Murad Osmann
Αρχαία Ελληνικά: Ανάλυση μετοχής σε
δευτερεύουσα πρόταση
Η ρηματική φύση της μετοχής επιτρέπει
την ανάλυσή της σε δευτερεύουσα πρόταση. Ειδικότερα, η επιθετική μετοχή
αναλύεται σε αναφορική πρόταση, η κατηγορηματική σε ειδική, κι οι επιρρηματικές
στο αντίστοιχο είδος δευτερεύουσας. Εξαιρούνται, και δεν μπορούν να αναλυθούν
σε προτάσεις, οι τροπικές μετοχές καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχο είδος
δευτερεύουσας.
Κατά τη διαδικασία της ανάλυσης
προσέχουμε ιδιαίτερα το υποκείμενο της μετοχής, μιας και αυτό θα καθορίσει το
πρόσωπο και τον αριθμό του ρήματος, αλλά και το ρήμα εξάρτησης, καθώς από αυτό
επηρεάζεται η έγκλιση κι ο χρόνος εκφοράς.
Αν έχουμε εξάρτηση από ρήμα ιστορικού
χρόνου τότε μια μετοχή Ενεστώτα αναλύεται σε ρήμα Παρατατικού (ή σε Ενεστώτα με
Ευκτική του πλαγίου λόγου) και αντίστοιχα μια μετοχή Παρακειμένου αναλύεται σε
ρήμα Υπερσυντέλικου (ή σε Παρακείμενο με Ευκτική του πλαγίου λόγου).
Η εξάρτηση από ρήμα αρκτικού χρόνου
οδηγεί σε προτάσεις που εκφέρονται στο χρόνο της μετοχής και με έγκλιση
Οριστική (ή Υποτακτική).
Επιθετικές μετοχές
Η έναρθρη επιθετική μετοχή αναλύεται σε
αναφορική πρόταση, η οποία εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ ακολουθώντας τη μετοχή ως προς το
γένος και τον αριθμό, αλλά σε ονομαστική πτώση πλέον γιατί η αντωνυμία θα
επέχει θέση υποκειμένου στο ρήμα της δημιουργούμενης πρότασης.
Στη θέση της αναλυόμενης μετοχής στην
κύρια πρόταση θέτουμε μια δεικτική αντωνυμία (ἐκεῖνος, οὗτος) στο γένος, τον αριθμό και την
πτώση της μετοχής.
Ἀνοητότατοι γάρ εἰσιν οἱ λογοποιοῦντες →
Ἀνοητότατοι γάρ εἰσιν ἐκεῖνοι οἵ λογοποιοῦσιν [γιατί πιο ανόητοι είναι εκείνοι, οι οποίοι
κατασκευάζουν ειδήσεις]
Αἱ πόλεις διοικοῦνται τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις → Αἱ πόλεις διοικοῦνται τοῖς νόμοις τούτοις οἳ κεῖνται [Οι πόλεις διοικούνται με τους νόμους
που έχουν καθοριστεί]
Οἱ ἐκ Φλειοῦντος φεύγοντες ἐπορεύοντο εἰς Λακεδαίμονα → Ἐκ Φλειοῦντος οὗτοι, οἵ ἔφευγον ἐπορεύοντο εἰς Λακεδαίμονα [Από τον Φλειούντα αυτοί
που εξορίστηκαν κατευθύνοντας προς τη Λακεδαίμονα]
[- Το ρήμα της αναφορικής πρότασης
τίθεται σε Παρατατικό, καθώς εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (ἔφευγον)]
Η χρήση της δεικτικής αντωνυμίας στην
κύρια πρόταση δεν είναι απαραίτητη, όταν η έναρθρη επιθετική μετοχή αναφέρεται
σε κάποιον συγκεκριμένο όρο, καθώς κι όταν έχουμε άναρθρη επιθετική μετοχή.
Παρυσάτις ἐφίλει Κῦρον μᾶλλον ἤ τόν βασιλεύοντα Ἀρταξέρξην → Παρυσάτις ἐφίλει Κῦρον μᾶλλον ἤ τόν Ἀρταξέρξην ὅς ἐβασίλευεν [Ο Παρυσάτις αγαπούσε τον Κύρο
περισσότερο παρά τον Αρταξέρξη, ο οποίος ήταν βασιλιάς]
[- Το ρήμα της αναφορικής πρότασης
τίθεται σε Παρατατικό, καθώς εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (ἐφίλει)]
ἐντεῦθεν ἐξελαύνει εἰς Πέλτας, πόλιν οἰκουμένην → ἐντεῦθεν ἐξελαύνει εἰς Πέλτας, πόλιν ἥ οἰκεῖται [από εκεί προελαύνει και φθάνει στις Πέλτες, πόλη που
κατοικείται]
Επιθετική μετοχή επιρρηματικής σημασίας
Η επιθετική μετοχή ενδέχεται να
υποδηλώνει και κάποια επιρρηματική σχέση, όπως υπόθεση, αιτία, σκοπό ή
συμπέρασμα, οπότε και αναλύεται στην αντίστοιχη αναφορική επιρρηματική πρόταση.
Η συχνότερη, ωστόσο, επιρρηματική σχέση είναι αυτή της υπόθεσης.
Όταν, για παράδειγμα, η επιθετική
μετοχή δέχεται άρνηση μή, τότε είναι συνήθως αναφορική-υποθετική, και για την
ανάλυσή της θα πρέπει να διερευνηθεί το είδος του σχηματιζόμενου υποθετικού
λόγου.
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος
οὐ παιδεύεται → Ἄνθρωπος, ὃς ἂν μὴ δαρῇ, οὐ παιδεύεται [Σχηματίζεται υποθετικός
λόγος που δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και το μέλλον, γι’ αυτό η
αναφορική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική. Προσέχουμε πως όταν έχουμε εκφορά με
υποτακτική, τότε συνήθως συμπληρώνουμε το ρήμα με τη χρήση του αοριστολογικού ἂν]
Ὁ γὰρ ἐλαχίστας τὰς μεταμελείας ἐκ τοῦ χαρίζεσθαι τοῖς ἐναντίοις λαμβάνων ἀσφαλέστατος ἂν διατελοίη → Οὗτος ὅστις λαμβάνοι ἐλαχίστας τὰς μεταμελείας ἐκ τοῦ χαρίζεσθαι τοῖς ἐναντίοις ἀσφαλέστατος ἂν διατελοίη [Σχηματίζεται υποθετικός λόγος που
δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος, γι’ αυτό η αναφορική πρόταση εκφέρεται με
ευκτική]
Κατηγορηματική μετοχή
Η κατηγορηματική μετοχή αναλύεται σε
ειδική πρόταση, μόνο όταν εξαρτάται από ρήματα που δέχονται ως συμπλήρωμα
πρόταση με το ότι, δηλαδή ειδική πρόταση. Τέτοια ρήματα είναι τα λεκτικά, τα
γνωστικά, τα αισθητικά, καθώς κι εκείνα που δηλώνουν μνήμη, δείξη, αγγελία,
έλεγχο.
Κατά την ανάλυση της κατηγορηματικής
μετοχής λαμβάνουμε υπόψη μας τα ακόλουθα:
- Αν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού
χρόνου, τότε η σχηματιζόμενη ειδική πρόταση εκφέρεται με οριστική.
- Αν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού
χρόνου, τότε η ειδική πρόταση εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου.
- Αν η μετοχή είναι δυνητική,
συνοδεύεται δηλαδή από το δυνητικό ἂν, τότε η ειδική πρόταση εκφέρεται είτε
με δυνητική οριστική (αν δηλώνεται το αντίθετο στο πραγματικό ή το δυνατό στο
παρελθόν) είτε με δυνητική ευκτική (αν δηλώνεται το δυνατό στο παρόν ή το
μέλλον).
Με οριστική
Οὐδένα οἶδα μισοῦντα τοὺς ἐπαινοῦντας → Οἶδα ὅτι οὐδείς μισεῖ τοὺς ἐπαινοῦντας [Γνωρίζω ότι κανείς δεν μισεί
εκείνους που επαινούν]
Ἴσθι ἀνόητος ὤν → Ἴσθι ὅτι ἀνόητος εἶ [Πρέπει να ξέρεις ότι είσαι ανόητος]
Φαίνεται οὗτος πάντα τἀναντία τοῖς νόμοις πεπρεσβευκώς → Φαίνεται οὗτος ὅτι πάντα τἀναντία τοῖς νόμοις πεπρέσβευκεν [Είναι
φανερό ότι αυτός (διαπραγματεύτηκε ως πρεσβευτής) πρέσβευε όλα όσα ήταν
αντίθετα στους νόμους]
Γνώσεται δέ καί ἐν τῷ νῦν χρόνῳ διά μέν τόν πόλεμον καί τῶν προσόδων πολλάς ἐκλιπούσας καί τάς εἰσελθούσας εἰς παντοδαπά καταδαπανηθείσας → Γνώσεται δέ καί ἐν τῷ νῦν χρόνῳ διά μέν τόν πόλεμον καί ὅτι πολλαί τῶν προσόδων ἐξέλιπον καί ὅτι αἱ εἰσελθοῦσαι εἰς παντοδαπά κατεδαπανήθησαν
Με δυνητική ευκτική
Ἴσασι γὰρ οὐδένας ἄλλους πάλιν εἰς ἐλευθερίαν ἂν τὰ πράγματ’ ἐξάγοντας → Ἴσασι γὰρ ὅτι οὐδένες
ἄλλοι ἐξάγοιεν ἄν πάλιν εἰς
ἐλευθερίαν τὰ πράγματα.
Με ευκτική πλαγίου λόγου
Ἡ πόλις ἠγγέλλετο ἑαλωκυῖα →
Ἠγγέλλετο ὅτι ἡ πόλις ἑαλωκυῖα εἴη
Επιρρηματικές Μετοχές
Χρονική μετοχή
Κατά την ανάλυση της χρονικής μετοχής
λαμβάνουμε υπόψη μας τα ακόλουθα:
- Αν η μετοχή δηλώνει κάτι το
πραγματικό, τότε η χρονική πρόταση θα εκφέρεται με Οριστική.
- Αν η μετοχή δηλώνει κάτι το
προσδοκώμενο ή το αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρόν και το μέλλον, τότε η
πρόταση θα εκφέρεται με Υποτακτική + χρονικός σύνδεσμος με το αοριστολογικό ἄν.
Σημείωση: Αν η μετοχή είναι χρονικοϋποθετική,
που δηλώνει το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη σε παρόν και μέλλον
αναλύεται με:
→ ἐπάν, ἐπειδὰν + υποτακτική του ίδιου χρόνου, αν
εκφράζει το προτερόχρονο
→ ὅταν, ὅπόταν + υποτακτική του ίδιου χρόνου, αν
εκφράζει το σύγχρονο
πείθει ὥστε ξυγχωρήσαι ἀλλήλοις δέκα μὲν ἄνδρας τοὺς αἰτιωτάτους κρίναι, οἱ οὐκέτι ἔμειναν, τοὺς δ’ ἄλλους οἰκεῖν σπονδὰς πρὸς ἀλλήλους ποιησαμένους καὶ πρὸς Ἀθηναίους, ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους
νομίζειν → ὅταν ποιήσωνται = Χρονικοϋποθετική μετοχή, η
οποία δηλώνει το προσδοκώμενο.
- Αν μετοχή δηλώνει την απλή σκέψη του
λέγοντος ή το αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν, τότε η πρόταση θα
εκφέρεται με Ευκτική.
Κῦρος ἐθήρευεν ἀπό ἵππου γυμνάσαι βουλόμενος ἑαυτόν τε καί τούς ἵππους → ὁπότε βούλοιτο = Χρονικοϋποθετική μετοχή, η
οποία δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.
- Αν η μετοχή δηλώνει κάτι το σύγχρονο
σε σχέση με την ενέργεια του ρήματος της κύριας πρότασης, τότε εισάγεται με
τους συνδέσμους: ὅτε,
ὁπότε, ἐν ᾧ, ἡνίκα.
Μετ᾽ ὀλίγον δὲ τούτων Δωριεὺς ὁ Διαγόρου ἐκ Ῥόδου εἰς Ἑλλήσποντον εἰσέπλει ἀρχομένου χειμῶνος → ἐν ᾧ χειμών ἤρχετο = Γενική απόλυτη χρονική μετοχή, η οποία δηλώνει το
σύγχρονο. Η χρονική πρόταση που δημιουργείται εκφέρεται με Οριστική, καθώς
δηλώνει κάτι το πραγματικό, χρόνου Παρατατικού, καθώς εξαρτάται από ιστορικό
χρόνο (εἰσέπλει).
- Αν η μετοχή δηλώνει κάτι το
προτερόχρονο σε σχέση με την ενέργεια του ρήματος της κύριας πρότασης, τότε
εισάγεται με τους συνδέσμους: ἐπεί, ἐπειδή,
ἐξ οὗ, ἐξ ὅτου, ἀφ’ οὗ, ἀφ’ ὅτου.
Γνόντες δὲ οἱ
Ἐπιδάμνιοι οὐδεμίαν σφίσιν ἀπὸ Κερκύρας τιμωρίαν οὖσαν ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν → ἐπεί ἔγνωσαν οἱ Ἐπιδάμνιοι = Χρονική μετοχή συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος,
η οποία εκφράζει το προτερόχρονο. Η χρονική πρόταση που δημιουργείται εκφέρεται
με Οριστική, καθώς δηλώνει κάτι το πραγματικό.
Καὶ ὁ µὲν ταῦτα πράξας ἔµελλεν
ἀποπλεύσεσθαι → ἐπεί ἔπραξε = Χρονική μετοχή συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος,
η οποία εκφράζει το προτερόχρονο. Η χρονική πρόταση που δημιουργείται εκφέρεται
με Οριστική, καθώς δηλώνει κάτι το πραγματικό.
- Αν η μετοχή δηλώνει κάτι το
υστερόχρονο σε σχέση με την ενέργεια του ρήματος της κύριας πρότασης, τότε
εισάγεται με τους συνδέσμους: ἕως, ἔστε,
ἄχρι, μέχρι.
Ταῦτα ἐποίουν γενομένου σκότους
→ μέχρι σκότος ἐγένετο = Γενική απόλυτη χρονική μετοχή,
η οποία δηλώνει το υστερόχρονο. Η χρονική πρόταση που δημιουργείται εκφέρεται
με Οριστική, καθώς δηλώνει κάτι το πραγματικό.
Αιτιολογική μετοχή
Η αιτιολογική μετοχή αναλύεται σε
αιτιολογική πρόταση εισαγόμενη μ’ έναν από τους αιτιολογικούς συνδέσμους,
ανάλογα με το αν εκφράζει αντικειμενική ή υποκειμενική αιτιολογία.
- Αν η αιτιολογική μετοχή εκφράζει
αντικειμενική αιτιολογία και εξαρτάται από αρκτικό χρόνο, εισάγεται με τους
συνδέσμους ἐπεί,
ἐπειδή, διότι, ὅτι, και εκφέρεται με Οριστική.
καὶ νικᾷ ὁ δῆμος χωρίων τε ἰσχύι καὶ πλήθει προύχων → ἐπειδή προεῖχε = Αιτιολογική μετοχή, αντικειμενικής
αιτιολογίας, εξαρτώμενη από ρήμα αρκτικού χρόνου.
δείσαντες οἱ ὀλίγοι µὴ αὐτοβοεὶ ὁ δῆµος τοῦ τε νεωρίου κρατήσειεν ἐπελθὼν καὶ σφᾶς διαφθείρειεν͵ ἐµπιπρᾶσι τὰς οἰκίας τὰς ἐν κύκλῳ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας → ἐπειδή ἔδεισαν = Αιτιολογική μετοχή,
αντικειμενικής αιτιολογίας, εξαρτώμενη από ρήμα αρκτικού χρόνου.
- Αν η αιτιολογική μετοχή εκφράζει
αντικειμενική αιτιολογία και εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, εισάγεται με τους
συνδέσμους ἐπεί,
ἐπειδή, διότι, ὅτι, και εκφέρεται με Ευκτική.
- Αν η αιτιολογική μετοχή εκφράζει
υποκειμενική αιτιολογία εισάγεται με τον σύνδεσμο ὡς, και εκφέρεται:
με Οριστική, αν εξαρτάται από αρκτικό
χρόνο
με Ευκτική, αν εξαρτάται από ιστορικό
χρόνο
ὁ δῆμος ὁπλισθεὶς ἐπὶ τῇ προφάσει ταύτῃ, ὡς οὐδὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων τῇ τοῦ μὴ ξυμπλεῖν ἀπιστίᾳ, τά τε ὅπλα αὐτῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἔλαβε → ὡς διανοοῖντο (ή ὡς διενοοῦντο) = Γενική απόλυτη αιτιολογική μετοχή, υποκειμενικής
αιτιολογίας, εξαρτώμενη από ρήμα ιστορικού χρόνου.
[Στην ανάλυση των αιτιολογικών μετοχών
η Οριστική έγκλιση είναι συνηθέστερη, έστω κι αν έχουμε εξάρτηση από ιστορικό
χρόνο.]
Τελική μετοχή
Η τελική μετοχή αναλύεται σε τελική
πρόταση.
- Αν εξαρτάται από αρκτικό χρόνο, η
δημιουργούμενη τελική πρόταση εισάγεται με τον σύνδεσμο ἵνα και εκφέρεται με υποτακτική αορίστου
ή ενεστώτα.
Πέμπουσι δὲ καὶ ἐς τὰς Ἀθήνας εὐθὺς πρέσβεις περί τε τῶν πεπραγμένων διδάξοντας ὡς ξυνέφερε καὶ τοὺς ἐκεῖ καταπεφευγότας πείσοντας μηδὲν ἀνεπιτήδειον πράσσειν, ὅπως μή τις ἐπιστροφὴ γένηται. → ἵνα διδάξωσι & ἵνα πείσωσι
- Αν εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, η
δημιουργούμενη τελική πρόταση εισάγεται με τον σύνδεσμο ἵνα και εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου
λόγου (αορίστου ή ενεστώτα).
ὁ δ᾽ εὐθὺς τριήρεις μὲν ἐπλήρου, ὡς βοηθήσων κατὰ θάλατταν → ἵνα βοηθήσειε κατὰ θάλατταν
Οἱ Θηβαῖοι συνεκάλεσαν ἀπὸ τῶν πόλεων ἁπασῶν ἀκουσομένους τῆς παρὰ βασιλέως ἐπιστολῆς → Οἱ Θηβαῖοι συνεκάλεσαν ἀπὸ τῶν πόλεων ἁπασῶν ἴνα ἀκούσοιεν τῆς παρὰ βασιλέως ἐπιστολῆς
Υποθετική μετοχή
Οι υποθετικές μετοχές τίθενται σε κάθε
χρόνο, εκτός από Μέλλοντα. Δέχονται άρνηση μή, και αναλύονται σε υποθετικές
προτάσεις εκφερόμενες ανάλογα με το είδος του υποθετικού λόγου στον οποίο
ανήκουν.
Μια υποθετική μετοχή μπορεί να ανήκει
σε οποιοδήποτε από τα 6 είδη υποθετικών λόγων, ωστόσο υπάρχουν κάποιες
περιπτώσεις που η αναγνώριση του είδους και άρα η ανάλυση της μετοχής είναι
σχετικά εύκολη.
- Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική
οριστική, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί σε υποθετική πρόταση με εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου, εκφράζοντας το μη πραγματικό.
- Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με οριστική
Μέλλοντα, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί με ἐάν, ἄν, ἤν + υποτακτική, εκφράζοντας το προσδοκώμενο.
- Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική
ευκτική, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί με εἰ + ευκτική, εκφράζοντας την απλή σκέψη
του λέγοντος.
- Σε κάθε άλλη περίπτωση η αναγνώριση
και η ανάλυση της μετοχής γίνεται με βάση το νόημα της περιόδου.
Οὐκ ἄν ἦλθον δεῦρο, ὑμῶν μη κελευσάντων (δε θα
ερχόμουν εδώ, αν δεν το προστάζατε εσείς)
Οὐκ ἄν ἦλθον δεῦρο, εἰ μη ὑμεῖς ἐκελεύσατε [2ο είδος: μη
πραγματικό]
Παρατηρούμε πως στην απόδοση υπάρχει
δυνητική οριστική ιστορικού χρόνου (ἄν ἦλθον), στοιχείο που μας επιτρέπει να
αναγνωρίσουμε το είδος του υποθετικού λόγου.
Οὐκ ἂν ἔλαθεν ὁρμώμενος ὁ Κλέων πάσῃ τῇ στρατιᾷ (Ο Κλέων δε θα περνούσε απαρατήρητος,
αν εξορμούσε με όλο το στράτευμα)
Οὐκ ἂν ἔλαθεν, εἰ ὡρμᾶτο ὁ Κλέων πάσῃ τῇ στρατιᾷ [2ο είδος: μη
πραγματικό]
Στην απόδοση υπάρχει δυνητική οριστική
ιστορικού χρόνου.
Ἀνώνυμοι θανόντες οὐ γελώμεθα ἄν (αν πεθάνουμε ανώνυμοι, δε θα
γελοιοποιηθούμε)
Εἰ θάνοιμεν ἀνώνυμοι, οὐ γελώμεθα ἄν [5ο είδος: απλή σκέψη
του λέγοντος]
Στην απόδοση έχουμε δυνητική ευκτική.
Οἱ κολακεύοντες καὶ οἱ ἐξαπατῶντες πιστευθέντες τοὺς πιστεύσαντας ἀδικοῦσιν (Οι κόλακες και οι απατεώνες αν
γίνουν πιστευτοί αδικούν όσους τους πίστεψαν)
Παρατηρούμε πως στην απόδοση έχουμε
απλή οριστική ενεστώτα, η οποία μας παραπέμπει είτε στο 1ο είτε
στο 4ο είδος. Γίνεται, ωστόσο, σαφές από το νόημα πως πρόκειται
για κάτι που έχει διαρκή αλήθεια όσες φορές κι αν συμβεί τώρα ή στο μέλλον.
Κατανοούμε, οπότε, πως πρόκειται για έναν υποθετικό λόγο του 4ου είδους
(αόριστη επανάληψη στο παρόν ή μέλλον).
Ἐὰν οἱ κολακεύοντες καὶ οἱ ἐξαπατῶντες πιστευθῶσιν, τοὺς
πιστεύσαντας ἀδικοῦσιν
Εναντιωματική μετοχή
Στην ανάλυση της εναντιωματικής μετοχής
λαμβάνουμε υπόψη μας τον τρόπο εκφοράς των εναντιωματικών και υποθετικών
προτάσεων.
- Αν η εναντίωση (ή η παραχώρηση)
γίνεται σε κάτι που είναι ή θεωρείται πραγματικό, τότε η πρόταση εισάγεται με
τον σύνδεσμο εἰ καὶ, και εκφέρεται με Οριστική (ή
Ευκτική). Ενώ, ανάλογα με το εκφραζόμενο νόημα, η εναντιωματική πρόταση μπορεί
να εισάγεται με το σύνδεσμο ἄν καί, και να εκφέρεται με Υποτακτική.
Ἕλλην ὢν Ἕλληνας
ἀδικεῖ → Εἰ καί ἐστι Ἕλλην, Ἕλληνας
ἀδικεῖ = Εναντιωματική μετοχή, η οποία
εκφράζει εναντίωση προς κάτι που είναι πραγματικό.
ὅτι αὐτῶν παρημέλουν ὄντες ἄποικοι
→ εἰ καὶ ἦσαν ἄποικοι = Εναντιωματική μετοχή, η οποία
εκφράζει εναντίωση προς κάτι που είναι πραγματικό.
- Αν η εναντίωση (ή η παραχώρηση)
γίνεται σε κάτι που είναι ή θεωρείται μη πραγματικό ή αβέβαιο, τότε η
εναντιωματική πρόταση εισάγεται με τον σύνδεσμο καὶ εἰ, και εκφέρεται με Οριστική (ή
Ευκτική). Ενώ, ανάλογα με το εκφραζόμενο νόημα, η εναντιωματική πρόταση μπορεί
να εισάγεται με τους συνδέσμους καί ἐάν, καί ἄν (κἄν), καί ἢν, και να εκφέρεται με Υποτακτική.
Καί ἀποστᾶσα ἡ
πόλις ἀφίξεται εἰς σύμβασιν → καί ἄν ἀποστῇ πόλις, ἀφίξεται εἰς σύμβασιν (προσδοκώμενο)
- Αν στην κύρια υπάρχει άρνηση, τότε η
μετοχή αναλύεται με:
→ οὐδ’ εἰ, μηδ’ εἰ + οριστική ή ευκτική
→ οὐδ΄ἔάν, μηδ’ ἔάν + υποτακτική, ανάλογα με την εκφορά
της κύριας.
οἳ οὐδ’ ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου τῶν πεπραγμένων δὶς ἀποθανόντες δίκην δοῦναι
δύναιντ’ ἂν → οἳ οὐδ’ εἰ ἀποθάνοιεν δις, δύναντ’ ἄν δοῦναι δίκην (απλή σκέψη του λέγοντος)
- Οι εναντιωματικές μετοχές δηλώνουν
πιο συχνά το πραγματικό, την απλή σκέψη του λέγοντος και το μη πραγματικό.
- Οι λέξεις που συνοδεύουν ενίοτε την
εναντιωματική μετοχή (καί, καίτοι, καίπερ, καὶ ταῦτα κλπ.), δεν περιλαμβάνονται στη
δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου