Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Μιχάλης Κατσαρός «Όταν»

Adele Moscaritolo

Μιχάλης Κατσαρός «Όταν»

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων την πιο σημαντική ποιητική συλλογή του Μ. Κατσαρού. Τα ποιήματά της εκφράζουν την ανεξάρτητη και αντιεξουσιαστική στάση του ποιητή.

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Ο Μιχάλης Κατσαρός ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Έζησε όλα τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και εξέφρασε την ανησυχία και την απογοήτευσή του για τις ειδικότερες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μ’ έναν ποιητικό λόγο αμιγώς αντιεξουσιαστικό.
Με το ποίημα «Όταν» ο ποιητής επιχειρεί ένα ιδιαίτερα καυστικό σχόλιο για την Ελλάδα του εφησυχασμού των αρχών της δεκαετίας του 1950. Το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που αποτέλεσε και τον τερματισμό των διεκδικήσεων και των προσδοκιών μιας μάχιμης γενιάς, έφερε τη χώρα σε μια περίοδο εσπευσμένης επούλωσης. Οι αριστεροί εκδιώχθηκαν, οι επαναστατικές ιδέες αποσιωπήθηκαν, κι οι πολίτες άνοιξαν κακήν κακώς ένα νέο κεφάλαιο που σήμανε την επιστροφή σε μια κυβερνητικά καθοδηγούμενη νόρμα.
Ο ποιητής στέκει με αγανάκτηση απέναντι στην υποκριτικά γαλήνια κοινωνία, που αφήνει πίσω της την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου, χωρίς να έχει αποκομίσει τίποτε από αυτήν. Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην ανοησία των συγκαιρινών του που προσπαθούν να επανέλθουν στους τρόπους και στη σκέψη της εποχής που προηγήθηκε του πολέμου, υιοθετώντας εκ νέου την έννομη τάξη, και δίνοντας εκ νέου τα ηνία στους πρότερους δυνάστες τους. Άνθρωποι φοβισμένοι και δειλοί που προτιμούν τη συνειδητή υποταγή τους στους ισχυρούς, από τη συνέχιση ενός διεκδικητικού αγώνα που θα μπορούσε να τους προσφέρει μια πολιτεία σαφώς δικαιότερη, στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες θα είχαν τον πρώτο λόγο.

«Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια»

Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην κενότητα της καθημερινής φλυαρίας των ανθρώπων, που προτιμούν να συζητούν το ανούσιο, παρά να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Εγκλωβισμένοι σε μια ζωή διαψεύσεων και συνεχούς απογοήτευσης, επιλέγουν τα ανώδυνα και τα ασήμαντα, από φόβο μήπως αντιληφθεί κανείς τι είναι αυτό που στ’ αλήθεια ποθούν κι επιζητούν.
Άλλωστε, ο φόβος έχει πια υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωτική τους ορμή και τη διάθεσή τους ν’ αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων, ώστε ακόμη κι όταν μιλάνε για τον πόλεμο, το κάνουν με τον ίδιο επιφανειακό και ακίνδυνο τρόπο που μιλούν για τον καιρό. Φοβισμένοι ακόμη κι από την ίδια τους τη δύναμη, αποζητούν το πρόσχαρο και το αδιάφορο, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν οτιδήποτε θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την υποταγή στην οποία έχουν περιέλθει. Έτσι, ενθουσιάζονται πια, όχι με την ποίηση που τους θέτει προβληματισμούς, αλλά με την αισιόδοξη ποίηση που γεμίζει με εικόνες από το Αιγαίο τα σαλόνια τους. Σαφής εδώ ο υπαινιγμός για τα πρώτα εκείνα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, με τα οποία ο μεγάλος ποιητής υμνούσε την ομορφιά και τη γαλήνη, ως αντιστάθμισμα στα δύσκολα βιώματα της εποχής.   

«όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στο κλίμα εκφοβισμού της εποχής, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση, καθώς η ασφάλεια συγκέντρωνε πληροφορίες και κατέγραφε τους πιθανούς κομμουνιστές. Τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς έρευνας, και μπορούσαν να οδηγήσουν οποιονδήποτε ήταν ύποπτος στη φυλακή ή και στην εξορία.
Το νόημα των στίχων βέβαια μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, αν συσχετιστεί με την επικρατούσα απάθεια που διέκρινε τη στάση των πολιτών. Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι είχαν παραιτηθεί πλέον από κάθε αγωνιστική διάθεση, απέρριπταν εξ ορισμού τις απόψεις οποιουδήποτε προσπαθούσε να τους αφυπνίσει, σαν να επρόκειτο για κάτι που δεν τους αφορούσε καθόλου. Με μια ψυχρή διαδικασία εκλογίκευσης, κάθε πιθανή σκέψη για αντίδραση την κατέτασσαν γρήγορα στις ανεπιθύμητες αριστερές ιδέες και την προσπερνούσαν, θεωρώντας πως δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για περαιτέρω αντίσταση στη θέληση των κρατούντων.
Ο ποιητής σωπαίνει, λοιπόν, απέναντι σ’ εκείνους που δεν έχουν καμία πρόθεση ν’ ακούσουν για τους αγώνες που πρέπει να δώσουν οι πολίτες. Γνωρίζει, άλλωστε, πως είναι μάταιο να τα βάλει με την απάθεια και την αδρανοποίηση που είχε επιφέρει η πρόσφατη ισχυρή διάψευση που βιώσαν όλοι οι πολίτες.
Στην ίδια κατάσταση αδράνειας, στην ίδια κατάσταση φόβου βρίσκονταν εκείνη την εποχή όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη σκληρότητα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος, γι’ αυτό και όλοι τους, μόλις ένιωθαν πως κάποιος έχει υποψιαστεί τις πραγματικές τους πολιτικές πεποιθήσεις, μιλούσαν διαφορετικά. Όταν ακούω εσένα να μιλάς, σχολιάζει ο ποιητής, φανερώνοντας το άλλο πρόσωπο ακόμη και των αριστερών εκείνης της εποχής, που εύλογα δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια της ασφάλειας.

«Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στην κατάφωρη αλλοίωση που οι κυβερνώντες έχουν επιφέρει στην έννοια της ελευθερίας. Όταν ακούει τις σάλπιγγες και τα επαναστατικά τραγούδια, τους υποκριτικούς και ατελείωτους ύμνους για την ελευθερία∙ για τη δήθεν ελευθερία από τους ξένους κατακτητές, έστω κι αν αυτή σημαίνει μια ανελέητη υποδούλωση στους ισχυρούς της χώρας, σωπαίνει. Σωπαίνει διότι αντιλαμβάνεται σε ποια έκταση φτάνει η υποκρισία των κρατούντων, οι οποίοι επιχειρούν να εμπνεύσουν στους πολίτες μια αγωνιστική διάθεση απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, τη στιγμή που οι ίδιοι επιβάλλουν στρατιωτική πειθαρχία στην εσωτερική οργάνωση της χώρας, ώστε να μην τολμήσει κανείς ν’ αμφισβητήσει την εξουσία τους.
Ο ποιητής σωπαίνει όταν ακούει τους ανθρώπους να γελούν και να νιώθουν ασφαλείς στην έννομη και απολύτως οργανωμένη κοινωνία, γιατί βλέπει πως οι πολίτες δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν πόσο πραγματικά ανελεύθεροι είναι. Σωπαίνει έκπληκτος από το πόσο γρήγορα η ελληνική κοινωνία πέρασε από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, στην πλήρη, συνειδητή, αυτόβουλη και μακάρια υποταγή στη θέληση εκείνων που δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακραία βία, όταν θεώρησαν πως η κυριαρχία τους απειλείται.

«Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.»

Μα η σιωπή του ποιητή δε θα κρατήσει για πάντα, όπως δε θα κρατήσει για πάντα κι αυτή η πρόθυμη αδρανοποίηση των πολιτών. Με λόγο σχεδόν προφητικό, ο ποιητής προβλέπει τον ερχομό εκείνης της μέρας που θα πάψουν πια οι ανούσιες φλυαρίες, διότι οι άνθρωποι δε θα μπορούν ν’ αντέξουν άλλο την εκμετάλλευση και την κοροϊδία των κρατούντων. Τη μέρα που το ασήμαντο θα σωπάσει, κι οι άνθρωποι θα θελήσουν ν’ ακούσουν ξανά ένα λόγο ουσιαστικό, ένα λόγο που θα τους δείξει ξανά το δρόμο προς τη διεκδίκηση των εγγενών δικαιωμάτων τους, τότε ο ποιητής θα μιλήσει, κι όσα θα πει θα σαρώσουν τα πάντα με μια πρωτόγνωρη ένταση. Οι κήποι των σπιτιών θα γεμίσουν με καταρράχτες∙ η αγανάκτηση των πολιτών κι οι επιθυμίες τους που για τόσο καιρό συγκρατήθηκαν, θα ξεσπάσουν πλέον με ορμή. Από τις βρώμικες αυλές των σπιτιών θα προκύψουν οι μαχητές της νέας αυτής κοινωνικής επανάστασης∙ από τα σπίτια των απλών ανθρώπων θα αντληθούν τα όπλα αυτού του κινήματος που θα έρθει να ανατρέψει τα πάντα, και στο οποίο θα συμμετέχουν οι νέοι άνθρωποι έξαλλοι κι εξοργισμένοι με τη μακρόχρονη απάθεια των προηγούμενων γενιών.
Οι νέοι θ’ ακολουθούν με τους δυνατούς εκείνους στίχους, που δεν έχουν ανάγκη ύμνους και μουσικές για να σταθούν. Τους στίχους εκείνους που κρύβουν όλη την αλήθεια για την κατάσταση που ανέχτηκαν οι πολίτες, και για τον κόσμο που δικαιούνται. Οι νέοι θ’ ακολουθούν χωρίς τους ψεύτικους ύμνους για δήθεν εθνικά ιδανικά, που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να μασκαρεύουν τους πραγματικούς τους σκοπούς∙ θ’ ακολουθούν ελεύθεροι και ανυπότακτοι απέναντι στην τρομερή εξουσία, που για χρόνια τους καταπίεζε με το φόβο και τη βία.  

«Πάλι σας δίνω όραμα.»

Το ποίημα που κυκλοφόρησε το 1953, λίγα μόλις χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, και την αιματηρή κατάπνιξη της πρώτης λαϊκής εξέγερσης, κλείνει μ’ έναν στίχο συγκατάβασης από τη μεριά του ποιητή. Πάλι σας δίνω όραμα, σχολιάζει, θέλοντας να τονίσει πως με τους στίχους του επανατοποθετεί το ξέσπασμα των πολιτών σε κάποια μελλοντική εποχή, κατά την οποία ίσως τα πράγματα σταθούν πιο ευνοϊκά. Έτσι, ο ποιητής απαντά στο φόβο, την απάθεια και την απογοήτευση των συγκαιρινών του μ’ έναν προφητικό λόγο, για μια μελλοντικά επερχόμενη νέα επανάσταση των πολιτών.

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1921 στην Κυπαρισσία και πέθανε στην Αθήνα το 1998. Ασχολήθηκε με την ποίηση και τη ζωγραφική. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Μεσολόγγι (1949), Κατά Σαδδουκαίων (1953), Οροπέδιο (1956), Σύγγραμμα (1975), Σύγχρονες Μπροσούρες (1977), Ενδύματα (1977) κ.ά. Ποιήματά του μελοποίησαν οι Μ. Θεοδωράκης, Αργ. Κουνάδης και Γ. Μαρκόπουλος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου