Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή και πώς εναλλάσσονται τα συναισθήματά του στην ενότητα; Να απαντήσετε σχολιάζοντας ιδιαίτερα τη φράση «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια».
«Ἠσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τὸν ἐαυτόν μου ὡς νὰ ἤμην ἕν με τὸ κῦμα, ὡς νὰ μετεῖχαν τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καὶ ἁλμυρᾶς καὶ δροσώδους.» Ο αφηγητής στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας βρίσκεται αρχικά σε πολύ καλή διάθεση, καθώς απολαμβάνει την επαφή με τη φύση που του προσφέρει το κολύμπι στη θάλασσα κι αμέσως μετά είναι έτοιμος να επιστρέψει στη φροντίδα του κοπαδιού του. «Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τὸ πρώτον βῆμα, ἀκούω σφοδρὸν πλατάγισμα εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τὸ κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογχυλοστρώτου καὶ νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ Μόσχου, κ᾿ ἐλούετο εἰς τὴν θάλασσαν. Δὲν θὰ ἐρριψοκινδύνευᾳ νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης.»
Η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή αλλάζει ξαφνικά όταν συνειδητοποιεί πως εκεί που κολυμπούσε πριν από λίγο εκείνος, έχει τώρα πέσει να κολυμπήσει η Μοσχούλα, γεγονός που τον φέρνει σε δύσκολη θέση, μιας και γνωρίζει πως η κοπέλα συνηθίζει να κολυμπά σ’ αυτό το μέρος κατά τη διάρκεια της ημέρας και αντιλαμβάνεται πως θα φανεί στους άλλους σα να βρέθηκε σκόπιμα εκεί για να παρακολουθήσει τη Μοσχούλα. «Ὤ! πῶς θὰ ἐξαφνίζετο. θὰ ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θὰ ἐφώναζεν, εἶτα θὰ μὲ κατηγόρει διὰ σκοποὺς ἀθεμίτους, καὶ τότε ἀλλοίμονον εἰς τὸν μικρὸν βοσκόν!» Ο νεαρός αφηγητής αναζητά έναν τρόπο διαφυγής, γιατί είναι σαφές πως αν η κοπέλα τον αντιληφθεί, ο ίδιος θα τιμωρηθεί μόνο και μόνο γιατί βρισκόταν εκεί, καθώς είναι προφανές πως όλοι θα θεωρήσουν πως είχε αθέμιτες προθέσεις. Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται πως η εξέλιξη αυτή είναι δυνητικά επικίνδυνη για τον ίδιο, εντούτοις δεν μπορεί να κατανικήσει την περιέργεια που αισθάνεται και την επιθυμία του να θαυμάσει την ομορφιά της Μοσχούλας. «Ἐντοσούτω ὅσον ἀθῷος καὶ ἂν ἤμην, ἡ περιέργεια δὲν μοῦ ἔλειπε. Καὶ ἀνερριχήθην πάλιν σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων ἔκυψα νὰ ἴδω τὴν κολυμβώσαν νεανίδα.» Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί τυχαία και δεν υπήρχε κανένας σκόπιμος σχεδιασμός από μέρους του, τελικά παρασύρεται από την έλξη του για τη Μοσχούλα και αφήνεται στην απόλαυση που του προσφέρει η θέαση του γυμνού σώματος της κοπέλας. «Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τὰ ἐπίγεια.» Ο αφηγητής ξεχνά πλέον τις ανησυχίες του και τις σκέψεις διαφυγής και μένει εκεί έκθαμβος να κοιτάζει την όμορφη Μοσχούλα, νιώθοντας πως ζει ένα υπέροχο όνειρο. «Καὶ πάλιν δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὸ ὄνειρον... Αἴφνης εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ πραγματικοῦ κόσμου μ᾿ ἐπανέφερεν ἡ φωνὴ τῆς κατσίκας μου. Ἡ μικρὴ Μοσχούλα ἤρχισεν αἴφνης νὰ βελάζῃ!» Ο νεαρός βοσκός θα μπορούσε να μείνει εκεί για ώρες κοιτάζοντας την κοπέλα να κολυμπά, αλλά το βέλασμα της μικρής κατσίκας τον επαναφέρει στην πραγματικότητα και τον αναγκάζει να σπεύσει σε βοήθεια της Μοσχούλας – κατσίκας.
Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή και πώς εναλλάσσονται τα συναισθήματά του στην ενότητα; Να απαντήσετε σχολιάζοντας ιδιαίτερα τη φράση «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια».
«Ἠσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τὸν ἐαυτόν μου ὡς νὰ ἤμην ἕν με τὸ κῦμα, ὡς νὰ μετεῖχαν τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καὶ ἁλμυρᾶς καὶ δροσώδους.» Ο αφηγητής στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας βρίσκεται αρχικά σε πολύ καλή διάθεση, καθώς απολαμβάνει την επαφή με τη φύση που του προσφέρει το κολύμπι στη θάλασσα κι αμέσως μετά είναι έτοιμος να επιστρέψει στη φροντίδα του κοπαδιού του. «Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τὸ πρώτον βῆμα, ἀκούω σφοδρὸν πλατάγισμα εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τὸ κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογχυλοστρώτου καὶ νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ Μόσχου, κ᾿ ἐλούετο εἰς τὴν θάλασσαν. Δὲν θὰ ἐρριψοκινδύνευᾳ νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης.»
Η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή αλλάζει ξαφνικά όταν συνειδητοποιεί πως εκεί που κολυμπούσε πριν από λίγο εκείνος, έχει τώρα πέσει να κολυμπήσει η Μοσχούλα, γεγονός που τον φέρνει σε δύσκολη θέση, μιας και γνωρίζει πως η κοπέλα συνηθίζει να κολυμπά σ’ αυτό το μέρος κατά τη διάρκεια της ημέρας και αντιλαμβάνεται πως θα φανεί στους άλλους σα να βρέθηκε σκόπιμα εκεί για να παρακολουθήσει τη Μοσχούλα. «Ὤ! πῶς θὰ ἐξαφνίζετο. θὰ ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θὰ ἐφώναζεν, εἶτα θὰ μὲ κατηγόρει διὰ σκοποὺς ἀθεμίτους, καὶ τότε ἀλλοίμονον εἰς τὸν μικρὸν βοσκόν!» Ο νεαρός αφηγητής αναζητά έναν τρόπο διαφυγής, γιατί είναι σαφές πως αν η κοπέλα τον αντιληφθεί, ο ίδιος θα τιμωρηθεί μόνο και μόνο γιατί βρισκόταν εκεί, καθώς είναι προφανές πως όλοι θα θεωρήσουν πως είχε αθέμιτες προθέσεις. Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται πως η εξέλιξη αυτή είναι δυνητικά επικίνδυνη για τον ίδιο, εντούτοις δεν μπορεί να κατανικήσει την περιέργεια που αισθάνεται και την επιθυμία του να θαυμάσει την ομορφιά της Μοσχούλας. «Ἐντοσούτω ὅσον ἀθῷος καὶ ἂν ἤμην, ἡ περιέργεια δὲν μοῦ ἔλειπε. Καὶ ἀνερριχήθην πάλιν σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων ἔκυψα νὰ ἴδω τὴν κολυμβώσαν νεανίδα.» Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί τυχαία και δεν υπήρχε κανένας σκόπιμος σχεδιασμός από μέρους του, τελικά παρασύρεται από την έλξη του για τη Μοσχούλα και αφήνεται στην απόλαυση που του προσφέρει η θέαση του γυμνού σώματος της κοπέλας. «Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τὰ ἐπίγεια.» Ο αφηγητής ξεχνά πλέον τις ανησυχίες του και τις σκέψεις διαφυγής και μένει εκεί έκθαμβος να κοιτάζει την όμορφη Μοσχούλα, νιώθοντας πως ζει ένα υπέροχο όνειρο. «Καὶ πάλιν δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὸ ὄνειρον... Αἴφνης εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ πραγματικοῦ κόσμου μ᾿ ἐπανέφερεν ἡ φωνὴ τῆς κατσίκας μου. Ἡ μικρὴ Μοσχούλα ἤρχισεν αἴφνης νὰ βελάζῃ!» Ο νεαρός βοσκός θα μπορούσε να μείνει εκεί για ώρες κοιτάζοντας την κοπέλα να κολυμπά, αλλά το βέλασμα της μικρής κατσίκας τον επαναφέρει στην πραγματικότητα και τον αναγκάζει να σπεύσει σε βοήθεια της Μοσχούλας – κατσίκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου