Ανδρέας Εμπειρίκος «BEAT,
BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY»
He
was BEAT – the root, the soul of beatific.
JACK KEROUAC On the road
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές
– ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης, Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μέσ’ στο στενό
του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος, ουδόλως φοβούμενος
την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μέσ’ στην ψυχή του και ανάμεσα στα σκέλη
του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές
– φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής
παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο και
από τον Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος
άνθρωπος στο «ἐν τούτῳ νίκα» του έρωτα ομνύει.
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές
– ο μέγας Τζακ – για ‘δέστε τον – διαβαίνει, με bus, με τραίνα διασχίζοντας τις Ηνωμένες
Πολιτείες (Missouri Pacific, Union Pacific, Great Northern Railroad, Rock Island Line) εκεί που ο βίσων έβοσκε και των Ινδιάνων, άλλοτε,
σφυρίζανε τα βέλη, με τραίνα και αυτοκίνητα της τύχης (Dodge, Hudson, Cadillac, Ford-Galaxy, Ford Thunderbird και ακόμη θα πω, με μια συγκίνησι βαθύτερη – μικρή, φτωχιά,
γλυκύτατη, προφητική τενεκεδένια Λίζυ) ο μέγας Τζακ διαβαίνει, απ’ τις ακτές
του Ατλαντικού ως τις ακτές του Ειρηνικού, μέσα από πόλεις και ερημιές (Denver, New York, Los Angeles, Chicago, San Francisco) με καλωσύνες μελιχρές ή όταν μανίζει
η θύελλα στην ανοιχτή σαβάννα, μεγάλα ποτάμια δρασκελώντας (Μιζούρι, Ποτόμακ,
Σοσκουεχάνα) ο Κερουάκ διαβαίνει με ένα μαντήλι στο λαιμό με χαμηλά την ζώνη
του δεμένη, ο ισαπόστολος ποιητής του «On the Road», ο ποιητής των «Subterraneans», ο μέγας Τζακ διαβαίνει, με κάτι του William Cody στη θωριά και στα γερά του σκέλη, με
τον δικό του τρόπο τραγουδώντας άσματα πλήρη, αδαμικά, άσματα συγγενικά στο
βάθος του νοήματός των με του Walt Whitman τα άσματα, που πάντα περιέχουν όλον τον
οίστρο της ζωής και την δροσιά της χλόης.
Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε
τις ψυχές – Ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στην λέξι «hitchhiking» δίνοντας την πιο ιερή της σημασία,
πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας έναν χορό που την
υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των
πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών, στα αναστενάρια των υπεργείων και
υπογείων λαγνουργείων (με bop, με twist, με rock’ n roll, με τις φωνές των νέγρων), κ’ έτσι, καθώς διαβαίνει –
ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – από τα έγκατα της γης και από τα χείλη
της νεότητος της Οικουμένης ξεπετιέται και ως την Εδέμ ακούεται και ως την Εδέμ
πηγαίνει, σαν ιαχή και προσευχή, σαν οργασμού που επέρχεται γιγάντιο κτυποκάρδι,
μία διάτορος, μία παντάνασσα κραυγή:
«BEAT,
BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY!»
Αθήνα, 21.11.1963
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ενέταξε στην
ποιητική του συλλογή «Οκτάνα» τον ιδιαίτερο αυτό ύμνο για τον Αμερικανό
συγγραφέα και ποιητή Jack Kerouac. Ο Κέρουακ (1922-1969) με την πρωτοποριακή «αυθόρμητη»
γραφή του υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της γενιάς των Beat, που ανανέωσε θεματικά και δομικά τον
πεζογραφικό και ποιητικό λόγο της εποχής. Λάτρης της τζαζ μουσικής ο Κέρουακ,
θέλησε να μεταδώσει στον γραπτό λόγο την αίσθηση του αυτοσχεδιασμού και των
παραλλαγών μιας φράσης, επιτυγχάνοντας ένα εξαιρετικά προσωπικό ύφος. Κυρίως
αυτοβιογραφικός συγγραφέας ο Κέρουακ μετέφερε στα έργα του προσωπικές του
εμπειρίες από τις περιπλανήσεις του στην Αμερική, την αγάπη του για τη νέγρικη
μουσική, τη διάθεσή του για πειραματισμούς με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το
κλίμα των φιλικών του συναναστροφών με άλλους δημιουργούς της γενιάς του, καθώς
και την αντίδρασή του απέναντι στον κοινωνικό κομφορμισμό της εποχής του.
«BEAT,
BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY»
Ο τίτλος του ποιήματος αξιοποιεί τη
λέξη εκείνη που χάρη στον Kerouac έφτασε να χαρακτηρίσει συνολικά το λογοτεχνικό κίνημα που ξεπήδησε
από τη συντροφιά των Jack Kerouac, Allen Ginsberg, William Burroughs, Neal Cassady κ.ά. Beat σημαίνει μεταφορικά κουρασμένος, ηττημένος, αλλά και συνάμα
αισιόδοξος και ευλογημένος, όπως θέλησε να εμπλουτίσει το νόημα της λέξης ο
ίδιος ο Κέρουακ συσχετίζοντάς τη μάλιστα και με την έννοια του μουσικού ρυθμού.
Η αρνητική χροιά της λέξης beat αποδίδει την ψυχική κόπωση και την
απογοήτευση των νέων της δεκαετίας του 1950, οι οποίοι αντιδρούσαν στην
αυξανόμενη κυριαρχία του υλισμού στην αμερικανική κοινωνία της εποχής, καθώς
και στους διαρκείς κοινωνικούς συμβιβασμούς που ωθούσαν τους πολίτες σ’ έναν
ολοένα και πιο συντηρητικό τρόπο ζωής. Ενώ, η θετική χροιά της λέξης αποδίδει
τη διάθεση για ανανέωση, την επιθυμία για ανατροπή των πολλαπλών
συμβάσεων τόσο στον τρόπο ζωής όσο και στον τρόπο γραφής. Έτσι, η γενιά των Beat έφερε μέσα της αφενός την πικρία για
την κατάσταση της τότε αμερικανικής κοινωνίας κι αφετέρου την προσδοκία μιας
ριζικής ανανέωσης, που επρόκειτο να ξεκινήσει μέσα από τις περιπέτειες των
ίδιων των δημιουργών.
Beatitude είναι η μακαριότητα, η αίσθηση ευδαιμονίας που αποδίδεται από τον
ποιητή στον Kerouac και τα υπόλοιπα μέλη της γενιάς των beat, καθώς κατόρθωσαν μέσα από την
προσωπική τους διαδρομή να ζήσουν ελεύθερα, χωρίς συμβάσεις, έντονα, μα και
δημιουργικά, προσφέροντας σημαντικό λογοτεχνικό έργο. Υπ’ αυτή την έννοια, ο
τίτλος θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Αισιοδοξία (ή και ήττα), μακαριότητα, έρωτας
και δόξα»
He
was BEAT – the root, the soul of beatific.
JACK KEROUAC On the road
Ήταν ΝΙΚΗΜΕΝΟΣ –αυτός που ήταν η πηγή
και η ψυχή της μακαριότητας. Τι καταλάβαινε εκείνος; Πάλευε μ’ όλη του τη δύναμη να μου
μεταδώσει τι καταλάβαινε και οι άλλοι με φθονούσαν γι’ αυτό το προνόμιο, τη
θέση μου δίπλα του, να τον υπερασπίζω και να τρέφομαι απ’ αυτόν όπως είχαν
άλλοτε προσπαθήσει εκείνοι να κάνουν...
[Jack
Kerouac, On the Road]
«Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές
– ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης, Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μέσ’ στο στενό
του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος, ουδόλως φοβούμενος
την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μέσ’ στην ψυχή του και ανάμεσα στα σκέλη
του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.»
Ο Εμπειρίκος καλεί τους αναγνώστες
-συνολικά πέντε φορές- ν’ ανοίξουν τα παράθυρα και τις ψυχές τους, για ν’
αντικρίσουν τον Kerouac και να δεχτούν την επίδραση του
παραδείγματος και του έργου του. Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, που δεν δίστασε να
αφεθεί σε κάθε είδους περιπέτεια προκειμένου να αισθανθεί πως ζει πραγματικά,
κατόρθωσε να συλλέξει πλήθος βιωμάτων ικανών να του προσφέρουν μια καθαρή ματιά
πάνω στα ανθρώπινα. Απέκτησε, έτσι, δίκαια τον έλεγχο των Μουσών (Μουσηγέτης),
καθώς βάθυνε το πνεύμα και την τέχνη του μέσα από τη διονυσιακή εκστατική
ελευθερία, χωρίς συνάμα να χάσει την απολλώνια νηφαλιότητα που του επέτρεπε να
επιστρέφει στο λογοτεχνικό του έργο. Ελεύθερος από τις κοινωνικές δεσμεύσεις
και τις υλιστικές εμμονές της εποχής του, με σκέψη φωτισμένη, σχεδόν προφητική,
και όχημα την εξωτερική του ομορφιά, κινήθηκε άφοβος στο κυνήγι νέων εμπειριών.
Όπως, άλλωστε, έγραφε κι ο ίδιος στο βιβλίο του «On the Road»: Ήμουν ένας νέος συγγραφέας κι ένιωθα
να πετάω. Κάπου μέσα στο δρόμο ήξερα πως θα υπήρχαν κορίτσια, όνειρα, τα πάντα∙
κάπου μέσα στο δρόμο θα μου πρόσφεραν την πέτρα της ζωής.
Ο Kerouac, κι οι φίλοι του συγγραφείς και ποιητές
που αποτέλεσαν τον πυρήνα της γενιάς των beat, ζουν τη δεκαετία του 1950 σε μια
κοινωνία που αποζητά διακαώς το επονομαζόμενο «αμερικάνικο όνειρο», την
οικονομική, δηλαδή, ευμάρεια και την απόκτηση πλήθους υλικών αγαθών, που θα
πιστοποιούσαν την επαγγελματική και κοινωνική επιτυχία. Ζουν την έμμονη
προσήλωση των συγκαιρινών τους στο χρήμα και εκφράζουν την αντίθεσή τους μέσα
από την αποζήτηση μιας αγνής ευτυχίας που δεν προκύπτει, ούτε εξαρτάται, από τα
υλικά αγαθά. Η περιπέτεια, η φιλία, ο έρωτας, η πνευματική και ηθική
απελευθέρωση, είναι τα ιδανικά που αντιτάσσουν στη συντηρητική και υλιστική
κοινωνία της εποχής τους.
Στην ιδιαίτερη αντίθεση ανάμεσα στον
Απόλλωνα και το Διόνυσο έχει αναφερθεί με εξαιρετικό τρόπο ο Friedrich
Nietzsche στο έργο του «Η γέννηση της τραγωδίας», απ’ το οποίο έχουν αντληθεί τα
ακόλουθα αποσπάσματα:
Αυτή τη χαρούμενη ανάγκη του ονείρου
την παράστησαν οι Έλληνες κατά κάποιο τρόπο με τη μορφή του Απόλλωνα, που τον
θεωρούσαν θεό όλων των δυνάμεων που μαγεύουν – και σύγχρονα θεό των προφητειών.
Τ’ όνομά του σημαίνει «Ακτινοβόλος», είναι ο θεός του φωτός και κυβερνά την
πανώρια φωταύγεια του εσωτερικού κόσμου της φαντασίας. Η ανώτερη αλήθεια, η
τελειότητα των καταστάσεων αυτών του ονείρου που αντιτίθεται στην καθημερινή
πραγματικότητα, για την οποία δεν έχουμε παρά μια ατελή γνώση, η βαθιά
εμπιστοσύνη που τρέφουμε στην αναζωογονούμενη και σωτήρια φύση του ύπνου και
του ονείρου, αποτελούν το συμβολικό ανάλογο του δώρου της προφητείας και των
τεχνών γενικά, που καθιστούν δυνατή τη ζωή κι άξια να τη ζει κανένας. Αυτή όμως
η λεπτή γραμμή, που το όνειρο δε θα πρέπει να τη δρασκελίσει, αν δε θέλει να
καταλήξει σε κάτι το παθολογικό, - οπόταν η φαινομενικότητα θα μας ξεγελούσε
στον ίδιο βαθμό με τη χοντροφτιαγμένη πραγματικότητα, - αποτελεί επίσης
αναπόσπαστο μέρος της μορφής του Απόλλωνα, κι ανήκει στο πνεύμα του μέτρου,
στην άνεση με την οποία αντιμετωπίζει κτηνώδεις παρορμήσεις, στη γαλήνια σοφία
του θεού της πλαστικότητας. Το βλέμμα του, σύμφωνα με την καταγωγή του, πρέπει
να ‘ναι «ακτινοβόλο σαν τον ήλιο», κι όταν ακόμα εκφράζει την οργή ή τη
μνησικακία, γιατί δε θα πρέπει να εγκαταλείπει τον Απόλλωνα το αντιφέγγισμα της
ομορφιάς που αποτελεί το σύμβολο της θεότητάς του. ...
................................................................................................................
Αν τώρα σ’ αυτή τη φρικίαση προσθέσουμε
την απολαυστική έκσταση που ξεπηδάει από το βαθύτερο εγώ του ανθρώπου, απ’ τα
μύχια της ίδιας της φύσης, όταν υφίσταται μιαν ανάλογη κατάρρευση η αρχή της
ατομικότητας, τότε θ’ αρχίσουμε ν’ αποχτάμε κάποια ιδέα για την ουσία του δ ι ο
ν υ σ ι α σ μ ο ύ, που θα τον κατανοήσουμε ακόμα καλύτερα χάρη στην αναλογία
του με τη μέθη. Έτσι, είτε χάρη στο αποτέλεσμα του ναρκωτικού πιοτού, για το
οποίο μιλάν στους ύμνους τους όλοι οι πρωτόγονοι άνθρωποι και λαοί, είτε χάρη
στην ακατανίκητη προσέγγιση της άνοιξης, που αναζωογονεί ολόκληρη τη φύση,
βλέπουμε να ξυπνάν οι διονυσιακές αυτές εξάψεις, που, στο βαθμό που δυναμώνουν,
οδηγούν το άτομο στην πλήρη λήθη του εαυτού του. ...
Κάτω απ’ τη μαγεία του Διονύσου
αποκαθίσταται όχι μονάχα η συναδέλφωση του ανθρώπου με τον άνθρωπο∙ αυτή η ίδια
η φύση, που μας είχε γίνει ξένη, εχθρική ή υπόδουλη, γιορτάζει επίσης τη
συμφιλίωσή της με τον άνθρωπο, αυτόν τον άσωτο γιο της. Η γη προσφέρει
καλοπροαίρετα τα δώρα της και τα θηρία των βράχων και της ερήμου συμφιλιώνονται
ειρηνικά. Το άρμα του Διονύσου χάνεται κάτω από λουλούδια και στεφάνια, ο
πάνθηρας κι ο τίγρις βαδίζουν ζευγαρωμένοι κάτω απ’ το ζυγό του. Αν θέλουμε να
μεταμορφώσουμε σε εικόνα τον Ύμνο στη χαρά του Μπετόβεν και να επιχειρήσουμε ν’
ανταποκριθούμε σ’ αυτή τη φαντασίωση που θωρεί εκατομμύρια όντα να γονατίζουν
ριγώντας στη σκόνη, τότε θα ‘χουμε κάποια ιδέα για τη διονυσιακή μέθη. Ο
σκλάβος λευτερώνεται και γκρεμίζονται τώρα όλοι οι άκαμπτοι κι εχθρικοί
φραγμοί, που η αναγκαιότητα, η αυθαιρεσία ή η «αναίσχυντη μόδα» ύψωσαν ανάμεσα
στους ανθρώπους. Στα πλαίσια αυτού τούτου του παγκόσμιου ευαγγελίου της
αρμονίας, ο καθένας νιώθει τον εαυτό του όχι μονάχα ενωμένο, συμφιλιωμένο, συγχωνευμένο
με τον πλησίον του, μ’ ακόμα ταυτόσημο με το συνάνθρωπό του, σα να σκίστηκε το
πέπλο της Μάγιας και σαν να κυματίζουν πια μονάχα τα κουρέλια του γύρω στο
μυστήριο της αρχέτυπης Ενότητας. Ο άνθρωπος δείχνει με τα τραγούδια του και
τους χορούς του πως είναι μέλος μιας ανώτερης κοινότητας, ξέμαθε το λόγο και το
βάδισμα, κι είναι έτοιμος ν’ ανοίξει τα φτερά, να πετάξει στους αιθέρες
χορεύοντας. Οι χειρονομίες του φανερώνουν τον μαγεμένο. Καθώς τώρα τα ζώα
μιλάν, κι η γη προσφέρει μέλι και γάλα, έτσι μια υπερφυσική πραγματικότητα
προβάλλει χάρη σ’ αυτόν, νιώθει να ‘ναι θεός, βαδίζει σε κατάσταση έκστασης,
ξεπερνώντας τον ίδιο τον εαυτό του, όπως εκείνοι οι θεοί που τους είδε να
περπατάν στα όνειρά του. Ο άνθρωπος έπαψε πια να ‘ναι καλλιτέχνης, έγινε ο ίδιος
έργο τέχνης. Η καλλιτεχνική δημιουργικότητα ολάκαιρης της φύσης αποκαλύπτεται
μέσ’ απ’ τη φρικίαση της μέθης, προκαλώντας την υπέρτατη έκφραση στο αρχικό Όν.
Είναι η ευγενικότερη άργιλος, το πολυτιμότερο μάρμαρο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος
που πλάθεται εδώ, και η σμίλη του διονυσιακού καλλιτέχνη του σύμπαντος ρυθμίζει
τα λαξεύματά της σύμφωνα με την επίκληση των ελευσίνιων μυστηρίων: «Πέφτετε στα
γόνατα εκατομμύρια υπάρξεις; Ω! Κόσμε προαισθάνεσαι το Δημιουργό σου;»
«Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές
– φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής
παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο και
από τον Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος
άνθρωπος στο «ἐν τούτῳ νίκα» του έρωτα ομνύει.»
Ο Kerouac στα λογοτεχνικά του έργα, κι ιδίως στο περίφημο «Στο
Δρόμο», καταγράφει περιστατικά της ιδιαίτερης καθημερινότητας ενός ταξιδευτή που δίχως πολλά χρήματα επιτυγχάνει να
γευτεί την ομορφιά που απλόχερα προσφέρει η ζωή σ’ όποιον είναι πρόθυμος να
αφιερώσει χρόνο και προσοχή στα θαύματα του φυσικού περιβάλλοντος, μα και του
ανθρώπινου κάλλους, που άλλως περνούν ματαίως απαρατήρητα. Από την ομορφιά μιας
κοπέλας, μέχρι τις έντονες συγκινήσεις μιας βαθιάς φιλίας, ο συγγραφέας αναδεικνύει
με τον καλύτερο τρόπο τη δύναμη που έχει η ζωτική ένταση του πάθους να προκαλεί
πρωτόγνωρα συναισθήματα πληρότητας και ευδαιμονίας.
Ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί μια
αδιάφορη εμπειρία, όπως η αναμονή στο σταθμό των λεωφορείων, μετατρέπεται
αίφνης σε μια έκρηξη συναισθημάτων, μόνο και μόνο χάρη στην παρουσία μιας
ερωτικά όμορφης γυναίκας. Κι αντιστοίχως κάθε στιγμή του ταξιδιού -μεταφορικά
και κυριολεκτικά- αποκτά τελείως διαφορετική αίσθηση, όταν ο έρωτας έχει
κυριεύσει πλήρως το νου και τη σκέψη του ανθρώπου.
«Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές
– ο μέγας Τζακ – για ‘δέστε τον – διαβαίνει, με bus, με τραίνα διασχίζοντας τις
Ηνωμένες Πολιτείες (Missouri Pacific, Union Pacific, Great Northern Railroad,
Rock Island Line) εκεί που ο βίσων έβοσκε και των Ινδιάνων, άλλοτε, σφυρίζανε
τα βέλη, με τραίνα και αυτοκίνητα της τύχης (Dodge, Hudson, Cadillac,
Ford-Galaxy, Ford Thunderbird και ακόμη θα πω, με μια συγκίνησι βαθύτερη –
μικρή, φτωχιά, γλυκύτατη, προφητική τενεκεδένια Λίζυ) ο μέγας Τζακ διαβαίνει,
απ’ τις ακτές του Ατλαντικού ως τις ακτές του Ειρηνικού, μέσα από πόλεις και
ερημιές (Denver, New York, Los Angeles, Chicago, San Francisco) με καλωσύνες
μελιχρές ή όταν μανίζει η θύελλα στην ανοιχτή σαβάννα, μεγάλα ποτάμια
δρασκελώντας (Μιζούρι, Ποτόμακ, Σοσκουεχάνα) ο Κερουάκ διαβαίνει με ένα μαντήλι
στο λαιμό με χαμηλά την ζώνη του δεμένη, ο ισαπόστολος ποιητής του «On the
Road», ο ποιητής των «Subterraneans», ο μέγας Τζακ διαβαίνει, με κάτι του
William Cody στη θωριά και στα γερά του σκέλη, με τον δικό του τρόπο
τραγουδώντας άσματα πλήρη, αδαμικά, άσματα συγγενικά στο βάθος του νοήματός των
με του Walt Whitman τα άσματα, που πάντα περιέχουν όλον τον οίστρο της ζωής και
την δροσιά της χλόης.»
Ο Εμπειρίκος μεταφέρει στο ποίημά του
με τρόπο συνοπτικό την περιπετειώδη αίσθηση των έργων του Kerouac, όπου ο αυτοβιογραφικός συγγραφέας
διασχίζει με κάθε πιθανό μέσο τις αχανείς Ηνωμένες Πολιτείες και καταγράφει
κάθε σημαντικό ή δευτερεύον περιστατικό αυτής της αποκαλυπτικής διαδρομής.
Πολιτείες που χτίστηκαν σε εδάφη άλλοτε κατοικημένα από τους γηγενείς
Ινδιάνους, πολιτείες που έφεραν τα δωρήματα του πολιτισμού εκεί που κάποτε
βρίσκονταν τα βασίλεια των βισώνων, φωτίζονται και διερευνώνται απ’ την
οξυδερκή ματιά του τότε νεαρού συγγραφέα.
Άφοβος απέναντι στην πείνα και τις
κακουχίες ο συγγραφέας διατρέχει τις Ηνωμένες Πολιτείες με λεωφορεία, με τρένα
και με αυτοκίνητα κάθε είδους. Ενδιαφέρον έχει εδώ η αναφορά του Εμπειρίκου
στην τενεκεδένια Λίζυ -Tin Lizzy-, όπως αποκαλούταν στην αμερικανική αργκό το
μοντέλο T της εταιρείας Ford∙ το πρώτο αυτοκίνητο που ήταν προσιτό
στα μεσαία οικονομικά στρώματα της χώρας. Η τενεκεδένια Λίζυ χαρακτηρίζεται
φτωχιά -πρόκειται για ένα οικονομικό όχημα-, μα και προφητική, υπό την έννοια
πως η δυνατότητα που δόθηκε σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού ν’ αποκτήσουν
αυτοκίνητο αποτέλεσε εν τέλει κι ένα επιπλέον κίνητρο για ταξίδια και
περιπλανήσεις, όπως αυτή που πραγματοποίησε ο Κέρουακ στα τέλη της
δεκαετίας του 1940 μαζί με τον Neal Cassady, ο οποίος και κατέχει
πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο «Στο Δρόμο», με το πραγματικό του όνομα στην
αρχική γραφή του 1951 και ως Dean Moriarty στην έκδοση του 1957.
Ο Εμπειρίκος, πέρα από το «On the Road», αναφέρει και το «The Subterraneans» (Οι υποχθόνιοι), στο οποίο ο Κέρουακ καταγράφει
βιώματα από τη σύντομη ερωτική του σχέση με μια μαύρη γυναίκα. Πρόκειται για
βιβλία που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις θεματικές, αλλά και το ύφος της γενιάς
των beat, ασκώντας κατ’ επέκταση επίδραση σε
πολλούς κατοπινούς συγγραφείς και ποιητές. Όπως, άλλωστε, τονίζει ο Εμπειρίκος
τα έργα του Κέρουακ ενέχουν όλη εκείνη την έμπνευση και το δημιουργικό
ενθουσιασμό της ζωής, που συναντά κανείς και στην ποίηση του Walt Whitman
(1819-1892), ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της Αμερικής, γνωστού
κυρίους για την ογκώδη συλλογή του «Φύλλα χλόης». Τα τραγούδια του Κέρουακ
χαρακτηρίζονται από τον Εμπειρίκο αδαμικά, προκειμένου να τονιστεί η επαφή του
δημιουργού μ’ εκείνες τις πρωτογενείς και κυρίαρχες ανησυχίες των ανθρώπων,
όπως είναι η ελευθερία, ο έρωτας κι η αντίδραση σε ό,τι επιχειρεί τον
περιορισμό και τον εγκλωβισμό της ανθρώπινης σκέψης.
Ο Εμπειρίκος, ωστόσο, δεν
αρκείται στην εξύμνηση του αδέσμευτου πνεύματος και των λογοτεχνικών έργων του
Κέρουακ, αλλά επιχειρεί να τονίσει και το δυναμισμό της εξωτερικής του
εμφάνισής, συγκρίνοντάς τον με τον William Cody. Ο William Cody, που είναι
γνωστότερος με το προσωνύμιο Buffalo Bill, απέκτησε μέρος της φήμης του ως
κυνηγός βισώνων (στην αμερικάνικη αργκό ο βίσωνας αποκαλείται buffalo). Ο William Cody έγινε αργότερα ευρύτερα γνωστός μέσα
από τις παραστάσεις του περιοδεύοντος θιάσου του με θέμα την Άγρια Δύση.
Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε
τις ψυχές – Ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στην λέξι «hitchhiking» δίνοντας
την πιο ιερή της σημασία, πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του
σέρνοντας έναν χορό που την υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων
λυσικόμων, στα ανθεστήρια των πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών, στα
αναστενάρια των υπεργείων και υπογείων λαγνουργείων (με bop, με twist, με rock’
n roll, με τις φωνές των νέγρων), κ’ έτσι, καθώς διαβαίνει – ανοίξτε τα
παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – από τα έγκατα της γης και από τα χείλη της
νεότητος της Οικουμένης ξεπετιέται και ως την Εδέμ ακούεται και ως την Εδέμ
πηγαίνει, σαν ιαχή και προσευχή, σαν οργασμού που επέρχεται γιγάντιο κτυποκάρδι,
μία διάτορος, μία παντάνασσα κραυγή:
«BEAT,
BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY!»
Ο Kerouac δίνει, σύμφωνα με τον ποιητή, την πιο
ιερή σημασία στη λέξη hitchhiking -οτοστόπ-, καθώς σημαντικό μέρος του
ταξιδιού του γίνεται ακριβώς μ’ αυτή την προσφιλή συνήθεια των οικονομικά
ασθενών οδοιπόρων. Ο συγγραφέας εμπιστεύεται -κατ’ ανάγκη προφανώς- ξένους
ανθρώπους, με τους οποίους όμως έχει την ευκαιρία να γνωριστεί, κι απ’ τους
οποίους συχνά αντλεί σκέψεις και συναισθήματα, που φανερώνουν την αέναη και
ακατάλυτη επαφή μεταξύ όλων των ανθρώπων είτε επικοινωνούν μεταξύ τους είτε όχι.
Η κοινή φύση των ανθρώπων, ιδωμένη είτε
αυτόνομα είτε ως δεσμός με τη θεϊκή παρουσία, αποκτά στο έργο του Κέρουακ
ξεχωριστή θέση, καθώς ο ίδιος έρχεται σ’ επαφή με ανθρώπους ποικίλων φυλών και
κοινωνικών στρωμάτων και αναδεικνύει πως οι κοινοί κώδικες επικοινωνίας δεν
βασίζονται στην κοινωνική ή φυλετική ταυτότητα, αλλά στην άσβεστη ανάγκη των ανθρώπων
για αγάπη, έρωτα, φιλία και ζωή. Ο έρωτας, μάλιστα, όπως εμφατικά δηλώνεται από
τον Εμπειρίκο, αποκτά πολλαπλά σημαντικό ρόλο, αφού λειτουργεί όχι μόνο ως πηγή
αισθητικής και σωματικής απόλαυσης, μα και ως κίνητρο δράσης και δραστικών
αλλαγών στη ζωή των ατόμων.
Το κυνήγι, άλλωστε, της ηδονής και του
έρωτα, όπως αυτό αποδίδεται στο έργο του Κέρουακ, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με
τις ευρύτερες επιδιώξεις της Οκτάνας του Εμπειρίκου, όπου ο ποιητής θέτει την
απόλαυση του έρωτα ως αδιαπραγμάτευτο όρο για την αρμονική και ευδαιμονική
βίωση της ζωής. Έτσι, ο χορός των νεαρών γυναικών με τα λυμένα μαλλιά -ο χορός
των ερωμένων- στο γιόρτασμα των ανθισμένων λιβαδιών, στο γιόρτασμα της ηδονής
και στους χώρους της λαγνείας, με τη συνοδεία της νέγρικης μουσικής, συνιστά
ταυτόχρονα βίωμα του Κέρουακ, μα και όραμα του Εμπειρίκου. Ας προσεχθεί πως
τόσο τα ανθεστήρια, όσο και τα εκχριστιανισμένα αναστενάρια, συνδέονταν με τις
λατρευτικές και κάποτε οργιαστικές εκδηλώσεις προς τιμή του Διονύσου.
Το γιγάντιο χτυποκάρδι του επερχόμενου
οργασμού, που είναι σαν να ξεκινά από τα έγκατα της γης, συνδέει με τον πλέον
παραστατικό τρόπο την ελευθεριότητα της νεότητας και την επιδίωξη της σωματικής
απόλαυσης με το λογοτεχνικό κίνημα των beat.
Jack Kerouac “On the Road” (αποσπάσματα) [Μετάφραση: Δήμητρα
Νικολοπούλου]
Πλάι-πλάι παίρναν τους δρόμους και
γεύονταν το καθετί με τον χαρακτήρα που είχε τότε η πρώτη τους φιλία και που,
αργότερα, έγινε τόσο περίλυπη, μίζερη και άδεια. Αλλά τότε πήγαιναν χορεύοντας
μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και σερνόμουν από πίσω τους όπως κάνω σ’ όλη μου
τη ζωή για ανθρώπους που μ’ ενδιαφέρουν, γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν
για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα,
τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνη στιγμή,
αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε ένα κοινότοπο πράμα, αλλά που
καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών
πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση,
βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει...
Όσο για την «εγκληματικότητά του», δεν
ήταν σκυθρωπή και σαρκαστική∙ εκδηλωνόταν σαν μια άγρια έκρηξη της αμερικάνικης
χαράς∙ ήταν η Δύση, ο άνεμος της Δύσης, ένας ύμνος βγαλμένος μέσα απ’ τις πεδιάδες,
κάτι νέο, από καιρό προειπωμένο, από καιρό αναμενόμενο (είχε κλέψει αυτοκίνητα
μόνο και μόνο για τη χαρά της οδήγησης). ...
Ένα αγόρι της Δύσης και του ήλιου,
τέτοιος ήταν ο Ντήν. Παρ’ όλο που η θεία μου με προειδοποιούσε για τις ιστορίες
που θα ‘χα μαζί του, άκουγα το κάλεσμα μιας καινούργιας ζωής, κι έβλεπα έναν
καινούριο ορίζοντα, και τα πίστευα όλ’ αυτά λες κι ήμουν ακόμα νέος. ...
Ξύπνησα όταν ο ήλιος άρχιζε να
κοκκινίζει∙ κι ήταν η μόνη φορά στη ζωή μου, η πιο παράξενη απ’ όλες, που δεν
ήξερα ποιος ήμουν – ήμουν μακριά απ’ το σπίτι μου, αρπαγμένος κι εξαντλημένος
απ’ το ταξίδι, μέσα σ’ ένα δωμάτιο άθλιου ξενοδοχείου που δεν είχα δει ποτέ
πριν, ακούγοντας τα σφυρίγματα των ατμομηχανών απ’ έξω, και τα τριξίματα απ’ το
παλιό ξύλο του ξενοδοχείου και βήματα πάνω απ’ το κεφάλι μου και κάθε λογής
θλιβερούς ήχους...
Ο Ντήν κι εγώ μπήκαμε μαζί σε μια
απίθανη περιπέτεια. Προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε, με τρόπο απόλυτα ειλικρινή
και απόλυτα εξονυχιστικό, με οτιδήποτε σκεφτόμαστε. Αναγκαστήκαμε να πάρουμε
μπενζεντρίνη. Καθόμαστε ανακούρκουδα στο κρεβάτι, ο ένας απέναντι στον άλλον.
Κατάληξα να διδάξω στον Ντήν πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, να γίνει δήμαρχος
του Ντένβερ, να παντρευτεί μια εκατομμυριούχο, ή να γίνει ο μεγαλύτερος ποιητής
μετά τον Ρεμπώ...
Μετά πήγα να βρω τη Ρίτα Μπέτενκορτ και
την έφερα στο διαμέρισμα. Την πήγα στο δωμάτιό μου ύστερα από μια μεγάλη
συζήτηση μέσα στο σκοτάδι του μπροστινού δωματίου. Ήταν μια ευγενική κοπελίτσα,
απλή κι ειλικρινής και φοβερά τρομαγμένη από το σεξ. Της είπα πως το σεξ ήταν
υπέροχο. Θέλησα να της το αποδείξω. Αυτή μου επέτρεψε να της το αποδείξω αλλά
ήμουν πολύ ανυπόμονος και δεν απόδειξα τίποτα απολύτως...
Είχα αγοράσει το εισιτήριό μου και
περίμενα το λεωφορείο του L.A. όταν ξαφνικά είδα μια χαριτωμένη
μικρή Μεξικάνα με παντελόνια να παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μου. Ήταν σ’
ένα απ’ τα λεωφορεία που έρχονταν ν’ αράξουν στο σταθμό με μεγάλους
αναστεναγμούς των φρένων τους∙ κατέβαζε τους επιβάτες του για στάση. Τα στήθη
της στέκονταν όρθια και από φυσικού τους μυτερά∙ τα μικρά της λαγόνια φαίνονταν
υπέροχα∙ τα μαλλιά της ήταν μακριά κι είχαν ένα μαύρο λαμπερό χρώμα∙ και τα
μάτια της ήταν μπλε βαθύ και μέσα κει γυρόφερναν ντροπαλοσύνες. Θα ‘θελα να
πάρω το ίδιο αυτοκίνητο μ’ αυτήν. Ένας πόνος μου έσκισε την καρδιά, όπως κάθε
φορά που βλέπω ένα κορίτσι που μ’ αρέσει να πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση
μ’ εμένα, πάνω σ’ αυτό τον πελώριο πλανήτη...
Είπα στην Τέρη πως έφευγα. Το σκεφτόταν
όλη νύχτα και το είχε πάρει απόφαση. Χωρίς συγκίνηση, με φίλησε μέσα στ’
αμπελοχώραφο κι απομακρύνθηκε κατά μήκος μιας σειράς αμπελιών. Στο δωδέκατο
βήμα γυρίσαμε πίσω, μιας που η αγάπη είναι μια μονομαχία, και
αλληλοκοιταχτήκαμε για τελευταία φορά...
Ξαφνικά, βρέθηκα στην Τάιμς Σκουέαρ.
Είχα διανύσει οκτώ χιλιάδες μίλια μέσα στην αμερικάνικη ήπειρο και ξαναγυρνούσα
στην Τάιμς Σκουέαρ∙ και μάλιστα σε μια ώρα αιχμής, ατενίζοντας με τα αθώα μάτια
μου του δρόμου την απόλυτη παράνοια και τη φανταστική ξετσιπωσιά της Νέας
Υόρκης, με τα εκατομμύρια και εκατομμύρια των ανθρώπων της που αρπάζονται για
ένα δολάριο, το τρελό όνειρο – να αρπάξεις, να πάρεις, να δώσεις, ν’
αναστενάξεις, να πεθάνεις∙ έτσι που να μπορέσεις να ταφείς σ’ αυτές τις
απαίσιες πόλεις-νεκροταφεία, πέρα από το Λόγκ Άιλαντ Σίτυ...
Άξαφνα, ο Ντήν έσκυψε προς το μέρος μου
και μού είπε μ’ ένα ύφος πολύ σοβαρό: «Σαλ, θέλω να σου ζητήσω κάτι – πολύ
σημαντικό για μένα - ... δεν ξέρω πώς θα το πάρεις – είμαστε φίλοι, έτσι;».
«Και, βέβαια, είμαστε, Ντήν». Κοκκίνισε
σχεδόν. Τελικά, το ‘βγαλε: ήθελε να πηδηχτούμε με τη Μεριλού. Δεν τον ρώτησα
γιατί, επειδή ήξερα πως ήθελε να δει πώς θά ‘ταν η Μεριλού με κάποιον άλλο...
Το να μας πάρουν τα χρήματα του
ταξιδιού μας ισοδυναμούσε με μια προτροπή για κλέψιμο. Ήξεραν πως ήμασταν
απένταροι και δεν είχαμε συγγενείς να πάρουμε λεφτά στο δρόμο ή τηλεγραφικώς. Η
αμερικανική αστυνομία διεξάγει ένα ψυχολογικό πόλεμο ενάντια στους Αμερικάνους
που δεν τους τρομοκρατούν τα εντυπωσιακά χαρτιά και οι απειλές. Είναι μια
αστυνομία βικτωριανού στυλ∙ παραφυλάει πίσω απ’ τα βρωμερά της παράθυρα,
ερευνάει τα πάντα, ό,τι και νά ‘ναι, και μπορεί να κάνει και εγκλήματα αν δεν
είναι ευχαριστημένη μ’ αυτά που γίνονται...
Στο Παρίσι την άραζε στα τραπέζια των
καφέ, εξετάζοντας τις κατσούφικες φάτσες των Γάλλων που περνούσαν. Στην Αθήνα
παρατηρούσε καθώς έπινε το ούζο του αυτό που ονόμαζε: οι πιο άσχημοι άνθρωποι
του κόσμου...
Η Μεριλού παρατηρούσε τον Ντήν με τον
ίδιο τρόπο που τον παρατηρούσε και σ’ όλο το ταξίδι πηγαινέλα μέσα στη χώρα, με
την άκρη του ματιού της –μ’ ένα ύφος θλιμμένο και σκοτεινό, σαν νά ‘θελε να του
κόψει το κεφάλι και να το κρύψει σ’ ένα ντουλάπι, ξετρελαμένη μαζί του με μια πένθιμη
και ζηλιάρα αγάπη που τον παραξένευε και τον ίδιο, όλο μανία και θυμό, όλο
παραλογισμό, μ’ ένα χαμόγελο ξεμωραμένης τρυφερότητας, μα επίσης και μ’ ένα
φοβερό πόθο που μ’ έκανε να τρομάζω γι’ αυτήν, μια αγάπη που, τό’ ξερε, δεν θα
καρποφορούσε ποτέ μιας και όταν παρατηρούσε αυτό το κοκαλιάρικο πρόσωπο, με το
κρεμασμένο σαγόνι αμπαρωμένο μέσα στην ανδρικότητα και την παράνοιά του, ήξερε
καλά πως ήταν τρελός. Ο Ντήν ήταν πεισμένος πως η Μεριλού ήταν πουτάνα...
Υπήρξε μια εποχή στο Ντένβερ που ο Ντήν
κρατούσε καθισμένους τους πάντες στο σκοτάδι, με τα κορίτσια μαζί, και όλο
μιλούσε, και μιλούσε, και μιλούσε, με φωνή τότε, υπνωτική και παράξενη, και
είχε τη φήμη ότι πήγαινε τα κορίτσια όπου ήθελε με την απόλυτη δύναμή του να
πείθει και με αυτά που έλεγε...
Ήταν ΝΙΚΗΜΕΝΟΣ –αυτός που ήταν η πηγή
και η ψυχή της μακαριότητας. Τι καταλάβαινε εκείνος; Πάλευε μ’ όλη του τη δύναμη να μου
μεταδώσει τί καταλάβαινε και οι άλλοι με φθονούσαν γι’ αυτό το προνόμιο, τη
θέση μου δίπλα του, να τον υπερασπίζω και να τρέφομαι απ’ αυτόν όπως είχαν
άλλοτε προσπαθήσει εκείνοι να κάνουν...
Μετά άρχισε να ψιθυρίζει, αρπάζοντάς
μου τον ώμο, ιδρώνοντας: «Δεν έχεις παρά να τους ρίξεις μια ματιά μπροστά.
Έχουν έγνοιες, μετράνε τα χιλιόμετρα, σκέφτονται που θα πάνε να κοιμηθούν
απόψε, σκέφτονται τα χρήματα για τη βενζίνη, τον καιρό, αναρωτιούνται πώς θα
φτάσουν στον προορισμό τους –κι αυτό δεν θα σταματήσει μέχρι να φτάσουν
βλέπεις. Είναι που έχουν ανάγκη ν’ ανησυχούν και να ξεγελούν το χρόνο θεωρώντας
επείγον εκείνο ή τ’ άλλο, είναι καθαρά αγχωτικοί και μεμψίμοιροι, και δεν έχουν
ήσυχο το μυαλό τους όσο δεν βρίσκουν μια έγνοια επιβεβαιωμένη και καλά
αποκαταστημένη...
Ο Ντήν έβγαλε κι άλλες φωτογραφίες.
Σκέφτηκα πως όλες αυτές τις φωτογραφίες θα τις κοιτάζουν μια μέρα τα παιδιά μας
με θαυμασμό, και θα σκέφτονται πως οι γονείς τους έζησαν ήρεμη ζωή, τακτοποιημένη,
σταθερή, όπως στις φωτογραφίες και πως θα σηκώνονται περήφανα το πρωί να
περπατήσουν πάνω στα πεζοδρόμια της ζωής, χωρίς ποτέ να φανταστούν την
κουρελιασμένη τρέλα ή τη βαβούρα της πραγματικής ζωής μας, τον παράλογο
εφιαλτικό δρόμο. Όλ’ αυτά μέσα σ’ ένα χάος χωρίς τέλος ούτε αρχή. Αξιολύπητες
μορφές της άγνοιας. ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου