Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»: Στο αφηγηματικό έργο του Γ. Βιζυηνού είναι έντονη η επίδραση τόσο της γενέθλιας θρακικής υπαίθρου όσο και της φαναριώτικης και ευρωπαϊκής παιδείας του.

Andrew Judd

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Στο αφηγηματικό έργο του Γ. Βιζυηνού είναι έντονη η επίδραση τόσο της γενέθλιας θρακικής υπαίθρου όσο και της φαναριώτικης και ευρωπαϊκής παιδείας του. Μπορεί να επιβεβαιωθεί αυτό το δεδομένο μέσα από το συγκεκριμένο διήγημα;


Το αφηγηματικό έργο του Γεώργιου Βιζυηνού αποτελεί το ευτυχές αποτέλεσμα ενός συγκερασμού διαφορετικών και συχνά αντίθετων μεταξύ τους στοιχείων, τα οποία υπό τον έλεγχο της συγγραφικής του ευφυΐας κατέληξαν σ’ ένα αριστουργηματικό αποτέλεσμα. Τόσο η ζωή του στην επαρχιακή Θράκη όσο και οι σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Γερμανία, πλούτισαν με σημαντικές εμπειρίες και διεύρυναν την οπτική του Βιζυηνού, ο οποίος στο έργο του επιστρέφει στις εμπειρίες των παιδικών του χρόνων, ελέγχοντάς τες όμως υπό το πρίσμα της επιστημονικής του κατάρτισης στην ψυχολογία και τη φιλοσοφία. Το αμάρτημα της μητρός μου περιέχει τόσο σε γλωσσικό όσο και σε νοηματικό επίπεδο όλες τις διαστρωματώσεις της πνευματικής υπόστασης του συγγραφέα.
Αρχίζοντας από την επίδραση της ζωής του στη Βιζύη, μπορούμε να διακρίνουμε στο συγκεκριμένο διήγημα τη χρήση της απλής δημοτικής γλώσσας στα διαλογικά μέρη, την οποία μάλιστα ο συγγραφέας εμπλουτίζει με στοιχεία του βορειοελλαδίτικου ιδιώματος, μεταφέροντας έτσι τη γνήσια γλωσσική αίσθηση της γενέτειράς του. Η γλώσσα άλλωστε του διηγήματος γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα λόγω της διάθεσης του συγγραφέα να συνδυάσει την καθαρότητα της δημοτικής γλώσσας με την απλότητα των ηρώων του που κινούνται πάντοτε γύρω από βασικές καθημερινές θεματικές. Οι διάλογοι μεταξύ των κατοίκων του χωριού μπορεί να στερούνται βάθους, διαθέτουν όμως τη γνησιότητα εκείνη που διαπνέει το λόγο του ανθρώπου που δε διστάζει να πει τα πράγματα ως έχουν, επιτρέποντας στο Βιζυηνό να ενισχύσει τη χιουμοριστική πλευρά μιας ολωσδιόλου δύσκολης περιόδου της ζωής του. “Είμαι γέρος μωρή, είμαι γέρος, και αν δεν το «τσούξω» κομμάτι, δεν βλέπουν καλά τα μάτια μου.”
Στο αμάρτημα της μητρός μου δεν ακούμε απλώς τη γλώσσα των κατοίκων της Βιζύης, μαθαίνουμε παράλληλα τις αντιλήψεις που διέπουν την καθημερινότητά τους και μαθαίνουμε να αντικρίζουμε τον κόσμο μέσα από τη δική τους απλοϊκή αλλά στέρεη οπτική που έχει διανύσει εκατοντάδες χρόνια απαράλλαχτη. Οι κάτοικοι του χωριού κινούνται με βάση όσα έχουν μάθει από τους προγόνους τους οι οποίοι με τη σειρά τους τα έμαθαν από τους δικούς τους προγόνους κι έτσι βλέπουμε στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον κόσμο να αναβιώνουν τρόποι και σκέψεις ενός ουσιαστικά πολύ απομακρυσμένου παρελθόντος. “Όλος ο κόσμος έλεγεν ότι είχεν «εξωτικόν».” Η ασθένεια που αντιστέκεται στα πρόχειρα γιατρικά τους δεν μπορεί παρά να είναι κάποιο δαιμόνιο που έχει καταλάβει τον ασθενή.
Επιπλέον, μέσα στο διήγημα αυτό αναβιώνουν μια σειρά εθίμων τα οποία είτε αφορούν τον τρόπο που είχαν οι κάτοικοι του χωριού να γιορτάζουν τις χαρές τους, όπως το γάμο, ή να εκφράζουν τη λύπη του, όπως το πένθος, είτε λειτουργούσαν ως συμπληρωματικό μέσο εκεί που απουσίαζε το νομικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα η διαδικασία της υιοθεσίας. Η θρησκευτική διάσταση των εθίμων συνδυάζεται με την κυριαρχία λαϊκών αντιλήψεων που σχετίζονται με τις απόψεις των ανθρώπων για το τι είναι σωστό και τι οφείλουν να πράττουν σε κάθε περίσταση.
Πέραν όμως από τη διάθεση του συγγραφέα να τιμήσει τον τόπο καταγωγής του παρουσιάζοντας στο αναγνωστικό κοινό τους τρόπους και τη ντοπιολαλιά της γενέτειράς του, ο Βιζυηνός έχει δεχτεί και την ιδιαίτερη επίδραση των σπουδών αλλά και της παραμονής του σε σημαντικά αστικά κέντρα. Η παραμονή του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, θα φέρει το Βιζυηνό σ’ επαφή με τον κόσμο του Φαναριού και παράλληλα θα ενισχύσει την επαφή του με τη θρησκεία, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από την παραμονή του στην Κύπρο υπό την προστασία του εκεί Αρχιεπισκόπου. Η επίδραση που του ασκεί η Κωνσταντινούπολη και η Φαναριώτικη παιδεία είναι εμφανής στην επιλογή της βασικής αφηγηματικής του γλώσσας, την καθαρεύουσα. Ο Βιζυηνός θα εντάξει βέβαια στα διαλογικά μέρη του κειμένου τη δημοτική, αλλά θα παραμείνει πιστός στην καθιερωμένη γλώσσα της αφήγησης, φροντίζοντας πάντως να αποφύγει τους αρχαϊσμούς που δημιουργούν ψυχρότητα και δίνοντάς μας μια πιο προσιτή μορφή της καθαρεύουσας. Επιπλέον, η επίδραση του Φαναριού γίνεται αισθητή στην έντονη παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου στο έργο του, η οποία άλλωστε είναι συνεπής και με την αδιάσπαστη επαφή του λαϊκού αισθήματος με το χριστιανισμό.
Σημαντική, επίσης, είναι η συγκράτηση που διακρίνουμε στην εξέλιξη της αφήγησης του Βιζυηνού, ο οποίος παρά το γεγονός ότι αφηγείται επίπονες εμπειρίες από το παρελθόν του δεν καταφεύγει ποτέ σε έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα και φροντίζει να διατηρεί τους ήρωές του σ’ ένα μετρημένο πλαίσιο συμπεριφοράς. Ο Βιζυηνός έχει επηρεαστεί εδώ σε μεγάλο βαθμό από το λόγιο περιβάλλον του Φαναριού, όπου οι ακρότητες και οι συναισθηματικές εντάσεις δεν είχαν λόγο ύπαρξης και φροντίζει να αποδώσει την ιστορία του διατηρώντας, όπου είναι απαραίτητο, την αποστασιοποίηση που θα του επιτρέψει να ξεφύγει από περιττούς μελοδραματισμούς που δεν έχουν, άλλωστε, τίποτε να προσφέρουν στην αφήγησή του.
Τα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιαίτερη προσωπικότητα του συγγραφέα δεν περιορίζονται στην επαφή του με τον απλό κόσμο της επαρχίας και το λόγιο θρησκευτικό κόσμο της Κωνσταντινούπολης, ο Βιζυηνός πέρασε αρκετά χρόνια εντρυφώντας στην επιστήμη της ψυχολογίας και αυτό γίνεται έντονα αισθητό σε όλο του το αφηγηματικό έργο. Ειδικότερα στο αμάρτημα της μητρός μου μπορούμε να διακρίνουμε την φροντίδα του συγγραφέα να αποδώσει τις λεπτές συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων του, την καταγραφή των κινήτρων τους και τις συναισθηματικές τους ανάγκες που κάποτε μένουν χωρίς ανταπόκριση. Ο Βιζυηνός δεν μένει στην επιφάνεια των γεγονότων αλλά επιχειρεί να ερμηνεύσει τους λόγους που ωθούν τα πρόσωπα της ιστορίας τους σε διάφορες πράξεις αλλά και τον αντίκτυπο που έχουν ορισμένα γεγονότα στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά τους. Άλλωστε, όλο αυτό το διήγημα θα ήταν πολύ διαφορετικά δοσμένο αν ο συγγραφέας δεν είχε κατανοήσει την επίδραση που είχε στον ίδιο αλλά και στα αδέρφια του η ιδιαίτερη αφοσίωση της μητέρας του στα κορίτσια που πέρασαν από την οικογένειά τους. Ο συγγραφέας κατανοεί την αξία των πρώιμων εμπειριών και την επίδραση που ενδέχεται να έχουν οι συναισθηματικές αυτές εμπειρίες στη μετέπειτα εξέλιξη μιας προσωπικότητας γι’ αυτό κι επιστρέφει στο παρελθόν και εξετάζει τις επιπτώσεις του μητρικού αμαρτήματος στη δόμηση της δικής του ψυχοσύνθεσης. Η στέρηση της μητρικής αγάπης που τότε έμοιαζε ακατανόητη και προκάλεσε πόνο στο συγγραφέα ελέγχεται τώρα, δικαιολογείται και οδηγείται σε μια λυτρωτική κάθαρση, τουλάχιστον για το συγγραφέα.
Σημαντική τέλος, είναι η ενασχόληση του Βιζυηνού με τις ευρωπαϊκές μπαλάντες (ballare ιταλικό ρήμα που σημαίνει χορεύω, το οποίο προέρχεται από το αρχαιοελληνικό βαλλίζω, εκ του οποίου οι Έλληνες ονόμαζαν τις μπαλάντες βαλλίσματα). Οι μπαλάντες αποτελούν αφηγηματικά ποιήματα στα οποία παρουσιάζονται δραματικές ιστορίες με τραγικό χαρακτήρα και έντονες συγκρούσεις. Ο Βιζυηνός εμπνέεται από την ένταση που κυριαρχεί στις μπαλάντες και από τις τραγικές εναλλαγές στη μοίρα των ηρώων και αναζητά να αναδείξει αντίστοιχα στοιχεία στις δικές του ιστορίες. Η τραγικότητα της μητέρας, ο συγκλονισμός που της προκαλείται από το πλάκωμα του παιδιού της, οι συγκρούσεις με το συγγραφέα – παιδί, η ανατροπή της τελικής εξομολόγησης, είναι στοιχεία που τονίζουν τη δραματικότητα του αφηγήματος αυτού και δείχνουν την άμεση σχέση της αφήγησης του Βιζυηνού με τις μπαλάντες.

Δείτε επίσης:

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φαρμακολύτρια», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου