Ε. Μπράουνιγκ: Σονέτο XLIII, Απ’ τα Πορτογαλεζικά
Πώς σ’ αγαπώ; Τους τρόπους ας μετρήσω.
Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος
που η ψυχή μου δύναται να φτάσει, σαν ψάχνει αόρατη
να βρει το τέλος του Είναι και της Χάρης της ιδανικής.
Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης
καθημερινής ανάγκης, κάτω απ’ τον ήλιο ή του κεριού
το φως.
Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες
για το Δίκιο.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο.
Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα
παλιά τις λύπες μου και με την πίστη
των παιδικών μου χρόνων.
Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα
μαζί με τους χαμένους μου αγίους – σ’ αγαπώ
με την ανάσα,
τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου! – και αν
ο Θεός ορίσει,
θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο.
Ποια δύναμη έχει ο έρωτας στο ποίημα αυτό; Βρίσκετε αναλογίες με το ποίημα της Πολυδούρη;
Η Elizabeth Barrett Browning καταθέτει στο Σονέτο 43 την αγάπη της για τον μελλοντικό της σύζυγο Robert Browning. Η ποιήτρια έχοντας ερωτευτεί κι έχοντας μπροστά της την προοπτική μιας δυνατής και ουσιαστικής σχέσης, επιχειρεί να κλείσει μέσα στις λέξεις της την ένταση και την ομορφιά ενός συναισθήματος που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με λόγια. Η δύναμη του έρωτα που έχει κατακλύσει την ψυχή της ποιήτριας, την ωθεί να δοκιμάσει νέες αναλογίες και νέους τρόπους για να εκφράσει το πρωτόγνωρα έντονο αυτό συναίσθημα.
Σ’ αγαπώ, δηλώνει η ποιήτρια, σε όλες τις πιθανές διαστάσεις της ψυχής μου, -της ψυχής που απ’ όσο γνωρίζουμε δεν έχει υλική υπόσταση και άρα πιθανότατα δεν έχει καν όρια-, όταν αυτή αναζητά το τέλος του Είναι, το τέλος της ύπαρξης και το τέλος της Ιδανικής Χάρης, της ομορφιάς. Η ποιήτρια βιώνοντας τη γένεση του ερωτικού της συναισθήματος, βρίσκεται σ’ ένα κατακλυσμό συναισθημάτων, τα οποία μοιάζουν να είναι χωρίς όρια, καθώς ο έρωτάς της είναι σα να βαθαίνει κάθε λεπτό που περνά, γι’ αυτό και στην προσπάθειά της να τον οριοθετήσει, χρησιμοποιεί έννοιας με ασύλληπτη ευρύτητα, όπως είναι η Ψυχή, το Είναι και η Χάρη. Όπως, δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε της έννοιες αυτές, έτσι και η ποιήτρια αισθάνεται πως ο έρωτάς της είναι χωρίς όρια και περιορισμούς, είναι απόλυτος και πανίσχυρος.
Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης καθημερινής ανάγκης. Ο έρωτας που αισθάνεται η ποιήτρια δεν αφορά μόνο ιδεατές καταστάσεις και αφηρημένες έννοιες, είναι ένα αίσθημα πρωτόγονο που φτάνει στις πλέον βασικές ανάγκες της ψυχής και του σώματος. Η ποιήτρια, ποθεί τον αγαπημένο της, είτε κάτω από το φως του ήλιου –για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν να βιωθούν δημόσια-, είτε κάτω από το φως του κεριού –για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν βιωθούν μόνο ιδιωτικά, εντός κλειστού και προσωπικού χώρου.
Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες για το Δίκιο. Η ποιήτρια αισθάνεται πως είναι ελεύθερη να αγαπήσει, έχει δηλαδή κάθε δικαίωμα να βιώσει τον έρωτά της, όπως ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι να παλεύουν για τη δικαιοσύνη.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο. Η αγάπη της είναι αγνή, προκύπτει χωρίς προσπάθεια, ενστικτωδώς, όπως ενστικτωδώς οι ηθικοί άνθρωποι απεχθάνονται τους επαίνους και τις κολακείες.
Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα παλιά τις λύπες μου και με την πίστη... Η αγάπη της ποιήτριας έχει την ένταση που έχουν όλα τα συναισθήματα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Με την ίδια απελπισία και απόγνωση που ένα παιδί βιώνει τη θλίψη του, αλλά και με την ίδια δύναμη που πιστεύει σε κάθε τι που θεωρεί σωστό, έτσι αγαπά τώρα η ποιήτρια τον αγαπημένο της. Η ένταση του συναισθήματος προσομοιάζει την ένταση των παιδικών συναισθημάτων, μια ένταση που οι ενήλικες συχνά θεωρούν ότι έχει πια παρέλθει και δεν μπορούν να νιώσουν ξανά.
Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα... Καθώς περνούσαν τα χρόνια η ποιήτρια αισθανόταν πως έχανε την πίστη της, αλλά και τη δυνατότητα να αισθανθεί κάτι με την ένταση που αισθανόταν κάθε τι όταν ήταν νεότερη και ιδίως όταν ήταν παιδί. Ο ερχομός, επομένως, του αγαπημένου της, της ξυπνά συναισθήματα που τα βιώνει πλέον σε μια ένταση που νόμιζε πως δεν μπορούσε πια να αισθανθεί. Ο έρωτάς, της δηλαδή, είναι τόσο δυνατός όσο κανένα άλλο συναίσθημα σε όλη την ενήλικη ζωή της.
Σ’ αγαπώ με την ανάσα, τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου. Η ποιήτρια οδηγεί σε μια ανοδική κλιμάκωση την έκφραση της αγάπης της και δηλώνει πως ο έρωτάς της έχει τη δύναμη όλης της, της ζωής –με την ανάσα- και παράλληλα συγκεντρώνει την ένταση όλων των συναισθημάτων που έχει ποτέ βιώσει –τα χαμόγελα και τα δάκρυα. Και όχι μόνο θεωρεί πως σε αυτόν τον έρωτα έχουν συγκεντρωθεί τα συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής, αλλά αν ο Θεός της το επιτρέψει θα αγαπά τον μελλοντικό της σύζυγο, ακόμη περισσότερο μετά το θάνατό της.
Ο τρόπος με τον οποίο η Barrett Browning περιγράφει τη δύναμη των συναισθημάτων της, μας παραπέμπει στα λόγια της Μαρίας Πολυδούρη, η οποία επίσης αντίκρισε τον έρωτά της ως δύναμη ζωοποιό και καταλυτική. «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», η Πολυδούρη θεωρεί πως τελικά ολόκληρη η ζωή της δικαιώθηκε από την αγάπη εκείνου και πως ο λόγος για τον οποίο γεννήθηκε ήταν για να βιώσει την αγάπη του. Και τώρα που βλέπει τη ζωή της να φτάνει στο τέλος της: «κι έτσι γλυκά πεθαίνω / μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες», η ποιήτρια αισθάνεται πως η αγάπη του υπερνικά ακόμη και το φόβο του θανάτου, μιας και ο θάνατος στην παρούσα ζωή, μπορεί να σημάνει την επανένωση σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη μορφή ύπαρξης, εφόσον ο αγαπημένος της είναι ήδη νεκρός.
Η Barrett Browning μας περιγράφει την ένταση του έρωτά της, ενός έρωτα που ξεπερνά ακόμη και τα όρια της υπερβολής κι έχει την προοπτική να συνεχιστεί ακόμη και μετά το θάνατό της. Ενώ, η Πολυδούρη φτάνει σε μια παρόμοια προοπτική, έχοντας πρώτα καταγράψει τους λόγους για τους οποίους η αγάπη του υπήρξε σημαντική για την ίδια.
Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος
που η ψυχή μου δύναται να φτάσει, σαν ψάχνει αόρατη
να βρει το τέλος του Είναι και της Χάρης της ιδανικής.
Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης
καθημερινής ανάγκης, κάτω απ’ τον ήλιο ή του κεριού
το φως.
Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες
για το Δίκιο.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο.
Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα
παλιά τις λύπες μου και με την πίστη
των παιδικών μου χρόνων.
Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα
μαζί με τους χαμένους μου αγίους – σ’ αγαπώ
με την ανάσα,
τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου! – και αν
ο Θεός ορίσει,
θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο.
Ποια δύναμη έχει ο έρωτας στο ποίημα αυτό; Βρίσκετε αναλογίες με το ποίημα της Πολυδούρη;
Η Elizabeth Barrett Browning καταθέτει στο Σονέτο 43 την αγάπη της για τον μελλοντικό της σύζυγο Robert Browning. Η ποιήτρια έχοντας ερωτευτεί κι έχοντας μπροστά της την προοπτική μιας δυνατής και ουσιαστικής σχέσης, επιχειρεί να κλείσει μέσα στις λέξεις της την ένταση και την ομορφιά ενός συναισθήματος που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με λόγια. Η δύναμη του έρωτα που έχει κατακλύσει την ψυχή της ποιήτριας, την ωθεί να δοκιμάσει νέες αναλογίες και νέους τρόπους για να εκφράσει το πρωτόγνωρα έντονο αυτό συναίσθημα.
Σ’ αγαπώ, δηλώνει η ποιήτρια, σε όλες τις πιθανές διαστάσεις της ψυχής μου, -της ψυχής που απ’ όσο γνωρίζουμε δεν έχει υλική υπόσταση και άρα πιθανότατα δεν έχει καν όρια-, όταν αυτή αναζητά το τέλος του Είναι, το τέλος της ύπαρξης και το τέλος της Ιδανικής Χάρης, της ομορφιάς. Η ποιήτρια βιώνοντας τη γένεση του ερωτικού της συναισθήματος, βρίσκεται σ’ ένα κατακλυσμό συναισθημάτων, τα οποία μοιάζουν να είναι χωρίς όρια, καθώς ο έρωτάς της είναι σα να βαθαίνει κάθε λεπτό που περνά, γι’ αυτό και στην προσπάθειά της να τον οριοθετήσει, χρησιμοποιεί έννοιας με ασύλληπτη ευρύτητα, όπως είναι η Ψυχή, το Είναι και η Χάρη. Όπως, δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε της έννοιες αυτές, έτσι και η ποιήτρια αισθάνεται πως ο έρωτάς της είναι χωρίς όρια και περιορισμούς, είναι απόλυτος και πανίσχυρος.
Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης καθημερινής ανάγκης. Ο έρωτας που αισθάνεται η ποιήτρια δεν αφορά μόνο ιδεατές καταστάσεις και αφηρημένες έννοιες, είναι ένα αίσθημα πρωτόγονο που φτάνει στις πλέον βασικές ανάγκες της ψυχής και του σώματος. Η ποιήτρια, ποθεί τον αγαπημένο της, είτε κάτω από το φως του ήλιου –για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν να βιωθούν δημόσια-, είτε κάτω από το φως του κεριού –για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν βιωθούν μόνο ιδιωτικά, εντός κλειστού και προσωπικού χώρου.
Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες για το Δίκιο. Η ποιήτρια αισθάνεται πως είναι ελεύθερη να αγαπήσει, έχει δηλαδή κάθε δικαίωμα να βιώσει τον έρωτά της, όπως ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι να παλεύουν για τη δικαιοσύνη.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο. Η αγάπη της είναι αγνή, προκύπτει χωρίς προσπάθεια, ενστικτωδώς, όπως ενστικτωδώς οι ηθικοί άνθρωποι απεχθάνονται τους επαίνους και τις κολακείες.
Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα παλιά τις λύπες μου και με την πίστη... Η αγάπη της ποιήτριας έχει την ένταση που έχουν όλα τα συναισθήματα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Με την ίδια απελπισία και απόγνωση που ένα παιδί βιώνει τη θλίψη του, αλλά και με την ίδια δύναμη που πιστεύει σε κάθε τι που θεωρεί σωστό, έτσι αγαπά τώρα η ποιήτρια τον αγαπημένο της. Η ένταση του συναισθήματος προσομοιάζει την ένταση των παιδικών συναισθημάτων, μια ένταση που οι ενήλικες συχνά θεωρούν ότι έχει πια παρέλθει και δεν μπορούν να νιώσουν ξανά.
Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα... Καθώς περνούσαν τα χρόνια η ποιήτρια αισθανόταν πως έχανε την πίστη της, αλλά και τη δυνατότητα να αισθανθεί κάτι με την ένταση που αισθανόταν κάθε τι όταν ήταν νεότερη και ιδίως όταν ήταν παιδί. Ο ερχομός, επομένως, του αγαπημένου της, της ξυπνά συναισθήματα που τα βιώνει πλέον σε μια ένταση που νόμιζε πως δεν μπορούσε πια να αισθανθεί. Ο έρωτάς, της δηλαδή, είναι τόσο δυνατός όσο κανένα άλλο συναίσθημα σε όλη την ενήλικη ζωή της.
Σ’ αγαπώ με την ανάσα, τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου. Η ποιήτρια οδηγεί σε μια ανοδική κλιμάκωση την έκφραση της αγάπης της και δηλώνει πως ο έρωτάς της έχει τη δύναμη όλης της, της ζωής –με την ανάσα- και παράλληλα συγκεντρώνει την ένταση όλων των συναισθημάτων που έχει ποτέ βιώσει –τα χαμόγελα και τα δάκρυα. Και όχι μόνο θεωρεί πως σε αυτόν τον έρωτα έχουν συγκεντρωθεί τα συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής, αλλά αν ο Θεός της το επιτρέψει θα αγαπά τον μελλοντικό της σύζυγο, ακόμη περισσότερο μετά το θάνατό της.
Ο τρόπος με τον οποίο η Barrett Browning περιγράφει τη δύναμη των συναισθημάτων της, μας παραπέμπει στα λόγια της Μαρίας Πολυδούρη, η οποία επίσης αντίκρισε τον έρωτά της ως δύναμη ζωοποιό και καταλυτική. «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», η Πολυδούρη θεωρεί πως τελικά ολόκληρη η ζωή της δικαιώθηκε από την αγάπη εκείνου και πως ο λόγος για τον οποίο γεννήθηκε ήταν για να βιώσει την αγάπη του. Και τώρα που βλέπει τη ζωή της να φτάνει στο τέλος της: «κι έτσι γλυκά πεθαίνω / μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες», η ποιήτρια αισθάνεται πως η αγάπη του υπερνικά ακόμη και το φόβο του θανάτου, μιας και ο θάνατος στην παρούσα ζωή, μπορεί να σημάνει την επανένωση σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη μορφή ύπαρξης, εφόσον ο αγαπημένος της είναι ήδη νεκρός.
Η Barrett Browning μας περιγράφει την ένταση του έρωτά της, ενός έρωτα που ξεπερνά ακόμη και τα όρια της υπερβολής κι έχει την προοπτική να συνεχιστεί ακόμη και μετά το θάνατό της. Ενώ, η Πολυδούρη φτάνει σε μια παρόμοια προοπτική, έχοντας πρώτα καταγράψει τους λόγους για τους οποίους η αγάπη του υπήρξε σημαντική για την ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου