Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
Πώς δικαιολογείται ο φόβος της Μοσχούλας στη θέα του βοσκού και της βάρκας;
Ἡ νεαρὰ κόρη, εἴτε ἤκουσεν εἴτε ὄχι τὴν φωνὴν τῆς κατσίκας - μᾶλλον φαίνεται ὅτι τὴν ἤκουσε, διότι ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸ μέρος τῆς ξηρᾶς... - εἶδε τὸν μαῦρον ἴσκιον μου, τὸν διακαμόν μου, ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, ἀνάμεσα εἰς τοὺς θάμνους, καὶ ἀφῆκε μισοπνιγμένην κραυγὴν φόβου...
Η νεαρή κοπέλα έχει πέσει στη θάλασσα να κολυμπήσει, γυμνή, θεωρώντας πως κανείς δεν υπάρχει εκεί γύρω -πιθανότατα να κολυμπά συχνά τις βραδινές ώρες-, κι ούτως ή άλλως πρόκειται για τον κολπίσκο που βρίσκεται μπροστά στο κτήμα του θείου της, οπότε αισθάνεται ασφαλής. Όταν, επομένως, βλέπει να διαγράφεται στο βράχο η σιλουέτα κάποιου άντρα, τρομάζει καθώς συνειδητοποιεί πως κάποιος την παρακολουθεί. Η Μοσχούλα δεν γνωρίζει ποιος είναι εκεί, ούτε πώς βρέθηκε εκεί, το μόνο που αντιλαμβάνεται είναι πως κάποιος την παρακολουθεί κι αυτό την πανικοβάλει. Επιπλέον, ο ερχομός της βάρκας, αντί να καθησυχάσει την κοπέλα της προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο φόβο, καθώς αισθάνεται ξαφνικά πως τόσο από τη στεριά όσο κι από τη θάλασσα υπάρχουν άνθρωποι που την προσεγγίζουν. Η κοπέλα βρισκόμενη σε κατάσταση πανικού, δε σκέφτεται λογικά και εκλαμβάνει τη συμπτωματική παρουσία του άντρα στο βράχο και της βάρκας στη θάλασσα ως κάτι το προσχεδιασμένο και άρα επικίνδυνο.
Το νεαρό της ηλικίας της, η ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκεται –κολυμπά γυμνή- και η συμπτωματική παρουσία ανθρώπων και στην ακτή και στη θάλασσα, συμβάλλουν ώστε να τρομοκρατηθεί σε τέτοιο βαθμό που αδυνατεί πλέον να διατηρηθεί στην επιφάνεια του νερού.
Πώς δικαιολογείται ο φόβος της Μοσχούλας στη θέα του βοσκού και της βάρκας;
Ἡ νεαρὰ κόρη, εἴτε ἤκουσεν εἴτε ὄχι τὴν φωνὴν τῆς κατσίκας - μᾶλλον φαίνεται ὅτι τὴν ἤκουσε, διότι ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸ μέρος τῆς ξηρᾶς... - εἶδε τὸν μαῦρον ἴσκιον μου, τὸν διακαμόν μου, ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, ἀνάμεσα εἰς τοὺς θάμνους, καὶ ἀφῆκε μισοπνιγμένην κραυγὴν φόβου...
Η νεαρή κοπέλα έχει πέσει στη θάλασσα να κολυμπήσει, γυμνή, θεωρώντας πως κανείς δεν υπάρχει εκεί γύρω -πιθανότατα να κολυμπά συχνά τις βραδινές ώρες-, κι ούτως ή άλλως πρόκειται για τον κολπίσκο που βρίσκεται μπροστά στο κτήμα του θείου της, οπότε αισθάνεται ασφαλής. Όταν, επομένως, βλέπει να διαγράφεται στο βράχο η σιλουέτα κάποιου άντρα, τρομάζει καθώς συνειδητοποιεί πως κάποιος την παρακολουθεί. Η Μοσχούλα δεν γνωρίζει ποιος είναι εκεί, ούτε πώς βρέθηκε εκεί, το μόνο που αντιλαμβάνεται είναι πως κάποιος την παρακολουθεί κι αυτό την πανικοβάλει. Επιπλέον, ο ερχομός της βάρκας, αντί να καθησυχάσει την κοπέλα της προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο φόβο, καθώς αισθάνεται ξαφνικά πως τόσο από τη στεριά όσο κι από τη θάλασσα υπάρχουν άνθρωποι που την προσεγγίζουν. Η κοπέλα βρισκόμενη σε κατάσταση πανικού, δε σκέφτεται λογικά και εκλαμβάνει τη συμπτωματική παρουσία του άντρα στο βράχο και της βάρκας στη θάλασσα ως κάτι το προσχεδιασμένο και άρα επικίνδυνο.
Το νεαρό της ηλικίας της, η ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκεται –κολυμπά γυμνή- και η συμπτωματική παρουσία ανθρώπων και στην ακτή και στη θάλασσα, συμβάλλουν ώστε να τρομοκρατηθεί σε τέτοιο βαθμό που αδυνατεί πλέον να διατηρηθεί στην επιφάνεια του νερού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου