Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»
Ο αφηγητής φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό της. Σε ποια σημεία του κειμένου και με ποια εκφραστικά μέσα / τρόπους προβάλλεται αυτή η θέση του;
Ο Ιωάννου αγαπά ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη και θεωρεί πολύ άσχημο τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι εργολάβοι προκειμένου να κερδίσουν χρήματα χτίζουν ολοένα και μεγαλύτερα κτίρια, τα οποία αλλοιώνουν την αισθητική της πόλης. Εκεί που κάποτε βρίσκονταν παραδοσιακά και καλαίσθητα σπίτια, χτίζουν πλέον πολυκατοικίες, χωρίς καμία μέριμνα για την εικόνα της πόλης. Ο Ιωάννου αγανακτεί με την τσιμεντοποίηση της Θεσσαλονίκης και τη βίαιη απομάκρυνση κάθε στοιχείου γραφικότητας, από την κάποτε υπέροχη πόλη του. Για το συγγραφέα που έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη κι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την πόλη αυτή με την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική και την γοητεία που απέπνεαν τα παλιά αρχοντικά, είναι σημαντικό πλήγμα να τη βλέπει ξαφνικά να μετατρέπεται σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη με γκρίζες πολυκατοικίες και καμία ομορφιά.
Στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» η αγανάκτηση του συγγραφέα είναι εμφανής, καθώς δε διστάζει να χρησιμοποιήσει έντονα αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα που δε σέβονται τα παραδοσιακά στοιχεία της πόλης και επιμένουν στον άναρχο εκσυγχρονισμό της. Για παράδειγμα, όταν η Τουρκάλα αρνείται να πιει νερό από τη βρύση, ο συγγραφέας μας εξηγεί: «Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι». Ο Ιωάννου με τη χρήση του επιθέτου «σιχαμένος» εκφράζει με τον πλέον σαφή τρόπο την αγανάκτηση που του προκαλεί η πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη του σπιτιού να καταστρέψει το πηγάδι, από το οποίο η οικογένεια προμηθευόταν νερό. Παρά την ευκολία που επιφέρει η ύπαρξη των εσωτερικών σωλήνων και της βρύσης, ο συγγραφέας μοιάζει να προτιμά την κούραση του πηγαδιού, αλλά και το σαφώς πιο αγνό νερό που αντλούσαν από αυτό. Η καταστροφή του πηγαδιού, πάντως, μας προετοιμάζει για τη γενικότερη καταστροφή του σπιτιού, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την έλευση του εκσυγχρονισμού που είχε ξεκινήσει στη χώρα λίγο προτού ξεκινήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Η αρνητική στάση του Ιωάννου απέναντι στον εκσυγχρονισμό της πόλης γίνεται πιο έκδηλη όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην πολυκατοικία που χτίστηκε στη θέση του παλιού τους σπιτιού, το οποίο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Θεσσαλονίκης από τους Ιταλούς τον πρώτο χρόνο του πολέμου. «Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία από τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος». Παρατηρούμε πως ο Ιωάννου αντιμετωπίζει με καθαρά υποτιμητικό τρόπο τους εργολάβους, οι οποίοι κατά την άποψή του αποτελούν σημαντικούς φορείς του εκσυγχρονισμού της πόλης, υπό την έννοια πως αυτοί αναλαμβάνουν το χτίσιμο των πολυκατοικιών που τόσο επιβαρύνουν την εικόνα της πόλης. Ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους συμμορία, θέλοντας να τονίσει πως η βασική τους επιδίωξη είναι το κέρδος και χαρακτηρίζει τα έργα τους, τις πολυκατοικίες δηλαδή, φρικαλέες και εξαμβλώματα. Με τα επίθετα αυτά ο συγγραφέας επιχειρεί να εκφράσει με έμφαση την πλήρη απαξίωση που έχει για τα δημιουργήματα των εργολάβων. Επιπλέον, ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους γελοίους και τους ειρωνεύεται όταν αναφέρεται στο πονηρό μυαλό τους, αλλά και στο μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, μιας και το μόνο που απασχολεί τους εργολάβους είναι πως θα χτίσουν ακόμη μεγαλύτερα κτίρια, για να διασφαλίσουν έτσι περισσότερο κέρδος.
Ο Ιωάννου, επομένως, στα πλαίσια ενός εσωτερικού μονολόγου καταθέτει τις σκέψεις του για την επιζήμια δράση των εργολάβων και φροντίζει με μια σειρά επιθέτων να εκφράσει την απαρέσκειά του για τα έργα τους. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί επομένως τη λεκτική ειρωνεία για να αποτυπώσει εναργέστερα την αντίθεσή του στον εκσυγχρονισμό της πόλης.
Ο αφηγητής φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό της. Σε ποια σημεία του κειμένου και με ποια εκφραστικά μέσα / τρόπους προβάλλεται αυτή η θέση του;
Ο Ιωάννου αγαπά ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη και θεωρεί πολύ άσχημο τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι εργολάβοι προκειμένου να κερδίσουν χρήματα χτίζουν ολοένα και μεγαλύτερα κτίρια, τα οποία αλλοιώνουν την αισθητική της πόλης. Εκεί που κάποτε βρίσκονταν παραδοσιακά και καλαίσθητα σπίτια, χτίζουν πλέον πολυκατοικίες, χωρίς καμία μέριμνα για την εικόνα της πόλης. Ο Ιωάννου αγανακτεί με την τσιμεντοποίηση της Θεσσαλονίκης και τη βίαιη απομάκρυνση κάθε στοιχείου γραφικότητας, από την κάποτε υπέροχη πόλη του. Για το συγγραφέα που έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη κι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την πόλη αυτή με την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική και την γοητεία που απέπνεαν τα παλιά αρχοντικά, είναι σημαντικό πλήγμα να τη βλέπει ξαφνικά να μετατρέπεται σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη με γκρίζες πολυκατοικίες και καμία ομορφιά.
Στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» η αγανάκτηση του συγγραφέα είναι εμφανής, καθώς δε διστάζει να χρησιμοποιήσει έντονα αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα που δε σέβονται τα παραδοσιακά στοιχεία της πόλης και επιμένουν στον άναρχο εκσυγχρονισμό της. Για παράδειγμα, όταν η Τουρκάλα αρνείται να πιει νερό από τη βρύση, ο συγγραφέας μας εξηγεί: «Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι». Ο Ιωάννου με τη χρήση του επιθέτου «σιχαμένος» εκφράζει με τον πλέον σαφή τρόπο την αγανάκτηση που του προκαλεί η πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη του σπιτιού να καταστρέψει το πηγάδι, από το οποίο η οικογένεια προμηθευόταν νερό. Παρά την ευκολία που επιφέρει η ύπαρξη των εσωτερικών σωλήνων και της βρύσης, ο συγγραφέας μοιάζει να προτιμά την κούραση του πηγαδιού, αλλά και το σαφώς πιο αγνό νερό που αντλούσαν από αυτό. Η καταστροφή του πηγαδιού, πάντως, μας προετοιμάζει για τη γενικότερη καταστροφή του σπιτιού, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την έλευση του εκσυγχρονισμού που είχε ξεκινήσει στη χώρα λίγο προτού ξεκινήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Η αρνητική στάση του Ιωάννου απέναντι στον εκσυγχρονισμό της πόλης γίνεται πιο έκδηλη όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην πολυκατοικία που χτίστηκε στη θέση του παλιού τους σπιτιού, το οποίο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Θεσσαλονίκης από τους Ιταλούς τον πρώτο χρόνο του πολέμου. «Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία από τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος». Παρατηρούμε πως ο Ιωάννου αντιμετωπίζει με καθαρά υποτιμητικό τρόπο τους εργολάβους, οι οποίοι κατά την άποψή του αποτελούν σημαντικούς φορείς του εκσυγχρονισμού της πόλης, υπό την έννοια πως αυτοί αναλαμβάνουν το χτίσιμο των πολυκατοικιών που τόσο επιβαρύνουν την εικόνα της πόλης. Ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους συμμορία, θέλοντας να τονίσει πως η βασική τους επιδίωξη είναι το κέρδος και χαρακτηρίζει τα έργα τους, τις πολυκατοικίες δηλαδή, φρικαλέες και εξαμβλώματα. Με τα επίθετα αυτά ο συγγραφέας επιχειρεί να εκφράσει με έμφαση την πλήρη απαξίωση που έχει για τα δημιουργήματα των εργολάβων. Επιπλέον, ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους γελοίους και τους ειρωνεύεται όταν αναφέρεται στο πονηρό μυαλό τους, αλλά και στο μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, μιας και το μόνο που απασχολεί τους εργολάβους είναι πως θα χτίσουν ακόμη μεγαλύτερα κτίρια, για να διασφαλίσουν έτσι περισσότερο κέρδος.
Ο Ιωάννου, επομένως, στα πλαίσια ενός εσωτερικού μονολόγου καταθέτει τις σκέψεις του για την επιζήμια δράση των εργολάβων και φροντίζει με μια σειρά επιθέτων να εκφράσει την απαρέσκειά του για τα έργα τους. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί επομένως τη λεκτική ειρωνεία για να αποτυπώσει εναργέστερα την αντίθεσή του στον εκσυγχρονισμό της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου