Leonardo da Vinci
Θωμάς Γκόρπας «Ποίηση» ως
παράλληλο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου
Ποίηση
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλιά ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς-όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ’ τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ’ τα γεράματα
βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις.
Στο εύλογο, μα δισεπίλυτο,
ερώτημα τι είναι Ποίηση, ο Γιώργης Παυλόπουλος απαντά με μια εικόνα που
παγιδεύει τη φαντασία του αναγνώστη. Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή που
επιτρέπει σε όποιον κοιτάξει, κι έχει την ικανότητα να δει πραγματικά, να
εντοπίσει κάτι το μαγευτικό. Μια πόρτα όμως που κλείνει -στην πραγματικότητα
δεν άνοιξε ποτέ- για εκείνους που επιχειρούν να τη διαβούν. Η ποίηση, δηλαδή,
έχει να προσφέρει εξαίσιες απολαύσεις σε όποιον την κατακτήσει, μα η κατάκτηση
αυτή δεν μπορεί τελικά να επιτευχθεί. Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι επίδοξοι
ποιητές είναι απόπειρες δημιουργίας ενός αντικλειδιού που θα τους επιτρέψει να
ανοίξουν την πόρτα της ασύλληπτης ποιητικής τέχνης. Τα ποιήματα επομένως είναι,
κατά τον Παυλόπουλο, απλές απόπειρες δημιουργίας ποιητικού έργου, μιας και η
ουσία της Ποιητικής τέχνης μας είναι άγνωστη. Οι θεράποντες της ποίησης
συνθέτουν τα ποιήματά τους με αφοσίωση και με την ελπίδα πως κάποτε θα
μπορέσουν να περάσουν την πολυπόθητη πόρτα της Ποιήσεως, η οποία βέβαια είναι
ούτως ή άλλως πάντοτε ανοιχτή.
Ο Θωμάς Γκόρπας σε μια
ανάλογη προσπάθεια ορισμού ή προσέγγισης της ιδιαίτερης αυτής τέχνης, προχωρά
στην καταγραφή μιας σειράς εμπειριών (ποιητικές εικόνες, βιώματα της
καθημερινότητας, συναισθήματα) από τις οποίες μπορεί ο ποιητής να εμπνευστεί
τους στίχους του. Προκειμένου δηλαδή να μιλήσει για την τέχνη του ο ποιητής
Γκόρπας επιλέγει να μας παραπέμψει στο πρωτογενές υλικό της ποίησης, σε όλα
εκείνα τα ερεθίσματα που ενεργοποιούν τον ποιητή και τον ωθούν στη δημιουργία
του έργου του. Η ποίηση, σύμφωνα με τους στίχους του Γκόρπα, βρίσκεται παντού
γύρω μας, σε κάθε εικόνα, σε κάθε κίνηση και σε κάθε συναίσθημα, προσφέροντας
έτσι στον ευαίσθητο συλλέκτη όλων αυτών των ποιητικών αφορμών, άφθονο υλικό για
να προχωρήσει στη μετουσίωσή τους σε ποιητικό λόγο.
Ενώ ο Παυλόπουλος
προβληματίζεται σχετικά με την ανυπέρβλητη δυσκολία που αντιμετωπίζει όποιος
θέλει να κατακτήσει πλήρως την ποιητική τέχνη, ο Γκόρπας προσεγγίζει
διαφορετικά το θέμα της ποίησης, αναλογιζόμενος την πληθώρα των ερεθισμάτων που
υπάρχουν για τον ποιητή.
Η ποίηση βρίσκεται παντού:
στην ανάμνηση ενός κομψοτεχνήματος από ελεφαντόδοντο, σ’ έναν μοναχικό περίπατο
τα ξημερώματα όπου η φύση και οι σκέψεις χρωματίζονται διαφορετικά, στο φως του
φεγγαριού που διεγείρει συνειρμούς κι ωθεί τυχαία στο άναμμα ενός τσιγάρου, σ’
έναν χαρταετό που ξεφεύγει από τα χέρια ενός παιδιού και διαγράφει ελεύθερος
την ανεξέλεγκτη πορεία του στον ουρανό, στο κλάμα ενός μικρού παιδιού μέσα σ’
ένα πανηγύρι όπου επικρατεί μια γενική ευδαιμονία, στα φιλιά που κρύβουν την
προδοσία, σ’ ένα κλωνάρι που ταξιδεύει στα νερά ενός ρυακιού, σε μια δασκάλα
που απομένει μόνη και μελαγχολική στην αίθουσα την ώρα του διαλείμματος, στον
ήχο ενός βιολιού, στη μυστικιστική δύναμη του αριθμού 7, στα κρυφά συναισθήματα
της καρδιάς, στο κάλεσμα του χαλκωματά που διακόπτει τους συνήθεις ήχους, στους
στίχους που είτε θα έχουν γενική αποδοχή είτε θα απορριφθούν (ποίηση, χρυσάφι
για όλους ή για κανένα), στην εικόνα της πόλης που μετά από μακρόχρονη
πολιορκία πέφτει μα είναι άδεια, στις μνήμες που ξυπνούν παλιές φωτογραφίες, σε
μια πεταλούδα που με μια επίσπευση του πετάγματός της γλιτώνει από τη φωτιά,
στη φωτιά που γλιτώνει από το ολέθριο γι’ αυτή ρίξιμο του νερού, στη στιγμιαία
χαρά που δεν προλαβαίνει να μακροημερεύσει, στις βιολέτες που δημιουργούν μια
γοητευτική αντίθεση με το λευκό λαιμό, καθώς και σε μια σειρά από αντιθέσεις
χρωματικές και γευστικές, όπως και στη νύχτα περισυλλογής που πέρασε με πολλά
τσιγάρα και φυσικά η Ποίηση είναι οι λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου