνεται από τις εθελοντικές οργανώσεις και δράσεις.
 
Β2. α. Στην τρίτη παράγραφο του κειμένου: «Ο κόσμος σήμερα… ενδιαφέροντα» να αναφέρετε δύο διαφορετικά μεταξύ τους εκφραστικά μέσα, με τα οποία ο συγγραφέας επιδιώκει να κινητοποιήσει το συναίσθημα του αναγνώστη και να εξηγήσετε πώς υπηρετούν τον στόχο αυτό (μονάδες 8).
 
Στο πλαίσιο της τρίτης παραγράφου ο γράφων αξιοποιεί τη χρήση μεταφορικού λόγου και ασύνδετου σχήματος προκειμένου να μεταδώσει εμφατικά την αρνητική εικόνα των ανθρώπων της εποχής μας. Ειδικότερα, οι άνθρωποι του σήμερα χαρακτηρίζονται «κούφιοι», «πέτρινοι», «νευρόσπαστα» και σε ιδιαίτερα δραματικό τόνο «φαντάσματα εφιαλτικής ώρας». Το σύνολο των χαρακτηρισμών αυτών, όπως και το γεγονός ότι τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά αποδίδονται με γοργή εναλλαγή χάρη στο ασύνδετο σχήμα, έχουν έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο στον αναγνώστη. Η εικόνα που σχηματίζει για τους συγκαιρινούς του είναι απωθητική και τον θέτει σε συναισθηματική εγρήγορση.
 
β. Ποιος είναι ο ρόλος της τελευταίας παραγράφου: «Το αίτημά μας… δυνατοί άνθρωποι» σε σχέση με το περιεχόμενο και την οργάνωση του συνόλου του κειμένου; Ποια είναι η νοηματική της συσχέτιση με τον πρόλογο; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας (μονάδες 7).
Μονάδες 15
 
Η τελευταία παράγραφος αποτελεί τον επίλογο του κειμένου και παρουσιάζει, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα των συλλογισμών του γράφοντος. Στο πλαίσιο αυτής της παραγράφου ο συγγραφέας προσθέτει ένα επιπλέον αναγκαίο χαρακτηριστικό στους ευαίσθητους ανθρώπους, τη σημασία των οποίων έχει εκθειάσει ήδη από τον πρόλογο του κειμένου. Επισημαίνει, ειδικότερα, πως αυτό που χρειάζεται η κοινωνία μας είναι «ευαίσθητους αλλά δυναμικούς ανθρώπους», καθώς η ευαισθησία από μόνη της -αν και αποτελεί απαραίτητο γνώρισμα- δεν επαρκεί, για να επιτευχθεί η διαφοροποίηση και βελτίωση της κοινωνίας. Ο ευαίσθητος, αλλά αδρανής άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση της κοινωνίας, ενώ ο ευαίσθητος και συνάμα δυναμικός άνθρωπος που δε διστάζει να αντιδράσει έχει τη δυνατότητα να επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές.
 
Β3. Πώς τεκμηριώνει ο γράφων στο πλαίσιο της δεύτερης παραγράφου τη διαπίστωσή του πως: «Σε καιρούς που δεν πλεονάζει η κακία, η ευαισθησία είναι σύνδεσμος κοινωνικός, στοιχείο απαραίτητο για τη βαθύτερη επαφή και σύνδεση των ανθρώπων.»
Μονάδες 15
 
Η τεκμηρίωση της διαπίστωσης του γράφοντος προκύπτει μέσα από την παρουσίαση της δυνατότητας των ευαίσθητων ανθρώπων να αντικρίζουν τον συνάνθρωπό τους «ως ένα διαρκές παρόν, ανεξερεύνητο θαύμα» και να είναι σε θέση να βλέπουν την ψυχή του άλλου ανθρώπου, να συνδέονται με αυτή και να την αγαπούν. Η συγκινησιακά δοσμένη δυνατότητα των ευαίσθητων ανθρώπων να μη μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και, συνάμα, να μη μένουν αδιάφοροι απέναντι στη μοναδικότητα των συνανθρώπων τους, αιτιολογεί με επάρκεια τη διαπίστωση πως η ευαισθησία λειτουργεί ως κοινωνικός σύνδεσμος και ως απαραίτητο στοιχείο για τη βαθύτερη επαφή των ανθρώπων.
 
ΘΕΜΑ Γ
Να παρουσιάσετε τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου (Κείμενο 2) αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες για να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση.
Μονάδες 15
 
Το ποιητικό υποκείμενο, επηρεασμένο από τις εξωτερικές συνθήκες, αφήνεται να βιώσει το συναίσθημα της μελαγχολίας, συντείνοντας, μάλιστα, με τη στάση του ενεργά, ώστε να το βιώσει όσο πιο έντονα μπορεί. Όπως δηλώνεται με τη χρήση προσωποποιήσεων («Στον ουρανό ακροβατεί μεγάλη σκοτεινιά», «με πήρε το παράθυρο αγκαλιά»), το ποιητικό υποκείμενο αντικρίζει το νυχτερινό ουρανό βρισκόμενο σε κατάσταση αδράνειας και -πιθανώς- μοναξιάς. Δεν επιχειρεί, ωστόσο, να αποτινάξει τη μελαγχολία που το κυριεύει, αλλά αντιθέτως επιδίδεται σε ενέργειες που φανερώνουν την επιθυμία του να αισθανθεί σε όλη του την έκταση το συναίσθημα αυτό. Όπως, άλλωστε, φανερώνεται με τη χρήση μεταφορών («σέρνω του δρόμου την απίστευτη ερημιά», «μια χούφτα συννεφιά / και στην ψυχή μου σπέρνω») επιδιώκει να μεταφέρει στον προσωπικό του χώρο μέρος της ερημιάς που επικρατεί στον δρόμο και, συνάμα, προσπαθεί να νιώσει μέσα στην ψυχή του την αίσθηση της συννεφιάς που επικρατεί στον εξωτερικό χώρο. Η συνειδητή αυτή προσπάθεια φανερώνει, άρα, πως το ποιητικό υποκείμενο δεν αντιλαμβάνεται το κυρίαρχο συναίσθημα της μελαγχολίας, που αποτελεί και τον τίτλο του ποιήματός του, ως κάτι το ανεπιθύμητο. Του αναγνωρίζει, ίσως, αξία ισότιμη με κάθε άλλο ανθρώπινο συναίσθημα, γι’ αυτό και παραδίδεται εκούσια σε αυτό, υπηρετώντας τη θέληση της ψυχής του να νιώσει όλο το εύρος των συναισθημάτων. 
Αν και τα αρνητικά συναισθήματα τείνουν να μας προκαλούν ανησυχία και μας ωθούν σε -μάταιες συχνά- προσπάθειες να τα αποφύγουμε, δεν παύουν να αποτελούν βασική έκφανση της ανθρώπινης φύσης. Υπ’ αυτή την έννοια, η αποδοχή της μελαγχολίας από το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει περισσότερο ρεαλιστική από την πεποίθησή μας πως πρόκειται για ένα συναίσθημα που πρέπει να το αποφύγουμε.
 
ΘΕΜΑ Δ
Σε κείμενο (350-400 λέξεις) με τη μορφή αποδεικτικού δοκιμίου, στο οποίο θα δώσετε έναν τίτλο, να αναφερθείτε:
α. σε συγκεκριμένα φαινόμενα που επιβεβαιώνουν την έλλειψη ευαισθησίας του ανθρώπου στις μέρες μας, και
β. στο ρόλο που διαδραματίζει, κατά τη γνώμη σας, η «ευαισθησία» στην προσπάθεια να βελτιωθεί η κοινωνική μας πραγματικότητα.
Μονάδες 30
 
Η αναγκαιότητα της ευαισθησίας
 
     Αν κατά το παρελθόν υπήρχε η προσδοκία πως με την πάροδο των χρόνων η ανθρωπότητα θα οδηγούταν -νομοτελειακά σχεδόν- σε ένα ολοένα και καλύτερο επίπεδο, πλέον η προσδοκία αυτή μοιάζει απατηλή πλάνη. Κάθε βελτίωση που παρατηρείται σε τομείς όπως είναι η τεχνολογία και η επιστήμη, υπονομεύεται από συνεχή βήματα οπισθοδρόμησης στο επίπεδο ήθους, ευαισθησίας και ενσυναίσθησης των ανθρώπων. Τα φαινόμενα ρατσισμού, μισαλλοδοξίας και απάνθρωπης σκληρότητας όχι μόνο δεν υποχωρούν, αλλά φαίνεται πως παγιώνουν πια την παρουσία τους σε παγκόσμιο επίπεδο.
     Ακόμη κι αν εξαιρέσουμε τις πολεμικές συγκρούσεις, αποδίδοντάς τες στις πολιτικές ηγεσίες των διαφόρων κρατών, το πρόβλημα διατηρεί την οξύτητά του, εφόσον γίνεται συνεχώς εμφανές ακόμη και στο εσωτερικό τοπικών κοινωνιών. Οι άλλοτε στενές διαπροσωπικές σχέσεις που διαπνέονταν από κλίμα αλληλοσεβασμού και αμοιβαίου ενδιαφέροντος, έχουν δώσει τη θέση τους σε σχέσεις, αν όχι ανταγωνιστικές ή εχθρικές, σίγουρα πάντως σε απρόσωπες και τυπικές, από τις οποίες απουσιάζει κάθε ίχνος ενδιαφέροντος για τον άλλον άνθρωπο. Ο άλλος, αν δεν θεωρείται ξένος και πιθανά επικίνδυνος ή δεν εκλαμβάνεται ως υποψήφιο θύμα προς εκμετάλλευση, αποτελεί μια αδιάφορη παρουσία.
     Η αύξηση της εγκληματικότητας και ιδίως εκείνης που άλλοτε σπάνιζε, όπως είναι οι δολοφονίες, η αύξηση, παραλλήλως, ζητημάτων ψυχικής υγείας, με εκφάνσεις όπως η κατάθλιψη, το άγχος και οι κρίσεις πανικού, συνιστούν προφανείς ενδείξεις μιας κοινωνίας που έχει χάσει τον προορισμό της. Οι άνθρωποι είτε στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου είτε βιώνουν ατομικά τις συνέπειες από την απώλεια των υγιών φιλικών σχέσεων, του αισθήματος ασφάλειας και της κοινωνικής γαλήνης.
     Είναι σαφές, βέβαια, πως για κανένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα δεν υπάρχει κάποια άμεση λύση που ως δια μαγείας θα φέρει τη ζητούμενη λύση. Είναι, όμως, εξίσου προφανές πως προβληματικές καταστάσεις που έχουν στη βάση τους τις ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να βελτιωθούν, αν καλλιεργηθούν οι αρετές εκείνες που αφενός επιτρέπουν να γίνεται αντιληπτή η αδιαμφισβήτητη αξία της ανθρώπινης ζωής και αφετέρου προσδίδουν στο κάθε άτομο χωριστά τη δυνατότητα να αντικρίζει τους συνανθρώπους του με σεβασμό, όπως και την ικανότητα να κατανοεί και να συναισθάνεται τα όσα τον απασχολούν. Μια τέτοια αρετή είναι η έμφυτη, αλλά συχνά δραστικά καταπιεσμένη ευαισθησία.
     Αν οι πολίτες, ιδίως οι νεότεροι, κατανοήσουν πως η ικανότητα της ευαισθησίας και της ειλικρινούς συμπόνιας για τον άνθρωπο δίπλα τους δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά πηγή δύναμης, θα επέλθει μια σημαντική αλλαγή στο πώς λειτουργεί κάθε κοινωνία. Η ευαισθησία και η ενσυναίσθηση δεν συνιστούν στοιχεία αδυναμίας ενός χαρακτήρα, αφού δεν τον καθιστούν ευάλωτο απέναντι στους άλλους. Αποτελούν αντιθέτως ιδιαίτερης αξίας ικανότητες, καθώς του παρέχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τον πόνο, τον φόβο και τις ανησυχίες των άλλων, ωθώντας τον σε προσπάθειες ενεργούς συμπαράστασης˙ προσπάθειες που με τη σειρά τους οικοδομούν ισχυρές σχέσεις αλληλοκατανόησης και φιλίας.
     Από τις σύγχρονες κοινωνίες δεν απουσιάζουν τόσο οι επενδύσεις στην τεχνολογία όσο η επένδυση στην πνευματική και ψυχική καλλιέργεια των ατόμων. Η επένδυση σε ό,τι θα μπορέσει να αναδείξει την ευαισθησία τους και θα τους επιτρέψει να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλον με ειλικρινές ενδιαφέρον και κατανόηση.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...