Jo Hedwig Teeuwisse
Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Κωνσταντίνος Καβάφης
«Ο Δαρείος» [Η σχέση λογοτεχνίας – ιστορίας]
Η σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας είναι
ένα θέμα που απασχόλησε τη φιλοσοφική σκέψη από την αρχαία εποχή. Να εξετάσετε
αυτή τη σχέση, αφού μελετήσετε τα ποιήματα: Αναγνωστάκης Μ., Θεσσαλονίκη, Μέρες
του 1969 μ.Χ., Σεφέρης Γ., Τελευταίος Σταθμός, Καβάφης Κ. Π., Ιθάκη, καθώς
επίσης και τα πεζογραφήματα: Δούκας Στρ. Η ιστορία ενός αιχμαλώτου και Μπεράτης
Γ., Το πλατύ ποτάμι.
Η ιστορία ως πηγή εμπειρίας, ως βίωμα,
ως φανέρωμα των διαρκέστερων και ισχυρότερων κινήτρων της ανθρώπινης δράσης∙ η
ιστορία ως αφετηρία καθορισμού μελλοντικών εξελίξεων, αλλά και κάποτε ως φορέας
παλαιότερων τρόπων σκέψης και ζωής, έχει πάντοτε στενή σχέση με τη λογοτεχνία.
Οι πνευματικοί δημιουργοί είτε καταγράφοντας σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως
τα έζησαν οι ίδιοι, είτε στρεφόμενοι στην ιστορία για να αντλήσουν τα
παραδείγματα εκείνα που τους βοηθούν να εκφράσουν αποτελεσματικότερα τις
σκέψεις τους, διατηρούν πάντοτε μια σταθερή επαφή με το ιστορικό παρελθόν. Όπως
έγραφε ο Δημήτρης Μαρωνίτης: «Η ιστορία αρχίζει από το σήμερα και προχωρεί στο
αύριο. Αν τη συνδέουμε με τα περασμένα, είναι για να βοηθηθούμε από την πείρα
των άλλων και να φτιάξουμε τη δική μας μοίρα, την τωρινή και την αυριανή∙ όχι
για να χαζεύουμε και να ξεχνιόμαστε με το τι έκαμαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι.»
Η σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία
έχει απασχολήσει τους ανθρώπους ήδη από την αρχαιότητα, όπως γίνεται αντιληπτό από το σχετικό
σχολιασμό που υπάρχει στο Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη. Ο φιλόσοφος σχολιάζει
πως η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και τον ποιητή είναι ότι ο ιστορικός
καταγράφει όσα έχουν συμβεί, ενώ ο ποιητής όσα είναι λογικό να συμβούν με βάση
τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα. Συνεπώς η ποίηση μπορεί να επιτελέσει σημαντικότερη
λειτουργία από την ιστοριογραφία, καθώς φροντίζει να μιλά για ό,τι έχει γενική ισχύ,
ενώ η ιστορική καταγραφή αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Έτσι, με βάση
την προσέγγιση του Αριστοτέλη, κατανοούμε πως οι ποιητές με επαγωγικούς
συλλογισμούς αντλούν από τις ειδικές περιπτώσεις συμπεράσματα που έχουν
καθολική και διαχρονική ισχύ.
Σε αντίθεση, ωστόσο, με την ιδιαίτερη
εκτίμηση που εκφράζει ο Αριστοτέλης για τους ποιητές, υπάρχουν και αρνητικές εκτιμήσεις,
όπως αυτή του Θουκυδίδη. Ο μεγάλος ιστορικός αναφερόμενος στους ποιητές των
παλαιότερων χρόνων, σχολίαζε πως όποιος θέλει να γνωρίσει τα γεγονότα του
παρελθόντος δε θα πρέπει να έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στα έργα των ποιητών, γιατί
σε αυτά περιέχονται υπερβολές της φαντασίας τους. Οι ποιητές, συμπληρώνει,
έγραφαν περισσότερο με σκοπό να ευχαριστήσουν τους αναγνώστες τους, και όχι για
να δώσουν μια ακριβή αποτύπωση της πραγματικότητας.
Πέρα, όμως, από την αρνητική αυτή άποψη
του Θουκυδίδη, η οποία
αναφερόταν σε δημιουργούς μιας εξαιρετικά απομακρυσμένης περιόδου, θα πρέπει να
τονιστεί πως οι λογοτέχνες των νεότερων χρόνων αντιμετωπίζουν την ιστορία ως
πηγή ουσιαστικών συμπερασμάτων και την αντιμετωπίζουν με τη δέουσα προσοχή.
Όπως θα διαπιστώσουμε, άλλωστε, στη συνέχεια οι πνευματικοί δημιουργοί
συνθέτουν συχνά το έργο τους την περίοδο που συμβαίνουν τα γεγονότα που τους
απασχολούν ή λίγο καιρό μετά, κι έχουν έτσι πολύ καλή γνώση των δεδομένων που
αξιοποιούν σε αυτό.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημα
«Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.», το οποίο συντίθεται στα χρόνια της
δικτατορίας, ανατρέχει
με πικρία στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας για να τονίσει τις πολλαπλές
δοκιμασίες των Ελλήνων καθώς και τη συνεχή διάψευση της προσδοκίας τους για την
έλευση μιας καλύτερης κατάστασης, ενός καλύτερου μέλλοντος. Τη γερμανική κατοχή
διαδέχεται ο εμφύλιος πόλεμος -η ατυχής προσπάθεια των αριστερών να θέσουν τις
βάσεις για μια δικαιότερη ελληνική κοινωνία-, ενώ ακολουθούν τα δύσκολα
μετεμφυλιακά χρόνια κατά τα οποία γίνονται διαρκείς διώξεις των αριστερών, με
τα πάθη του εμφυλίου να υπονομεύουν συνεχώς την πολιτική σταθερότητα της χώρας.
Κι ενώ η θέληση όλων ήταν να υπάρξει η μετάβαση σε μια περίοδο συμφιλίωσης,
έρχεται η δικτατορία των συνταγματαρχών για να επιφέρει μια νέα επιδείνωση στα
ελληνικά πράγματα.
«Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός
εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν
μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε
βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί,
θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα
γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις
γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα
σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα
παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.»
Ο Αναγνωστάκης, ο οποίος έχει ζήσει τα
τραγικά αυτά χρόνια για τη χώρα, αντικρίζει τη συνεχή διάψευση των προσδοκιών, τη συνεχή ολίσθηση
σε νέες δυσκολίες και την καταγράφει ως καίριο στοιχείο προβληματισμού.
Μια δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο ζει
και καταγράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα «Ο τελευταίος σταθμός». Πρόκειται για το διάστημα που
ακολουθεί την απομάκρυνση των Γερμανών από τη χώρα∙ το τέλος της γερμανικής
κατοχής και το ξεκίνημα μιας νέας περιπέτειας, αυτής του εμφυλίου. Η αποχώρηση
των Γερμανών αφήνει στην Ελλάδα ένα κενό εξουσίας το οποίο θα διεκδικηθεί από
την προγενέστερη άρχουσα τάξη, που θέλει να λάβει και πάλι τον έλεγχο της
χώρας, αλλά και από την αριστερή παράταξη, που επιδιώκει την αναδημιουργία της
ελληνικής κοινωνίας σε βάσεις ευνοϊκότερες για τον ελληνικό λαό. Ο ποιητής
παρακολουθεί από κοντά τους σχεδιασμούς εκείνων που είχαν φύγει από τη χώρα
κατά τη διάρκεια της κατοχής, και με λύπη του διαπιστώνει πως ετοιμάζονται να
επιστρέψουν για να εκμεταλλευτούν και πάλι τους ήδη εξαιρετικά καταπονημένους Έλληνες
πολίτες.
«Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση
μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και
απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα
των άλλων.»
Η αναγκαστική αδράνεια των στελεχών της
εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες, τα αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου.
Έτσι, καθώς παραμένουν ανενεργοί, στο βροχερό τοπίο της ξένης χώρας, οι πληγές
τους –τα ελαττώματά τους- γεμίζουν πύον, χειροτερεύουν, σαν να επέρχεται η θεία
δίκη, η τιμωρία για την ανήθικη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν
μάθει να ζουν με δόλους και με την εξαπάτηση των απλών πολιτών∙ οι άνθρωποι
αυτοί που ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν με το χειρότερο τρόπο το αίμα και τις
θυσίες των Ελλήνων πατριωτών, όσο περιμένουν να έρθει η ώρα της επιστροφής τόσο
περισσότερο έρχονται αντιμέτωποι με το σάπισμα της ψυχής τους.
Ο ποιητής αισθάνεται αποτροπιασμό για
τα σχέδια των εξόριστων πολιτικών να επιστρέψουν στη χώρα και να
καρπωθούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν πίσω κι έδωσαν ακόμη και τη ζωή
τους για να παλέψουν με τους κατακτητές.
Τα λόγια του Σεφέρη για τους Έλληνες
πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως την ολοκληρωτική διαφθορά και τη
μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί πιο ποταπό από τη διάθεσή τους να
έρθουν και να πάρουν την εξουσία απ’ τα χέρια εκείνων που πολέμησαν με απόλυτη
αυτοθυσία για την πατρίδα τους.
Ο Σεφέρης μέσα από το ποίημά του
καταγγέλλει τον καιροσκοπισμό και την πλεονεξία των ανθρώπων. Ζει και συμμετέχει στα ιστορικά
εκείνα γεγονότα, και δε διστάζει να μιλήσει για τις αρνητικές πτυχές των
ανθρώπων της χώρας. Ως μέλος της ελληνικής διπλωματίας έχει βαθύτερη γνώση των
προσώπων και των πράξεών τους, κι αυτό προσδίδει στα γραφόμενά του ιδιαίτερη
βαρύτητα.
Πέρα όμως από την αποτίμηση των
ιστορικών γεγονότων από ανθρώπους που τα βιώνουν προσωπικά, η ιστορία
αξιοποιείται και με διαφορετικούς τρόπους. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, για παράδειγμα, ανατρέχει σε
παλαιότερες ιστορικές περιόδους κι επιλέγει τα γεγονότα και τα πρόσωπα εκείνα
που του επιτρέπουν να καταδείξει συμπεριφορές που διακρίνουν διαχρονικά τη
στάση των ανθρώπων. Αν και πρόκειται για γεγονότα που δεν τα έχει ζήσει ο
ίδιος, ωστόσο ως αντικειμενικός παρατηρητής κατορθώνει να αντλήσει από αυτά
συμπεράσματα, τα οποία ίσως δεν γίνονταν αντιληπτά από ανθρώπους που βρίσκονταν
στη δίνη εκείνων των γεγονότων. Κάποτε, μάλιστα, ο Καβάφης αξιοποιεί και μυθικά
πρόσωπα προκειμένου να δώσει με εναργή τρόπο τις σκέψεις του σχετικά με την ανθρώπινη
ζωή και δράση. Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του η «Ιθάκη» αποτελεί
χαρακτηριστικό δείγμα του πώς αξιοποιεί ο ποιητής ένα μυθικό πρόσωπο για να
δώσει στους αναγνώστες το δικό του μήνυμα.
«Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε
γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι
σημαίνουν.»
Όταν ξεκινά ο ταξιδιώτης για πρώτη φορά
την πορεία του στη ζωή είναι άπειρος και χωρίς πολλές γνώσεις και θεωρεί ότι η Ιθάκη είναι κάτι το
ξεχωριστό που αξίζει κάθε προσπάθεια από μέρους του. Όταν όμως φτάνει εκεί, στο
τέλος του προορισμού του έχει πια αποκτήσει τόσες γνώσεις ώστε πια είναι σε
θέση να κατανοήσει ότι η μεγαλύτερη αξία της Ιθάκης είναι ότι αποτέλεσε το
κίνητρο για να ξεκινήσει το ταξίδι του. Κατανοεί ότι η Ιθάκη υπήρξε ο στόχος
που του έδινε το κουράγιο να ξεπερνά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη ζωή του
και να συνεχίζει να προσπαθεί μέχρι να τα καταφέρει. Η Ιθάκη αποτέλεσε το
ιδανικό που έθεσε στη ζωή του και ο λόγος που συνέχιζε την πορεία του παρά τα
εμπόδια παρά τις αντιξοότητες. Η Ιθάκη ήταν το κίνητρο, ήταν η πηγή της
δύναμης, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής και γι’ αυτό
άξιζε τελικά κάθε προσπάθεια.
Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι δεν
υπάρχει μόνο μια Ιθάκη, υπάρχουν πολλές, όπως πολλοί είναι και οι στόχοι που θέτουμε στη ζωή μας.
Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε ένα στόχο θέτουμε αμέσως έναν επόμενο και έτσι
συνεχίζουμε τις προσπάθειες να κάνουμε διαρκώς ό,τι καλύτερο μπορούμε στη ζωή
μας. Κάθε φορά που φτάνουμε στην Ιθάκη, θέτουμε έναν υψηλότερο στόχο και
συνεχίζουμε την πορεία μας προς τη νέα Ιθάκη, προς το νέο στόχο που θέσαμε.
Η Ιθάκη είναι ο προορισμός αλλά δεν
έχει να μας προσφέρει τίποτε περισσότερο πέρα από το ταξίδι που κάνουμε για να φτάσουμε σε αυτήν,
έστω και γι’ αυτό όμως αξίζει κάθε προσπάθεια, αξίζει όλη μας την αφοσίωση, και
όλη μας την ευγνωμοσύνη που μας κρατά σε μια διαρκή εγρήγορση και προσπάθεια.
Ένα παράδειγμα του πώς αξιοποιούσε ο
Καβάφης ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος για να επιτύχει συσχετίσεις με
παροντικές του καταστάσεις, μας δίνει το ακόλουθο ποίημα.
«Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες»
Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’
ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο
Κριτόλαος.
Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός
σας. –
Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.
[1922]
Το 1922, τη χρονιά της τραγικής
καταστροφής της Σμύρνης, ο Καβάφης συνθέτει το ιδιαίτερο αυτό ποίημα, για να
τιμήσει τους Έλληνες που πολέμησαν με γενναιότητα, αλλά ηττήθηκαν εξαιτίας των
αναποτελεσματικών ηγετών τους.
Ο Καβάφης, ο οποίος στα ποιήματά του δεν
αναφέρεται ποτέ σε σύγχρονα γεγονότα, αντικρίζοντας τη μεγάλη για τον Ελληνισμό
καταστροφή της Σμύρνης, ανατρέχει στο παρελθόν, για να βρει μιαν αντίστοιχη
συμφορά για το ελληνικό έθνος. Έτσι, μέσα από τα λόγια ενός φανταστικού
προσώπου, ενός Αχαιού που έζησε στα χρόνια της αναποτελεσματικής ηγεσίας του
Πτολεμαίου του Λάθυρου, υμνεί το θάρρος και τη γενναιότητα των Ελλήνων της
Αχαϊκής συμπολιτείας.
Ο εγκιβωτισμός της ιστορίας των Ελλήνων
που έπεσαν το 146 π.Χ. μαχόμενοι κατά των πανίσχυρων Ρωμαίων, μέσα στο ιστορικό
πλαίσιο της βασιλείας του Πτολεμαίου, έρχεται να δείξει με ιδιαίτερη
παραστατικότητα πως στην πολύχρονη ιστορία των Ελλήνων υπήρξαν πολλές φορές που το
ελληνικό έθνος έφτασε στην καταστροφή λόγω της ανικανότητας των ηγετών του.
Οι ανδρείοι Έλληνες γνωρίζουν μια
συντριπτική ήττα από τους Ρωμαίους και σφαγιάζονται, εξαιτίας της αδυναμίας του
Κριτόλαου και του Δίαιου να συντονίσουν τις ενέργειές τους και να αποφύγουν τις
τόσο άνισες αναμετρήσεις με το ρωμαϊκό στρατό. Ενώ, η ένδοξη δυναστεία των
Πτολεμαίων στα χρόνια του Λάθυρου περνά σε φάση παρακμής, με τις ραδιουργίες
της Κλεοπάτρας Γ΄ και την ανικανότητα του Πτολεμαίου να οδηγούν τους Λαγίδες σε
αλλεπάλληλους εξευτελισμούς.
Μια σειρά λανθασμένων επιλογών της
πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, φέρνουν τον ελληνισμό το 1922 αντιμέτωπο με
τη μεγαλύτερη καταστροφή της νεότερης ιστορίας.
Ο ποιητής στέκεται με κριτική ματιά
απέναντι στην ήττα των Ελλήνων στη Σμύρνη, τιμώντας βέβαια τη γενναιότητα και
την αυτοθυσία του στρατού, αλλά υπενθυμίζοντας κιόλας πως οι μεγαλύτερες
συμφορές για το ελληνικό έθνος προέρχονται από μοιραία λάθη της ηγεσίας του. Οι
Έλληνες είναι πάντοτε έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους για την πατρίδα τους,
πολλές φορές όμως ηγούνται από ανίκανους και ανάξιους ανθρώπους, οι οποίοι τους
οδηγούν στην καταστροφή.
Ο Καβάφης διατρέχει την ιστορία και
αναδεικνύει ένα καίριο για τους Έλληνες ζήτημα. Η αυτοθυσία και η γενναιότητα του
ελληνικού λαού καταδικάζεται από την αναποτελεσματικότητα των ηγετών του. Η
αλήθεια της διαπίστωσης αυτής φάνηκε ξεκάθαρα τόσο το 1922 στη Σμύρνη, όσο και
το 146 π.Χ. με την υποδούλωση των Ελλήνων στους Ρωμαίους και δυστυχώς θα φανεί
ξανά.
Ο Στρατής Δούκας στο πεζογράφημα «Η
Ιστορία ενός αιχμαλώτου» μας δίνει την εμπειρία ενός Έλληνα Μικρασιάτη, ο οποίος πιάνεται ως αιχμάλωτος από
τους Τούρκους κατά την καταστροφή της Σμύρνης. Ο συγγραφέας, αν και συμμετείχε
κι ο ίδιος στα πολεμικά γεγονότα του μικρασιατικού μετώπου, επιλέγει να δώσει την ιστορία ενός
άλλου ανθρώπου, αποφεύγοντας έτσι την άμεση εμπλοκή που θα περιόριζε ίσως την
αντικειμενικότητα της διήγησης. Όπως, άλλωστε, έχει σχολιάσει ο ίδιος ο
συγγραφέας σε συνέντευξή του για το περιοδικό Διαβάζω: «Η Ιστορία ενός
αιχμαλώτου είναι ένα ιδιότυπο βιβλίο. Δε θα μπορούσα να το γράψει, έχω πει,
κανένας από τους συγχρόνους μου. Ούτε εγώ∙ είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου.
Γιατί είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που έχω κάνει χέρι χέρι με το λαό. Αφού και
το βίωμα δεν είναι δικό μου∙ είναι ξένο το βίωμα. Αυτό βοηθάει την
αποστασιοποίηση, που λέει ο Μπρεχτ ότι είναι απαραίτητη για το επικό βιβλίο.
Αλλά και ο Έλιοτ λέει κάτι παρόμοιο: Ότι στην τέχνη πρέπει να σιωπούν τα
ατομικά αισθήματα.». Η πρόθεση του συγγραφέα, λοιπόν, είναι να ληφθεί η
ιστορία αυτή, που δε συνιστά προσωπική του εμπειρία, ως ένα αντιπολεμικό μήνυμα,
ως αφορμή για έναν ουσιαστικό προβληματισμό πάνω στα δεινά που προκαλεί ο
πόλεμος.
«Αντί να μας πηγαίνουν στο δημόσιο
δρόμο μας τραβούσανε απ’ το βουνό. Κι όπως δεν ήμαστε σε ισότοπο, αρχίσαμε να
σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Και οι στρατιώτες φώναζαν
προσταχτικά:
-
Στις τετράδες! Στις τετράδες!
Εμείς προσπαθούσαμε, και πάλι τις
χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι κι έμεναν πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο
δάσος και τους καθάριζαν.»
Προσωπικές του εμπειρίες επιλέγει να
καταγράψει ο Γιάννης Μπεράτης στο μυθιστόρημα «Το πλατύ ποτάμι», διηγούμενος γεγονότα από τον
ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 στον οποίο συμμετείχε ως εθελοντής. Η πρόθεση κι
αυτού του συγγραφέα είναι να δώσει ένα αντιπολεμικό μήνυμα αξιοποιώντας τα
ατομικά του βιώματα:
«Από πάνω μας, εκεί στην άκρη-άκρη της
κορφής που ελάχιστα απείχε, οι εκρήξεις των οβίδων ήταν όλο και πιο συνεχείς,
έτσι σα να με πλησιάζει όλο και πιο πολύ μέσα σ’ ένα εφιάλτη κάτι το
αναπόδραστο. Κ’ η άλλη φάλαγγα, γυρίζοντας τη βράχινη γωνιά, άρχισε να
ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Ξεδιπλωνότανε με βόγγους με βλαστήμιες, με φωνές. Με
κομμένα χέρια, με σπασμένα πόδια, με τυλιγμένα αιμόφυρτα κεφάλια, τους είχανε
επάνω στα μουλάρια γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου