Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η νοσταλγός»
Απόσπασμα κειμένου
Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ’ ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κι εκάθησε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημα...
... Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες εβάπτοντο μ’ ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου.
(απόσπασμα)
[Κολόβιον: είδος πλεχτού γιλέκου]
Να συγκρίνετε τη Λιαλιώ στο παραπάνω απόσπασμα με τη Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύμα. Ποια στοιχεία της γυναικείας εμφάνισης φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα ο συγγραφέας;
«Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της.»
«Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπᾶς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα.»
Η περιγραφή της Λιαλιώς, όπως μα δίνεται από το Μαθιό, τον δεκαοχτάχρονο ήρωα του διηγήματος, επικεντρώνεται σε ορισμένα στοιχεία που εντοπίζουμε και στο Όνειρο στο κύμα. Ο συγγραφέας, επομένως, φαίνεται πως δίνει ιδιαίτερη σημασία στο λευκό χρώμα του σώματος, καθώς τονίζει με έμφαση τη λευκότητα του κορμιού τόσο της Λιαλιώς όσο και της Μοσχούλας και μάλιστα αναφέρεται εμφατικά στο λευκό λαιμό των ηρωίδων του, όπως αποκαλύπτεται κάτω από την τραχηλιά, το μέρος του ενδύματος που καλύπτει το λαιμό. Πλάθει, επίσης, τις ηρωίδες του λεπτές με ευλύγιστα και καλοσχηματισμένα σώματα και φροντίζει να τονίσει την ομορφιά που έχουν τα πόδια τους (οι κνήμες). Του αρέσει, ακόμη να στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στα μαλλιά των ηρωίδων του, τα οποία πλαισιώνουν με χάρη το πρόσωπό τους. Στο διήγημα Η νοσταλγός, στο οποίο ο Μαθιός έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά την αγαπημένη του, ο συγγραφέας τονίζει την ομορφιά των ματιών της και μας δίνει με περισσότερες λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, στοιχείο που ελλείπει από το Όνειρο στο κύμα, όπου η παρατήρηση της Μοσχούλας γίνεται από αρκετή απόσταση.
Περίληψη κειμένου
Η εικοσιπεντάχρονη ηρωίδα του
διηγήματος, η Λαλιώ, είναι παντρεμένη με τον μπάρμπα-Μοναχάκη, ο οποίος όχι
μόνο είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, αλλά έχει και μια κόρη κατά ένα χρόνο
μεγαλύτερη απ’ τη νέα του σύζυγο. Η Λαλιώ, που έχει αναγκαστεί να ακολουθήσει
τον άντρα της στο νησί του, που βρίσκεται κοντά στο νησί που μέχρι πρότινος
έμενε με τους γονείς της, αδυνατεί να προσαρμοστεί και ζητά διαρκώς την
επιστροφή της κοντά στους δικούς της.
Ο δεκαοχτάχρονος Μαθιός, γείτονας
της Λαλιώς, την έχει ερωτευτεί και παρά τη μεταξύ τους διαφορά ηλικίας, αποζητά
κάθε ευκαιρία για να είναι κοντά της. Η πρόταση για ένα περίπατο στην παραλία
του νησιού, θα αποτελέσει την αφορμή για να πάρουν μια βάρκα, με τη σκέψη να
κάνουν απλώς τον κύκλο του λιμανιού, κάτι που θα μετεξελιχθεί γρήγορα σε μια
προσπάθεια της Λαλιώς να επιστρέψει στο νησί της. Ο νεαρός θα βρει την ευκαιρία
να θαυμάσει από κοντά την όμορφη κοπέλα και να διερευνήσει μ’ επίμονες
ερωτήσεις το παρελθόν της, αλλά και τα συναισθήματά της, με την ελπίδα πως θα
μπορέσει να γίνει αυτός ο νέος έρωτας της ζωής της.
Τους δύο νέους σύντομα θα
καταδιώξει ο σύζυγος της κοπέλας και θα τους προλάβει ακριβώς τη στιγμή που
φτάνουν στο νησί της. Εκεί, ο μπάρπα-Μοναχάκης θα ζητήσει απ’ τη Λαλιώ να τη
συνοδέψει στο σπίτι των δικών της κι εκείνη θα αποχαιρετίσει τον Μαθιό,
λέγοντάς του πως αν ήταν νεότερη και πέθαινε ο άντρας της, θα τον παντρευόταν.
Συσχέτιση με το Όνειρο στο κύμα
Ο έρωτας του Μαθιού για τη
μεγαλύτερη και ήδη παντρεμένη Λαλιώ είναι ένας από τους καταδικασμένους έρωτες
που συχνά καταγράφονται στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Όπως ο νεαρός βοσκός
στο Όνειρο στο κύμα, όντας φτωχός κι έχοντας λάβει αυστηρή κατήχηση απ’ τους
ιερείς του νησιού, που τον προορίζουν για καλόγερο, δεν έχει τη δυνατότητα να
διεκδικήσει επιτυχώς την πλούσια Μοσχούλα, έτσι κι ο νεαρός Μαθιός δεν έχει τη
δυνατότητα να ζήσει τον έρωτα που επιθυμεί με την παντρεμένη Λαλιώ.
Το σημείο στο οποίο συγκλίνουν
και οι δύο ιστορίες είναι η ευκαιρία που δίνεται στους νεαρούς ήρωες να βρεθούν
μες στη θάλασσα κοντά στην αγαπημένη τους. Μακριά απ’ τους περιορισμούς που
θέτει ο κόσμος της πραγματικότητας που ισχύει στη στεριά, οι νέοι έρχονται
κοντά στο αντικείμενο του έρωτά τους στη θάλασσα, ζώντας έστω και για λίγες
στιγμές το όνειρό τους.
Ως την ευκαιρία να πιάσει με τα
χέρια του το ίδιο του το όνειρο εκλαμβάνει ο βοσκός την επαφή του με το γυμνό
σώμα της Μοσχούλας, όνειρο χαρακτηρίζει κι ο Μαθιός την εκδρομή του με τη Λαλιώ
«... προβλέπων ότι η περίστασις αύτη εξ ανάγκης θα συνέτεµνε την ονειρώδη δι’
αυτόν εκδροµήν...».
Στα πλαίσια της θάλασσας, που
συμβολίζει την απόλυτη ελευθερία, τον έρωτα, αλλά και τη γυναίκα, οι
δεκαοχτάχρονοι ήρωες των δύο ιστοριών, ξεπερνούν τις δυσκολίες που τους θέτουν
οι συμβάσεις της πραγματικότητας και βρίσκονται πλάι στις γυναίκες που αγαπούν.
Κι αν ο έρωτάς τους είναι καταδικασμένος, τους δίνεται τουλάχιστον μια ευκαιρία
να αγγίξουν το όνειρό τους.
Απόσπασμα κειμένου
Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ’ ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κι εκάθησε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημα...
... Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες εβάπτοντο μ’ ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου.
(απόσπασμα)
[Κολόβιον: είδος πλεχτού γιλέκου]
Να συγκρίνετε τη Λιαλιώ στο παραπάνω απόσπασμα με τη Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύμα. Ποια στοιχεία της γυναικείας εμφάνισης φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα ο συγγραφέας;
«Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της.»
«Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπᾶς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα.»
Η περιγραφή της Λιαλιώς, όπως μα δίνεται από το Μαθιό, τον δεκαοχτάχρονο ήρωα του διηγήματος, επικεντρώνεται σε ορισμένα στοιχεία που εντοπίζουμε και στο Όνειρο στο κύμα. Ο συγγραφέας, επομένως, φαίνεται πως δίνει ιδιαίτερη σημασία στο λευκό χρώμα του σώματος, καθώς τονίζει με έμφαση τη λευκότητα του κορμιού τόσο της Λιαλιώς όσο και της Μοσχούλας και μάλιστα αναφέρεται εμφατικά στο λευκό λαιμό των ηρωίδων του, όπως αποκαλύπτεται κάτω από την τραχηλιά, το μέρος του ενδύματος που καλύπτει το λαιμό. Πλάθει, επίσης, τις ηρωίδες του λεπτές με ευλύγιστα και καλοσχηματισμένα σώματα και φροντίζει να τονίσει την ομορφιά που έχουν τα πόδια τους (οι κνήμες). Του αρέσει, ακόμη να στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στα μαλλιά των ηρωίδων του, τα οποία πλαισιώνουν με χάρη το πρόσωπό τους. Στο διήγημα Η νοσταλγός, στο οποίο ο Μαθιός έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά την αγαπημένη του, ο συγγραφέας τονίζει την ομορφιά των ματιών της και μας δίνει με περισσότερες λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, στοιχείο που ελλείπει από το Όνειρο στο κύμα, όπου η παρατήρηση της Μοσχούλας γίνεται από αρκετή απόσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου