Νίκος Καζαντζάκης «Ασκητική»
Πρόλογος
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο∙ καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο∙ το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή∙ ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή∙ κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει∙ σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές∙ μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει. φυτά, ζώα, ανθρώπους. στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.
Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές∙ και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.»
Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Πρόλογο της Ασκητικής παρουσιάζει τις δύο αντικρουόμενες κινήσεις της ζωής: την πορεία προς το θάνατο και την εσώτερη ανάγκη για δημιουργία, τονίζοντας πως θα πρέπει να κατανοήσουμε το όραμα, την ευρύτερη σκοπιμότητα, που εμπεριέχει κι εξισορροπεί τις δύο αυτές ορμές, ώστε να διαμορφώσουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και πράττουμε με βάση το όραμα αυτό.
Αναλυτικότερα:
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο∙ καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο∙ το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.»
Ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως τόσο το διάστημα πριν από τη γέννησή μας όσο και η κατάληξή μας μετά το θάνατο, αποτελούν καταστάσεις για τις οποίες δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε. Είναι σα να ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο και να επιστρέφουμε με το θάνατό μας ξανά σε αυτή, το μόνο φωτεινό σημείο για το οποίο μπορούμε να έχουμε κάποια γνώση και αντίληψη είναι το διάστημα κατά το οποίο ζούμε.
Δεν γνωρίζουμε αν η ανθρώπινη ψυχή, αν η ουσία του ανθρώπου έχει κάποια υπόσταση πριν από τη γέννηση, όπως και δε γνωρίζουμε που καταλήγει ο «εαυτός» μας, τον οποίο με κόπο και προσπάθεια έχουμε διαπλάσει και διαμορφώσει κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όταν πεθαίνουμε. Κι εφόσον δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι προηγείται και τι ακολουθεί, το μόνο για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε και το μόνο για το οποίο πρέπει να κοπιάζουμε είναι αυτό το μεσοδιάστημα κατά το οποίο ζούμε.
«Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή∙ ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.»
Από τη στιγμή που θα γεννηθεί ο άνθρωπος ενέχει μέσα του την εντολή του θανάτου του, οτιδήποτε γεννιέται είναι προγραμματισμένο να πεθάνει, χωρίς μάλιστα να υπάρχει καμία εγγύηση για το πόσο θα παραμείνει εν ζωή. Ανά πάσα στιγμή ο άνθρωπος μπορεί να πεθάνει είτε είναι μόλις λίγων ημερών είτε έχει διανύσει πολλά χρόνια ζωής. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας τονίζει πως αμέσως μόλις γεννηθούμε αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής, το ταξίδι δηλαδή προς το θάνατο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος μας και είναι τόσο συνυφασμένη η ζωή με το θάνατο, ώστε πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως ο μόνος βέβαιος σκοπός της ζωής δεν είναι άλλος από το θάνατο. Η μοιρολατρική αυτή άποψή, βέβαια, με την παραίτηση που τη διακρίνει έχει σαφώς τον αντίλογό της.
«Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή∙ κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.»
Στον αντίποδα της άποψης πως γεννιόμαστε μόνο και μόνο για να πεθάνουμε, υπάρχει και η σκέψη πως σκοπός της ζωής είναι να κερδίσουμε τη διαχρονική παρουσία μας στη συλλογική μνήμη. Οι άνθρωποι προσπαθούν να αξιοποιήσουν το χρόνο που τους έχει δοθεί με το να δημιουργήσουν είτε πρόκειται για τη δημιουργία μιας νέας ζωής είτε για τη δημιουργία εν γένει. Οι άνθρωποι δεν περιμένουν αδρανείς το θάνατό τους, καταπιάνονται με διάφορες ασχολίες και φυσικά με σημαντικότερη αυτή της δημιουργίας νέας ζωής, θέλοντας να δώσουν μια δυναμική απάντηση στο θάνατο.
«Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.»
Δύο είναι, επομένως, οι αντίρροπες δυνάμεις που κυριαρχούν στη σύντομη ζωή των ανθρώπων, από τη μία η ανοδική που χαρακτηρίζεται από την ανάγκη για δημιουργία, από την ανάγκη για ζωή και για κατάκτηση της αθανασίας κι από την άλλη η καθοδική που μας οδηγεί απευθείας στην αποσύνθεση και στο θάνατο.
Η ανοδική πορεία ωθεί τον άνθρωπο σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει κάτι -κυρίως μια νέα ζωή, χωρίς να παραγνωρίζεται και η σημασία της πνευματικής ή και καλλιτεχνικής δημιουργίας- ώστε να μπορέσει να φτάσει μέσω αυτής στην αθανασία, στην παρουσία δηλαδή κάποιων στοιχείων του ανθρώπου και μετά το θάνατό του. Ενώ, η καθοδική πορεία μας κρατά δέσμιους στην ύλη και μας οδηγεί αναπότρεπτα στο τέλος, στο θάνατο.
«Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει∙ σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές∙ μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.»
Τόσο η ανάγκη για δημιουργία και για συνέχεια, όσο και η δεδομένη πορεία προς το θάνατο, αντλούνται, όπως σημειώνει ο Καζαντζάκης, από τα βάθη της αρχέγονης ουσίας. Τόσο η ζωή δηλαδή, όσο και ο θάνατος, αποτελούν εκφάνσεις της μίας αρχικής ουσίας, την οποία δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ή να την αποδώσουμε κάπου, την αποδεχόμαστε όμως ως την αρχή και συνάμα ως την κατάληξη της ζωής. Είναι, μάλιστα, τόσο κυρίαρχη η παρουσία του θανάτου και του αδιαμόρφωτου στα πλαίσια αυτής της ουσίας, ώστε η ζωή να μοιάζει με μια αφύσικη κατάσταση που δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η αρχική αυτή ουσία είναι φαινομενικά άπλαστη και αδιαμόρφωτη, σε τέτοιο σημείο ώστε η ζωή να δίνει την εντύπωση της εξαίρεσης και της μάταιης αντίδρασης σ’ ένα χώρο όπου ο θάνατος αποτελεί τη σταθερή απάντηση. Ο συγγραφέας, όμως, πιστεύει πως αν κατανοήσουμε καλύτερα τη ζωή θα δούμε πως αποτελεί κι αυτή μία από τις κυρίαρχες δυνάμεις του Σύμπαντος, τόσο ισχυρή και άλογη μάλιστα, ώστε να είναι σε θέση να θεωρείται εξίσου σημαντική και ακατάλυτη, όπως και ο θάνατος. Η ζωή, επομένως, δεν αποτελεί μια συμπτωματική αντίδραση στο θάνατο και την ανυπαρξία, αλλά μια δύναμη που προέρχεται από την αρχέγονη ουσία που αποτελεί την πρώτη ύλη του Σύμπαντος.
«Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει. φυτά, ζώα, ανθρώπους. στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.»
Αν η ζωή δεν είναι μία από τις αρχέγονες δυνάμεις, αναρωτιέται ο συγγραφέας, πως αλλιώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε την υπεράνθρωπη και ταυτόχρονα υπέρλογη δύναμη που βρίσκεται πίσω από τη γέννηση, όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και κάθε άλλου ζωντανού οργανισμού. Πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε την καθημερινή πάλη που δίνουν όλα τα ζωντανά πλάσματα, όχι μόνο να παραμείνουν τα ίδια στη ζωή, αλλά και να δημιουργήσουν νέα ζωή, ώστε να μην ηττηθούν από το θάνατο;
Ο Καζαντζάκης θεωρεί, επίσης, πως και ο θάνατος και η ζωή, οι αντίπαλες αυτές δυνάμεις, είναι εξίσου σημαντικές, καθώς επιτελούν ένα ρόλο που καθαγιάζει την παρουσία τους. Δεν θα υπήρχε νόημα σ’ ένα χώρο όπου θα κυριαρχούσε μόνο η ανυπαρξία και ο θάνατος, όπως και δεν θα υπήρχε λογική σε μια ζωή χωρίς τέλος.
«Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές∙ και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.»
Χρέος του ανθρώπου είναι να κατανοήσει ποιος είναι ο ευρύτερος σκοπός τον οποίο υπηρετούν η ζωή και ο θάνατος, ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ανάλογα τη σκέψη και τις πράξεις του. Οι δυνάμεις αυτές δεν είναι, κατά το συγγραφέα, συμπτωματικές εκδηλώσεις, δεν υπάρχουν χωρίς λόγο, κινούν τη ζωή και τη δράση μας υπηρετώντας κάποιο καθολικό όραμα, κι εμείς οφείλουμε να αντιληφθούμε ποιο είναι αυτό το όραμα.
Η απάντηση του Καζαντζάκη στα δύσκολα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου δεν είναι ο Θεός, αλλά ούτε και η άναρχη σύμπτωση. Ο συγγραφέας πιστεύει πως υπάρχει κάποιος λόγος που κινεί τις δυνάμεις αυτές και το λόγο αυτό επιχειρεί να τον παρουσιάσει στην Ασκητική του.
[Τα χρόνια αυτά (1922-23) στη Γερμανία γράφτηκε και η Ασκητική, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Καζαντζάκη, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1927 με τον τίτλο Salvadores Dei.
Η ασκητική είναι ένα κείμενο σχετικά σύντομο, πολύ συμπυκνωμένο, που εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του Καζαντζάκη. Ο ίδιος το θεωρούσε «το σπόρο απ’ όπου βλάστησε όλο το έργο του∙ ό,τι κι αν έγραψε είναι σχόλιο, illustration της Ασκητικής». Τη χαρακτηρίζει ακόμη σαν «ένα βιβλίο mystique όπου διαγράφει τη μέθοδο ν’ ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο, ώσπου να φτάσει στην ανώτατη επαφή. Οι κύκλοι είναι πέντε: Εγώ, Ανθρωπότητα, Γης, Σύμπαντο, Θεός». Η στερνή μορφή της θεωρίας είναι η «Πράξη» και ο τελευταίος αναβαθμός του λυτρωτικού ανήφορου είναι η «Σιγή». Το έργο έχει ένα ύφος στιβαρό, πλαστικό, και -παρά το μεταφυσικό του περιεχόμενο- μια δροσιά που του δίνει τη χάρη του λογοτεχνήματος. Το ιδεολογικό του μήνυμα χαρακτηρίστηκε, όταν κυκλοφόρησε, σαν «μια κραυγή πέρα από τον κομμουνισμό»∙ ύστερα από την επίσκεψή του στη Ρωσία, ο Καζαντζάκης αρνούμενος πια και τις έως τότε θεωρίες του και προχωρώντας προς έναν ολοκληρωτικό μηδενισμό, τροποποίησε το κείμενο και πρόσθεσε στο «πιστεύω» του έναν τελικό «μακαρισμό» για όσους λυτρώνουν το Θεό και λένε: Εγώ και συ είμαστε ένα – «και το ένα τούτο δεν υπάρχει».
Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Λίνου Πολίτη, σελ. 272-3]
[Το απόσπασμα από την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη δημοσιεύεται με άδεια των Εκδόσεων Καζαντζάκη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου