Granger
Νίκος Εγγονόπουλος «ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ
ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ
ΦΟΥΕΝΤΕ»
...una acciόn vil y disgraciado
Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας
βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας
βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι
γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι
αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορίζικου
του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς
γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα
δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς
[una acciόn vil y disgraciado:
μια πράξη άναντρη και απεχθής]
Τον Ιούλιο του 1936 ξεσπά
εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία ανάμεσα στους εθνικιστές που υποστήριζαν τον
Φράνκο –μετέπειτα δικτάτορα της Ισπανίας από το 1939 έως και το 1975- και τους
δημοκρατικούς που υποστήριζαν τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Μανουέλ
Αθάνια. Οι εθνικιστές του Φράνκο λάμβαναν βοήθεια από το φασιστικό καθεστώς της
Ιταλίας και το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, ενώ οι δημοκρατικοί από την
κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση.
Η επικράτηση του Φράνκο έφερε την
Ισπανία στον κύκλο των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ευρώπης, λίγο προτού
ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στη Γηραιά Ήπειρο.
Στις 19 Αυγούστου 1936
δολοφονείται στη Γρανάδα ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σημαντικότατος ποιητής και
θεατρικός συγγραφέας, που με την επαναστατική του διάθεση και την προσήλωσή του
στα δικαιώματα των πολιτών είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των εθνικιστών. Το
απροσδόκητο της εκτέλεσης του ποιητή, το γεγονός ότι δε βρέθηκε ποτέ ο τόπος
ενταφιασμού του, αλλά και η απουσία μιας ουσιαστικής εξήγησης για τη δολοφονία
του, δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη τόσο στην Ισπανία όσο και
σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Κι είναι το ενδιαφέρον αυτό που
θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολλές εφημερίδες, δημοσιογράφους και
αρθρογράφους της εποχής, που θα θελήσουν να εμπορευματοποιήσουν το θάνατο του
μεγάλου ποιητή με υποτιθέμενες ειδήσεις για τον τόπο ταφής του, αλλά και
πιθανές εξηγήσεις για τη δολοφονία του. Τα σχετικά δημοσιεύματα διαδέχονται το
ένα το άλλο, χωρίς επί της ουσίας να προσφέρουν κάποια ουσιαστική πληροφόρηση,
μιας και τα μεγάλα ερωτήματα γύρω απ’ τη δολοφονία παρέμειναν αναπάντητα.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ενοχλημένος
από το χρησιμοθηρικό ενδιαφέρον των εφημερίδων, στηλιτεύει με τους στίχους του
την ασεβή τους προσπάθεια να κερδίσουν απ’ το θάνατο του ποιητή. Συνθέτει,
λοιπόν, ένα ποίημα που με τον μακροσκελή τίτλο του μιμείται τα πρωτοσέλιδα των
εφημερίδων και τους τίτλους των άρθρων που υπόσχονται «νέες» πληροφορίες, χωρίς
να έχουν στην πραγματικότητα να προσθέσουν τίποτε το καινούριο στην υπόθεση της
δολοφονίας.
Έτσι, ο ποιητής τιτλοφορεί το
ποίημά του «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία
Λόρκα...», εμπαίζοντας τα φτηνά τεχνάσματα των δημοσιογράφων, που με κάθε τρόπο
επιχειρούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους.
Ο Εγγονόπουλος δεν έχει νέα για
το θάνατο του ποιητή, έχει όμως να εκφράσει την αγανάκτησή του απέναντι στους
δημοσιογράφους και φυσικά την πικρία του για τη διωγμό που βιώνουν οι ποιητές.
Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας
βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας
βοηθούνε
να πεθάνουμε
Ο Εγγονόπουλος στους αρκτικούς
στίχους του ποιήματος προχωρά σε μια καίρια διαπίστωση για τη θέση των ποιητών
και των καλλιτεχνών εν γένει. Η Τέχνη (με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, όπως το
συνήθιζε ο Καβάφης, που βρισκόταν σε μια διαρκή επικοινωνία με τη «θεοποιημένη»
τέχνη του) και η ποίηση δε βοηθούν τους ποιητές να ζήσουν, δεν τους προσφέρουν
κάποιου είδους ευκολία ή ανταμοιβή. Αντιθέτως, η τέχνη και η ποίησις
(διαφορετική γραφή των δύο λέξεων στο δεύτερο στίχο, καθώς η τέχνη με μικρό το
πρώτο γράμμα κι η ποίησις με την κατάληξη της καθαρεύουσας, χάνουν την
ιδιαίτερη αξία τους και γίνονται καθημερινές δύσκολες ενασχολήσεις, όχι πια
καλλιτεχνικές εκφάνσεις) βοηθούν τους ποιητές να πεθάνουν.
Το κόστος που πληρώνουν οι ποιητές
και οι καλλιτέχνες είναι βαρύτατο, ιδίως σε περιόδους που η ελευθερία της
σκέψης και η προσπάθεια των ποιητών να προασπιστούν τα συμφέροντα και τα
δικαιώματα των πολιτών εκλαμβάνεται ως εχθρική ενέργεια από τους κατέχοντες την
εξουσία. Οι ποιητές δολοφονούνται, διώκονται και οδηγούνται στην εξαθλίωση,
όταν επιχειρούν με την τέχνη τους να προχωρήσουν και να απελευθερώσουν τη σκέψη
των ανθρώπων, όταν επιχειρούν να διαρρήξουν το σκοτάδι και τη μοιρολατρία των
ανθρώπων που δεν έλαβαν το πολύτιμο αγαθό της παιδείας.
Πέρα, βέβαια, από τις διώξεις των
ποιητών σε περιόδους ανελευθερίας, υπάρχουν και οι πιο προσωπικές πληγές των
δημιουργών που επιχειρούν να δώσουν μια νέα πνοή στην τέχνη τους. Ο ίδιος ο
Εγγονόπουλος γνώρισε τη χλεύη από αναγνώστες και ομοτέχνους του, όταν συνέθεσε
τα πρώτα υπερρεαλιστικά του ποιήματα. Κι ενώ με τη δική του διάθεση να
δοκιμαστεί σε νέους τρόπους γραφής, ανανεώθηκε ο ελληνικός ποιητικός λόγος, ο
ίδιος βίωσε εξαιρετικά επώδυνες καταστάσεις.
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι
γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι
αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορίζικου
του Λόρκα
υπό των φασιστών
Η δεύτερη κι εκτενέστερη στροφή
του ποιήματος εκφράζει την αγανάκτηση του ποιητή απέναντι σ’ εκείνους τους
«ματαιόδοξους» γραφιάδες, που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη δολοφονία του
Λόρκα, γράφοντας «σχόλια επί σχολίων», με την ελπίδα να βγουν απ’ την αφάνεια.
Ο ποιητής θεωρεί πως μόνο
περιφρόνηση αρμόζει σ’ όλον αυτό το «θόρυβο», τις έρευνες και τα σχόλια σχετικά
με τις συνθήκες της εκτέλεσης του Λόρκα. Είναι εμφανής εδώ η απαξίωση του
Εγγονόπουλου απέναντι στους δημοσιογράφους, που γράφουν ακατάπαυστα,
δημιουργώντας επί της ουσίας θόρυβο και όχι ενημέρωση, μιας κι ο βασικός τους
στόχος είναι να πουλήσουν μερικά φύλλα παραπάνω.
Η απαξίωση του ποιητή γίνεται
αντιληπτή κι από τις λέξεις που επιλέγει για να χαρακτηρίσει τους
δημοσιογράφους/γραφιάδες της εποχής του: «αργόσχολοι», «ματαιόδοξοι»,
«γραφιάδες», που δεν δημοσιεύουν τα κείμενά τους, αλλά τα «ξεφουρνίζουν». Ο
Εγγονόπουλος δεν αναγνωρίζει καμία αξία σ’ όλους αυτούς τους δημοσιογραφίσκους
και φυσικά δεν καταδέχεται καν να τους αποκαλέσει δημοσιογράφους. Παραμένουν
στο επίπεδο του αργόσχολου γραφιά, που τίποτε το ουσιαστικό δεν παρέχουν με τις
ανυπόστατες φλυαρίες τους.
μα επί τέλους! πια ο καθείς
γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα
δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς
Η καταληκτική στροφή του
ποιήματος με την έντονη αναφώνηση του ποιητή στρέφει την προσοχή των αναγνωστών
σε αυτό που έχει πραγματική σημασία. Το ζητούμενο, δηλαδή, δεν είναι το πώς
έγινε η εκτέλεση του Λόρκα ή που ενταφιάστηκε το σώμα του, αλλά στο γεγονός ότι
οι δολοφονίες των ποιητών δεν είναι πια κάτι το ασυνήθιστο. Ο ποιητής, μάλιστα,
τονίζει πως η κατάσταση αυτή αν κι έχει ξεκινήσει από καιρό, ειδικά στα δικά
του χρόνια, τα οποία χαρακτηρίζει σακάτικα, έχει πια εδραιωθεί.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τι
εννοεί ο ποιητής με το στίχο: -και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα
σακάτικα-, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη χρονική περίοδο στην οποία
αναφέρεται. Η δολοφονία του Λόρκα γίνεται το 1936 και το ποίημα του
Εγγονόπουλου εκδίδεται το 1957, πρόκειται οπότε για μια εικοσαετία που καλύπτει
την εμφάνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη και το Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο, ενώ ειδικότερα για την Ελλάδα τη Γερμανική Κατοχή (1941-1944) και τον
Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου, άλλωστε, παρά τον
τερματισμό των εχθροπραξιών το 1949, συνέχισε για αρκετά χρόνια ακόμη να βασανίζει
την Ελλάδα με διώξεις και εξορίες πνευματικών ανθρώπων, αλλά και με μια διάχυτη
διάθεση μισαλλοδοξίας. Οι Έλληνες είχαν χάσει την αθωότητά τους και η ελευθερία
της πνευματικής δημιουργίας είχε υποστεί ένα καίριο πλήγμα.
Ο Εγγονόπουλος, επομένως, γράφει
στη σκιά μιας εξαιρετικά δύσκολης περιόδου για την Ελλάδα, και με πικρία
επισημαίνει πως όλοι πια γνωρίζουν πως είθισται να δολοφονούνται οι ποιητές
είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, μιας και πολλές ιδέες πνίγονταν εν τη
γενέσει τους απ’ τους ποιητές που δεν ήθελαν να οξύνουν τα πνεύματα ή να
υποστούν νέες διώξεις. Είναι, λοιπόν,
«σακάτικα» τα χρόνια του ποιητή, καθώς η ελευθερία της έκφρασης υπάρχει μόνο
στο βαθμό που δεν ενοχλεί τους κρατούντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου