Mal Bray
Γιάννης Ζίγκιρης «Λύκος του Ελικώνα»
Γιάννης Ζίγκιρης «Λύκος του Ελικώνα»
Μην είναι άνεμος μην είναι καταιγίδα αυτός που χύνεται στης μάχης τη βουή
Μην είναι άγγελος μην είναι ηλιαχτίδα
που πάει να κλέψει απ’ το σκοτάδι την αυγή
Μην είναι χείμαρρος, ποτάμι ματωμένο
που σαν στοιχειό κατηφορίζει την πλαγιά
Μην είναι δράκοντας θεριό δαιμονισμένο,
σαν παραμύθι που μας έλεγε η γιαγιά
Ξυπνάει, κοιμάται στο φτερό σαν τον πετρίτη,
γυρνάει σαν λύκος και γυρεύει γδικιωμό
Δεν έχει τόπο να σταθεί, δεν έχει σπίτι
και σαν δεντρί φυτρώνει απάνω στον γκρεμό
Δεν είναι δαίμονας, αρχάγγελος του άδη, δεν έχει άρχοντα, αφέντη βασιλιά
Δεν είναι αη-Γιώργης που καλπάζει στο σκοτάδι,
δεν είν’ κατάρα, δεν είναι ευλογιά
Έχει στα μάτια του μια μαύρη άδεια στέρνα
κι έχει για φυλαχτό μια μάνα που πενθεί
Έχει τα χέρια του βαριά και ματωμένα και στα ζερβά του ένα δίκοπο σπαθί
Έχει λερή τη φουστανέλα σαν κουρέλι,
κάθε της λόξα και μια αγιάτρευτη πληγή
Κάνει ένα γράμμα και το στέλνει του Νταβέλη
και του μηνάει πως το γραμμένο δεν αργεί
Βγαίνουνε έξω απ’ τα θηκάρια τα μαχαίρια,
βυσσοδομούν μες το κρησφύγετο οι καπνοί
Στέλνει χαμπέρι στων συντρόφων τα λημέρια,
κερνάει θάνατο και πόλεμο δειπνεί
Και μιαν αυγή σαν Κυριακάτικο τραπέζι φορούν οι βλάμηδες τα βόλια χιαστί
Είδαν τη φλόγα στο κερί να τρεμοπαίζει
κι είπαν στο γλέντι και στο θάνατο μαζί
Ποιος έχει αράδα να φυλάξει καραούλι, μην είσαι εσύ αητοφτεροντυμένε Ντρε
Βγήκαν παγάνα να σου πιούνε το μεδούλι
και μαύρο γάμο σου ετοίμαζαν γαμπρέ
Χύνεται ο Μέγας με τ’ αμέτρητο λεφούσι κι εσύ φλεγόμενος κινάς για το
χαμό
Κι απάνω στο στερνό του χάρου το γιουρούσι
σαν τον αμνό σκύβεις στ’ ατσάλι το λαιμό
Ταξίδι που δεν έχει γυρισμό...
Ο Γιάννης Ζίγκιρης πραγματεύεται
στο ποίημά του την ιστορία της συμπλοκής που έγινε στις 12 Ιουλίου 1856 στον
οικισμό του Ζεμενού, μεταξύ των δυνάμεων της χωροφυλακής και της για καιρό
διωκόμενης ομάδας ληστών της περιοχής, επικεφαλής της οποίας ήταν ο περιβόητος
αρχιληστής Λουκάς Μπελούλιας.
Ο Λουκάς Μπελούλιας, γνωστός με
το προσωνύμιο Κακαράπης ή Κακαρέπης, προερχόταν από το Κυριάκι, ένα από τα πιο
όμορφα χωριά της Βοιωτίας, και είχε ως υπαρχηγό του τον ξακουστό ληστή Χρήστο
Νταβέλη.
Με τρόπους που φανερώνουν μια
γόνιμη πρόσληψη της δημοτικής ποίησης ο Γιάννης Ζίγκιρης μετουσιώνει σε
σύγχρονο ποιητικό λόγο το θαυμασμό εκείνο για τον ηρωισμό και την ανδρεία των
ληστών, που άλλοτε θέρμαινε τις ψυχές των λαϊκών δημιουργών κι είχε ως
αποτέλεσμα μια σημαντική παραγωγή δημοτικών συνθέσεων, με θέμα τα κατορθώματα,
τις περιπέτειες, αλλά και το συχνά δραματικό τέλος τους.
ΡΟΔΟ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ «Ο Λύκος του Ελικώνα»
ΡΟΔΟ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ «Ο Λύκος του Ελικώνα»
Λύκος του Ελικώνα
Ο Ελικώνας είναι το βουνό στις
πλαγιές του οποίου είναι χτισμένο το Κυριάκι, ο τόπος που γεννήθηκε και
μεγάλωσε ο Λουκάς Μπελούλιας, ο ήρωας του ποιήματος. Ο Μπελούλιας -το όνομα του
οποίου αποδίδεται και ως Μπελούλης ή ακόμα και ως Μελλούνας- υπήρξε ένας
θηριώδης ληστής, ένας λύκος του Ελικώνα, που κατέφυγε στη ληστεία, όχι γιατί
θέλησε να αποφύγει τα βάρη του έντιμου βίου, αλλά γιατί εξωθήθηκε εκεί από την
αδικία που υπέστη η σύζυγός του.
Ο Μπελούλιας εργαζόταν ως βοσκός
της Μονής του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία και η σύζυγός του συνήθιζε να τον
επισκέπτεται στα μέρη που έβοσκε τα ζώα. Η ομορφιά της συζύγου του όμως δεν
πέρασε απαρατήρητη από έναν καλόγερο της Μονής, ο οποίος αφού παραφύλαξε τον
ερχομό της την κακοποίησε. Το άθλιο αυτό περιστατικό προκάλεσε τη δίκαιη οργή
του Μπελούλια, που στράφηκε μάταια προς τη δικαιοσύνη ζητώντας την τιμωρία του
καλόγερου, καθώς η θέση του στο μοναστήρι του προσέφερε μια ιδιότυπη ασυλία
απέναντι στις αρχές.
Η απροθυμία της επίσημης
δικαιοσύνης να έρθει αντιμέτωπη με την Εκκλησία, οδήγησε το Λουκά Μπελούλια
στην αυτοδικία, τη μόνη επιλογή που του απέμενε προκειμένου να εκδικηθεί το
κακό που είχε γίνει στη γυναίκα του. Έκτοτε, καθώς βρισκόταν υπό διαρκή διωγμό
από τη χωροφυλακή, κατέφυγε στα βουνά και δημιούργησε μια δική του ομάδα ληστών.
Στόχος του ήταν τόσο η επιβίωση, όσο και η εκδίκηση απέναντι στις επίσημες
αρχές που εκμεταλλευόμενες την εξουσία που κατείχαν καταπατούσαν συνεχώς τα
δικαιώματα των πολιτών.
Μην
είναι άνεμος μην είναι καταιγίδα αυτός που χύνεται στης μάχης τη βουή
Μην
είναι άγγελος μην είναι ηλιαχτίδα
που
πάει να κλέψει απ’ το σκοτάδι την αυγή
Μην
είναι χείμαρρος, ποτάμι ματωμένο
που
σαν στοιχειό κατηφορίζει την πλαγιά
Μην
είναι δράκοντας θεριό δαιμονισμένο,
σαν
παραμύθι που μας έλεγε η γιαγιά
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος
με την αξιοποίηση των άστοχων ερωτημάτων της δημοτικής ποίησης, αποδίδεται
παραστατικότατα η δύναμη και η πηγαία ορμή του Κακαράπη, του λύκου του Ελικώνα,
που ξεχύνεται από το βουνό, αναζητώντας τη λεία του. Η ορμητικότητά του και η
σκληρότητα με την οποία συνήθιζε να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του,
δημιούργησαν σύντομα το μύθο που τον περιέβαλε και τον κατέστησε στη φαντασία
των κατοίκων ως ένα πλάσμα που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα μέτρα.
Ο λύκος του Ελικώνα ορμά στην
αντάρα της μάχης σαν άνεμος κι ακόμη πιο έντονα, σαν καταιγίδα. Ατρόμητος
μπροστά στον κίνδυνο, ανεπηρέαστος από την ομορφιά της ζωής και αδιάφορος
απέναντι στο φόβο του θανάτου, αποκτά το σθένος εκείνο που του επιτρέπει να
αψηφά οτιδήποτε καθηλώνει συνήθως τους
άλλους ανθρώπους. Γίνεται έτσι σαν άγγελος, που ξεπερνά τους περιορισμούς της
ανθρώπινης φύσης, γίνεται μια ηλιαχτίδα που έρχεται να απελευθερώσει την αυγή
απ’ τα δεσμά του σκοταδιού. Γίνεται εκείνος που βλέπει καθαρά την αδικία γύρω
του∙ εκείνος που δε διστάζει
να διεκδικήσει με δύναμη, αλλά και με τη βία, την αποδέσμευση απ’ το σκοτάδι
του φόβου και της υποταγής.
Ξεχύνεται από τον Ελικώνα με τη δύναμη ενός χειμάρρου που σαρώνει στο
πέρασμά του εκείνους που αδικούν, εκείνους που όφειλαν να στέκουν ως προστάτες
των πολιτών, αλλά κατάντησαν χειρότεροι κι απ’ τους δυνάστες. Ένα ποτάμι γεμάτο
αίμα∙ το αίμα των αδικούντων,
το αίμα των κατακτητών, το αίμα εκείνων που θέλησαν να πλουτίσουν εις βάρος των
απλών ανθρώπων. Έτσι, κατηφορίζει την πλαγιά σαν στοιχειό που ξυπνά το φόβο
γύρω του, σαν μια υπέρλογη παρουσία, που μοιάζει να έχει βγει από τα παραμύθια
του λαού. Δεν είναι πια ο αδικημένος βοσκός, είναι ένας δράκος, ένα εξαγριωμένο
θεριό, που δεν έχει να δείξει έλεος σε κανέναν.
Ξυπνάει,
κοιμάται στο φτερό σαν τον πετρίτη,
γυρνάει
σαν λύκος και γυρεύει γδικιωμό
Δεν
έχει τόπο να σταθεί, δεν έχει σπίτι
και
σαν δεντρί φυτρώνει απάνω στον γκρεμό
Δεν
είναι δαίμονας, αρχάγγελος του άδη, δεν έχει άρχοντα, αφέντη βασιλιά
Δεν
είναι αη-Γιώργης που καλπάζει στο σκοτάδι,
δεν
είν’ κατάρα, δεν είναι ευλογιά
Η ζωή στο βουνό, η ζωή του κλέφτη
είναι δύσκολη, γεμάτη κινδύνους που αξιώνουν μια διαρκή επαγρύπνηση. Ο Κακαράπης
δεν έχει την πολυτέλεια του εφησυχασμού και της ξεκούρασης. Η δική του ζωή είναι
πια ταγμένη στην εκδίκηση, στην τιμωρία της πολιτείας που έχει βασιστεί στη
διαφθορά και το δίκαιο των ισχυρών. Εκεί που οι άλλοι επιλέγουν τη φιλήσυχη
ύπαρξη του υποταγμένου ανθρώπου, ο Κακαράπης υποδεικνύει το δρόμο της
αντίδρασης και της προσωπικής ελευθερίας.
Το τίμημα βέβαια αυτής της
ελευθερίας είναι υψηλό, καθώς ο λύκος του Ελικώνα δεν έχει πια το προνόμιο της
γαλήνης, δεν έχει ένα σπίτι δικό του, ένα χώρο ασφαλή. Βρίσκεται διαρκώς σε
κίνηση, διαρκώς υπό διωγμό, χωρίς το δικαίωμα να φτιάξει μια ζωή με την
προοπτική της συνέχειας. Σαν το μοναχικό δέντρο στην άκρη του γκρεμού δεν
μπορεί πλέον να αποζητήσει την ένταξη του μεταξύ των άλλων ανθρώπων. Στέκει
ανένταχτος, προκαλώντας δέος με τη δύναμή του να απαρνείται όλα εκείνα που
συνιστούν την παραδοσιακή έννοια της ευτυχίας ή έστω όλα εκείνα που η κοινωνία
εκλαμβάνει ως επιθυμητά και επιδιωκόμενα.
Ο λύκος του Ελικώνα ξεφεύγει από
κάθε αποδεκτό σχήμα και γίνεται με την ελευθερία που διακρίνει τη ζωή και τη
σκέψη του ένας πολίτης χωρίς πόλη, ένα αδέσμευτο πνεύμα που δεν αναγνωρίζει
κανέναν εξουσιαστή. Ο λύκος του Ελικώνα δεν είναι ένας δαίμονας, ένας φορέας
ανηθικότητας και αδικίας∙
οι ληστές άλλωστε είχαν ένα αυστηρό κώδικα τιμής. Ο Κακαράπης ωστόσο δεν μπορεί
να νοηθεί ως ο υπερασπιστής των αδικημένων και ο εκδικητής των κακών, δεν είναι
απόλυτα καλός, μα ούτε και απόλυτα κακός. Κινείται πέρα από την παραδεδομένη
ηθική και απέχει εξίσου από το να θεωρηθεί κάποιος που σκορπά αδιακρίτως το
θάνατο, όσο κι από το να εκληφθεί ως ένας σύγχρονος άγιος που έρχεται να
τιμωρήσει το κακό.
Ο Κακαράπης με τη δράση του προκαλεί
την οργή τόσο των επίσημων αρχών, που αποτελούν άλλωστε την αιτία της έκνομης
ζωής του και στόχο των χτυπημάτων του, όσο και των απλών πολιτών που πλήττονται
-σε μικρότερο βαθμό βέβαια- από τις ληστρικές του ενέργειες. Για το λόγο αυτό
στη μεγάλη συμπλοκή που θα γίνει στο Ζεμενό, η χωροφυλακή θα βρει πρόθυμους
συμπαραστάτες μεταξύ των πολιτών από τις γύρω περιοχές της Βοιωτίας.
Έχει
στα μάτια του μια μαύρη άδεια στέρνα
κι
έχει για φυλαχτό μια μάνα που πενθεί
Έχει
τα χέρια του βαριά και ματωμένα και στα ζερβά του ένα δίκοπο σπαθί
Έχει
λερή τη φουστανέλα σαν κουρέλι,
κάθε
της λόξα και μια αγιάτρευτη πληγή
Κάνει
ένα γράμμα και το στέλνει του Νταβέλη
και
του μηνάει πως το γραμμένο δεν αργεί
Καθώς οι διωκτικές αρχές
εντείνουν τις πιέσεις τους και η τελική αναμέτρηση μοιάζει αναπόφευκτη, ο λύκος
του Ελικώνα είναι έτοιμος να δώσει την ύστατη μάχη του, χωρίς φόβο αλλά και
χωρίς ελπίδα επιβίωσης. Στον εισαγωγικό στίχο της στροφής ο ποιητής αποδίδει με
εξαίρετο τρόπο την απουσία οποιουδήποτε συναισθήματος θα μπορούσε να κάμψει το
φρόνημα του ανδρείου ληστή. Μια μαύρη άδεια στέρνα στα μάτια του∙ έχει σβηστεί από αυτά η προσδοκία
κι η ελπίδα της ζωής, έχει χαθεί ο φόβος. Το κενό βλέμμα του φανερώνει με τον
πιο σαφή τρόπο πως δεν υπάρχει πια τίποτε που να τον κρατά ενωμένο με τον κόσμο
γύρω του. Έχει αποδεχτεί πως φτάνει στο τέρμα της πορείας του κι είναι
αποφασισμένος να φτάσει σ’ αυτό μαχόμενος.
Η μάνα που πενθεί και οι δικές
της δεήσεις για την ασφάλεια του παιδιού της είναι το μόνο στοιχείο που
διατηρεί τον ήρωα του ποιήματος στα ανθρώπινα μέτρα και υπενθυμίζει πως ο
ατρόμητος αυτός ληστής, υπήρξε κάποτε κομμάτι και γέννημα του απλού λαού.
Τα βαριά και ματωμένα χέρια του
προδίδουν τους συνεχείς αγώνες που δίνει και το θάνατο που σκορπά. Ο Κακαράπης
βρίσκεται πια σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να αντιμετωπίσει τους διώκτες του κι
αυτό συνεπάγεται μια εντεινόμενη βιαιότητα που δεν έρχεται χωρίς κόστος για το
ληστή. Το δίκοπο σπαθί του -όπλο απόλυτα φονικό- λειτουργεί ως άριστη ένδειξη
της αμφίδρομης φθοράς που επέρχεται μέσα από τις συγκρούσεις με τις αρχές. Ο
ληστής είναι ταλαιπωρημένος, η φουστανέλα του βρόμικη και κουρελιασμένη, ενώ
κάθε πτυχή της που έχει σκιστεί σημαίνει κι ένα ακόμη χτύπημα στο σώμα του.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Κακαράπης για κάθε σφαίρα ή μαχαιριά που δεχόταν
συνήθιζε να σκίζει ένα κομμάτι από τη φουστανέλα του και να καλύπτει απλώς την
πληγή του, συνεχίζοντας απτόητος να μάχεται.
Με την τελική σύγκρουση να
πλησιάζει, ο Κακαράπης στέλνει στον υπαρχηγό του, το νεότερο σε ηλικία, αλλά
εξίσου ξακουστό ληστή Χρήστο Νταβέλη, ένα γράμμα για να τον ειδοποιήσει πως δεν
αργεί η μέρα που θα πρέπει να αναμετρηθούν με τους διώκτες τους.
Ο Νταβέλης που είχε γεννηθεί
πιθανότατα στο χωριό Στείρι της Βοιωτίας και το πραγματικό του όνομα ήταν
Χρήστος Νάτσος, είχε καταφύγει στη ληστεία, όπως και ο Μπελούλιας, εξαιτίας της
αδικίας που γνώρισε από τη δικαιοσύνη και τις αρχές. Αν και ιδιαίτερα γνωστός,
ιδίως αργότερα καθώς η λαϊκή φαντασία τον συνέδεε με ολοένα και μεγαλύτερες
περιπέτειες, είχε τεθεί υπό τις διαταγές του μεγαλύτερου σε ηλικία και
τρομερότερου ληστή Λουκά Μπελούλια.
Βγαίνουνε
έξω απ’ τα θηκάρια τα μαχαίρια,
βυσσοδομούν
μες το κρησφύγετο οι καπνοί
Στέλνει
χαμπέρι στων συντρόφων τα λημέρια,
κερνάει
θάνατο και πόλεμο δειπνεί
Και
μιαν αυγή σαν Κυριακάτικο τραπέζι φορούν οι βλάμηδες τα βόλια χιαστί
Είδαν
τη φλόγα στο κερί να τρεμοπαίζει
κι
είπαν στο γλέντι και στο θάνατο μαζί
Λίγο προτού ξεκινήσει η τελική
μάχη, λίγο πριν τη 12 Ιουλίου του 1856, οι ληστές συγκεντρώνονται στο
κρησφύγετό τους και ετοιμάζονται για τη σύγκρουση που θα τους οδηγήσει στο
θάνατο. Βγάζουν τα μαχαίρια απ’ τα θηκάρια τους, κίνηση που υποδηλώνει την
προθυμία τους για τη μάχη αυτή, και βρίσκονται σε συνεχή προετοιμασία και
σχεδιασμό της δράσης τους∙
κινητικότητα που φανερώνεται έξοχα με την απόδοση κρυφού και δόλιου σχεδιασμού
στους καπνούς του κρησφύγετου.
Ο Κακαράπης ειδοποιεί τους
φίλιους ληστές, τους συντρόφους του στα γύρω λημέρια, να ετοιμαστούν κι εκείνοι
για την αναμέτρηση που θα τα κρίνει όλα. Η πρόσκλησή του αυτή δεν είναι παρά ένα
μοιραίο κέρασμα θανάτου, από έναν ατρόμητο ληστή που αντικρίζει αυτό τον πόλεμο
χωρίς φόβο ή δισταγμό. Άλλωστε, η έλλειψη φόβου χαρακτηρίζει όλους τους
συντρόφους του Μπελούλια, οι οποίοι όταν ξημερώνει η μέρα της μάχης, φορούν τα
βόλια τους χιαστί, σαν να ετοιμάζονται για ένα γιορταστικό, ένα Κυριακάτικο
τραπέζι και βαδίζουν μαζί να γνωρίσουν το κοινό τους τέλος.
Οι ληστές που συγκροτούν την
ομάδα του Μπελούλια είναι βλάμηδες, είναι αδελφοποιτοί, ορκισμένοι στον κοινό
αγώνα και κανείς τους δεν έχει την πρόθεση να δειλιάσει μπροστά στους άλλους ή
να φανεί λιγότερο αφοσιωμένος στον αρχηγό τους αλλά και στον κοινό αγώνα. Έτσι,
παρόλο που έχουν δει τη φλόγα του κεριού να τρεμοπαίζει δυσοίωνα, παρόλο δηλαδή
που έχουν αντιληφθεί πως δεν πρόκειται να βγουν ζωντανοί από την επερχόμενη
σύγκρουση, δε διστάζουν να πάνε σ’ αυτή αποφασισμένοι να παλέψουν και να
πεθάνουν μαζί. Όπως γιορτάζουν μαζί, έτσι σκοπεύουν να πεθάνουν μαζί,
φανερώνοντας ένα ακόμη στοιχείο της γοητείας που ασκούσε ο μύθος των ληστών
στους άλλους ανθρώπους. Πέρα δηλαδή από το αδέσμευτο της προσωπικότητάς τους
και την ελευθερία που χαρακτήριζε τη ζωή τους, η αδελφική εμπιστοσύνη και πίστη
που συνέδεε τους ληστές μεταξύ τους, συγκινούσε το λαό, που αναγνώριζε τη
μεγάλη αξία αυτής της αφοσίωσης και σύμπνοιας.
Ποιος
έχει αράδα να φυλάξει καραούλι, μην είσαι εσύ αητοφτεροντυμένε Ντρε
Βγήκαν
παγάνα να σου πιούνε το μεδούλι
και
μαύρο γάμο σου ετοίμαζαν γαμπρέ
Χύνεται
ο Μέγας με τ’ αμέτρητο λεφούσι κι εσύ φλεγόμενος κινάς για το χαμό
Κι
απάνω στο στερνό του χάρου το γιουρούσι
σαν
τον αμνό σκύβεις στ’ ατσάλι το λαιμό
Ταξίδι
που δεν έχει γυρισμό...
Το ερώτημα ποιος έχει σειρά να
φυλάξει καραούλι, απηχεί ακούσματα δημοτικών τραγουδιών, ενώ η πιθανή απάντηση για
τον αητοφτεροντυμένο Ντρε, συνδέει το λύκο του Ελικώνα, τον Κακαράπη, με τους
Ντρέδες, τους ένδοξους αρβανίτες της Πελοποννήσου. Οι Ντρέδες, που είχαν
φτιάξει τα γνωστά Σουλιμοχώρια της Μεσσηνίας κι είχαν πολεμήσει με γενναιότητα
σε πάρα πολλές μάχες κατά την Επανάσταση του 1821, συνδέονται με τους Αρβανίτες
της Βοιωτίας, υπενθυμίζοντας τόσο την αρβανίτικη καταγωγή του Κακαράπη, όσο και
την ακατάβλητη δυναμικότητα του πολύτιμου αυτού τμήματος του ελληνισμού.
Η λέξη Ντρες στα αρβανίτικα
σημαίνει ανυπότακτος κι αυτή ακριβώς είναι η βασική ιδιότητα που χαρακτηρίζει
τον Κακαράπη και τον διακρίνει από εκείνους που μπροστά στην αδικία επιλέγουν
την υποταγή. Ο Κακαράπης προτίμησε την παρανομία, προτίμησε την ανυπακοή, έστω
κι αν τώρα είναι αντιμέτωπος με μια ισχυρή δύναμη των αρχών που τον καταδιώκουν
με μόνο σκοπό να τον θανατώσουν. Ο γάμος που του ετοιμάζουν είναι μαύρος, είναι
η ένωσή του με το χάρο∙ η
μόνη επιλογή στα μάτια της κοινωνίας για εκείνους που αρνούνται να αποδεχτούν
τους όρους που εκείνη επιβάλει. Αδιάφορο αν αυτοί οι όροι καλούν σε μια
επονείδιστη υποταγή στη διαφθορά και στη δολιότητα των κρατούντων.
Ο Ιωάννης Μέγας ήταν ο
αξιωματικός της χωροφυλακής που ηγήθηκε της επίθεσης ενάντια στους ληστές κι
είναι αυτός που ήρθε αντιμέτωπος με τη φονική αποφασιστικότητα του Κακαράπη και
του Νταβέλη. Ο Μέγας φέρνει μαζί του μια ισχυρή δύναμη της χωροφυλακής, καθώς
και πολίτες από τα γύρω χωριά. Η επιθυμία του όμως να είναι αυτός που θα
θανατώσει τους δύο ληστές θα του στοιχίσει τη ζωή του, μιας και ύστερα από ένα
ισχυρό χτύπημα που θα δεχτεί από τον Κακαράπη, θα βρει το θάνατο από τους
άλλους ληστές.
Στη σύγκρουση αυτή που έγινε στο
Ζεμενό (έναν οικισμό που απέχει λίγα μόλις χιλιόμετρα από την Αράχωβα), πρώτος
από τους ληστές θα σκοτωθεί ο Νταβέλης και στο τέλος, στο στερνό του χάρου
γιουρούσι, θα χάσει τη ζωή του και ο Κακαράπης. Μαζί με τους δύο αρχηγούς θα
σκοτωθούν και οι περισσότεροι ληστές που συνιστούσαν την ομάδα
του Μπελούλια.
Η μάχη αυτή θα σημάνει ένα ταξίδι
χωρίς γυρισμό για τον Λουκά Μπελούλια, το βοσκό από το Κυριάκι που αποφάσισε να
τα βάλει με τις αρχές και να διεκδικήσει το δικαίωμα να ζει μακριά από την
υποκρισία και τη διαφθορά μιας κοινωνίας, στην οποία επικρατεί το δίκαιο του
ισχυρού. Ο Μπελούλιας υπήρξε το ιδανικό εκείνου του ανθρώπου που αποζητά να
καθορίσει τη μοίρα του βασιζόμενος στη δική του γενναιότητα∙ του ανθρώπου που θέτει την
προσωπική του ελευθερία υψηλότερα από τα ημίμετρα που προσφέρει η πολιτεία.
Η ηρωική στάση και το σθένος του
Κακαράπη και του Νταβέλη έχουν υμνηθεί σε πολλά δημοτικά τραγούδια,
αποκαλύπτοντας το θαυμασμό που είχαν εμπνεύσει οι δύο ληστές στους πολίτες. Ένα
τέτοιο τραγούδι είναι και το ακόλουθο, που έχει αναφορές στη μάχη του Ζεμενού:
- Ρίξε τα γίδια χαμηλά, Ρηνούλα
με τα μανταλιά,
γιέ μ’, κι έλα να ερωτευθούμε και
γλυκά να φιληθούμε.
- Απ’ πούθε πάει τ’ απόσπασμα,
Ρηνούλα με τα μανταλιά,
- Κακαρέπη και Νταβέλη – γιέ μ’,
ο Τσίπρας κι ο Δυσσέος;
Ο Τσίπρας πάει κατ’ το Χρυσό,
Ρηνούλα με το μανταλιό,
- Κακαρέπη και Νταβέλη – γιέ μ’,
κι ο Μέγας πάει στη Δαύλεια.
Και ο Δυσσέος ο νταής, μαρή
Ρηνούλα λυγερή,
- Κακαρέπη και Νταβέλη – γιέ μ’,
στο Δίστομο πααίνει.
Πάει να βαφτίσ’ ένα παιδί, μαρή
Ρηνούλα λυγερή,
γιέ μ’, να κάνει μια κουμπάρα,
μια παλιά του φιλενάδα.
Η μάχη στο Ζεμενό
Η προσπάθεια αντιμετώπισης των
ληστών στην περιοχή της Βοιωτίας κορυφώθηκε με την αιματηρή συμπλοκή στο Ζεμενό
(12 Ιουλίου 1856). Οι αρχές κατεδίωκαν για καιρό τις συμμορίες των ληστών και
ιδίως εκείνη των Μπελούλια και Νταβέλη, που είχε αποκτήσει ιδιαίτερη φήμη στην
περιοχή.
Ο ενθουσιασμός με τον οποίο έγινε
δεκτός ο αποδεκατισμός των ληστών και κυρίως η θανάτωση των αρχιληστών, γίνεται
φανερός από τις αναφορές που συντάχθηκαν εκείνη την περίοδο από τις αρχές για
τα γεγονότα του Ζεμενού.
Στην έκθεση του Δημάρχου Χαιρώνειας
προς το Επαρχείο Λιβαδειάς, διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής:
«... λαμβάνω την τιμήν να εκθέσω
εις το Επαρχείον τα περί του ευαρέστου αποτελέσματος κατά των καταστραφέντων
αρχιληστών Μπελιούλη, Νταβέλη κτλ. όταν συνεπεία των ληφθέντων συνετών μέτρων
υπό της Σ. Κυβερνήσεως προς εξολόθρευσιν της καταμαστιζούσης την ωραίαν ημών
επαρχίαν και γύρωθεν μέρη ληστείας, συνεπεία της αόκνου και δραστηρίου
ενεργείας των Νομάρχου Αττικοβοιωτίας κ. Γ. Λασσάνη, και επάρχου Λιβαδείας κ.
Δ. Δημητρακοπούλου, μετά τον διορισμόν ως διοικητού του μεταβατικού σώματος
Βοιωτίας, του Μοιράρχου κ. Π. Βακάλογλου, και μετά την εν Δομοκώ αποβίβασιν των
αρχιληστών Μπελιούλη, Δαβέλη, Φουντούκη, Ζαφείρη και των οπαδών των, άπασαι αι
Δημοτικαί αρχαί και οι κάτοικοι της επαρχίας Λειβαδίας, ιδίως δε οι της
Χαιρωνείας και Αραχώβης, έστησαν άγρυπνον προσοχήν προς εξολόθρευσιν των
κακούργων, οίτινες εμίαναν και εξέθεσαν το Έθνος εις πολυειδείς περισπασμούς,
και οι λησταί ουδόλως έμεναν πλέον άφοβοι και εν ανέσει, καταδιωκόμενοι από το
εν εις το άλλο μέρος. ...»
Στην αναφορά του Μοίραρχου Π.
Βακάλογλου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, διαβάζουμε τα εξής:
«Παντελής καταστροφή πέντε
ληστρικών συμμοριών.
Τέλος πάντων η επιθυμία του
Σεβαστού μας Βασιλέως και της σεπτής Ανάσσης μας, αι ευχές του Έθνους και αι
προσπάθειαι της Βασ. Κυβερνήσεως εξεπληρώθησαν πληρέστερα.
Οι διαβόητοι λήσταρχοι Λουκάς
Μπελούλης ή Κακαράπης, Χρήστος Δαβέλης, Ιωάννης Ζαφείρης, Λουκάς Φουντούκης και
Νικόλαος Τζώπης ή Δαφνής Κουκουβίνος, οίτινες προ δύο περίπου ετών ελημαίνοντο
την ανατολικήν Ελλάδα και Εύβοιαν δεν υπάρχουσιν πλέον εις την ζωήν, των μεν
πρώτων τεσσάρων φονευθέντων, του δε τελευταίου ζωγρηθέντος, μετά 18 οπαδών των,
εξ ων οι μεν 14 εφονεύθησαν, οι δε λοιποί εζωγρήθησαν...»
Το πρότυπο του ανεξάρτητου ανθρώπου
Το παράδειγμα του Λουκά Μπελούλια, του Χρήστου Νταβέλη και των άλλων ληστών, το παράδειγμα των ανθρώπων που αρνήθηκαν να υποταχθούν στη θέληση των ισχυρών, και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους, προβάλλεται και από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στο έξοχο ποίημα «Του Αιγάγρου».
Ο αίγαγρος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος, που έχει σταθεί μακριά από τους συμβιβασμούς και την επώδυνη παραχώρηση της ελευθερίας, όπως τη βιώνουν οι περισσότεροι πολίτες, ακούει με περιφρόνηση τις εκκλήσεις για βοήθεια των «δεσμωτών» της οργανωμένης κοινωνίας. Αδιαφορεί για όσα του τάζουν και αρνείται να επιστρέψει στην πολιτεία που με μύριους τρόπους έχει εγκλωβίσει τα μέλη της και τους έχει στερήσει κάθε έννοια ελευθερίας.
Ο αίγαγρος είναι ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου, που έχοντας σπάσει τα δεσμά του κι έχοντας γνωρίσει την αλήθεια της πραγματικής ελευθερίας και της πραγματικής γνώσης, δε θέλει πια να επιστρέψει στο «σπήλαιο», δε θέλει να επιστρέψει εκεί που οι άνθρωποι ζουν αγνοώντας τις πλέον βασικές και καίριες αλήθειες για την ίδια τους τη ζωή.
"Ο εφιάλτης του Οδυσσέα" Ρόδο του ανέμου [Ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς, Στίχοι: Γιάννης Ζίγκιρης]
Ανδρέας Εμπειρίκος «Του Αιγάγρου»
Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω απ' το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε κάθε σάλεμά του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται.
Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων πνευστιόντων.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Όμως δεν νοιάζεται καθόλου για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του, και όλο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν σε στιγμές οχείας.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε πλούσια ταγή και όλα τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
Ο Αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, υψώνει το κεφάλι του και αφήνει μέγα βέλασμα, που αντηχεί επάνω και πέρα απ’ τα φαράγγια σαν γέλιο λαγαρό, και μονομιάς, με πήδημα γοργό, σαν βέλος θεόρατο ή σαν διάττων, ακόμη πιο ψηλά πετιέται.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τα κατσίκια; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι πάρα πάνω, κάτι που, μα τον Θεό, δεν ήκμασε ποτέ κάτω στους κάμπους - έχεις εδώ την Λευτεριά.
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κ' έκρυβε μέσα του, βαθιά, μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγός ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο Κώστας, αι βάτοι αι φλεγόμεναι, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο Οδυσσεύς Ελύτης, που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, αυτοί και λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάει ο κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος εδώ κάθε πρωί σηκώνεται ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο άσβηστος του Δία, κάθε φορά που σπέρνεις εδώ, στα θηλυκά σου, την ένδοξη και απέθαντη γενιά σου!
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου, που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.
[Γλυφάδα 12.7.1960]
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το ποίημά του αυτό συνθέτει έναν ξεχωριστό ύμνο για τους ανθρώπους εκείνους που διατηρούν ακέραια την ελευθερία τους, μένοντας μακριά από τις προσφερόμενες ευκολίες και τα γενικότερα θέλγητρα της σύγχρονης πολιτείας. Ο αίγαγρος, ο ιδανικά ανεξάρτητος άνθρωπος, αναγνωρίζει εγκαίρως πως όσα παρέχει η οργανωμένη κοινωνία, δίνονται έναντι υψηλού κόστους∙ η συντριβή της προσωπικότητας και ο δραστικός περιορισμός της ελευθερίας, είναι το αναγκαίο τίμημα για την ένταξη στην κοινωνία, για την απατηλά καθησυχαστική σκέψη πώς το άτομο ανήκει κάπου.
Ο αίγαγρος, είναι ο ληστής που προτίμησε την ελευθερία των βουνών και της ανομίας, είναι ο άνθρωπος που δικαίως αρνείται να παραχωρήσει το ανεκτίμητο δικαίωμα της ελεύθερης ύπαρξης, είναι εκείνος που δε δέχεται τις παρεμβάσεις, τους περιορισμούς και τον έλεγχο που αποζητά να επιβάλει η πολιτεία στα μέλη της. Έτσι, τη στιγμή που η πλειονότητα των πολιτών βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ ένα εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο καθοδηγούμενων σκέψεων και προσδοκιών, ο αίγαγρος διατηρεί τη δυνατότητα της καθαρής και ανεπηρέαστης θέασης των πραγμάτων.
Σε μια κοινωνία που προδιαγράφει για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών της μια μέτρια ύπαρξη, ελάχιστων αξιώσεων∙ σε μια κοινωνία που πρωτίστως επιδιώκει την προάσπιση των συμφερόντων και του πλούτου μιας μικρής ομάδας, εις βάρος των πολλών, ο αίγαγρος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος, είναι ο επικίνδυνος εχθρός. Είναι ο άνθρωπος που σεβάστηκε τη μοναδικότητα της υπόστασής του και την ανεξαρτησία του πνεύματός του. Είναι ο άνθρωπος που αρνήθηκε να δεχτεί πως ο φιλήσυχος, μα υποταγμένος βίος είναι ο προορισμός τους. Κι ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι συναίνεσαν, έστω κατ’ ανάγκη, στην απαλοιφή των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν το μοναδικό και ανεπανάληπτο του εαυτού τους, προκειμένου να εξομοιωθούν με το πλήθος, ο αίγαγρος όχι μόνο διατήρησε αλώβητη την προσωπικότητά του, αντιστάθηκε συνάμα και στην υποτιθέμενη ευδαιμονία του κοινωνικού βίου.
Ο αίγαγρος αρνήθηκε να θυσιάσει την ανεξαρτησία του για τα ελάχιστα που παρέχει η πολιτεία στους πολλούς, για τα μηδαμινά εκείνα που τα παρουσιάζει ως προνόμια, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα φτηνό αντιστάθμισμα όσων τους στερεί. Διέκρινε τη συντριπτική επενέργεια που έχει στους ανθρώπους η προσήλωση στο φιλήσυχο βίο της υποταγής, στο βίο που η κοινωνία προβάλλει ως ιδανικό, και παρέμεινε προκλητικά ανένταχτος και ανεξάρτητος. Κι είναι αυτή η ανεξαρτησία του που τον καθιστά αναγκαίο στους υπόλοιπους ανθρώπους, όταν συνειδητοποιούν πως η δική τους σκέψη και δράση δεν επαρκεί για να τους διαφυλάξει από τη συνεχώς επιτεινόμενη πλεονεξία των λίγων, από το διαρκώς εντεινόμενο έλεγχο που τους ασκείται.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις»
Ο αίγαγρος είναι ο ληστής των βουνών, ο επαναστάτης, αλλά και ο άνθρωπος του πνεύματος, είναι όποιος και όσοι αντιλαμβάνονται τη φενάκη που τόσο επιτήδεια κρατά το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δέσμιο μιας αέναης υποταγής στην αδηφαγία των ισχυρών και προνομιούχων.
«Γεια και χαρά σου Αίγαγρε που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος εδώ κάθε πρωί σηκώνεται ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.»
Ο Εμπειρίκος, πέρα από την ανεξαρτησία που διακρίνει τον αίγαγρο, τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση και τη δεσπόζουσα εκείνη δύναμη του γεννήτορα που του παρέχει το προνόμιο να προσφέρει ζωή. Ο αίγαγρος σπέρνει τη γενιά του τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο, υπό την έννοια πως ο ανεξάρτητος άνθρωπος μεταλαμπαδεύει τις αξίες του, περνά στις επόμενες γενιές το πολύτιμο μήνυμα της πνευματικής και προσωπικής ελευθερίας, όχι μόνο μέσω των δικών του παιδιών, αλλά και με την επίδραση που ασκεί το παράδειγμα της ζωής του στους άλλους ανθρώπους.
Ο αίγαγρος, ως γεννήτορας, ως δημιουργός ζωής, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί τη μέγιστη ευθύνη που έχει απέναντι στη γενιά που φέρνει στον κόσμο. Είναι, αν μη τι άλλο, αδιανόητο για τον ανεξάρτητο άνθρωπο να μην προσφέρει στα παιδιά του, στους νεότερους ανθρώπους εν γένει, την ευκαιρία τουλάχιστον, να γνωρίσουν την αξία της σθεναρής αντίστασης απέναντι στο πλέγμα ελέγχου που στήνουν οι κρατούντες.
Η γενιά του αιγάγρου είναι απέθαντη ακριβώς επειδή ο ιδανικά ανεξάρτητα άνθρωπος φροντίζει να της δείξει το δικό του δρόμο, το δρόμο της ανυποταγής, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας στην πλέον καθαρή έκφανσή της.
«Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι πάρα πάνω, κάτι που, μα τον Θεό, δεν ήκμασε ποτέ κάτω στους κάμπους - έχεις εδώ τη Λευτεριά.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου