Sandi Baker
Κώστας Βάρναλης
Κώστας Βάρναλης, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής, γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884 και πέθανε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα και από το 1908 ως το 1918 εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση. Στα φοιτητικά του χρόνια πήρε ενεργό μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα και παράλληλα άρχισε να ασχολείται με την ποίηση, εκδίδοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του, Κηρήθρες, το 1905. Το 1919 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία και αισθητική. Κατά την εκεί παραμονή του ήρθε σε επαφή με τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, συμμετείχε στις ιδεολογικές ζυμώσεις και αναζητήσεις της μεταπολεμικής εποχής και μυήθηκε στον διαλεκτικό υλισμό και στη μαρξιστική ιδεολογία. Το 1920 ανακλήθηκε η υποτροφία του, η οποία του ξαναδόθηκε το 1923, γεγονός που του επέτρεψε να πάει και πάλι στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1924, ανέλαβε να διδάξει νεοελληνική φιλολογία στην Παιδαγωγική Ακαδημία, με διευθυντή το Δημήτρη Γληνό. Εξαιτίας της ιδεολογικής του τοποθέτησης αλλά και των έργων του (Το φως που καίει και Ο λαός των μουνούχων, 1922 και 1923 αντίστοιχα) του επιβλήθηκε εξάμηνη παύση και αργότερα, το 1926, οριστική απόλυση και αποκλεισμός από κάθε δημόσια θέση. Έφυγε και πάλι για το Παρίσι, όπου έμεινε ένα μικρό διάστημα, και επιστρέφοντας εργάστηκε για λόγους βιοποριστικούς στη σύνταξη εγκυκλοπαιδικών λεξικών και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Το 1935 πήρε μέρος στο Συνέδριο Ρώσων Συγγραφέων στη Μόσχα. Την ίδια χρονιά εξορίστηκε για δύο μήνες στη Μυτιλήνη και στον Άγιο Ευστράτιο. Παρά τις διώξεις που υπέστη, παρέμεινε συνεπής στην ιδεολογική τοποθέτησή του. Το 1959 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίζεται το 1904, από τις σελίδες του Νουμά και τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Στις πρώτες του ποιητικές συνθέσεις φαίνεται να ακολουθεί τις βασικές αρχές του παρνασσισμού, αποφεύγοντας κάθε κοινωνικό και εθνικό προβληματισμό και αντλώντας τα θέματά του από την αρχαιότητα. Η πρώτη φάση της δημιουργίας του κλείνει με το μακροσκελές ποίημα Προσκυνητής (1919), στο οποίο υμνεί την πατρίδα του, τον πολιτισμό της και τη ζωντανή λαϊκή παράδοσή της. Η δεύτερη φάση του έργου του εγκαινιάζεται με τη μακροσκελή σύνθεση Το φως που καίει (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 υπό το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας και ξαναγράφτηκε και τυπώθηκε με τ' όνομά του δέκα χρόνια αργότερα), που ο Beaton τη χαρακτηρίζει «επαναστατικό έργο ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή». Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), που ο τίτλος της παραπέμπει στους Ελεύθερους πολιορκημένους του Σολωμού και πιθανόν και στους Σκλάβους στα δεσμά τους του Θεοτόκη. Τα χρόνια που ακολούθησαν έγραψε λίγα ποιητικά κείμενα, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τον παραδοσιακό στίχο και χωρίς να πειραματιστεί στη νεωτεριστική γραφή. Το 1965 κυκλοφόρησε η συλλογή ποιημάτων του Ελεύθερος κόσμος, και το 1975, λίγο μετά τον θάνατό του, η συλλογή Οργή λαού, με την επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη.
Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Βάρναλης έχει αφήσει εκτεταμένο και σημαντικό αφηγηματικό και κριτικό έργο. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται η συλλογή διηγημάτων Ο λαός των μουνούχων (1923), η μελέτη του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), που αποτελεί την πρώτη σοβαρή προσπάθεια μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931), Ζωντανοί άνθρωποι (1939), Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947), το θεατρικό Άτταλος ο Γ΄ (1972), τα Φιλολογικά απομνημονεύματά του (1980, μετά τον θάνατό του, με επιμέλεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου).
Η κριτική για το έργο του
«Ο Βάρναλης δε φέρνει καμιά σπουδαία ανανέωση στη μορφή του παραδοσιακού στίχου. Άριστος τεχνίτης και δουλευτής ο ίδιος, συνεχίζει τις έτοιμες παραδοσιακές φόρμες, προβάλλοντας ένα καινούργιο περιεχόμενο και δίνοντας μια νέα απόχρωση στη γλώσσα του ρεαλισμού και της σάτιρας, καθώς απ’ τη μια ζωγραφίζει την κατάπτωση του αστικού κόσμου και την αθλιότητα των απόκληρων της κοινωνίας, κι απ’ την άλλη εκφράζει τα αντιπολεμικά κι επαναστατικά του συνθήματα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν αισθάνεται την ανάγκη να φύγει από την ως τότε καθιερωμένη στιχουργική, που μιλάει αμεσότερα στις πλατιές μάζες. [...] Η προβολή των κοινωνικών θεμάτων από μια ορισμένη ιδεολογική σκοπιά, η ανάμιξή τους με τη σάτιρα και το ρεαλισμό και η ταυτόχρονη συνύπαρξη του ρεαλισμού με κάποιους λυρικούς και θερμούς ανθρωπιστικούς τόνους, εδραιωμένους σε μια μόνιμα προσγειωμένη αντίληψη ζωής, είναι ό,τι τελικά χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη παρουσία του ποιητή στα γράμματά μας.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Κώστας Βάρναλης», Η ελληνική ποίηση. Η ανανεωμένη παράδοση, Σοκόλης, Αθήνα, 1980, σελ. 122)
«Η κριτική όχι άδικα θεωρεί τον Προσκυνητή σταθμό στην ποίηση του Βάρναλη και τον χρησιμοποιεί σαν ορόσημο, για να χωρίσει το έργο του σε δυο περιόδους: στην πριν το 1919 και στη μετά το 1920. Από την άποψη αυτή είναι πραγματικά ένα “ποίημα-σταθμός”. Μακρόπνοο αλλά φλύαρο, σημαντικό για τη μετέπειτα πορεία του, αλλά αποτυχημένο κι έξω απ’ τα νερά του, τον στρέφει απ’ το “εγώ” στο “εμείς” και τον προωθεί από το άτομο στην ομάδα, όσο κι αν τον κρατάει ακόμα μέσα στα όρια του εθνικισμού. [...]
Αμέσως ύστερα ο Βάρναλης θα βρεθεί στα ακραία φυλάκια του μαρξιστικού κινήματος, κι ό,τι θα γράψει από δω και μπρος, είτε ποίηση είτε αφηγηματική πεζογραφία και κριτική, θα κινηθεί γύρω απ’ το σταθερό τούτο κέντρο. Έτσι θα δημιουργήσει τις δυο μεγάλες συνθέσεις του: Το φως που καίει και τους Σκλάβους πολιορκημένους και θα τις δώσει [...] σ’ ένα άθροισμα από αυτοτελείς τις πιο πολλές φορές ποιητικές μονάδες, αλλού αναμιγνύοντας και πεζά μέρη κι αλλού παρεμβάλλοντας επεξηγηματικές σημειώσεις, για να γεφυρώσει τα χάσματα, κάτι ανάμεσα σε σκηνικές οδηγίες και στις σημειώσεις των ατέλειωτων ποιημάτων του Σολωμού, αναπτύσσοντας τις ιδέες του διαλεκτικά, με βάση το σχήμα: θέση-αντίθεση-σύνθεση. Στο Φως που καίει, έργο κοινωνικό και φιλοσοφικό, το πρώτο χρονολογικά της αριστερής λογοτεχνίας στον τόπο μας, κινείται στο χώρο των ιδεών, έξω από συγκεκριμένο τόπο, και χρησιμοποιεί “πρόσωπα-σύμβολα”, για να ντύσει ποιητικά τις ιδέες και να τις ενσαρκώσει, αποφεύγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αφαίρεση και το άμεσο κήρυγμα με το λόγο, που δολοφονούν την ποίηση.
Στους Σκλάβους πολιορκημένους εντοπίζεται στον ελληνικό χώρο και κινείται αντίστροφα: βγάζει τις ιδέες από τα πράγματα, μετατρέποντας, καθώς φαίνεται κι απ’ την αντιστροφή του τίτλου, τον σολωμικό ιδεαλισμό των Ελεύθερων Πολιορκημένων σε διαλεκτικό ματεριαλισμό και κάνοντας ταυτόχρονα με τη σάτιρά του οξύτατη κριτική της σύγχρονής του νεοελληνικής πραγματικότητας.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Κώστας Βάρναλης», ό.π., σελ. 123-124)
«Το 1922, ο Βάρναλης δημοσίευσε το εκτενές έργο του Το φως που καίει. Πρόκειται για επαναστατικό έργο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο: από τα τρία μέρη το πρώτο είναι γραμμένο σε πεζό, ενώ το δεύτερο και το τρίτο σε στίχους. [...] Το φως που καίει είναι το πρώτο μαρξιστικό λογοτεχνικό έργο στα ελληνικά. Με τη μορφολογική και υφολογική ποικιλία του καθώς και με την ποικιλία των αντιδράσεων που επιθυμεί να προκαλέσει στον αναγνώστη, με τα διαφορετικά μέρη του, αντιπροσωπεύει μια εντελώς συνειδητή προσπάθεια του ποιητή να λύσει προβλήματα έκφρασης, τα οποία είχαν απασχολήσει πολιτικά στρατευμένους συγγραφείς κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του εικοστού αιώνα. Δεδομένης μάλιστα μιας έντονης υλιστικής πίστης στην κοινωνική αλλαγή, τι ρόλο παίζει στο κομμουνιστικό κίνημα μια τέχνη με αστικά κυρίως προηγούμενα; Πού θα βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην υπονόμευση της παλαιάς τάξης με τη σάτιρα, και την εξαγγελία της νέας με τη βοήθεια της προπαγάνδας; Μέχρι ποιο σημείο η ποίηση μπορεί να προχωρήσει προς την κατεύθυνση της προπαγάνδας, ώστε να είναι ακόμη σε θέση να διεκδικεί τα προνόμια της τέχνης; Από την άλλη μεριά, κατά πόσο είναι νόμιμο για έναν μαρξιστή να θρηνεί τον ξεπεσμό της αστικής κουλτούρας, των αξιών και των πνευματικών οριζόντων, με τους οποίους έχει γαλουχηθεί; Και πάνω απ’ όλα πώς θα προσαρμοστεί η ποιητική της μη κομμουνιστικής κουλτούρας στις ανάγκες της νέας κοινωνίας; Ο Βάρναλης ήταν ο πρώτος συγγραφέας που αντιμετώπισε πλήρως τα ζητήματα αυτά, και οι λύσεις που πρότεινε στο Φως που καίει καθιέρωσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεταγενέστεροι ποιητές, όπως ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος και ο Αναγνωστάκης, αλλά και πεζογράφοι, όπως ο Χατζής, ο Χάκκας και ο Αλεξάνδρου, χρειάστηκε αργότερα να λειτουργήσουν για να βρουν τις δικές τους λύσεις.»
(R. Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σελ. 160-161)
«Ο Βάρναλης, παρότι ιδεολογικά ενταγμένος, πολιτικά έμεινε παροδίτης του κόμματος. Άλλωστε εξακολουθούσε να ασκεί μια λογοτεχνία που απέκλειε την ποίηση των περιστατικών, ακόμη και των περιστάσεων. Κι όμως οι Σκλάβοι πολιορκημένοι είναι ένας τέτοιος απόηχος. Και εδώ η απήχηση των ιδεολογικών εξελίξεων δείχνεται αρνητικά και συμβολικά. Αρνητικά, με την έννοια πως απουσιάζει το πνεύμα της ανταρσίας, το γκρέμισμα των πατρίδων, ό,τι τέλος πάντων συγκροτούσε ως κυρίαρχη διάθεση Το φως που καίει. Αντίθετα ο κόσμος είναι συγκεντρωμένος και πάλι γύρω από συμβατικούς άξονες, λ.χ. τη “γη” ή “το σπίτι”. Και η διαλεκτική των αντιθέτων δεν είναι αντίδικη όπως πριν, αλλά έχει αλληλοσυμπληρωματική κίνηση και ενιαία φορά: “άντρας-γυναίκα”, “κορμί-ψυχή”, “το θείο ήτοι το ανθρώπινο πάθος” [...].»
(Γ. Δάλλας, «Κώστας Βάρναλης», Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα, 1979, σελ. 226-227)
«Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του, που δεν εύρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστική βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με τη φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του και με το διαλεχτικό ματεριαλισμό, που καταχτάει το νου του σαν ένα ψυχόρμητο. Ο Βάρναλης βρήκε τον αληθινό εαυτό του. Οι ιστορικές συμβολικές μορφές, που αγωνιζότανε μάταια να τις συλλάβει και να τις αναστήσει μέσα στη θολή και ψεύτικη ατμόσφαιρα του ιδεαλισμού, ξύπνησαν ολοζώντανες, γέμισαν από νόημα ανθρώπινο, πήρανε σάρκα και χρώμα και πνοή μόλις τις αντίκρισε ρεαλιστικά και επαναστατικά. Τώρα μπορεί να επιχειρήσει τον τεράστιο άθλο να βάλει να μιλήσουνε ανθρώπινα και νοητά από σημερινούς ανθρώπους, τον Προμηθέα και το Χριστό και την Παναγία και το Σωκράτη. Οι άδειες σκιές, τα σκέλεθρα της ιστορίας περπάτησαν ανάμεσά μας, μίλησαν τη γλώσσα μας, άγγιξαν την καρδιά μας.»
(Δ. Γληνός, «Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης», Εκλεκτές σελίδες, τ. Β΄, Στοχαστής, Αθήνα, 1971, σελ. 135)
«Το πιο γνωστό από τα ποιήματά του [Βάρναλη], ας το ξαναπούμε, “Οι μοιραίοι”, είναι ένα σιγαλόφωνο παράπονο, μια θλίψη για τη ζωή την αζώητη της φτωχολογιάς. Μισούσε το στόμφο. Και, φυσικά, και το στερνό ψίχουλο της μεταφυσικής. Είχε στυλωμένα τ’ αυτιά του (κι ήταν τόσο βαρήκοος που συχνά τον απέλπιζε το συνομιλητή του), ολάνοιχτα τα μάτια του, στα μηνύματα των καιρών. Ήταν ένας συνειδητός άνθρωπος κι ένας συνειδητός μεροκαματιάρης του πνεύματος. Δεν αγαπούσε τις αβεβαιότητες και τις εκκρεμότητες που δημιουργούν οι νεφελοκοκυγίες στ’ ακοίμητα πνεύματα.»
(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Συντομογραφία του Βάρναλη», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975, σελ. 17)
«Ο Κώστας Βάρναλης είναι τώρα ανοιχτός προς την εκλεκτικότητα, που οι αισθητικές προτιμήσεις της πρώτης περιόδου του κληροδότησαν, και προς μια λαϊκότερη γλώσσα. Το διπλό αυτό άνοιγμα ισχύει κατ’ εξοχήν για την ποίησή του, όπου το γλωσσικό του όργανο, που ως τώρα αποτελούσε προέκταση των προσωπικών του στόχων, των αισθητικών αντιλήψεων του καιρού του και των διεργασιών της μνήμης του, προβάλλει ισχυρή αντίσταση. Στην πεζογραφία και τα κριτικά του δοκίμια κατόρθωσε να ενσταλάξει ενιαία γραμμή και στη συντακτική δομή του λόγου και στο ύφος. Στην ποίησή του, αντίθετα, ανιχνεύονται καθαρά τα διάφορα στρώματα των γλωσσικών εποχών του. Κι όταν ακόμη θα προχωρήσει σε μια ρεαλιστικότερη ποίηση, η επεξεργασία της φόρμας, η εκλεκτικότητα στην επιλογή του λεξιλογίου και η κάποια ανεκτικότητα στις διολισθήσεις των λόγιων λέξεων επισημαίνονται και στις δύο συλλογές του, Το φως που καίει (1922) και Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927). Όπως είναι γνωστό, Το φως που καίει παρουσιάστηκε σε δεύτερη έκδοση το 1933. [...] Φυσικά η ποιητική του τέχνη έχει κατορθώσει να απαλλαγεί από τις αδυναμίες της, ο στόχος της όμως βασικά παραμένει αναλλοίωτος. Η δομή του λόγου πρέπει να είναι μουσική, απαλή όμως κι ευχάριστη στην ακοή. Μετά τον Παρνασσισμό, ο συμβολισμός, που έχει πια κυριαρχήσει στην ελληνική ποίηση, θα διοχετεύσει οπωσδήποτε και τα δικά του ρίγη για την ολοκλήρωση αυτού του σκοπού, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται και η ποικιλία του λεξιλογίου και των μοτίβων που θα χρησιμοποιηθούν.»
(Τ. Καρβέλης, Δεύτερη ανάγνωση, Καστανιώτης, Αθήνα, 1984, σελ. 166-167)
«Η σάτιρα είναι λοιπόν η ορίζουσα και της πολιτικής και της υπαρξιακής στάσης του στη ζωή. Μιας πολιτικής στάσης, που, καθώς θα φανεί, συμφύεται και αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια πρόωρη υπαρξιακή ως την καρικατούρα διόγκωση της μέθης και του οργασμού της στιγμής και μια ύστερη υπαρξιακή ως την ελεεινολογία παράκρουση για το ρήμαγμα ολόκληρης της ζωής. Και εκεί σαν να κομματιάζεται σε χιλιάδες σπαράγματα η πικρή γεύση του προδρομικού στίχου Αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος! Και έτσι μόνον από στάση ζωής γίνεται και στάση του έργου, σύμφυτη με την πεζογραφία του και γόνιμα μεταφυτευμένη στην ποίησή του. Γίνεται κινητήρια δύναμη του πνεύματός του, και έτσι μοιάζει να είναι γεννήτρια όλου του έργου του.»
(Γ. Δάλλας, «Κώστας Βάρναλης», Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα, 1979, σελ. 213)
«Με Το φως που καίει ο Βάρναλης θα μεταπηδήσει από την ποίηση του ατόμου στην κοινωνική ποίηση, κι απ’ τον διονυσιασμό (που κατά βάθος είναι μια διάθεση ψυχικού δοσίματος, αφού στη μέθη επάνω τα σύνορα που χωρίζουν τα άτομα συντρίβονται, κι ο άνθρωπος αδελφώνεται με τον άνθρωπο) στη συνειδητή επιδίωξη της πανανθρώπινης αλληλεγγύης. Αλλά και με τα παλαιότερα ήδη ποιήματά του μας είχε δείξει πως ήξερε να βλέπει —και στις διονυσιακές του ακόμα στιγμές— ρεαλιστικώτερα τους ανθρώπους. Ήταν επομένως φυσικό μια μέρα να θελήσει να εμβαθύνει στις συνθήκες της ζωής τους και να ονειρευτεί και γι’ αυτούς ακόμα την ευτυχία. “Η αντίληψη περί απολύτου ελευθερίας του πνεύματος μου είναι αηδής”, θα δηλώσει τώρα. “Κάθε καιρός έχει ωρισμένες μέσα του δυνάμεις φανερές ή λανθάνουσες. Η Τέχνη η αληθινή αυτές τις δυνάμεις τις πραγματοποιεί και τις κάμνει “ιδανικά ζωντανά”.Φρονώ πως όσο η Τέχνη γίνεται πιο σκόπιμη τόσο πιο αξιοπρόσεκτη και πιο στέρεη γίνεται”.»
(Τ. Μαλάνος, Βάρναλης, Αυγέρης, Καρυωτάκης, Καστανιώτης, Αθήνα, 1983, σελ. 29)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου