Sergey
Ryumin
Ερωτήσεις
Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα Πολιτεία Ενότητα 12: Λεξιλογικές – Σημασιολογικές ασκήσεις
μάκαρ
-αρος: η λέξη σήμαινε στην αρχαία ευλογημένος, ευτυχισμένος, ευδαίμων και
αναφερόταν κυρίως στους θεούς, ενώ αργότερα (στην αρχαία και πάλι) μάκαρες ήταν
και οι νεκροί.
Να
γράψετε στη νέα ελληνική φράσεις χρησιμοποιώντας παράγωγα της λέξης και να
δηλώσετε τη σημασία τους.
ο
μακαριότατος αρχιεπίσκος, μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, στην εκκλησία έψαλλαν
τους μακαρισμούς, ο μακαριστός Σεραφείμ, ο μακαρίτης ο πατέρας μου, τον
μακάριζαν για την τύχη του.
μακάριος: αυτός
που έχει βρει την απόλυτη ευτυχία και γαλήνη, σαν να έχει δεχθεί ύψιστη ευλογία
[μακάριοι οι κατέχοντες (λατινικά: beati possidentes) ευτυχισμένοι
όσοι κατέχουν κάτι]
Μακαριότατος:
προσφώνηση πατριαρχών και αρχιεπισκόπων, όταν πρόκειται για αυτοκέφαλη
εκκλησία, ενώ Σεβασμιότατος, όταν πρόκειται για μη αυτοκέφαλη εκκλησία.
μακαριότητα:
απόλυτη ευτυχία και γαλήνη / έλλειψη κάθε ανησυχίας, η κατάσταση απόλυτης
ηρεμίας και απαλλαγής από τα πάθη.
μακαρισμός: το
καλοτύχισμα, η ευλογία για κάποιον που όλα στη ζωή του πάνε καλά.
μακαρισμοί: οι
εννέα σύντομοι αφορισμοί, με τους οποίους αρχίζει η Επί του Όρους Ομιλία του
Ιησού. [Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ
πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία
τῶν Οὐρανῶν. ...]
μακαριστός: αυτός
που θεωρείται καλότυχος και ευλογημένος. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης για
αποθανόντες ιερωμένους.
μακαρίτης: ο
νεκρός (επειδή με τον θάνατό του γλίτωσε από τα βάσανα της ζωής).
Η
έννοια του θανάτου και κάθε αναφορά σε θανόντες είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα
θέματα στη γλωσσική επικοινωνία όλων των γλωσσών. Στην Ελληνική, στις
περιπτώσεις αναφοράς σε θανόντες συνήθως χρησιμοποιούνται ευφημιστικοί
χαρακτηρισμοί, που συνδέονται με την έννοια της «ευχυτίας»: μακαρίτης (κυριολεκτική
σημασία «ευτυχισμένος» από το αρχ. μάκαρ, από όπου και το μακάριος) και,
προκειμένου για ιερωμένους, μακαριστός.
[Λεξικό
της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γιώργου Μπαμπινιώτη]
μάκαρ
μάκαρες
μάκαρος
μακάρων
μάκαρι
μάκαρσι
μάκαρα
μάκαρας
μάκαρ
μάκαρες
Ποια
είναι η σημασιολογική διαφορά των ρημάτων: α) διατρίβω – καταμένω - ἀποικίζομαι,
β) ἐπιτρέπω - ἐάω-ῶ και
ποια η σημασία καθενός στο κείμενο;
α)
διατρίβω: τρίβω
μεταξύ, τρίβω ισχυρώς, κατατρίβω, καταναλίσκω / μτφρ. σπαταλώ χρόνο,
ενασχολούμαι, ζω / χάνω χρόνο, αναβάλλω, αργοπορώ.
Στο
κείμενο: διατρίβω διὰ τέλους:
απασχολούμαι ως το τέλος της ζωής μου
καταμένω: μένω
πίσω, μένω διαρκώς σε κάποιο τόπο, παραμένω συνεχώς σε κάποια κατάσταση.
Στο
κείμενο: αὐτοῦ
καταμένω: μένω συνεχώς στον ίδιο τόπο
ἀποικίζομαι: είμαι
εγκατεστημένος σε μακρινή χώρα, μεταναστεύω, μετοικίζω.
Στο
κείμενο: ἀπῳκίσθαι (απαρ.
πθτ. πρκ. του ἀποικίζω)· ἀπῴκισμαι:
είμαι εγκατεστημένος σε χώρα μακρινή
β)
ἐπιτρέπω:
τρέπω, στρέφω προς, αφήνω, δίνω την άδεια, εμπιστεύομαι τη φύλαξη, έχω κλίση
προς κάτι, αναθέτω σε κάποιον κάτι.
Στο
κείμενο: ἐπιτρέπεται: τους
είναι επιτρεπτό
ἐάω-ῶ:
αφήνω, αφήνω κατά μέρος, με την έννοια της αδιαφορίας ή της αμέλειας, ανέχομαι,
δεν εμποδίζω, συγχωρώ, παραμελώ, αδιαφορώ, δεν ασχολούμαι.
Στο
κείμενο: ἐωμένους: αυτοί
που έχουν αφεθεί
ἀναβῆναι, ἀναβάντες,
ἀνάβασιν:
Ποια σημασία έχει αυτή η επιλογή των λέξεων από τον Πλάτωνα;
Οι
λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει ο Πλάτωνας για να δηλώσει την πορεία προς τη
θέαση του αγαθού, εμπεριέχουν την έννοια της ανοδικής πορείας, υποδηλώνοντας
έτσι την κοπιώδη προσπάθεια που αυτή απαιτεί. Ο άνθρωπος που δραπετεύει από τα
δεσμά της άγνοιας, ο άνθρωπος που κατορθώνει να ξεφύγει από την πλάνη του
σκοτεινού σπηλαίου, οφείλει να ακολουθήσει ένα δρόμο ανηφορικό και δύσκολο.
Ωστόσο, παρά το γεγονός πως η εκπαιδευτική διαδικασία είναι εξαιρετικά
απαιτητική, προσφέρει συνάμα στον άνθρωπο τη χαρά της επίτευξης.
Η
άνοδος, επομένως, υποδηλώνει ταυτόχρονα τόσο τον κόπο που είναι αναγκαίος για
να πραγματοποιηθεί, όσο και την αίσθηση της επίτευξης που αντλεί το άτομο,
καθώς βλέπει τις προσπάθειές του να επιβραβεύονται με μια ολοένα καθαρότερη
θέαση των πραγμάτων. Πρόκειται, έτσι, για μια εξαιρετικά επίπονη πορεία, που
απαιτεί συνειδητή προσπάθεια από τη μεριά του ατόμου, αλλά πρόκειται και για
μια ανοδική πορεία που προσφέρει μια πλούσια ανταμοιβή.
ἐπιτροπεύω:
Ποια είναι η αρχική σημασία της λέξης και ποια σημασία έχει στο κείμενο;
ἐπιτροπεύω: Είμαι
επίτροπος, κηδεμών, θεματοφύλακας, ρυθμιστής.
Στο
κείμενο: ἐπιτροπεῦσαι· ἐπιτροπεύω:
κυβερνώ, διοικώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου