Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκοπεω-ῶ & σκοποῦμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

The Incredulity of Saint Thomas (1602) by Caravaggio

   
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκοπεω- & σκοπομαι»
 
(σκοπ = παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτομαι)
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκοπ, σκοπες, σκοπε, σκοπομεν, σκοπετε, σκοποσι(ν)
Υποτακτική
σκοπ, σκοπς, σκοπ, σκοπμεν, σκοπτε, σκοπσι(ν)
Ευκτική
σκοπομι, σκοπος, σκοπο, ή σκοποίην, σκοποίης, σκοποίη, σκοπομεν, σκοποτε, σκοποεν
Προστακτική
---, σκόπει, σκοπείτω, ---, σκοπετε, σκοπούντων (ή σκοπείτωσαν)
Απαρέμφατο
σκοπεν
Μετοχή
σκοπν, σκοποσα, σκοπον
 
& Ενεστώτας
Οριστική
σκοπομαι, σκοπ/σκοπε, σκοπεται, σκοπομεθα, σκοπεσθε, σκοπονται
Υποτακτική
σκοπμαι, σκοπ, σκοπται, σκοπώμεθα, σκοπσθε, σκοπνται
Ευκτική
σκοποίμην, σκοποο, σκοποτο, σκοποίμεθα, σκοποσθε, σκοποντο
Προστακτική
---, σκοπο, σκοπείσθω, ---, σκοπεσθε, σκοπείσθων ή σκοπείσθωσαν
Απαρέμφατο
σκοπεσθαι
Μετοχή
σκοπούμενος
σκοπουμένη
σκοπούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκόπουν, σκόπεις, σκόπει, σκοπομεν, σκοπετε, σκόπουν
 
& Παρατατικός
Οριστική
σκοπούμην, σκοπο, σκοπετο, σκοπούμεθα, σκοπεσθε, σκοποντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
σκέψομαι, σκέψ - σκέψει, σκέψεται, σκεψόμεθα, σκέψεσθε, σκέψονται
Ευκτική
σκεψοίμην, σκέψοιο, σκέψοιτο, σκεψοίμεθα, σκέψοισθε, σκέψοιντο
Απαρέμφατο
σκέψεσθαι
Μετοχή
σκεψόμενος
σκεψομένη
σκεψόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σκεψάμην, σκέψω, σκέψατο, σκεψάμεθα, σκέψασθε, σκέψαντο
Υποτακτική
σκέψωμαι, σκέψ, σκέψηται, σκεψώμεθα, σκέψησθε, σκέψωνται
Ευκτική
σκεψαίμην, σκέψαιο, σκέψαιτο, σκεψαίμεθα, σκέψαισθε, σκέψαιντο
Προστακτική
---, σκέψαι, σκεψάσθω, ---, σκέψασθε, σκεψάσθων ή σκεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
σκέψασθαι
Μετοχή
σκεψάμενος
σκεψαμένη
σκεψάμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
σκεμμαι, σκεψαι, σκεπται, σκέμμεθα, σκεφθε, σκεμμένοι εσί
 
Υποτακτική
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον ς
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα μεν
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα τε
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα σι
 
Ευκτική
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον εην
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον εης
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον εη
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα εημεν (εμεν)
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα εητε (ετε)
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σκεψο, σκέφθω, --- σκεφθε, σκέφθων
 
Απαρέμφατο
σκέφθαι
Μετοχή
σκεμμένος,
σκεμμένη,
σκεμμένον
 
Υπερσυντέλικος
σκέμμην, σκεψο, σκεπτο, σκέμμεθα, σκεφθε, σκεμμένοι σαν
 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σπένδω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Circe Invidiosa by John William Waterhouse
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σπένδω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σπένδω, σπένδεις, σπένδει, σπένδομεν, σπένδετε, σπένδουσι(ν)
Υποτακτική
σπένδω, σπένδς, σπένδ, σπένδωμεν, σπένδητε, σπένδωσι(ν)
Ευκτική
σπένδοιμι, σπένδοις, σπένδοι, σπένδοιμεν, σπένδοιτε, σπένδοιεν
Προστακτική
---, σπένδε, σπενδέτω, ---, σπένδετε, σπενδόντων (ή σπενδέτωσαν)
Απαρέμφατο
σπένδειν
Μετοχή
σπένδων, σπένδουσα, σπένδον
 
Παρατατικός
Οριστική
σπενδον, σπενδες, σπενδε, σπένδομεν, σπένδετε, σπενδον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σπείσω, σπείσεις, σπείσει, σπείσομεν, σπείσετε, σπείσουσι(ν)
Ευκτική
σπείσοιμι, σπείσοις, σπείσοι, σπείσοιμεν, σπείσοιτε, σπείσοιεν
Απαρέμφατο
σπείσειν
Μετοχή
σπείσων, σπείσουσα, σπεσον
 
Αόριστος
Οριστική
σπεισα, σπεισας, σπεισε(ν), σπείσαμεν, σπείσατε, σπεισαν
Υποτακτική
σπείσω, σπείσς, σπείσ, σπείσωμεν, σπείσητε, σπείσωσι(ν)
Ευκτική
σπείσαιμι, σπείσαις - σπείσειας, σπείσαι - σπείσειε(ν), σπείσαιμεν, σπείσαιτε, σπείσαιεν - σπείσειαν
Προστακτική
---, σπεσον, σπεισάτω, ---, σπείσατε, σπεισάντων (ή σπεισάτωσαν)
Απαρέμφατο
σπεσαι
Μετοχή
σπείσας, σπείσασα, σπεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σπένδομαι, σπένδ/σπένδει, σπένδεται, σπενδόμεθα, σπένδεσθε, σπένδονται
Υποτακτική
σπένδωμαι, σπένδ, σπένδηται, σπενδώμεθα, σπένδησθε, σπένδωνται
Ευκτική
σπενδοίμην, σπένδοιο, σπένδοιτο, σπενδοίμεθα, σπένδοισθε, σπένδοιντο
Προστακτική
---, σπένδου, σπενδέσθω, ---, σπένδεσθε, σπενδέσθων ή σπενδέσθωσαν
Απαρέμφατο
σπένδεσθαι
Μετοχή
σπενδόμενος
σπενδομένη
σπενδόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σπενδόμην, σπένδου, σπένδετο, σπενδόμεθα, σπένδεσθε, σπένδοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
σπείσομαι, σπείσ/σπείσει, σπείσεται, σπεισόμεθα, σπείσεσθε, σπείσονται
Ευκτική
σπεισοίμην, σπείσοιο, σπείσοιτο, σπεισοίμεθα, σπείσοισθε, σπείσοιντο
Απαρέμφατο
σπείσεσθαι
Μετοχή
σπεισόμενος
σπεισομένη
σπεισόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σπεισάμην, σπείσω, σπείσατο, σπεισάμεθα, σπείσασθε, σπείσαντο
Υποτακτική
σπείσωμαι, σπείσ, σπείσηται, σπεισώμεθα, σπείσησθε, σπείσωνται
Ευκτική
σπεισαίμην, σπείσαιο, σπείσαιτο, σπεισαίμεθα, σπείσαισθε, σπείσαιντο
Προστακτική
---, σπεσαι, σπεισάσθω, ---, σπείσασθε, σπεισάσθων ή σπεισάσθωσαν
Απαρέμφατο
σπείσασθαι
Μετοχή
σπεισάμενος
σπεισαμένη
σπεισάμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
σπεισμαι, σπεισαι, σπεισται, σπείσμεθα, σπεισθε, σπεισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
σπεισμένος- σπεισμένη-σπεισμένον
σπεισμένος- σπεισμένη-σπεισμένον ς
σπεισμένος- σπεισμένη-σπεισμένον
σπεισμένοι- σπεισμέναι-σπεισμένα μεν
σπεισμένοι- σπεισμέναι-σπεισμένα τε
σπεισμένοι- σπεισμέναι-σπεισμένα σι
 
Ευκτική
σπεισμένος- σπεισμένη-σπεισμένον εην
σπεισμένος- σπεισμένη-σπεισμένον εης
σπεισμένος- σπεισμένη-σπεισμένον εη
σπεισμένοι- σπεισμέναι-σπεισμένα εημεν (εμεν)
σπεισμένοι- σπεισμέναι-σπεισμένα εητε (ετε)
σπεισμένοι- σπεισμέναι-σπεισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σπεισο, σπείσθω, --- σπεισθε, σπείσθων
 
Απαρέμφατο
σπεσθαι
Μετοχή
σπεισμένος,
σπεισμένη,
σπεισμένον
 
Υπερσυντέλικος
σπείσμην, σπεισο, σπειστο, σπείσμεθα, σπεισθε, σπεισμένοι σαν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...