Γεώργιου Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» παράλληλο για το "Αμάρτημα της μητρός μου"
- Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου μετ’ απεριγράπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ’ ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελός ο καημένος! …
… εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μεσ’ στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι αν του κάμουν. Μόνο σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μια παράξενη φωνή - Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Άλλο απ’ αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!…
… Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήλθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει εις τον μύλον, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ’ αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ’ ανάφτη με το χέρι του!
(απόσπασμα)
Να συγκρίνετε την αντίδραση του Κιαμήλη και της μητέρας μετά τον ακούσιο φόνο.
[Ο Κιαμήλης σκοτώνει το Χρηστάκη, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι γιος της γυναίκας που τον είχε περιθάλψει και του είχε σώσει τη ζωή. Ο Κιαμήλης μαθαίνει την αλήθεια μετά από χρόνια, ενώ η μητέρα του Χρηστάκη ποτέ. Στο απόσπασμα η μητέρα περιγράφει τη συμπεριφορά του Κιαμήλη στον αφηγητή ο οποίος της είχε ζητήσει να τον διώξει από το σπίτι τους.]
Ο Κιαμήλης που έχει σκοτώσει άθελά του το γιο της γυναίκας που τον φρόντισε σαν παιδί της όταν ήταν άρρωστος, μόλις συνειδητοποιεί πως αντί να σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, σκότωσε το γιο της ευεργέτιδάς του, από τις τύψεις χάνει τα λογικά του και βρίσκει ψυχική ηρεμία μόνο όταν βρίσκεται κοντά της να τη βοηθά και να την υπηρετεί. Η αφοσίωση του Κιαμήλη στη μητέρα του αφηγητή λειτουργεί ως μια προσπάθεια εξιλέωσης για το μεγάλο κακό που της έχει προκαλέσει και παρόλο που η μητέρα δεν γνωρίζει την αλήθεια εκείνος αισθάνεται καλύτερα όταν βρίσκεται κοντά της να τη φροντίζει. Ο Κιαμήλης δε θέλει, βέβαια, για κανένα λόγο να μάθει η μητέρα την αλήθεια, γιατί θεωρεί πως δε θα τον συγχωρέσει ποτέ για το έγκλημά του, οπότε μένει πλάι της φροντίζοντάς την κι εκείνη, μη γνωρίζοντας τον πραγματικό λόγο της αφοσίωσής του, πιστεύει πως είναι εκεί για να της ξεπληρώσει την πολύμηνη φροντίδα που του είχε προσφέρει όταν ήταν άρρωστος. Οι τύψεις του Κιαμήλη αποτελούν ένα πανίσχυρο κίνητρο να αφιερώσει τη ζωή του στη μητέρα του αφηγητή, αφενός γιατί σκότωσε το γιο της κατά λάθος κι αφετέρου γιατί εκείνη χωρίς να τον γνωρίζει τον είχε πάρει σπίτι της και τον φρόντιζε μέχρι να γίνει καλά από την αρρώστια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι, αφοσιώνεται στη μητέρα και η μόνη του ανησυχία είναι να μη μάθει ποτέ την αλήθεια η μητέρα του αφηγητή: «Για το Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα!», αυτά ήταν τα λόγια που είχε αναφωνήσει ο Κιαμήλης πέφτοντας λιπόθυμος στα πόδια του αφηγητή όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει.
Οι τύψεις και οι ενοχές εξουσιάζουν και τη ζωή της μητέρας, η οποία έχοντας πλακώσει άθελά της το πρώτο της κορίτσι, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει εξιλέωση για το αμάρτημά της. Ο θάνατος και του δεύτερου κοριτσιού της, παρά το γεγονός ότι η ίδια έκανε ό,τι μπορούσε για να το βοηθήσει, θα δημιουργήσουν στη μητέρα την εντύπωση πως ο Θεός την τιμωρεί για το αμάρτημά της κι αυτό θα την ωθήσει να παλέψει με κάθε τρόπο για να κερδίσει τη συγχώρεσή του. Η μητέρα θα υιοθετήσει δύο ξένα κορίτσια και θα τα μεγαλώσει, παρά τις αντιξοότητες, καλύτερα και από τα δικά της παιδιά, πιστεύοντας πως όσο περισσότερο ταλαιπωρηθεί φροντίζοντας τα παιδιά που υιοθέτησε, τόσο μικρότερη θα είναι η τιμωρία που θα της επιφυλάσσει ο Θεός. Η μητέρα παλεύει ολόκληρη τη ζωή της με τις τύψεις, προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να φτάσει στην κάθαρση, αλλά τίποτε δε μοιάζει ικανό να απαλύνει τον πόνο και τις ενοχές της. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του από τις τύψεις του όταν συνειδητοποιεί το λάθος του, έτσι και η μητέρα πασχίζει μια ολόκληρη ζωή να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της, αλλά η πραγματικότητα δεν αναιρείται και το γεγονός παραμένει πως η μητέρα σκότωσε το ίδιο της το παιδί.
- Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου μετ’ απεριγράπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ’ ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελός ο καημένος! …
… εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μεσ’ στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι αν του κάμουν. Μόνο σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μια παράξενη φωνή - Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Άλλο απ’ αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!…
… Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήλθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει εις τον μύλον, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ’ αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ’ ανάφτη με το χέρι του!
(απόσπασμα)
Να συγκρίνετε την αντίδραση του Κιαμήλη και της μητέρας μετά τον ακούσιο φόνο.
[Ο Κιαμήλης σκοτώνει το Χρηστάκη, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι γιος της γυναίκας που τον είχε περιθάλψει και του είχε σώσει τη ζωή. Ο Κιαμήλης μαθαίνει την αλήθεια μετά από χρόνια, ενώ η μητέρα του Χρηστάκη ποτέ. Στο απόσπασμα η μητέρα περιγράφει τη συμπεριφορά του Κιαμήλη στον αφηγητή ο οποίος της είχε ζητήσει να τον διώξει από το σπίτι τους.]
Ο Κιαμήλης που έχει σκοτώσει άθελά του το γιο της γυναίκας που τον φρόντισε σαν παιδί της όταν ήταν άρρωστος, μόλις συνειδητοποιεί πως αντί να σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, σκότωσε το γιο της ευεργέτιδάς του, από τις τύψεις χάνει τα λογικά του και βρίσκει ψυχική ηρεμία μόνο όταν βρίσκεται κοντά της να τη βοηθά και να την υπηρετεί. Η αφοσίωση του Κιαμήλη στη μητέρα του αφηγητή λειτουργεί ως μια προσπάθεια εξιλέωσης για το μεγάλο κακό που της έχει προκαλέσει και παρόλο που η μητέρα δεν γνωρίζει την αλήθεια εκείνος αισθάνεται καλύτερα όταν βρίσκεται κοντά της να τη φροντίζει. Ο Κιαμήλης δε θέλει, βέβαια, για κανένα λόγο να μάθει η μητέρα την αλήθεια, γιατί θεωρεί πως δε θα τον συγχωρέσει ποτέ για το έγκλημά του, οπότε μένει πλάι της φροντίζοντάς την κι εκείνη, μη γνωρίζοντας τον πραγματικό λόγο της αφοσίωσής του, πιστεύει πως είναι εκεί για να της ξεπληρώσει την πολύμηνη φροντίδα που του είχε προσφέρει όταν ήταν άρρωστος. Οι τύψεις του Κιαμήλη αποτελούν ένα πανίσχυρο κίνητρο να αφιερώσει τη ζωή του στη μητέρα του αφηγητή, αφενός γιατί σκότωσε το γιο της κατά λάθος κι αφετέρου γιατί εκείνη χωρίς να τον γνωρίζει τον είχε πάρει σπίτι της και τον φρόντιζε μέχρι να γίνει καλά από την αρρώστια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι, αφοσιώνεται στη μητέρα και η μόνη του ανησυχία είναι να μη μάθει ποτέ την αλήθεια η μητέρα του αφηγητή: «Για το Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα!», αυτά ήταν τα λόγια που είχε αναφωνήσει ο Κιαμήλης πέφτοντας λιπόθυμος στα πόδια του αφηγητή όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει.
Οι τύψεις και οι ενοχές εξουσιάζουν και τη ζωή της μητέρας, η οποία έχοντας πλακώσει άθελά της το πρώτο της κορίτσι, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει εξιλέωση για το αμάρτημά της. Ο θάνατος και του δεύτερου κοριτσιού της, παρά το γεγονός ότι η ίδια έκανε ό,τι μπορούσε για να το βοηθήσει, θα δημιουργήσουν στη μητέρα την εντύπωση πως ο Θεός την τιμωρεί για το αμάρτημά της κι αυτό θα την ωθήσει να παλέψει με κάθε τρόπο για να κερδίσει τη συγχώρεσή του. Η μητέρα θα υιοθετήσει δύο ξένα κορίτσια και θα τα μεγαλώσει, παρά τις αντιξοότητες, καλύτερα και από τα δικά της παιδιά, πιστεύοντας πως όσο περισσότερο ταλαιπωρηθεί φροντίζοντας τα παιδιά που υιοθέτησε, τόσο μικρότερη θα είναι η τιμωρία που θα της επιφυλάσσει ο Θεός. Η μητέρα παλεύει ολόκληρη τη ζωή της με τις τύψεις, προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να φτάσει στην κάθαρση, αλλά τίποτε δε μοιάζει ικανό να απαλύνει τον πόνο και τις ενοχές της. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του από τις τύψεις του όταν συνειδητοποιεί το λάθος του, έτσι και η μητέρα πασχίζει μια ολόκληρη ζωή να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της, αλλά η πραγματικότητα δεν αναιρείται και το γεγονός παραμένει πως η μητέρα σκότωσε το ίδιο της το παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου