Νίκος Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948» και Μανόλης Αναγνωστάκης, «Στον Νίκο Ε... 1949»
Συγκριτική ανάγνωση
Είναι φανερό πως το ποίημα του Αναγνωστάκη αποτελεί «απάντηση» στο ποίημα του Εγγονόπουλου. Αυτό φανερώνει ο τίτλος (Στον Νίκο Ε. ...), η χρονολογία (1949, δηλαδή το έτος που κυκλοφόρησε η συλλογή του Εγγονόπουλου), η σκόπιμη μίμηση της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου από τον Αναγνωστάκη και –πάνω απ’ όλα- η θεματική σχέση.
Ο Εγγονόπουλος γράφει το ποίημά του το 1948, έτος που ο εμφύλιος βρίσκεται στο κορύφωμά του. Χαρακτηριστικά της εποχής: ο σπαραγμός, ο θάνατος. Μια τέτοια εποχή θεωρείται αντιποιητική. Η ποίηση δείχνει μάταιη και εξωπραγματική πολυτέλεια. Τι νόημα μπορεί να έχει η ποίηση σε μια τόσο σκληρή εποχή; Πώς είναι δυνατό να λειτουργήσει; Καλύτερα λοιπόν η σιωπή˙ αυτή θα έδινε ίσως περισσότερο αποκαλυπτικά τη διάσταση της τραγικότητας. Ωστόσο ο Εγγονόπουλος τα επισημαίνει αυτά γράφοντας ποίηση. Τα ποιήματά του διακρίνονται εξαιτίας όλων αυτών για την –πρόσθετη- πίκρα τους και για την ποσοτικά περιορισμένη παραγωγή (τόσο λίγα).
Κοιτάζοντας τη μορφή του ποιήματος σταματάμε πρώτα στον τεμαχισμένο λόγο. Βέβαια ο τρόπος αυτός γραφής του Εγγονόπουλου είναι γνωστός από τη θητεία του ποιητή στον υπερρεαλισμό (μαζί με τον Εμπειρίκο και το Γκάτσο της Αμοργού μπορεί να θεωρηθεί από τους πιο αυθεντικούς υπερρεαλιστές). Σε συσχετισμό όμως με το θέμα και την εποχή ο τεμαχισμένος λόγος παίρνει μια πρόσθετη διάσταση: Μοιάζει σα να σπαράχτηκε κι αυτός από το μακελειό. Λόγος ακρωτηριασμένος, σχεδόν συλλαβικός, ένα μοναχικό ψέλλισμα.
Αυτόν το ακρωτηριασμό του λόγου στην εποχή του εμφύλιου σπαραγμού ο Αναγνωστάκης τον υιοθετεί στο δικό του ποίημα γιατί τον αναγνωρίζει. Όμως δε συμφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης, που προτείνει ο Εγγονόπουλος. Η πολιτική συνείδηση του Αναγνωστάκη, διαμορφωμένη στο χώρο της Αριστεράς, δεν του υπαγορεύει μόνο την ποίηση αλλά και την ποιητική. Περισσότερο αγωνιστικός και περισσότερο κοντά στην ιδέα της στρατευμένης ποίησης, ο Αναγνωστάκης πιστεύει στη ρεαλιστική άποψη της τέχνης – «καθρέφτη» της ζωής και της πραγματικότητας. Πιστεύει τέλος στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη που συνίσταται στη συμμετοχή και στην καταγραφή του καιρού του, μια καταγραφή που γίνεται ισοδύναμη με την καταγγελία. Με το σκεπτικό αυτό κάθε ιδέα ποιητικής παραίτησης θα μπορούσε να θεωρηθεί λιποταξία.
Η εποχή, που στον Εγγονόπουλο απλώς ονομάζεται (του εμφυλίου σπαραγμού) και μόνο υπαινικτικά καθορίζεται (αγγελτήρια θανάτου) στον Αναγνωστάκη προσδιορίζεται με συγκεκριμένο περιεχόμενο: χαμός, θάνατοι, φωνές, ερημιά, ερείπια, εφιάλτες. Ποιος, αν όχι ο ποιητής, θα μιλήσει «με πόνο» γι’ αυτά; Η ευαισθησία δηλαδή του ποιητή είναι η μόνη εγγύηση για τη σωστή καταγραφή που θα κάνει εντονότερη την καταγγελία για την απανθρωποποίηση της ζωής. Η τάση του Αναγνωστάκη να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους είναι χαρακτηριστικό της ρεαλιστικής ποιητικής γραφής του.
Μια παρατήρηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη: Η ροπή του Αναγνωστάκη τείνει ακριβώς στο να καθηλώσει και να συντηρήσει μέσα στις ποιητικές του «Εποχές» και στις «Συνέχειες» τους ό,τι η πρόοδος του χρόνου ζητά να αναλώσει, να εξαγοράσει ή να ευτελίσει: δημιουργούνται έτσι συνεχή φράγματα στη ροή του χρόνου, στερεοποιώντας κρίσιμες παρωχημένες εποχές, και προβάλλονται αργότερα τα ρημαγμένα τους πια είδωλα συνεχώς και επίμονα στο ποιητικό παρόν.
(Από το βιβλίο Ποιητική και πολιτική ηθική, Κέδρος, 1976).
Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική Ποίηση, Κείμενα, Ερμηνεία, Θεωρία,
Επικαιρότητα, 1980, σ. 123-125
Στον Νίκο Ε... 1949
...
Αυτό είναι ένα από τα λίγα ποιήματα που στο στίχο του, μεγαλόπνοο, αρθρωτό και δραματικό, υπεισέρχεται ο γυμνός λόγος, ουσιαστικός και υπαινικτικός, και εκφράζει στον πολυσήμαντο μονόλογο την τραυματική εμπειρία του πόνου. Μια εμπειρία που θα γίνει τραγικότερη από την απόγνωση μπρος στην αδυναμία επικοινωνίας.
Ο ποιητής κλείνεται στον εαυτό του, ανίκανος να ξεμπερδέψει το κουβάρι των συναισθημάτων του και για να επικαλεστεί τα φαντάσματα που κατακλύζουν την ψυχή του, δοκιμάζει τον σύντομο δρόμο του συμβολικού λόγου. Αλλά οι λέξεις του φαίνονται ανεπαρκείς, ασύνδετες, εργαλεία κατάλληλα για να δημιουργήσουν μια επαφή με τον κόσμο. Από εδώ απορρέει αυτή η απεγνωσμένη τελική αυτό-εξέταση που επισκιάζει την οντολογική αβεβαιότητα των λέξεων και που με τον καιρό θα τον οδηγήσει στην ποιητική σιωπή.
Είναι ακριβώς σ’ αυτά τα ποιήματα συμβολικής καταβολής που εμφανίζεται μεγαλύτερο το χρέος του Αναγνωστάκη στη γενιά του ‘30˙ ιδιαίτερα στον Γ. Σεφέρη, από τον οποίο δανείζεται ρυθμούς και ιδιώματα, τα οποία ανανεώνει δίνοντας ένα προσωπικό τόνο.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αναγάγουμε το απόσπασμα από «τους εφιάλτες στα σιδερένια κρεβάτια» του ποιήματος που μόλις παραθέσαμε στο «Σπίτι κοντά στη Θάλασσα» του Γ. Σεφέρη:
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου.
Εκτός όμως από τις ομοιότητες που μπορούμε να εντοπίσουμε στο κείμενο, η ύπαρξη μιας σχέσης ανάμεσα στους δύο ποιητές μας επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση που μπορεί να θεσπιστεί ανάμεσα στις βασανιστικές ιστορικές εμπειρίες τους (αντίστοιχα η Μικρασιατική Καταστροφή και ο εμφύλιος πόλεμος), από τις οποίες διαποτίστηκαν και οι δύο, στα βάθη του είναι τους.
Σ’ αυτές επιστρέφουν επίμονα και οι δύο ποιητές για να ξαναβρούν τις ρίζες τους.
Γράφει ο Σεφέρης:
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα˙ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
και ο Αναγνωστάκης:
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές
αρρώστιες από τότε
πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακι-
σμένοι στρατιώτες
Οπωσδήποτε δεν μου φαίνεται θεμιτό να ωθήσουμε αυτή την παρομοίωση πέρα από το όριο που καθορίζεται από τη διαφορά της έμπνευσής τους. Στον Σεφέρη από την αρχή ήδη εμφανίζεται ουσιαστικά υπαρξιακή και μετά-ιστορική, ενώ ο Αναγνωστάκης φαίνεται συνεχώς απασχολημένος με τη μη υπέρβαση του επιπέδου της συγκεκριμένης ιστορικότητας.
Μένοντας πάντα στο χώρο του ποιήματος που αναφέρθηκε παραπάνω, βλέπουμε ότι οι έννοιες δεν φορτίζονται με οντολογικές αξίες˙ μας παρουσιάζονται μόνο σαν μια συμβολική και συγχρόνως ρεαλιστική εικόνα της μαρτυρικής μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η έμπνευση του Αναγνωστάκη, πράγματι, δεν έχει τίποτε το μεταφυσικό, ούτε ψάχνει εξωτικές παρηγοριές στην ομορφιά της φύσης˙ μια που η ζωτική τροφή της δημιουργικής του φλέβας απορρέει από τη διαλεκτική σχέση που ο ποιητής πλέκει με τους ομοίους του, από τη δραματικότητα της ιστορίας που βιώνει.
Vincenzo Orsina, Ο στόχος και η σιωπή. Εισαγωγή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη, Πρόλογος – επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, μετάφραση Αυγή Καλογιάννη, Νεφέλη, 1995, σ. 19-30 και για τον Αναγνωστάκη, ό.π. σ. 213-226
Όταν λέμε πως ο Αναγνωστάκης είναι ποιητής με έντονη πολιτική συνείδηση ή ακόμη και με ορισμένη πολιτική συνείδηση, δεν πρέπει να απομονώνουμε τη συνείδηση αυτή από το βιωματικό της πυρήνα. Εκείνο που στοιχειώνει το μεταπολεμικό τοπίο στην Ελλάδα είναι οι πράξεις και οι εικόνες των ανθρώπων που τις πραγματοποίησαν. Η καταστροφή του τοπίου, οι γκρεμισμένοι τοίχοι, τα χαλάσματα είναι αντίγραφα και αντίστοιχα ζωής κατεστραμμένων ανθρώπων. Την καταστροφή ακολούθησε η ανοικοδόμηση, η πράξη – για το κέρδος – του θύτη που έχει πλουτίσει στη χώρα της αντιπαροχής. Οι συνέπειες της καταστροφής αλλά και τις καταστροφικής ανοικοδόμησης που έθρεψε την παρασιτική κοινωνία και τράφηκε απ’ αυτήν – γιατί η υφαρπαγή της εξουσίας οδήγησε σ’ έναν κόσμο στον οποίο η δυστυχία και η προσβολή μετατρέπονται σε μάνα του εξουσιαστή, του τυχάρπαστου, του ευκαιριακού και, σε τελευταία ανάλυση, του ανήθικου – δεν προβάλλουν απλώς την οδυνηρή έλλειψη ενός κόσμου που δεν κερδήθηκε. Δείχνουν και την αξιακή κρίση εκείνου που τον υποκατέστησε.
Τα παραπάνω δίνονται μ’ έναν τόνο χαμηλό και πικρό ή καθαρό και σκληρό (όπως στην τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη, τον Στόχο). Όχι μόνο γιατί καμιά λογοτεχνία δεν μπορεί να έχει την ένταση της ίδιας της ζωής (και, επομένως, η λογοτεχνία και η ποίηση που επιχειρούν να δημιουργήσουν ένταση διογκώνοντας το νόημα και αλλοιώνοντας τα εκφραστικά τους μέσα προδίνουν και την ποίηση και τη ζωή) αλλά και για έναν άλλο λόγο, επίσης σημαντικό. Όταν οι αξίες εκπίπτουν ή υφαρπάζονται, το γενετικό τους κύτταρο μπορεί να διατηρηθεί ζωντανό μόνο μέσα σ’ ένα περιβάλλον αξιοπρέπειας, δηλαδή συνέπειας, καθαρότητας και, με άλλα λόγια, επίγνωσης της βαρύτητας και του περιεχομένου των πραγμάτων. Τα πράγματα ουσίας απαιτούν και μια ποίηση ουσίας, που ως τέτοια, δεν μπορεί παρά να εκφράζει ένα απόσταγμα ζωής. Γιατί καμία γραφή δεν έχει νόημα αν δεν είναι, πρωτίστως, συνειδησιακή εγγραφή.
Αντώνης Βιστωνίτης, «Ο λόγος και η σιωπή στον Μανόλη Αναγνωστάκη», Αντί, Μανόλης Αναγνωστάκης (αφιέρωμα), τεύχ. 527-528, 30-7-1993, σ. 28-31 και Για τον Αναγνωστάκη, ό.π., σ. 258-269.
Δείτε επίσης:
Συγκριτική ανάγνωση
Είναι φανερό πως το ποίημα του Αναγνωστάκη αποτελεί «απάντηση» στο ποίημα του Εγγονόπουλου. Αυτό φανερώνει ο τίτλος (Στον Νίκο Ε. ...), η χρονολογία (1949, δηλαδή το έτος που κυκλοφόρησε η συλλογή του Εγγονόπουλου), η σκόπιμη μίμηση της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου από τον Αναγνωστάκη και –πάνω απ’ όλα- η θεματική σχέση.
Ο Εγγονόπουλος γράφει το ποίημά του το 1948, έτος που ο εμφύλιος βρίσκεται στο κορύφωμά του. Χαρακτηριστικά της εποχής: ο σπαραγμός, ο θάνατος. Μια τέτοια εποχή θεωρείται αντιποιητική. Η ποίηση δείχνει μάταιη και εξωπραγματική πολυτέλεια. Τι νόημα μπορεί να έχει η ποίηση σε μια τόσο σκληρή εποχή; Πώς είναι δυνατό να λειτουργήσει; Καλύτερα λοιπόν η σιωπή˙ αυτή θα έδινε ίσως περισσότερο αποκαλυπτικά τη διάσταση της τραγικότητας. Ωστόσο ο Εγγονόπουλος τα επισημαίνει αυτά γράφοντας ποίηση. Τα ποιήματά του διακρίνονται εξαιτίας όλων αυτών για την –πρόσθετη- πίκρα τους και για την ποσοτικά περιορισμένη παραγωγή (τόσο λίγα).
Κοιτάζοντας τη μορφή του ποιήματος σταματάμε πρώτα στον τεμαχισμένο λόγο. Βέβαια ο τρόπος αυτός γραφής του Εγγονόπουλου είναι γνωστός από τη θητεία του ποιητή στον υπερρεαλισμό (μαζί με τον Εμπειρίκο και το Γκάτσο της Αμοργού μπορεί να θεωρηθεί από τους πιο αυθεντικούς υπερρεαλιστές). Σε συσχετισμό όμως με το θέμα και την εποχή ο τεμαχισμένος λόγος παίρνει μια πρόσθετη διάσταση: Μοιάζει σα να σπαράχτηκε κι αυτός από το μακελειό. Λόγος ακρωτηριασμένος, σχεδόν συλλαβικός, ένα μοναχικό ψέλλισμα.
Αυτόν το ακρωτηριασμό του λόγου στην εποχή του εμφύλιου σπαραγμού ο Αναγνωστάκης τον υιοθετεί στο δικό του ποίημα γιατί τον αναγνωρίζει. Όμως δε συμφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης, που προτείνει ο Εγγονόπουλος. Η πολιτική συνείδηση του Αναγνωστάκη, διαμορφωμένη στο χώρο της Αριστεράς, δεν του υπαγορεύει μόνο την ποίηση αλλά και την ποιητική. Περισσότερο αγωνιστικός και περισσότερο κοντά στην ιδέα της στρατευμένης ποίησης, ο Αναγνωστάκης πιστεύει στη ρεαλιστική άποψη της τέχνης – «καθρέφτη» της ζωής και της πραγματικότητας. Πιστεύει τέλος στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη που συνίσταται στη συμμετοχή και στην καταγραφή του καιρού του, μια καταγραφή που γίνεται ισοδύναμη με την καταγγελία. Με το σκεπτικό αυτό κάθε ιδέα ποιητικής παραίτησης θα μπορούσε να θεωρηθεί λιποταξία.
Η εποχή, που στον Εγγονόπουλο απλώς ονομάζεται (του εμφυλίου σπαραγμού) και μόνο υπαινικτικά καθορίζεται (αγγελτήρια θανάτου) στον Αναγνωστάκη προσδιορίζεται με συγκεκριμένο περιεχόμενο: χαμός, θάνατοι, φωνές, ερημιά, ερείπια, εφιάλτες. Ποιος, αν όχι ο ποιητής, θα μιλήσει «με πόνο» γι’ αυτά; Η ευαισθησία δηλαδή του ποιητή είναι η μόνη εγγύηση για τη σωστή καταγραφή που θα κάνει εντονότερη την καταγγελία για την απανθρωποποίηση της ζωής. Η τάση του Αναγνωστάκη να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους είναι χαρακτηριστικό της ρεαλιστικής ποιητικής γραφής του.
Μια παρατήρηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη: Η ροπή του Αναγνωστάκη τείνει ακριβώς στο να καθηλώσει και να συντηρήσει μέσα στις ποιητικές του «Εποχές» και στις «Συνέχειες» τους ό,τι η πρόοδος του χρόνου ζητά να αναλώσει, να εξαγοράσει ή να ευτελίσει: δημιουργούνται έτσι συνεχή φράγματα στη ροή του χρόνου, στερεοποιώντας κρίσιμες παρωχημένες εποχές, και προβάλλονται αργότερα τα ρημαγμένα τους πια είδωλα συνεχώς και επίμονα στο ποιητικό παρόν.
(Από το βιβλίο Ποιητική και πολιτική ηθική, Κέδρος, 1976).
Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική Ποίηση, Κείμενα, Ερμηνεία, Θεωρία,
Επικαιρότητα, 1980, σ. 123-125
Στον Νίκο Ε... 1949
...
Αυτό είναι ένα από τα λίγα ποιήματα που στο στίχο του, μεγαλόπνοο, αρθρωτό και δραματικό, υπεισέρχεται ο γυμνός λόγος, ουσιαστικός και υπαινικτικός, και εκφράζει στον πολυσήμαντο μονόλογο την τραυματική εμπειρία του πόνου. Μια εμπειρία που θα γίνει τραγικότερη από την απόγνωση μπρος στην αδυναμία επικοινωνίας.
Ο ποιητής κλείνεται στον εαυτό του, ανίκανος να ξεμπερδέψει το κουβάρι των συναισθημάτων του και για να επικαλεστεί τα φαντάσματα που κατακλύζουν την ψυχή του, δοκιμάζει τον σύντομο δρόμο του συμβολικού λόγου. Αλλά οι λέξεις του φαίνονται ανεπαρκείς, ασύνδετες, εργαλεία κατάλληλα για να δημιουργήσουν μια επαφή με τον κόσμο. Από εδώ απορρέει αυτή η απεγνωσμένη τελική αυτό-εξέταση που επισκιάζει την οντολογική αβεβαιότητα των λέξεων και που με τον καιρό θα τον οδηγήσει στην ποιητική σιωπή.
Είναι ακριβώς σ’ αυτά τα ποιήματα συμβολικής καταβολής που εμφανίζεται μεγαλύτερο το χρέος του Αναγνωστάκη στη γενιά του ‘30˙ ιδιαίτερα στον Γ. Σεφέρη, από τον οποίο δανείζεται ρυθμούς και ιδιώματα, τα οποία ανανεώνει δίνοντας ένα προσωπικό τόνο.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αναγάγουμε το απόσπασμα από «τους εφιάλτες στα σιδερένια κρεβάτια» του ποιήματος που μόλις παραθέσαμε στο «Σπίτι κοντά στη Θάλασσα» του Γ. Σεφέρη:
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου.
Εκτός όμως από τις ομοιότητες που μπορούμε να εντοπίσουμε στο κείμενο, η ύπαρξη μιας σχέσης ανάμεσα στους δύο ποιητές μας επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση που μπορεί να θεσπιστεί ανάμεσα στις βασανιστικές ιστορικές εμπειρίες τους (αντίστοιχα η Μικρασιατική Καταστροφή και ο εμφύλιος πόλεμος), από τις οποίες διαποτίστηκαν και οι δύο, στα βάθη του είναι τους.
Σ’ αυτές επιστρέφουν επίμονα και οι δύο ποιητές για να ξαναβρούν τις ρίζες τους.
Γράφει ο Σεφέρης:
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα˙ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
και ο Αναγνωστάκης:
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές
αρρώστιες από τότε
πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακι-
σμένοι στρατιώτες
Οπωσδήποτε δεν μου φαίνεται θεμιτό να ωθήσουμε αυτή την παρομοίωση πέρα από το όριο που καθορίζεται από τη διαφορά της έμπνευσής τους. Στον Σεφέρη από την αρχή ήδη εμφανίζεται ουσιαστικά υπαρξιακή και μετά-ιστορική, ενώ ο Αναγνωστάκης φαίνεται συνεχώς απασχολημένος με τη μη υπέρβαση του επιπέδου της συγκεκριμένης ιστορικότητας.
Μένοντας πάντα στο χώρο του ποιήματος που αναφέρθηκε παραπάνω, βλέπουμε ότι οι έννοιες δεν φορτίζονται με οντολογικές αξίες˙ μας παρουσιάζονται μόνο σαν μια συμβολική και συγχρόνως ρεαλιστική εικόνα της μαρτυρικής μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η έμπνευση του Αναγνωστάκη, πράγματι, δεν έχει τίποτε το μεταφυσικό, ούτε ψάχνει εξωτικές παρηγοριές στην ομορφιά της φύσης˙ μια που η ζωτική τροφή της δημιουργικής του φλέβας απορρέει από τη διαλεκτική σχέση που ο ποιητής πλέκει με τους ομοίους του, από τη δραματικότητα της ιστορίας που βιώνει.
Vincenzo Orsina, Ο στόχος και η σιωπή. Εισαγωγή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη, Πρόλογος – επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, μετάφραση Αυγή Καλογιάννη, Νεφέλη, 1995, σ. 19-30 και για τον Αναγνωστάκη, ό.π. σ. 213-226
Όταν λέμε πως ο Αναγνωστάκης είναι ποιητής με έντονη πολιτική συνείδηση ή ακόμη και με ορισμένη πολιτική συνείδηση, δεν πρέπει να απομονώνουμε τη συνείδηση αυτή από το βιωματικό της πυρήνα. Εκείνο που στοιχειώνει το μεταπολεμικό τοπίο στην Ελλάδα είναι οι πράξεις και οι εικόνες των ανθρώπων που τις πραγματοποίησαν. Η καταστροφή του τοπίου, οι γκρεμισμένοι τοίχοι, τα χαλάσματα είναι αντίγραφα και αντίστοιχα ζωής κατεστραμμένων ανθρώπων. Την καταστροφή ακολούθησε η ανοικοδόμηση, η πράξη – για το κέρδος – του θύτη που έχει πλουτίσει στη χώρα της αντιπαροχής. Οι συνέπειες της καταστροφής αλλά και τις καταστροφικής ανοικοδόμησης που έθρεψε την παρασιτική κοινωνία και τράφηκε απ’ αυτήν – γιατί η υφαρπαγή της εξουσίας οδήγησε σ’ έναν κόσμο στον οποίο η δυστυχία και η προσβολή μετατρέπονται σε μάνα του εξουσιαστή, του τυχάρπαστου, του ευκαιριακού και, σε τελευταία ανάλυση, του ανήθικου – δεν προβάλλουν απλώς την οδυνηρή έλλειψη ενός κόσμου που δεν κερδήθηκε. Δείχνουν και την αξιακή κρίση εκείνου που τον υποκατέστησε.
Τα παραπάνω δίνονται μ’ έναν τόνο χαμηλό και πικρό ή καθαρό και σκληρό (όπως στην τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη, τον Στόχο). Όχι μόνο γιατί καμιά λογοτεχνία δεν μπορεί να έχει την ένταση της ίδιας της ζωής (και, επομένως, η λογοτεχνία και η ποίηση που επιχειρούν να δημιουργήσουν ένταση διογκώνοντας το νόημα και αλλοιώνοντας τα εκφραστικά τους μέσα προδίνουν και την ποίηση και τη ζωή) αλλά και για έναν άλλο λόγο, επίσης σημαντικό. Όταν οι αξίες εκπίπτουν ή υφαρπάζονται, το γενετικό τους κύτταρο μπορεί να διατηρηθεί ζωντανό μόνο μέσα σ’ ένα περιβάλλον αξιοπρέπειας, δηλαδή συνέπειας, καθαρότητας και, με άλλα λόγια, επίγνωσης της βαρύτητας και του περιεχομένου των πραγμάτων. Τα πράγματα ουσίας απαιτούν και μια ποίηση ουσίας, που ως τέτοια, δεν μπορεί παρά να εκφράζει ένα απόσταγμα ζωής. Γιατί καμία γραφή δεν έχει νόημα αν δεν είναι, πρωτίστως, συνειδησιακή εγγραφή.
Αντώνης Βιστωνίτης, «Ο λόγος και η σιωπή στον Μανόλη Αναγνωστάκη», Αντί, Μανόλης Αναγνωστάκης (αφιέρωμα), τεύχ. 527-528, 30-7-1993, σ. 28-31 και Για τον Αναγνωστάκη, ό.π., σ. 258-269.
Δείτε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου