Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Κωνσταντίνος Σάθας «Έλληνες στρατιώτες στη Δύση (stratioti / stradioti)»

Debbie Dewitt

Κωνσταντίνος Σάθας «Έλληνες στρατιώτες στη Δύση (stratioti / stradioti

Μετά την Άλωση το ηρωικό πνεύμα των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου επιζεί, όχι μόνο στους κύκλους των λογίων, αλλά και σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμών και εκδηλώνεται με την ένοπλη δράση ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων που δρουν ή αυτόνομα και ανεξάρτητα ή στο πλευρό των Βενετών, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο και στα παράλια της Αδριατικής. Οι ένοπλες ομάδες αποτελούνται από «στρατιώτες», που στα βενετικά κείμενα αναφέρονται πάντοτε με τον τύπο stradioti. Με τη δράση τους καλύπτουν την περίοδο από τον 15ο αιώνα μέχρι και τον 17ο, ενώ ακόμη και οι μετέπειτα ένδοξοι κλέφτες της ελληνικής επανάστασης αποτελούν γέννημα των σωμάτων αυτών.

Οι stradioti θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Βενετούς στο πλαίσιο των πολεμικών τους αναμετρήσεων με τους Οθωμανούς, οι οποίες ξεκινούν πολύ σύντομα μετά την άλωση∙ αλλά θα περάσουν και στη Δύση, όπου θα δοξαστούν και θα λάβουν πλείστες τιμές από τους εκεί άρχοντες. Θυμίζουμε πως οι Οθωμανοί μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ξεκινούν μια σαρωτική επέλαση και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, μεγάλο μέρος του οποίου βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Βενετών. Έτσι, έχουμε διαδοχικά την κατάλυση του Αθηναϊκού δουκάτου (1458), την κατάκτηση της βενετικής στρατιωτικής βάσης στην Εύβοια (1470) και την ενσωμάτωση των κτήσεων της οικογένειας των Τόκκων στη Βόνιτσα, στη Λευκάδα και στα εξαρτήματά τους στο νότιο Ιόνιο (1479), την ίδια τύχη είχε άλλωστε και η βενετική Ναύπακτος (1499), οι πόλεις κλειδιά του ανατολικομεσογειακού βενετικού εμπορίου Μεθώνη και Κορώνη, μαζί με την Πύλο (1500), και είκοσι δύο χρόνια αργότερα το νησιωτικό κρατίδιο των Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου (1522)∙ στην επόμενη εικοσαετία καταλύθηκαν οριστικά τα λείψανα των φιλοβενετικών φεουδαλικών καθεστώτων στο Αιγαίο (1537-1538) και αποσπάσθηκαν και οι τελευταίες βενετικές κτήσεις της ελληνικής χερσονήσου Ναύπλιο και Μονεμβασία (1540). Οι Τούρκοι εξεδίωξαν επίσης από τη Χίο τη γενουατική εμπορική εταιρεία Mahona (1566) και κυρίευσαν τη βενετοκρατούμενη Κύπρο (1570-1571). Στο ίδιο χρονικό διάστημα εξουδετερώθηκαν και οι τελευταίες εστίες αντίστασης των άλλων βαλκανικών λαών, προπάντων ύστερα από την κατάκτηση της Σερβίας, της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης (1459-1466) και το θάνατο του Γεωργίου Καστριώτη - Σκεντέρμπεη (1468), καθώς και την καθυπόταξη των Αλβανών (1479), την κατάληψη του Βελιγραδίου (1521) και την εκμηδένιση των Σέρβων και των Ούγγρων (1526). Η αιχμή, μάλιστα, της τουρκικής επεκτάσεως προς τη Δύση έγινε ακόμη πιο αισθητή μετά την προσπέλαση από τις στρατιές του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς των νοτιοανατολικών επαρχιών της αψβουργικής αυτοκρατορίας και την πρώτη πολιορκία της Βιέννης (1529).  

Ότι τα σώματα των stratiodi και ο όρος με τον οποίο είναι γνωστά έχουν βυζαντινή προέλευση είναι πολύ πιθανό. Τον όρο τον βρίσκουμε συχνά σε βυζαντινά κείμενα, άλλοτε με τη σημασία του ενόπλου και άλλοτε με τη σημασία ιδιαίτερης τάξης. Η εξέλιξη των βυζαντινών στρατιωτικών αυτών σωμάτων και η μορφή που πήραν στα χρόνια της τουρκοκρατίας διέφερε σε πολλά σημεία από την παλαιά και ήταν ανάλογη με τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε περιοχή. Έτσι, στις βόρειες περιοχές της χερσονήσου του Αίμου οι Βυζαντινοί «στρατιώτες» κατέληξαν στα σώματα των βοϊνούκων, που είχαν την υποχρέωση να παρέχουν βοηθητικές στρατιωτικές υπηρεσίες και απαλλάσσονταν από φορολογικές επιβαρύνσεις. Από τον 15ο εξάλλου αιώνα οι βοϊνούκοι χρησιμοποιούνται στη Βλαχία σαν προσωπική φρουρά του βοεβόδα, αποτελώντας ειδικό στρατιωτικό σώμα.
Ενώ όμως στις βόρειες περιοχές οι «στρατιώτες» δεν έχουν τίποτε το κοινό με τους ανδρείους πολεμιστές του Βυζαντίου, στην Πελοπόννησο και σε άλλα σημεία του ελλαδικού χώρου η πολεμική παράδοση των σημάτων αυτών συνεχίζεται και ο θεσμός παρουσιάζεται ανανεωμένος μέσα στα πλαίσια που η ιστορική ανάγκη απαιτούσε.

Πλούσιο πληροφοριακό υλικό για τη δράση των στρατιωτών στην Πελοπόννησο μας δίνουν τα βενετικά έγγραφα της εποχής και ιδιαίτερα οι εκθέσεις των προβλεπτών και των άλλων αξιωματούχων της Βενετίας στην περιοχή. Αξίζει να προσεχθεί πως οι Έλληνες στρατιώτες που αγωνίζονταν δίπλα στους Βενετούς, αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους στην προσπάθειά τους να υποτάξουν την Πελοπόννησο, ήταν συνειδητοί αγωνιστές για την υπεράσπιση και τη διαφύλαξη των πατρίων εδαφών.
Πόσο υπολόγιζαν οι Τούρκοι τη δράση των στρατιωτών αυτών φαίνεται από το γεγονός ότι το 1479 ο φλαμπουριάρης του Μορέως ζήτησε από τον Βενετό προβλεπτή του Ναυπλίου να απομακρύνει τις ένοπλες ομάδες των Ελλήνων από την περιοχή, γιατί μόνο έτσι θα ήταν δυνατό να εξασφαλισθεί διαρκής ειρήνη και φιλία της Βενετίας και του σουλτάνου. Τον ίδιο χρόνο, όταν η Βενετία θέλησε να μεταφέρει ένα μέρος από τα σώματα των στρατιωτών στη Δύση, αντιπρόσωποί τους παρουσιάσθηκαν στη Γερουσία για να δηλώσουν ότι για τη Γαληνοτάτη η απομάκρυνσή τους από την Πελοπόννησο είναι ασύμφορη και για τους ίδιους απαράδεκτη, αφού μπορούν να προσφέρουν περισσότερες υπηρεσίες φρουρώντας την πατρίδα τους. Συνέχεια του διαβήματος αυτού πρέπει να θεωρηθεί η εξέγερση των στρατιωτών το 1480. Ο Θεόδωρος Κλαδάς, από τους σημαντικότερους αρχηγούς στρατιωτών, αφού ένωσε τις δυνάμεις του με κλέφτες της περιοχής κατέλαβε τους πύργους και τα χωριά Τρικεφάλι, Βίτυλο, Καστάνια, Πραστό, Λεφτίνη και άλλα. Τον Κλαδά ακολούθησαν στην ανταρσία του ο Θεόδωρος Μπούας, ο Μποζίκης και μερικοί άλλοι ακόμη που όρμησαν εναντίον των Τούρκων του Άργους, εξουδετέρωσαν τη φρουρά των γενίτσαρων και κατευθύνθηκαν προς τη Μάνη. Εκτός από το περιστατικό αυτό δεν είναι λίγα και όσα άλλα αποκαλύπτουν ένα ηρωικό πνεύμα και μια έντονη προσπάθεια για την άμυνα εναντίον των Τούρκων ή για την ανάκτηση χαμένων εδαφών.

Έτσι εξηγείται ο θαυμασμός των Βενετών για τους στρατιώτες, που χαρακτηρίζονται το 1494 από τον Marino Sanuto σαν «άριστος προμαχώνας» της Πελοποννήσου. Ο ίδιος μας μιλεί για τις άριστα οργανωμένες επιδρομές τους, για τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις τους και για τη λιτότητα της ζωής τους. Μια άλλη περιγραφή των στρατιωτών, τον ίδιο χρόνο, από τον Φίλιππο de Commynes, απεσταλμένο στη Βενετία του Καρόλου Η΄, είναι το ίδιο ενθουσιώδης, χαρακτηρίζονται γενναίοι και καρτερικοί, που κοιμούνται ολοχρονής στο ύπαιθρο με τα άλογά τους και δεν σκέπτονται παρά τον πόλεμο. Είναι όλοι Έλληνες και προέρχονται από τα φρούρια που κατέχουν οι Βενετοί, άλλοι από το Ναύπλιο και άλλοι από το Δυρράχιο.
Με σπαθί κρεμασμένο στη ζώνη τους, με δίστομο μαχαίρι (λόγχη) και με δόρυ ή ρόπαλο, προστατευμένοι με ελαφρό θώρακα από βαμβάκι για την αντιμετώπιση των επιθέσεων, πραγματοποιούσαν την έφοδό τους με γυμνασμένα ταχύτατα άλογα, έτσι που ο αντίπαλος να αιφνιδιάζεται. Ο ελαφρός αυτός οπλισμός συντελούσε στην πολεμική απόδοσή τους και τους έκανε να υπερέχουν από τους δυσκίνητους, λόγω της βαριάς πανοπλίας τους, ιππείς των κρατών της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όχι μόνο η τακτική τους επηρέασε την πολεμική τακτική της Δύσης, αλλά και πολλοί από αυτούς υπηρέτησαν σε ξένους στρατούς και διακρίθηκαν ιδιαίτερα σε πολέμους της Βενετίας, υπό τις σημαίες της οποίας αγωνίσθηκαν πολλοί. Εντυπωσίαζε τους ξένους η αντοχή τους στην πείνα, στη δίψα και στην αγρύπνια, η ικανότητά τους να περνούν με καταπληκτική ευχέρεια τα πιο δύσβατα μονοπάτια και η τακτική του αιφνιδιασμού, την οποία εφάρμοζαν πάντοτε με επιτυχία. Γι’ αυτό και με πολλά ψηφίσματά της η βενετική Γερουσία τους τίμησε, είτε αυξάνοντας τον μισθό τους είτε παραχωρώντας τους εκτάσεις. Από τα ψηφίσματα αυτά μαθαίνουμε και τα ονόματα πολλών από τους Έλληνες στρατιώτες, ανάμεσα στους αρχηγούς των οποίων μνημονεύονται ο Βρετός και ο Ζόρζης Βοζίκης, ο Μανόλης και ο Πιέρρος Κλαδάς, ο Καβάκης Ευδαιμονογιάννης, ο Έκτωρ Ρενέσης. Αλλά από τους ονομαστότερους αρχηγούς στρατιωτών στα ευρωπαϊκά μέτωπα στο τέλος του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα υπήρξε ο Αρβανίτης Μερκούριος Μπούας, από το Ναύπλιο της Πελοποννήσου, που τα κατορθώματά του μας αφηγείται σε εκτενές στιχούργημα ο σύγχρονός του στρατιώτες Τζάννες Κορωναίος.

Οι στρατιώτες αυτοί, αν και αποκομμένοι πια από τον ελληνικό χώρο, δεν έπαψαν ποτέ να αισθάνονται υπερηφάνεια για την καταγωγή τους και προσπάθησαν με ποικίλους τρόπους να διατηρήσουν το δεσμό τους με τις εθνικές ρίζες. Μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια πρέπει να ενταχθεί η αίτησή τους προς τη Βενετία, στις 4 Οκτωβρίου 1511, από την οποία ζητούσαν την άδεια να ανεγείρουν στην πόλη των δόγηδων ορθόδοξο ναό, επειδή του παρεκκλήσιο του αγίου Βλασίου, που τους είχε παραχωρηθεί, ήταν πολύ μικρό. Οι βενετικές αρχές αποδέχτηκαν αμέσως το αίτημα κι έτσι κτίσθηκε κοντά στο ναό του Αγίου Μάρκου ο ορθόδοξος ναός του Αγίου Γεωργίου, του αγίου που οι στρατιώτες θεωρούσαν προστάτη τους.

Ο τρόπος ζωής των στρατιωτών πρέπει να επηρέασε τη νοοτροπία των ελληνικών πληθυσμών, στις περιοχές τουλάχιστον εκείνες που υπήρξαν πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα σ’ αυτούς και στους Τούρκους. Υπερασπιστές χωριών και κάστρων, ανυπότακτοι αγωνιστές της ελευθερίας πριν γίνουν μισθοφόροι στη βενετική δημοκρατία, οι στρατιώτες πρόσφεραν ένα πρότυπο αξιομίμητο για τους ντόπιους. Και δεν είναι ασφαλώς άσχετη με τη δράση των στρατιωτών η ανεξαρτησία της Μάνης, που τα βουνά της έμειναν απάτητα από τους Τούρκους στους αιώνες της σκλαβιάς. Ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευθεί να αναγνωρίσει επιβίωση του θεσμού των στρατιωτών στο παρακάτω απόσπασμα από την περιγραφή που μας άφησε για τους Μανιάτες ο Γάλλος περιηγητής Castella, ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή το 1600: «Οι Τούρκοι έχουν υποστεί μεγάλες φθορές κατά τις πολυάριθμες επιδρομές τους εναντίον των Μανιατών. Αυτοί οι ορεσίβιοι αγρυπνούν νύχτα μέρα για να διατηρήσουν την ελευθερία τους και δεν εννοούν να αναγνωρίσουν κανέναν ηγεμόνα επί της γης. Είναι φορτωμένοι με τόσα όπλα που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους. Δεν τους αρκεί η πελώρια σπάθα. Κουβαλούν στον ώμο ένα ντουφέκι και στα χέρια κρατούν ένα τσεκούρι ένα ρόπαλο και μια κοντή λόγχη.»
Δεν έχουμε στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να παρακολουθήσουμε τις σχέσεις των στρατιωτών με τους αγροτικούς πληθυσμούς και με τους κατοίκους των πόλεων, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι η ανάγκη εφοδιασμού τους σε τρόφιμα και σε άλλα είδη θα δημιούργησαν συχνά προβλήματα στους ντόπιους.

Η γένεση των κλεφτών
Στις δύσκολες περιστάσεις, όπως ήταν η πρώτη περίοδος της τουρκικής κατακτήσεως, στους ορεινούς πληθυσμούς της Ελλάδας δημιουργείται η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου, που αρνείται να συμβιβαστεί με την εξουσία και καταφεύγει, και για την ηθική του ικανοποίηση και για την επιβίωσή του, στην αρπαγή, μοναδικό τις περισσότερες φορές μέσο για τη συντήρησή του. Από τους οικισμούς αυτούς προήλθαν σε μεγάλο ποσοστό οι κλέφτες, που με το πέρασμα των χρόνων, κυρίως στον 18ο αιώνα, απετέλεσαν την έκφραση ενός έντονου φιλελευθερισμού και απλώθηκαν σε όλο τον ελληνικό χώρο, από τη Μακεδονία ως την Πελοπόννησο.
Για να φθάσει όμως ο κλέφτης να γίνει ο θρυλικός αγωνιστής της ελευθερίας, όπως μας τον παρουσιάζουν τα δημοτικά μας τραγούδια και η παράδοση, χρειάστηκε να περάσουν τρεις περίπου αιώνες μετά την Άλωση. Τα ελάχιστα στοιχεία που έχουμε για κλέφτες στον 18ο αιώνα αναφέρονται σε πράξεις που μόνο σαν ληστεία θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Είναι άλλωστε γενικά αποδεκτό ότι οι κλέφτες στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας δεν είχαν συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία του συνόλου. Οι αγώνες τους, οι ατομικές τους επιτεύξεις και επιδιώξεις περιορίζονταν σε μια στενή εδαφικά περιοχή, σε μια μικρή ομάδα, τα συμφέροντα της οποίας υπεράσπιζαν. Πολύ αργότερα, δυο ή τρεις γενιές πριν από την επανάσταση του 1821, οι κλέφτες θα γίνουν οι πυρήνες των στρατιωτικών σωμάτων αντιστάσεως εναντίον των τουρκικών αυθαιρεσιών. Η τουρκική εξουσία θα οργανώσει τότε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους ή θα αναγκαστεί να λάβει άλλα μέτρα στις περιοχές που άκμαζε η κλεφτουριά, με σκοπό να τους δελεάσει ή να τους εξουδετερώσει.

Δεν έλειψαν όμως επιχειρήσεις για την εξόντωσή τους και σε παλαιότερα χρόνια. Μια προσπάθεια περιστολής της δράσης των κλεφτών αναφέρεται σε ένα «βραχύ χρονικό» του 1534, στο οποίο η λέξη χρησιμοποιείται με την ειδική σημασία που καθιερώνεται αργότερα: «εν έτει αφλδ΄ (1534) άφησαν οι Φράγκοι την Κορώνη ατοί τους και ήλθε τότες ένας φλαμπουριάρης και εστάθη εις τον Μορέα και εμπιτάρισε την Κορώνη και έπιασε τους κλέπτες του Μορέως». Ανάλογη επιχείρηση έχουμε στα μέσα ακριβώς του 17ου αιώνα στη βόρεια Μακεδονία στο Πετρίτσι και στα γύρω βουνά, σύμφωνα με πληροφορία του Εβλιά Τσελεμπή. Το 1652 ο Κεμαλή Χαλίλ αγάς με δύναμη 10.000 ανδρών καταδίωξε τους κλέφτες που δρούσαν στην περιοχή. Τα αποτελέσματα της οργανωμένης αυτής επιχειρήσεως φαίνεται πως ήταν πενιχρά, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι λίγα χρόνια αργότερα τα βουνά εξακολουθούσαν να είναι φωλιές κλεφτών.
Για τη δράση των κλεφτών στις βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου αποκαλυπτικά είναι τα τουρκικά έγγραφα. Πριν από τη δίωξη των κλεφτών, που μας αναφέρει ο Εβλιά Τσελεμπή, αναφέρεται σε έγγραφο του 1627 ο κλέφτης Πρόδρομος, από το χωριό Γραμματικό (της σημερινής επαρχίας Εορδαίας), που είχε γίνει ο φόβος των γύρω χωριών. Τρεις άλλοι κλέφτες στην περιοχή της Βέροιας αναφέρονται σαν αρχηγοί ομάδος. Ένας από αυτούς φόνευσε «εις τον δρόμον της πανηγύρεως Ντόλιανης τον Χαλήλ σούμπασην» και θεωρήθηκε «τιμωρητέος δια θανάτου» μετά τη σύλληψή του. Επίσης σε έγγραφο του 1667 αναφέρεται οργανωμένη επιδρομή 70 κλεφτών, στη θέση Άι-Γιάννης της Βέροιας εναντίον εμπόρων που κατευθύνονταν στην εμποροπανήγυρη της Ελασσόνας. Οι κλέφτες αυτοί «εισβάλοντας εις το χωρίον με τας σημαίας των, αφού αφήρεσαν πάντα τα τρόφιμα των (των εμπόρων), εφόνευσαν τινάς εξ αυτών».

Τα περιστατικά που αναφέραμε προηγουμένως βρίσκονται αναμφισβήτητα πολύ μακριά από αυτό που ονομάζουμε σήμερα κλεφτουριά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το τέλος του ίδιου αιώνα, όταν οι κλέφτες διαφόρων περιοχών, από την Αχρίδα και το Μοναστήρι ως τη Θεσσαλονίκη και τα Τρίκαλα, συνασπίζονται και δρουν εναντίον των Τούρκων. Η τουρκική διοίκηση είχε επιδείξει αμέλεια και δεν τους είχε καταδιώξει, ώστε να απλωθούν τόσο οι κλέφτες στη Μακεδονία που, αν πιστέψουμε τον περιηγητή Bracconier, η πεδιάδα της Ρεντίνας κοντά στον Στρυμόνα είχε πάρει το όνομα «κοιλάδα των κλεφτών».
Οι κλέφτες άρχισαν από αυτή την περίοδο και εξής να δείχνουν πως είναι μια δύναμη που μπορούσε να κλονίσει τα θεμέλια της τουρκικής κυριαρχίας. Πρώτες ενδείξεις για τη μεταβολή του κλέφτικου χαρακτήρος βρίσκουμε σε ενθυμήσεις και σε άλλα κείμενα της εποχής. Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι η δράση τους άρχισε να γίνεται γνωστή και να υπολογίζεται και έξω από τον ελληνικό χώρο.
Οι «προεστοί των κλεπτών» και οι «καπιτάνοι» και τα «άξια παλληκάρια» εντυπωσίαζαν και τους περιηγητές που περνούσαν από την Ελλάδα. Έτσι, ο Choiseul Gouffier στις εντυπώσεις του που δημοσιεύτηκαν το 1782 γράφει: «Όχι στην πρωτεύουσα, αλλά στις επαρχίες και μακριά από την έδρα της αυτοκρατορίας πρέπει να ιδή κανείς τους Έλληνας. Ο έρωτας της ελευθερίας ποτέ δεν έσβησε από τις καρδιές τους. Στους ορεσίβιους διατηρείται το πνεύμα της ελευθερίας που ζωογόνησε τους αρχαίους Έλληνες.»
Στο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη «Κανέλλος Δεληγιάννης» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002) βρίσκουμε τα εξής ενδιαφέροντα για την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των ληστών: «Όσο κι αν προσπάθησαν οι προεστοί να ελέγχουν τους κλέφτες διορίζοντάς τους «κάπους» και «μεταβατικούς», το σχίσμα ανάμεσά τους διατηρήθηκε ως τα χρόνια απελευθερωτικού πολέμου. Ο Σαράντος Καργάκος έχει συνοψίσει με ζηλευτή ευστοχία την εμφάνιση αυτού του νέου τύπου ανθρώπου μέσα στους υποταγμένους πληθυσμούς, ο οποίος αποκτά «εγώ» επειδή τολμά να σκοτώνει. «Μέχρι την εμφάνιση των κλεφτών ο χρόνος κυλούσε πολύ αργά στον ελληνικό χώρο. Οι κλέφτες δεν μοιάζουν με κανέναν. Ούτε με τους ακρίτες. Δεν φυλάνε άκρα, αλλά βουνά. Κι όχι για λογαριασμό άλλου, αλλά για τον εαυτό τους. Ο κλέφτης έχει αναπτυγμένη σε έντονο βαθμό τη συνείδηση του εγώ. Είναι επώνυμος και θεωρεί υπέρτατη αξία της ζωής την προσωπική του τιμή, που δεν είναι ένα εκλεπτυσμένο και αρωματισμένο συναίσθημα, αλλά μια βάναυση, συχνά και αγέρωχη στάση ζωής. Έτσι η ιστορία παύει να είναι αριστοκρατική και γίνεται χωρική.» «Η ιστορία του κλέφτη δεν αρχίζει από την οικογένειά του, αρχίζει από τον εαυτό του. Ο κλέφτης είναι κακοποιός, έξω από το σύστημα εξουσίας που το πολεμάει και τον πολεμάει. Η κλεφτουριά δεν είναι τομή, είναι ρωγμή. Η ιστορική συνείδηση του λαού όπως αποτυπώνεται στο τραγούδι, μετακινείται από τους άρχοντες, κοσμικούς και κληρικούς, προς τους νέους άρχοντες που συχνά είναι του σχοινιού και του παλουκιού. Από καταγραφή της κακοποιού δράσης κάποιων τέως αφανών που σπάνε την αφάνεια χάρη στον προσωπικό τους ηρωισμό».


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Σάθα «Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει και Αναγέννησις της Ελληνικής Τακτικής» (έκδοση 1885), στο οποίο ο μεγάλος ιστορικός μας δίνει πληθώρα πληροφοριών για τη δράση των στρατιωτών τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στον ευρωπαϊκό.

«Αν η μικρά αυτή γωνιά του απέραντου Μακεδονικού, Ρωμαϊκού και Οσμανικού κράτους, η καλούμενη Ελλάς, επί δύο όλας χιλιετηρίδας λησμονημένη και σχεδόν διαγεγραμμένη από της βίβλου της ζωής, κατώρθωσε να περισωθή εκ του μεγάλου κατακλυσμού εν ω επνίγησαν τοσαύτα ιστορικά έθνη, αν το εκ νεκρών αναστάν έθνος κατέλαβε μίαν των λαμπρότερων σελίδων της ιστορίας του αιώνος τούτου, αν οι νεώτεροι Έλληνες δεν κατήσχυναν τους προγόνους, αν ο τέως επικρατών μισελληνισμός μετετράπη εις πολιτικόν φιλελληνισμόν, όλα ταύτα οφείλομεν εις τον αρματωλόν.
Αρματωλόν δε εννοώ ουχί μόνον τον φουστανελλάν της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, αλλά και τον βρακάν Νησιώτην.
Χαρακτηριστική ιδιότης του Έλληνος αρματωλού είνε αυτός ο ανέκαθαν διακρίνας την ελληνικήν φυλήν χαρακτήρ του αμφίβιου πολεμιστού. Ο Κρης και ο Μανειάτης είναι ο αυτός κατά ξηράν τε και θάλασσαν. Πριν οι Υδραιοσπετσιώται αναδειχθώσιν εν τη θαλάσση, διέπρεψαν εν τοις Αργολικοίς πεδίοις ως άριστοι ιππείς. Ο Νικοτσαράς, ο Βλαχάβας, και οι Λαζαίοι διωχθέντες από τον Όλυμπον καταλαμβάνουσι την νήσον Σκιάθον, και από τολμηρών κλεπτών μεταμορφούνται εις τολμηρότερους πειρατάς. Τα δημοτικά άσματα ψάλλουσι την εν Κασσάνδρα ναυμαχίαν του Ακαρνάνος Σταθά, όστις από τα βουνά του κάποτε είδε το χρώμα της θάλασσας∙ ο Βοιωτός Λάμπρος Κατσώνης είνε ο πρώτος ναύαρχος της αναγεννηθείσης Ελλάδος, ο δ’ Ευβοεύς γεωργός Βώκος μετοικήσας εις Ύδραν αναδεικνύεται ο ναύαρχος Μιαούλης. Επί των βυζαντινών και των ενετικών χρόνων Πελοποννήσιοι, Κεφαλλήνες και Ηπειρώται φημίζονται ως άριστοι πεζομάχοι και ναυμάχοι. Εν τη υπηρεσία της Γαλλίας οι Έλληνες θαλασσινοί μάχονται εν τη ξηρά φέροντες το όνομα Καραβήσιοι, les carabins. Περί τα τέλη της ρωμαϊκής δημοκρατίας οι Κίλικες, οι Κρήτες και άλλοι των Ελλήνων γίνονται κύριοι της Μεσογείου και πολιορκούσι και αυτήν την Ρώμην εν των απογείω ούσαν της δόξης. Καταστραφέντος του πειρατικού στόλου υπό Πομπηΐου, οι αυτοί Κίλικες και Ίσαυροι μεταμορφούνται εις απελάτας ή κλέπτας, και επί πολλάς εκατονταετηρίδας εξορμώσιν από τα ελεύθερα βουνά δια να φέρωσι την φρίκην και τον όλεθρον εις την ρωμαϊκήν Ασίαν.
Ο αμφίβιος ούτος χαρακτήρ των ημέτερων πολεμιστών επιδρά και επί της ελληνικής γλώσσης∙ οι ναυτικοί όροι συναλλάσσονται προς τους της ξηράς∙ ούτω η στρατιωτική τούρμα των Βυζαντινών σημαίνει παρ’ ημίν το ναυτικόν πλήρωμα, τσούρμα∙ το ταξιδεύω δηλοί οδοιπορώ και πλέω, ως και παρά τοις αρχαίοις ο πλούς εδήλου πλην της ναυσιπλοΐας και την οδοιπορίαν∙ η στρατιωτική caterva των Λατίνων μεταβάλλεται εις το ναυτικόν κάτεργον∙ εν τοις Ακριτικοίς ποιήμασι το κάτεργον δηλοί πλην του πλοίου και τον στρατόν της ξηράς. Αυτό το όνομα armatus, armatura, εξ ου παράγεται ο αρματωλός, σημαίνει παρά τοις παλαιοίς βυζαντινοίς ου μόνον τον εν ξηρά πολεμιστήν, αλλά και τον εν θαλάσση, και αυτά τα πολεμικά πλοία. Ο λεβέντης (levis = εύζωνος) δηλοί τον στρατιώτην και τον ναύτην.
«Από του Χρονικού Πασχαλίου, το οποίον πρώτο μνημονεύει τους κατά των Αβάρων πολέμους των ημετέρων Στρατιωτών, μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων το όνομα Στρατιώτης δηλοί τον κατ’ εξοχήν ιππέα. Επί του Ιουστινιανού ου μόνον ο Στρατιώτης, αλλά και ο αχώριστος αυτού δορυφόρος, παλληκάρι, φέρουσι τα λατινικά ονόματα αρμάτος (αρματωλός) και πούερ (παιδί). Εν τη τακτική του αυτοκράτορος Μαυρικίου ο αρμάτος μνημονεύεται ως υπασπιστής του οπτιμάτου, ήτοι εκλεκτού στρατιώτου. Ο διάδοχος όμως του Μαυρικίου Φωκάς φέρει τον τίτλο Στρατιώτης. Έκτοτε η λέξις παραμένει εν τη ιστορία μέχρι της ΙΣΤ΄ εκατονταετηρίδος, ότε εξαφανισθέντος και εν αυτή τη Ευρώπη του Stadiota, Estradiot, αναφαίνεται εν Ελλάδι υπό το παλαιόν όνομα του αρμάτου, επί το ελληνικώτερον αρματωλού λεγομένου. Και είνε μεν αληθές ότι οι τελευταίοι αρματωλοί, ους οι πατέρες ημών εγνώρισαν, ήσαν πεζοί∙ πάντες όμως οι παλαιότεροι, ιππείς.»
«Είναι αξιοπαρατήρητον γεγονός ότι ενώ η Ελλάς έτρεφε μυριάδας στρατιωτικών αρχόντων, τους οποίους θαυμάζουσι τα Φραγκικά Χρονικά της Πελοποννήσου, ότι ενώ επί της εισβολής των Τούρκων οι αυτοί Στρατιώτες διασπαρέντες ανά την Δύσιν απέδειξαν, ως ομολογούσιν οι σύγχρονοι ιστορικοί, ότι ούτε η ελληνική ανδρεία είχε χαθή, ούτε η παλαιά τακτική λησμονηθή, μία δράξ Γάλλων πολεμιστών σχεδόν αμαχητεί υπέταξε την Πελοπόννησον, εν δε τη αλώσει ουδείς των Ελλήνων Στρατιωτών προμαχεί υπέρ της Πόλεως. Αλλ’ αυτά τα προμνημονευθέντα Χρονικά εξηγούσι τον λόγον των ακατανοήτων θριάμβων των Γάλλων εν Πελοποννήσω. Οι Στρατιώται ούτοι δεν επολέμησαν προς τους επιδρομείς, αλλ’ εκόντες υπετάγησαν επί τη υποσχέσει της τηρήσεως των προνομίων τους. …
Είνε γνωστόν ότι την συνθηκολόγησιν ταύτην δεν εδέχθησαν τινές των στρατιωτικών αρχόντων, και ιδίως ο άρχων του Ναυπλίου και Άργους Λέων ο Σγουρός, τα δε αυτά Χρονικά διηγούνται τι υπέφεραν οι Γάλλοι από τον «φοβερόν εκείνον Στρατιώτην». 
Επί τοιαύταις συνθήκαις μένουσιν εν Πελοποννήσω οι Ενετοί, μισθοδοτούντες μάλιστα αδρώς τους Στρατιώτας∙ οσάκις δε θρασύς τις προβλεπτής ετόλμησεν ή να δολιευθή τας συνθήκας ή να εξυβρίση τον Στρατιώτην, η ανταρσία επήρχετο ως φοβερά Νέμεσις.»
«Όσον και αν θαυμάζωμεν τους κατά των Τούρκων πολέμους των αρματωλών και κλεφτών πρέπει να έχωμεν πάντοτε υπόψη ότι και οι ήρωες εκείνοι ήσαν άνθρωποι, επομένως είχον και όλας τα αδυναμίας της ανθρώπινης φύσεως. Είπομεν προηγουμένως ότι προθύμως οι στρατιωτικοί και πολιτικοί άρχοντες υπετάγησαν εις τους Φράγκους επί τη συνθήκη της διατηρήσεως των παλαιών προνομίων. Το αυτό δε ήθελε συμβή και επί των Τούρκων, αν οι βάρβαροι ούτοι εγνώριζον τι εστί λόγος και πίστις. Ευρόντες παλαιάν στρατιωτικήν και πολιτικήν αριστοκρατίαν, εν τη πρώτη ανάγκη υπεσχέθησαν πλειότερα των αιτουμένων, ύστερον όμως δια δόλου και εγκλημάτων ήρπασαν και τα εναπομείναντα ψιχία. Και οι μεν πολιτικοί, κάλλιον σπουδάσαντες τον χαρακτήρα του κατακτητού, κατώρθωσαν δια δουλικών υποκλίσεων και άλλων εξευτελισμών αρεσκόντων εις αξέστους Ανατολίτας να μείνωσιν, αν μη άλλο, τουλάχιστον ανεκτοί∙ και είνε μεν αληθές ότι συχνάκις ούτοι έβλαψαν την εθνικήν υπόθεσιν, εξ ίσου όμως αληθεύει ότι και πολλάκις εξυπηρέτησαν ταύτην σκοπιμώτερων των κλεφτικών πολέμων. Η πολιτική όμως των υποκλίσεων ήτο άγνωστος εις τον τραχύν αρματωλόν, ο δ’ εξευτελισμός ασυμβίβαστος προς την στρατιωτικήν φιλοτιμίαν του. Αφ’ ετέρου και οι Τούρκοι δεν έδειξαν προς τους στρατιωτικούς άρχοντας ούτε την πρέπουσαν περιποίησιν, ουδ’ απλήν ανοχήν, εκ σειράς δε πολλών παθημάτων ο αρματωλός επείσθη ότι ο άπιστος δεσπότης δεν ενόει ν’ αφήση τα όπλα εις χείρας του ραγιά. Ό,τι δεν κατωρθώθη δια της υποταγής, επεβλήθη δια της μαχαίρας. Όλοι οι πόλεμοι των αρματωλών ένα και μόνο έχουσι σκοπόν, την ανάκτησιν και διατήρησιν του πατρογονικού καπιτανάτου.»
«Όταν η Βαυαροκρατία έρριψεν εις τους δρόμους τους αγωνιστάς, εξεφύτρωσεν εν Ελλάδι τοιαύτη ληστεία, ώστε μόνη η επιείκεια των στρατοδικών έσωσεν από ατιμωτικού θανάτου πολλούς αρματωλούς φέροντας τας ενδόξους πληγάς του ιερού αγώνος. Οι λόγοι, τους οποίους εν Λαμία από του ικριώματος είπεν ο Λουκάς Δαδιώτης «σκοτόνετε την τέχνην όπου σας ελευθέρωσε» έχουσι βαθύ νόημα. Ο βδελυρός Τάκος είνε ο τελευταίος αντιπρόσωπος της ητιμασμένης κλεφτουριάς, εις το θηρίον δε τούτο αποτείνονται οι τελευταίοι στόνοι της εκπνεούσης δημοτικής ποιήσεως, την οποίαν έχει τους λόγους του ο λαός αποκαλών “κλέφτικα τραγούδια”.»
1479: Το αίτημα των Τούρκων για απομάκρυνση των Ελλήνων Στρατιωτών από την Πελοπόννησο.
[Αξίζει να προσεχθεί πως οι Στρατιώτες που έδρασαν στον ελληνικό χώρο δεν ήταν μόνο Έλληνες και Αρβανίτες, αλλά και Αλβανοί. Ενώ, ο Σάθας εκφράζει την άποψη πως η μεγαλύτερη επιτυχία της τουρκικής πολιτικής ήταν ότι κατόρθωσε να δημιουργήσει αντιπαλότητα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αλβανούς, δύο αδελφικές εθνότητες που μέχρι τότε συνυπήρχαν και συνεργάζονταν αρμονικά. Η αντιπαλότητα αυτή αποδυνάμωσε τους δύο λαούς και έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους να ολοκληρώσουν με μεγαλύτερη ευκολία την κατάκτησή τους.
«Από του διαζυγίου μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών Στρατιωτών, διαζυγίου το οποίον είνε το μεγαλείτερον πολιτικόν κατόρθωμα των Τούρκων, το περικόψαν τας πτέρυγας του ελληνικού αετού, χρονολογείται η εμφάνισις του κλέφτου και ελευθερωτού της ελληνικής φυλής».]

«Εις τους Στρατιώτας τούτους εστηρίζετο η δύναμις της Δημοκρατίας εν Πελοποννήσω, ως βεβαιοί αυτή η Γερουσία εν πολλοίς δόγμασιν∙ οι πονηροί Τούρκοι γιγνώσκοντες κάλλιον των Ενετών το μυστήριον της δυνάμεώς των, υπό διαφόρους πανούργους προφάσεις προσεπάθησαν να γυμνώσωσι τους Ενετούς των Στρατιωτών∙ ιδόντες δε αποτυχούσας τας προς τους τελευταίους τούτους πομπώδεις υποσχέσεις των, έστρεψαν τας δολοπλοκίας των εις αυτούς τους Ενετούς. Τω 1479 ο φλαμπουριάρης του Μοραίως εν προκαταρκτική συνεντεύξει προς τον αρμοστήν του Ναυπλίου περί της επικείμενης οροθεσίας, τω υπέδειξεν ότι μόνη η απομάκρυνσις των Στρατιωτών ήτο το ασφαλέστερον εχέγγυον διαρκούς και ειλικρινούς φιλίας και ειρήνης προς τον σουλτάνον. Ακούσωμεν αυτόν τον εύπιστον Μίνιον διαβιβάζοντα προς την Γερουσίαν τας τουρκικάς προτάσεις∙ “Ο Τούρκος πασάς μοι είπεν: αυτοί οι Αλβανοί σας είνε άνθρωποι κακής διαγωγής, διατί δεν τους διώκετε; Εγώ τω απεκρίθην αληθεύει ότι και μεταξύ των Αλβανών ως και επί πάντων των ανθρώπων ευρίσκονται και κακοί, αλλ’ οι ημέτεροι είνε καλοί και ευάγωγοι άνθρωποι. Ο πασάς μοι είπεν∙ εάν διώξετε τους Αλβανούς εκ της χώρας ταύτης ουδέποτε θα έχομεν διαφοράν τινά.” Αι προτάσεις του φλαμπουριάρου ήσαν η ηχώ πολιτικής μάλλον εντέχνως διεξαγομένης εν αυτή τη Πύλη προς τον απεσταλμένον της Δημοκρατίας.
Η γερουσία καταπιούσα το τουρκικόν δέλεαρ ήρχισεν από του αυτού έτους (1479) σπουδαίως συζητούσα το ζήτημα του μετοικισμού των εν Πελοποννήσω Στρατιωτών. Συμβούλια επί συμβουλίων συνελθόντα οριστικώς απεφάσισαν να φέρωσιν εις Ενετίαν τους γενναιοτέρους, και επί μισθώ μεταχειρισθώσιν αυτούς εις τους εν Ιταλία πολέμους. Οι Στρατιώται εγκαίρως παρεμβάντες υπέδειξαν τον κίνδυνον της εκ Πελοποννήσου απουσίας των∙ η γερουσία επέμεινεν, αλλά και οι Στρατιώται υπό διαφόρους προτάσεις εξοικονόμουν τον καιρόν, αφού δεν ηδυνήθησαν να πείσωσι τους Ενετούς περί του εκ της αποχωρήσεώς των κινδύνου της χώρας. Τη 5 Σεπτεμβρίου 1479 η Γερουσία διατάσσει τον ναύαρχον ίνα, αφού επιθεωρήση τους εν τοις φρουρίοις Στρατιώτας, εκλέξη εκ τούτων χιλίους και μεταφέρη εις Ενετίαν. Τη 15 Σεπτεμβρίου 1479 παρουσιασθέντες εις την Γερουσίαν οι επίτροποι των Στρατιωτών είπον ότι θεωρούσαν ασύμφορον τη πολιτεία τον μετατοπισμόν τούτων, και ότι θα υπηρετήσωσι καλλίτερον φρουρούντες την πατρίδα των (providere rebus suis).»
«Είνε αξιοσημείωτον ότι, ενώ τοσαύτας δυσκολίας παρεμβάλλουσιν οι Στρατιώται δια την εις Ευρώπιν μετάβασίν των, εξ εναντίας μετά πολλής προθυμίας εκστρατεύουσιν όπου πρόκειται αυτοίς αντιμέτωπος ο προαιώνιος εχθρός της ελληνικής φυλής, ο Ασιανός. Από των μέσων της ΙΕ΄ εκατονταετηρίδος ολόκληροι Στρατιωτικαί αποικίαι μεταβαίνουσιν εις την υπό του Τουρκικού σιδήρου ερημωθείσαν Δαλματίαν και διοργανίζουσι στρατιωτικώς τη χώραν. Ενώ οι περί τον Κλαδάν επανίστανται επί τω ακούσματι της εις Φερράραν μεταφοράς των, πεντήκοντα Στρατιώται Κορωναίοι υπό τον Γεώργιον Ράλην μεταβαίνουσι εις Τραγούριον και ισάριθμοι εις Σιβενίκον∙ έτεροι δε 200 υπό τους Γεώργιον Βουζύκην, Γκίνην Βλέσαν, Μαρήν Κλημέντην και Τσόγγαν Καράτολαν αναχωρούσιν εις το υπό των Τούρκων απειλούμενον Φριούλι. Περί τα τέλη της ΙΕ΄ αι εν Δαλματία Στρατιωτικαί αποικίαι είνε τόσον πολυάριθμοι, ώστε δεν απαντά φρούριον ή κλεισούρα, μη φρουρουμένη υπό Στρατιωτών∙ μία των Ιλλυρικών νήσων φέρει έτι το όνομα isola dei Stratiotti, δια την άνω αιτίαν, ως λέγει ο Φαρλάτης.»
«Ονομαστότερος όμως όλων τούτων εγένετο ο προρρηθείς Μερκούριος Μπούας∙ αληθής απόγονος του Πύρρου, επί τριάκοντα συνεχή έτη πολεμεί ως ούτος άνευ ωρισμένου σκοπού, μόνον και μόνον δια ν’ ακουσθή εις Ανατολήν και Δύσιν, ως συνεχώς λέγει ο βιογράφος του. Λαβών παρά του βασιλέως πλούσιον τιμάριον εν Νεαπόλει, ονομασθείς υπό μεν του Λουδοβίκου ΙΒ΄ αρχηγός του γαλλικού ιππικού και κόμης του Ακουΐνου και της Ρόκας-Σέκας, υπό δε του αυτοκράτορος Μαξιμιλιανού στρατηγός και κόμης του Ιλάζ και του Σοάβε, φορτωμένος εκ βαρυτίμων βασιλικών περιδεραίων, παρασήμων, χρυσοκεντήτων σημαιών και ενδυμασιών, ενώ δύναται ν’ απολαύη εν ανέσει τον δι’ αιματηρών ιδρώτων αποκτηθέντα πλούτον του, προτιμά να περιπλανάται εν όλη τη Ευρώπη επί κεφαλής των πεντακοσίων ή χιλίων Λεονταριτών, Σπαρτιατών και Μακεδόνων ιππέων του.»

Η ανέγερση του πρώτου Ορθόδοξου Ελληνικού ναού στη Βενετία

«Αι ανά πάσαν την Ευρώπην, και ιδίως την Ιταλίαν, ιδρυθείσαι ελληνικαί κοινότητες μετά του εκκλησιαστικού των κέντρου είνε αδιαφιλονείκητον έργον των Στρατιωτών. Αφού σήμερον έτι τα καθολικά κράτη τοσούτων δυσκόλως επιτρέπουσι τη θεμελίωσιν ετεροδόξου εκκλησίας, πολύ δυσκολώτερον θα εχορήγουν άνευ σπουδαίας πιέσεως το προνόμιον τούτο εις Έλληνας φυγάδας εν τοις χρόνοις εκείνοις του φανατισμού και των δεισιδαιμονιών. Το προνόμιον τούτο το εξεβίασεν ο Στρατιώτης, και ιδού εν παράδειγμα. Περί τα μέσα της ΙΕ΄ εκατονταετηρίδος είχον συγκεντρωθή εν Ενετία αρκεταί χιλιάδες Ελλήνων, οίτινες έζων ως οι Εβραίοι, περιφρονούμενοι υπό πάντων ως σχισματικοί, και εξαναγκαζόμενοι να φοιτώσιν εις τους καθολικούς ναούς. Ούτε τα πτώματα των νεκρών εσέβετο ο φανατικός κλήρος, όστις ελάμβανε μεν χρήματα όπως τοις χορηγήση ταφήν, αλλά μετ’ ολίγον εκθάπτων αυτά έρριπτεν εις την θάλασσαν. Αι επί ημισείαν εκατονταετηρίδα προσπάθειαι των ημετέρων εις απόκτησιν ιδίας εκκλησίας εναυάγησαν προ της φανατικής πεισμονής του Συμβουλίου των Δέκα, τον οποίον επί τέλους κατ’ εξαιρετικήν επιείκειαν επέτρεψεν εις Έλληνα ιερέα να ιερουργή εν μια των γωνιών του δυτικού ναού του αγίου Βλασίου. Τα πράγματα όμως ως εκ θαύματος ήλλαξαν, άμα προ του φοβερού Συμβουλίου παρουσιάσθη νέος συνήγορος των Ελληνικών δικαιωμάτων.
Τη 4 Οκτωβρίου 1511 οι εν Ενετία Στρατιώται υπέβαλον εις το συμβούλιον των Δέκα αναφοράν, ήτις αυθημερόν εγένετο δεκτή, και ακυρωθέντων των κατά της ελληνικής εκκλησίας παλαιών δογμάτων, επετράπη εις ελληνικόν γένος να θεμελιώση την επ’ ονόματι του πάτρωνος και οδηγού των Στρατιωτών αγίου Γεωργίου μέχρι του νυν διατηρουμένην ελληνικήν εκκλησίαν.»


1 σχόλιο: