Conni Togel
Κωνσταντίνος Καβάφης «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628–655 μ.X.»
Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Aλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—
Pήματα της καυχήσεως του Aιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νά ‘καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Aλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—
Pήματα της καυχήσεως του Aιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νά ‘καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
Με το ποίημα αυτό ο Καβάφης διατυπώνει ένα ειρωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν τον εαυτό τους άτρωτο απέναντι στην κακία των συνανθρώπων τους.
Στις δύο πρώτες στροφές ο ποιητής μας μεταφέρει, σε πρώτο πρόσωπο, τα λόγια του ήρωά του, ενώ η τρίτη και καταληκτική στροφή φέρνει τη ριζική ανατροπή της κατάστασης του ήρωα, δημιουργώντας έτσι έντονη δραματική ειρωνεία και υπονομεύοντας την αρχική αισιοδοξία του.
Ο ήρωας του ποιήματος, ο Αιμιλιανός Μονάη, ο οποίος είναι βέβαια δημιούργημα του ποιητή, εκφράζει τη σκέψη πως μπορεί να φτιάξει μια «πανοπλία» με τον τρόπο που θα συμπεριφέρεται και με τα λόγια του, ώστε να αντιμετωπίζει άφοβα πλέον τους κακούς ανθρώπους, έχοντας κρύψει κάθε αδυναμία του. Ο ήρωας πιστεύει πως μπορεί να υιοθετήσει μια τελείως διαφορετική συμπεριφορά και προσωπικότητα από αυτή που έχει στην πραγματικότητα και να ξεγελάσει έτσι τους εχθρούς του ή τους κακοπροαίρετους ανθρώπους, βγάζοντας προς τα έξω την εικόνα του άφοβου και χωρίς ανασφάλειες και αδυναμίες ανθρώπου.
Η ιδέα του Αιμιλιανού Μονάη βασίζεται στην πεποίθηση πως αν κατορθώσει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο τον βλέπουν οι άλλοι, αν μπορέσει να δημιουργήσει μια διαφορετική εικόνα για τον εαυτό του, δεν θα μπορούν πλέον να εντοπίσουν τις αδυναμίες του και τα τρωτά του σημεία κι έτσι δεν θα είναι σε θέση να τον πληγώσουν. Ο ήρωας του ποιήματος πιστεύει πως χρησιμοποιώντας αλλεπάλληλα ψέματα για τον εαυτό του, θα κατορθώσει να γίνει άτρωτος απέναντι στις εχθρικές βλέψεις τον άλλων ανθρώπων.
Μια τέτοια επιδίωξη έχει βέβαια ένα σημαντικό κόστος, καθώς ο άνθρωπος που επιχειρεί να αλλοιώσει την ταυτότητά του με ψέματα και υποκρισίες, καταλήγει να χάνει τον εαυτό του, να αλλοτριώνεται και να ζει τελικά μια ζωή μέσα στο ψέμα και την ανασφάλεια, χωρίς ποτέ να είναι σε θέση να δείξει τον πραγματικό του εαυτό. Ο Καβάφης, μάλιστα, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να έχει παρόμοιες σκέψεις, μιας και η ιδιαιτερότητα των ερωτικών του προτιμήσεων τον καθιστούσε ευάλωτο απέναντι στην κριτική και στις κακόβουλες επιθέσεις, δεν συμφωνούσε ποτέ με αυτή την τακτική. Το ίδιο θέμα, άλλωστε, το έχει πραγματευτεί με αριστουργηματικό τρόπο και στο ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» όπου δηλώνει με σαφή τρόπο την εναντίωσή του σε οποιαδήποτε προσπάθεια των ανθρώπων να υποκριθούν κάτι που δεν είναι. Ο ποιητής θεωρεί πως οι άνθρωποι οφείλουν να σέβονται τον εαυτό τους και να ζουν με την αλήθεια της φύσης τους, χωρίς να επιχειρούν με ψέματα και υποκρισίες να παρουσιάσουν τον εαυτό τους διαφορετικό απ’ ό,τι είναι. Γι’ αυτό το λόγο, βέβαια, ο Καβάφης παρουσίασε στα ερωτικά του ποιήματα τις πραγματικές του επιθυμίες, αφήνοντας τον εαυτό του εκτεθειμένο στην αντίδραση της συντηρητικής κοινωνίας στην οποία ζούσε.
Pήματα της καυχήσεως του Aιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νά ‘καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
Άραγε νά ‘καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
Στην τελευταία στροφή του ποιήματος ο Καβάφης παίρνει το λόγο, σχολιάζοντας πως όσα προηγήθηκαν ήταν λόγια της καυχήσεως, λόγια με τα οποία περηφανευόταν ο Αιμιλιανός Μονάη, δηλώνοντας έτσι την ειρωνική διάθεση του ποιητή απέναντι σ’ αυτή την απλοϊκή σκέψη του ήρωά του πως θα μπορούσε να προφυλάξει τον εαυτό του από τον πόνο. Ο ποιητής, βέβαια, με το ερώτημα του δεύτερου στίχου: «Άραγε να ‘καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;», αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Αιμιλιανός να κατόρθωσε να δημιουργήσει για τον εαυτό του την περσόνα του σκληρού και άφοβου ανθρώπου, υπό την έννοια ότι ο ποιητής δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να παρουσιάσει μια ψεύτικη εικόνα για το ποιος είναι, εκφράζει μόνο την αντίθεσή του με κάθε τέτοια τακτική.
«Εν πάση περιπτώσει», μας λέει ο ποιητής, με συγκαταβατικό τρόπο, ακόμη κι αν το κατάφερε, δεν είχε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει την ψεύτικη εικόνα του εαυτού του για πολύ, μιας και στα 27 του χρόνια πέθανε στη Σικελία.
Η αποκάλυψη για τον πρόωρο θάνατο του Αιμιλιανού Μονάη έρχεται να φωτίσει το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης από μια διαφορετική οπτική, καθώς ο ποιητής επισημαίνει έμμεσα πως ακόμη κι αν κάποιος λάβει όλες τις πιθανές προφυλάξεις απέναντι στον πόνο, δεν υπάρχει εν τέλει τρόπος να ξεφύγει από την ανθρώπινη μοίρα. Σε κάθε περίπτωση, είναι μάταιη οποιαδήποτε ελπίδα ή σκέψη των ανθρώπων ότι θα μπορέσουν να γλιτώσουν όλα εκείνα τα αρνητικά που είναι σύμφυτα με την ύπαρξή μας, όπως είναι ο πόνος και φυσικά ο θάνατος.
Η τελευταία στροφή του ποιήματος με την αναφορά του θανάτου του Αιμιλιανού στη Σικελία μας φέρνει στο θέμα της ταυτότητας του ήρωα, που έχει δημιουργήσει ο ποιητής. Ο Αιμιλιανός Μονάη είναι Αλεξανδρινός, γεννημένος το 628 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια και η σύντομη ζωή του τελειώνει στη Σικελία το 655 μ.Χ. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο Καβάφης έχει επιλέξει για ακόμη μια φορά, μια μεταβατική περίοδο της ιστορίας της Αιγύπτου για να τοποθετήσει τη ζωή του ήρωά του. Ο ήρωας γεννιέται το 628 μ.Χ. και λίγα χρόνια μετά, το 641 μ.Χ. οι Άραβες θα νικήσουν τους Βυζαντινούς και θα πάρουν υπό τον έλεγχό τους την Αίγυπτο. Το τέρμα της βυζαντινής κυριαρχίας θα σημάνει και τον τερματισμό της πρωτοκαθεδρίας της Αλεξάνδρειας, μιας και οι Άραβες θα ορίσουν ως πρωτεύουσα του κράτους την Αλ Φουστάτ, η οποία θα παραμείνει ως πρωτεύουσα μέχρι την πυρπόλησή της το 1168 μ.Χ. -κατόπιν τα υπολείμματα της πόλης αυτής θα απορροφηθούν από το Κάιρο που είχε χτιστεί λίγο καιρό πριν στα περίχωρά της.
Ο τερματισμός της χιλιετούς σχεδόν λειτουργίας της Αλεξάνδρειας ως πρωτεύουσας του κράτους, θα δημιουργήσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στην οικονομία της πόλης και σε συνδυασμό με την αραβική κυριαρχία θα οδηγήσει αρκετούς Αλεξανδρινούς σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.
Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, όπου κυριαρχεί η ανασφάλεια για το μέλλον και για τις αλλαγές που ενδεχομένως θα φέρει η κυριαρχία των Αράβων, τοποθετεί ο ποιητής τον ήρωά του, τονίζοντας σε αυτόν την ανασφαλή του φύση μέσα από την ανάγκη του να προφυλαχθεί από τον πόνο που του προκαλούν οι άλλοι άνθρωποι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου