Πηγή Δανιηλίδου
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
«Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση
καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Ο
Παπαδιαμάντης δεν μένει σ’ ένα λαϊκό ανιμισμό, σαν αυτό των δημοτικών μας
τραγουδιών. Η φύση είναι άλλο κτίσμα∙ δεν είναι προέχταση του
ανθρώπου. Όμως όχι κατώτερο.» [Κυριάκος Πλησής]
Στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα» ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτυπώνει με ιδιαίτερα λυρικό τρόπο την οργανική
σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ο νεαρός ήρωας γνωρίζει τη
μόνη καθαρή ευτυχία της ζωής του ζώντας ελεύθερος κοντά στη φύση. Το δέσιμο που
αισθάνεται, μάλιστα, με το φυσικό του περιβάλλον φτάνει σε σημείο πλήρους
ταύτισης (Εφαινόμην κ’ εγώ να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους
ανέμους... / εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να
μετείχον της φύσεως αυτου...).
Η στιγμή που ο νεαρός βοσκός
πέφτει στη θάλασσα για να κολυμπήσει συνιστά αφηγηματικά μια πρόγευση απόλυτης
ευτυχίας, προτού φτάσει στην κορύφωση της ευδαιμονίας αγγίζοντας το κορμί της
γυμνής Μοσχούλας. Ανεξάρτητα, όμως, από τις αφηγηματικές συσχετίσεις, η αίσθηση
που έχει ο νεαρός καθώς κολυμπά είναι αφ’ εαυτής μια κορυφαία στιγμή ανόθευτης
χαράς. Η ελευθερία που βιώνει ο νεαρός στη γνώριμη και φιλόξενη αγκαλιά της
θάλασσας, όπως κι αίσθησή του πως βρίσκεται σε πλήρη ένωση με το κύμα,
αποτελούν μια πολύτιμη λογοτεχνική καταγραφή της ευδαιμονίας που μπορεί να
προσφέρει η φύση στον άνθρωπο.
Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετωπίζει
τη φύση ως απλή προέκταση του ανθρώπινου βίου, όπως γίνεται στη δημοτική
ποίηση, η φύση στα κείμενά του δεν εξανθρωπίζεται μέσω ενός λαϊκού ανιμισμού,
ούτε εμφανίζεται παρεμπιπτόντως και μόνο ως κτήμα του ανθρώπου. Η φύση για τον
Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα αυτόνομο θεϊκό δημιούργημα που εμπεριέχει, όχι μόνο
απόλυτη ομορφιά, αλλά και τη δυνατότητα να χαρίσει πραγματική ευτυχία στους
ανθρώπους που ζουν κοντά της.
Η φύση στο έργο του Παπαδιαμάντη
αποκτά λειτουργικό ρόλο, ως ένας σημαντικός διαμορφωτικός παράγοντας για την
εξέλιξη της ιστορίας, επηρεάζοντας τις πράξεις των ηρώων. Η ομορφιά της
θάλασσας θέλγει τον ήρωα και τον παρασύρει να κολυμπήσει εκεί που σύντομα θα
έρθει κι η Μοσχούλα να απολαύσει το νυχτερινό της μπάνιο, ενώ συνάμα η
διαμόρφωση του φυσικού χώρου τον παγιδεύει, μη επιτρέποντάς του μια ασφαλή
διαφυγή, την ώρα που η κοπέλα έχει πια βουτήξει στη θάλασσα. Έτσι, η φύση
επηρεάζει καθοριστικά τα δρώμενα, καθώς φέρνει τους δύο ήρωες κοντά σε μια
καίριας σημασίας συνάντηση.
Παράλληλα, βέβαια, κι η ίδια η φύση
επηρεάζεται από την παρουσία και τις πράξεις των ηρώων. Η θάλασσα δεχόμενη τη
γυμνή Μοσχούλα, αγγίζοντας με το κύμα της την ομορφιά του κορμιού της, άλλοτε
κρύβοντας κι άλλοτε αποκαλύπτοντας ό,τι περισσότερο ποθεί να δει ο νεαρός,
διαποτίζεται απ’ τον ερωτισμό της κοπέλας και συμμετέχει αίφνης σε μια σκηνή
αδιαμφισβήτητου ηδονισμού. Η θάλασσα χάνει έτσι την ουδετερότητα του ήθους της
και γίνεται φορέας ερωτικού πειρασμού. Με παρόμοιο τρόπο, άλλωστε, λειτουργεί
όταν θα γίνει ο χώρος όπου ο νεαρός θ’ αγγίξει για πρώτη και μοναδική φορά το
σώμα της κοπέλας.
Η φύση, επομένως, επηρεάζει τη
δράση του ανθρώπου και συνάμα επηρεάζεται απ’ αυτόν –κυρίως σ’ επίπεδο
συσχετισμών και συμβολισμού-, ενώ σε πρωταρχικό επίπεδο είναι η μόνη που μπορεί
να του προσφέρει πραγματική ευτυχία. Ο ήρωας του διηγήματος θα δυστυχήσει, όταν
θ’ αναγκαστεί να ζήσει μακριά απ’ το αγαπημένο του νησί. Περιορισμένος σ’ ένα
γραφείο, θα συνειδητοποιήσει το τραγικό κόστος που έχει στην ψυχή του η
απομάκρυνση από τη φύση.
Γιώργος Σεφέρης «Hampstead»
...
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου ‘φτανε μια καλύβα σ’ ένα
λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου ‘φτανε μπροστά στο
παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτηγμένο στο
λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου ‘φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ’ ένα τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς
προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα ‘πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ’ αντιλαλούσαν
κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη
σκέψη
και θα ‘πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα ‘χα
ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,
φως,
να διαβάσω.
Στο ποίημα του Σεφέρη βρίσκουμε
μια θέαση των πραγμάτων ανάλογη με αυτή που συναντάμε στο Όνειρο στο κύμα. Ο
ποιητής κουρασμένος από τις περιπέτειες του ανθρώπινου βίου αποζητά την ηρεμία
που μόνο η φύση μπορεί να προσφέρει.
Ο ποιητής θέλει να βρεθεί μακριά
απ’ τις επιπλοκές του φθοροποιού πολιτισμού, σ’ ένα φτωχικό σπίτι,
αντικρίζοντας, αν όχι ένα πραγματικό φυσικό τοπίο, έστω και μια ψεύτικη
αναπαράστασή του. Ένα σεντόνι βουτηγμένο στο μπλε χρώμα του νησιώτικου τοπίου,
για να του θυμίζει τη θάλασσα ή ακόμη και μια γλάστρα μ’ ένα ψεύτικο λουλούδι,
αρκούν για να του προσφέρουν την πολυπόθητη ψυχική γαλήνη.
Ο ήχος απ’ τα κοπάδια που
πηγαίνουν προς το μαντρί τους, θα ήταν για τον ποιητή σα μια ευτυχισμένη σκέψη,
που θα ηρεμούσε την ψυχή του. Κι ύστερα η πλήρης απουσία υλικού πολιτισμού θα
του επέτρεπε να κοιμηθεί, μη έχοντας ούτε ένα κερί για να διαβάσει.
Η διάθεση του Σεφέρη να
απομακρυνθεί από οτιδήποτε σχετίζεται με τον απάνθρωπο πολιτισμό, που με ποικίλους
τρόπους βασανίζει τις ανθρώπινες ψυχές, μας παραπέμπει στη διαπίστωση του
αφηγηματικού υποκειμένου στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, που συνειδητοποιεί πως η
μόνη φορά που γνώρισε την ευτυχία ήταν στην ανέμελη ζωή των εφηβικών του
χρόνων. Όπως ο ποιητής επιθυμεί να βρεθεί κοντά στη φύση -έστω και σε μια
επίφασή της-, χωρίς να έχει ούτε λίγο φως για να διαβάσει, έτσι κι ο ήρωας του
διηγήματος εύχεται να μπορούσε να γυρίσει στο νησί του ως απλός βοσκός, μακριά
από τις ασφυκτικές υποχρεώσεις του αστικού βίου και την ψυχική διάβρωση των
διαβασμάτων.
Η αλήθεια του μηνύματος που
κυριαρχεί στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να
απομακρυνθεί από τη φύση, χωρίς να πληρώσει υψηλό αντίτιμο, επιβεβαιώνεται κι
από τους στίχους του Σεφέρη. Η γαλήνη που γνωρίζουν οι άνθρωποι κοντά στη φύση,
χωρίς περιττές έγνοιες και υποχρεώσεις, δεν μπορεί να βιωθεί απ’ όσους
επιλέγουν να ζήσουν στο αστικό περιβάλλον.
Η ευτυχία για το Σεφέρη
φτιάχνεται με απλές έννοιες: με το γαλάζιο της θάλασσας, με τον αγέρα και τον
ήχο απ’ τα κοπάδια. Ακριβώς, όπως συμπυκνώνεται στην τελική ευχή του ήρωα: Ω!
ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου