Laura Pierre-Louis
Άρης Αλεξάνδρου «Φρόντισε» ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη
Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε να ‘ναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάκτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.
Στον Νίκο Ε…1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
Ο Άρης Αλεξάνδρου με το ποίημά του «Φρόντισε» έρχεται να επισφραγίσει τη σκέψη του Αναγνωστάκη πως κάποιος θα πρέπει να μιλήσει με πόνο για όλες τις φρικτές πληγές των Ελλήνων στη μαστιζόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο χώρα. Ο Αλεξάνδρου, δηλαδή, με το ποίημά του ζητά από τους ομοτέχνους του να βασίζουν τους στίχους τους σε «σκληρές» και «συγκεκριμένες» λέξεις, λέξεις που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα με άμεσο και σαφή τρόπο, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς λογοτεχνικές παρεκκλίσεις προς το γενικόλογο και αφηρημένο. Ο ποιητής δεν υπάρχει για να παίζει με τις λέξεις, για να δημιουργεί όμορφες εικόνες με περίτεχνα σχήματα λόγου, ο ποιητής έχει χρέος να μιλήσει για όσα συμβαίνουν γύρω του, όσο δύσκολα, όσο άσχημα και αντιποιητικά μπορεί να είναι αυτά.
Στο ερώτημα κατά πόσο η ποίηση θα πρέπει να καθρεφτίζει την πραγματικότητα της κοινωνίας, και κατ’ επέκταση στο ερώτημα του Αναγνωστάκη, «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;», ο Αλεξάνδρου απαντά ο ποιητής. Ο τεχνίτης αυτός του λόγου, που για πολλούς απέχει από την καθημερινότητα και κινείται στους χώρους των βιβλίων και των γραμμάτων, θα πρέπει κατά τον Αλεξάνδρου να καταγράφει στους στίχους του όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την κοινωνική του πραγματικότητα, δημιουργώντας μια ακατάλυτη σύνδεση ανάμεσα στους στίχους του και την επίπονη πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι γύρω του.
Θα πρέπει οι στίχοι των ποιημάτων να είναι προεκτάσεις της πραγματικότητας, όπως τα δάχτυλα είναι προεκτάσεις του χεριού. Με τον παραλληλισμό αυτό ο Αλεξάνδρου δηλώνει με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο την ανάγκη που υπάρχει στο να συνδέεται η ποίηση με τις αλήθειες που ζουν οι άνθρωποι. Οι εικόνες, δηλαδή, που βρίσκουμε στους στίχους του Αναγνωστάκη, (οι φίλοι που χάνονται, οι φωνές της μάνας που γυρίζει τρελή από τον πόνο στους δρόμους, το κλάμα του παιδιού που μένει χωρίς απόκριση, οι σάπιες σημαίες και οι εφιάλτες των φυλακισμένων στα σιδερένια κρεβάτια), είναι μια σαφής παράσταση του πόσο συνδεδεμένη θα πρέπει να είναι η ποίηση με την πραγματικότητα.
Ο ποιητής θα πρέπει να ζει σε πλήρη επαφή με τον πόνο που κυριαρχεί γύρω του και θα πρέπει να καταγράφει με κάθε δυνατή πιστότητα την αλήθεια που βιώνουν οι άνθρωποι, ώστε οι στίχοι του, σαν την παλάμη του γιατρού, να επαναφέρουν με χαστούκια -με αλλεπάλληλα λεκτικά χτυπήματα- όσους λιποθύμησαν μπροστά στο άδειο τους πρόσωπο. Η σκληρή πραγματικότητα, όπως καταγράφεται στους στίχους των ποιητών, θα πρέπει να λειτουργεί ως αναγκαίο αντίβαρο της κενότητας και της αδιαφορίας που διακρίνει όλο και περισσότερους ανθρώπους. Μέσα από την ποίηση θα πρέπει να υπενθυμίζεται ή κάποτε να επεξηγείται στους ανθρώπους το πώς και το γιατί των καταστάσεων που βιώνουμε, ώστε οι αναγνώστες να αφυπνίζονται, να συνειδητοποιούν και να προβληματίζονται. Αν οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να εθελοτυφλούν απέναντι στα επώδυνα ζητήματα της πραγματικότητας, οι ποιητές θα πρέπει να βρίσκονται εκεί για να τονίσουν τις σκληρές αλήθειες που λίγοι είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν.
«Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες» - «μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους»: Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αίσθηση των προδομένων ιδανικών, της ματαίωσης των προσδοκιών και της εθνικής καταισχύνης που εκφράζει ο Αναγνωστάκης, αν ιδωθεί σε συνάρτηση με το ξεμπρόστιασμα που επιχειρεί ο Αλεξάνδρου όλων εκείνων των ανθρώπων που ζουν την κενότητά τους αδιαφορώντας για τη δυναμική που θα μπορούσε να προκύψει μέσα από μια ενδεχόμενη σύμπραξη όλων των πολιτών. Οι άνθρωποι αυτοί που δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο πέραν από την προσωπική τους καλοπέραση, είναι εν τέλει οι άνθρωποι που συνέβαλαν, έστω και μόνο με την αδιαφορία τους, στην τραγική κατάληξη της διάψευσης όλων εκείνων των ιδανικών, όλων εκείνων των ελπίδων για μια δυναμική αναδημιουργία της ελληνικής πραγματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου