Μαρία Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια η φυσική φωνή ως φορέας αισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται η τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των αισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να’ ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να ‘χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση σάμπως ο παράγων Τέχνη να ‘ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση της ψυχής.
[...] Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας. Όμως όλα τούτα τα γνωστά τα σώζει μια πνοή αλήθειας, που ενώ είναι κατάσταση ζωής, δε βουλιάζει στη πεζολογία που πληγώνει, κατορθώνει και κινείται τις περισσότερες στιγμές επάνω απ’ την τριβή, είναι, να πει κανείς, το τριμμένο διασωμένο μέσα σ’ έναν αέρα μουσικής, που βεβαιώνει την παρουσία της ψυχής, μιας ψυχής γυναικείας με την ιδιαίτερη εκείνη υφή της θηλυκότητας.
[...] Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση.
[...]
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είναι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο.
...
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα και στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα.
...
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.
Γιώργος Θέμελης, Νεοέλληνες Λυρικοί, (Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 29), εκδοτ. οίκος Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1959, σ. 50-52
Όμως και πάλι, για να βαστάξει τον πόνο της και να δικαιώσει τη ζωή της – με την πιο μεστή και εξαίσια δικαίωση – και για ν’ αντιπροβάλει ένα φως στο μέγα σκοτάδι του φριχτού Οράματος, της φτάνει που ένας άνθρωπος την αγάπησε, της φτάνει που ένας άνθρωπος την κράτησε στα χέρια του μια νύχτα και την φίλησε στο στόμα. Είναι τόσο πλούσια, τόσο μεγάλη αυτή η χαρά, ώστε την γεμίζει ακόμα και νικάει τον πόνο της, και η ματωμένη φωνή που σκίζεται – μα και που βρίσκει πάντα τη δύναμη να ‘ναι ένας γλυκύτατος κελαϊδισμός – ξεχύνεται στο πιο θεσπέσιο κι ακράτητο ερωτικό υμνολόγημα:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
Κλέων Παράσχος, Νέα Εστία, τόμ. 2, τεύχ. 78, 15-3-1930 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Εισαγωγή – Επιμέλεια – Σχολιασμός, Τάκης Μενδράκος, εκδ. Αστέρι, 1982, σ. 257-265.
Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορομαντικής σχολής, το βιωματικό στοιχείο – τόσο κυριαρχικό σε όλους τους – ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
[...] Γιατί, πέρα απ’ τις κοινότοπες συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά «στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή.
Κώστας Στεργιόπουλος, Η ανανεωμένη παράδοση, Η Ελληνική ποίηση, Εκδ. Σοκόλη, 1980 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 267-271.
Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ’ όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη στο τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος.
[...] Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν, αλλά και υπό την τεχνικήν, τουτέστιν εις την ουσίαν και την υφήν της ποιητικής μορφής, όπου επιδιώκει την λεπτότητα, την λιτότητα, την διαφάνειαν και την οξύτητα. Η λυρική ελεγεία εμφανίζεται εις σημεία τινα του έργου της μετ’ αρτιότητος ουχί συνήθους.
Τέλλος Άγρας, άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., 266-270.
Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και που ‘φτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονίσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψωνόταν κυριάρχη γύρωθε κι απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα.
Άγγελος Σικελιανός, Ελληνικόν Ημερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1945 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 272-274
Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφθεί άμεσα τον αναγνώστη, αν έγραφε για τον αναγνώστη, μ’ άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ’ τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δικής της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειο διέξοδο.
[...] Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως φτάνει ν’ αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη, για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάζει αυτές τις κραυγές:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
........
Πότε άλλοτε η ποίηση μας ανέβασε σε τέτοιες κορυφές ερωτικής απελπισίας;
Γιάννης Χατζίνης, «Η ζωή και η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη», Καθημερινή, 29-9-1954 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, ό.π, σ. 282-289.
Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια η φυσική φωνή ως φορέας αισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται η τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των αισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να’ ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να ‘χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση σάμπως ο παράγων Τέχνη να ‘ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση της ψυχής.
[...] Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας. Όμως όλα τούτα τα γνωστά τα σώζει μια πνοή αλήθειας, που ενώ είναι κατάσταση ζωής, δε βουλιάζει στη πεζολογία που πληγώνει, κατορθώνει και κινείται τις περισσότερες στιγμές επάνω απ’ την τριβή, είναι, να πει κανείς, το τριμμένο διασωμένο μέσα σ’ έναν αέρα μουσικής, που βεβαιώνει την παρουσία της ψυχής, μιας ψυχής γυναικείας με την ιδιαίτερη εκείνη υφή της θηλυκότητας.
[...] Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση.
[...]
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είναι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο.
...
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα και στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα.
...
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.
Γιώργος Θέμελης, Νεοέλληνες Λυρικοί, (Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 29), εκδοτ. οίκος Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1959, σ. 50-52
Όμως και πάλι, για να βαστάξει τον πόνο της και να δικαιώσει τη ζωή της – με την πιο μεστή και εξαίσια δικαίωση – και για ν’ αντιπροβάλει ένα φως στο μέγα σκοτάδι του φριχτού Οράματος, της φτάνει που ένας άνθρωπος την αγάπησε, της φτάνει που ένας άνθρωπος την κράτησε στα χέρια του μια νύχτα και την φίλησε στο στόμα. Είναι τόσο πλούσια, τόσο μεγάλη αυτή η χαρά, ώστε την γεμίζει ακόμα και νικάει τον πόνο της, και η ματωμένη φωνή που σκίζεται – μα και που βρίσκει πάντα τη δύναμη να ‘ναι ένας γλυκύτατος κελαϊδισμός – ξεχύνεται στο πιο θεσπέσιο κι ακράτητο ερωτικό υμνολόγημα:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
Κλέων Παράσχος, Νέα Εστία, τόμ. 2, τεύχ. 78, 15-3-1930 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Εισαγωγή – Επιμέλεια – Σχολιασμός, Τάκης Μενδράκος, εκδ. Αστέρι, 1982, σ. 257-265.
Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορομαντικής σχολής, το βιωματικό στοιχείο – τόσο κυριαρχικό σε όλους τους – ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
[...] Γιατί, πέρα απ’ τις κοινότοπες συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά «στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή.
Κώστας Στεργιόπουλος, Η ανανεωμένη παράδοση, Η Ελληνική ποίηση, Εκδ. Σοκόλη, 1980 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 267-271.
Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ’ όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη στο τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος.
[...] Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν, αλλά και υπό την τεχνικήν, τουτέστιν εις την ουσίαν και την υφήν της ποιητικής μορφής, όπου επιδιώκει την λεπτότητα, την λιτότητα, την διαφάνειαν και την οξύτητα. Η λυρική ελεγεία εμφανίζεται εις σημεία τινα του έργου της μετ’ αρτιότητος ουχί συνήθους.
Τέλλος Άγρας, άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., 266-270.
Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και που ‘φτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονίσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψωνόταν κυριάρχη γύρωθε κι απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα.
Άγγελος Σικελιανός, Ελληνικόν Ημερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1945 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 272-274
Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφθεί άμεσα τον αναγνώστη, αν έγραφε για τον αναγνώστη, μ’ άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ’ τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δικής της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειο διέξοδο.
[...] Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως φτάνει ν’ αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη, για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάζει αυτές τις κραυγές:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
........
Πότε άλλοτε η ποίηση μας ανέβασε σε τέτοιες κορυφές ερωτικής απελπισίας;
Γιάννης Χατζίνης, «Η ζωή και η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη», Καθημερινή, 29-9-1954 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, ό.π, σ. 282-289.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου