Joana Kruse
Νίκος
Κάσδαγλης «Σοροκάδα»
Είναι μέρες που το νησί κλείνει. Μήτε
πλεούμενο σιμώνει, μήτε αεροπλάνο.
Όξω από το Ναυτικόν Όμιλο, σιμά στο
φανάρι του «Αϊ-Νικόλα» έχει ένα χαμηλό μόλο ίσα ίσα με τη θάλασσα. Πρέπει να
ξιπολυθείς, για να πας στην άκρη του.
Με σοροκάδα, μ’ άρεζε να κολυμπάω πίσω
από το μόλο, μέσα στους αφρούς που το καβάλαγαν, φυλαγμένος απ’ τη δαιμονικήν
ορμή της θάλασσας. Σαν ξεπρόβαινα στην άκρη του μόλου μ’ άρπαζε ένα κύμα μακρύ,
αμάχητο, και με σφεντόναγε μονομιάς εκατό μέτρα πέρα, στ’ απάγκιο.
Στον πάτο, τρία τέσσερα μέτρα βαθιά,
έχει κομμάτια καλώδια και λαμαρίνες. Ό,τι απόμεινε από ‘να αμερικάνικο
καταδρομικό, που το διαλύσανε.
Τούτο το πολεμικό είχε έρθει στη Ρόδο
για επίσκεψη καλής θελήσεως — κάπως έτσι το λένε, θαρρώ. Το λιμάνι είχε τοιμαστεί
για να καλοδεχτεί τους Αμερικάνους. Οι γυναίκες των αξιωματικών είχανε φτάσει
απ’ την παραμονή, και νιαουρίζανε στα σαλόνια των ξενοδοχείων — αλλόκοτην
αίσθηση που σου δίνουν οι Αμερικάνες, σα μαζευτούνε πολλές.
Τα μπαρ ήταν έτοιμα όλα — ο Μπαμπούλας,
που γινότανε Black Cat για την περίσταση, το Rio Grande, το Long John και τ’ άλλα.
Τα κορίτσια τους ήρθαν απ’ τον Πειραιά μαζί με τις γυναίκες των αξιωματικών,
και περιμέναν στις πόρτες τα ναυτάκια που θα ξεμπαρκάραν.
Μόνο που πήρε σοροκάδα τ’ απόγιομα. Το
λιμάνι άδειασε μονομιάς, οι βάρκες τραβηχτήκανε στη στεριά και τα καΐκια
κρυφτήκανε στο φυλαγμένο κόρφο, το Μαντράκι. Δυο τρία βαπόρια που βρέθηκαν,
λεβάραν τις άγκυρες και πήγανε στην Ψαροπούλα, από σταβέντο. Μόνο ο Αμερικάνος
απόμεινε, φουνταρισμένος αρόδο, όξω απ’ το λιμάνι. Σαν κατάλαβαν απ’ το
Λιμεναρχείο πως δεν το ‘χε σκοπό να κουνήσει, του μήνυσαν να φύγει, κι η
σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά.
Ο καπετάνιος κούνησε τους ώμους σαν του
τα ‘πανε. Το δελτίο καιρού έδειχνε άνεμο εφτά οχτώ μποφόρ, κι οι κανονισμοί του
προβλέπανε πως με τέτοιον καιρό έπρεπε να ‘ναι φουνταρισμένος με τις δυο
άγκυρες, με τόσα κλειδιά καδένα στην καθεμιά. Καλού κακού φουντάρισε δυο
κλειδιά παραπάνω, κι επιτέλους αν αγρίευε ο καιρός είχε κι άλλη καδένα. Βάστηξε
επιφυλακή το μισό τσούρμο, και τις μηχανές αναμμένες, για να ‘χει ατμό.
Δε γινόταν καλύτερη φροντίδα, αλίμονο
αν αλλάζαν αραξοβόλι τ’ αμερικάνικα πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου
λιμενάρχη· τι τους είχαν τους κανονισμούς!
Μόνο που φρεσκάρισε η σοροκάδα, με το
σούρουπο. Δουλεύοντας επίμονα, ύπουλα, το μπόντζι ξεκλείδωσε τη μια καδένα, και
το καράβι απόμεινε φουνταρισμένο στο ‘να σίδερο. Από κει και πέρα, δεν το
γλιτώνανε. Βάρεσε συναγερμός, το τσούρμο χίμηξε να μανουβράρει, πού να
προφτάσει! Το πολεμικό ξέσυρε σα φρόκαλο το σίδερο, και κόλλησε πάνω στα βράχια
του χαμηλού μόλου. Οι Αμερικάνοι πηδούσανε στη θάλασσα σαν τα μπακακάκια, κι οι
ντόπιοι μαζευτήκανε στην ακρογιαλιά και τους μαζεύανε μισοπνιγμένους.
Την άλλη μέρα το πρωί η σοροκάδα
έσπασε. Τ’ αμερικάνικο καράβι ήταν καθισμένο ψηλά πάνω στα βράχια, κι ο κόσμος
το χάζευε από μακριά — δεν τον αφήναν να σιμώσει. Έμοιαζε απείραχτο, να το
πετάξεις στη θάλασσα και να ξαναφύγει, έτσι πίστεψαν οι πολλοί. Οι θαλασσινοί
κουνούσαν το κεφάλι, ξέραν πως το καράβι είχε πεθάνει πια...
Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες
καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου, για να δοξάζει τους κανονισμούς. Ύστερα
το διαλύσανε. Ένας βουτηχτής σκοτώθηκε πάνω στη δουλειά.
Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις ακόμα
στον πάτο παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλώδια.
σοροκάδα: (σορόκος και σιρόκος): νοτιανατολικός
άνεμος.
λεβάρω: (λέξη ιταλ.): τραβώ καταπάνω,
ανασύρω, σηκώνω.
σταβέντο: (λ. ιταλ.): απάνεμα.
αρόδο
και αρόδου: (λ. ιταλ.)· ναυτ.
όρος που σημαίνει ότι κάποιο πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά του λιμανιού,
δηλ. δεν έχει αράξει σε αποβάθρα.
μπόντζι
και μπότζι: κλυδωνισμός
(ταλάντευση) του πλοίου μια προς τη δεξιά πλευρά, μια προς την αριστερή,
ανάλογα με το κύμα. Ο κλυδωνισμός πλώρης-πρύμνης (δηλ. μια σηκώνεται ψηλά η
πλώρη και μια η πρύμνη), λέγεται σκαμπανέβασμα.
φρόκαλο: σκουπίδι.
Ερωτήσεις
1.
Να περιγράψετε και να σχολιάσετε την κατάσταση που δημιουργείται στο νησί με
την επίσκεψη του αμερικανικού πλοίου.
Η επίσκεψη του αμερικανικού πλοίου στη
Ρόδο ωθεί τους κατοίκους να προετοιμαστούν κατάλληλα προκειμένου να
εκμεταλλευτούν οικονομικά την ευκαιρία αυτή. Οι ιδιοκτήτες των μπαρ έφεραν
εκδιδόμενες γυναίκες από τον Πειραιά, μιας και θα κυκλοφορούσαν στην πόλη οι
Αμερικανοί ναύτες και θα υπήρχε αυξημένη ζήτηση για τέτοιου είδους ερωτικές
επαφές. Ενώ, κάποια μπαρ που είχαν ελληνικό όνομα το άλλαξαν για την περίσταση
σε αγγλόφωνο, ώστε να είναι πιο οικεία στους Αμερικάνους επισκέπτες.
Παρατηρείται, επομένως, μια κερδοσκοπική τάση, εφόσον ήταν σαφές πως το πλήρωμα
του πλοίου θα ήθελε να διασκεδάσει με ποτά και γυναίκες, και θα ήταν, άρα,
πρόθυμο να πληρώσει καλά γι’ αυτές τις υπηρεσίες. Θα πρέπει, ωστόσο, να
σημειωθεί πως η προθυμία των ντόπιων κατοίκων να προχωρήσουν σε αρκετές αλλαγές
για χάρη των Αμερικάνων φανερώνει και μια τάση δουλοπρέπειας, αφού δεν
διστάζουν, όχι μόνο να μετονομάσουν τα μαγαζιά τους για να προσελκύσουν τους
προσωρινούς αυτούς επισκέπτες, αλλά και να φέρουν ακόμη και ιερόδουλες για την
ικανοποίηση των σεξουαλικών τους αναγκών.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν στον
αφηγητή οι γυναίκες των αξιωματικών που είχαν φτάσει στην πόλη από την παραμονή
της άφιξης του πλοίου και της έβρισκε κανείς στα σαλόνια των ξενοδοχείων να
μιλούν αδιάκοπα μεταξύ τους, δημιουργώντας μια αλλόκοτη αίσθηση με τους τρόπους
και την διαφορετική ομιλία τους.
[Η άφιξη του αμερικανικού πλοίου θα
πρέπει να τοποθετηθεί κάποια στιγμή μετά το 1948, οπότε και πραγματοποιήθηκε η
απελευθέρωση της Ρόδου από τους Ιταλούς. Η αναφορά στο γεγονός πως επρόκειτο
για μια επίσκεψη «καλής θελήσεως» εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της ειρωνείας,
λόγω των ιστορικών συνθηκών εκείνης της εποχής. Ειδικότερα, ήδη από το 1947 οι
Αμερικάνοι είχαν αποφασίσει να στηρίξουν οικονομικά την Ελλάδα και να τη θέσουν
ουσιαστικά υπό τον έλεγχό τους, διαδεχόμενοι σε αυτό τον ρόλο τους Άγγλους που
δεν είχαν πια τη δυνατότητα να λειτουργούν ως προστάτες της χώρας. Προκειμένου,
μάλιστα, να γίνει κατανοητός ο βαθμός ελέγχου που θα ασκούταν από τους
Αμερικάνους, ενδεικτικό είναι ένα απόσπασμα από την απάντηση της Ελλάδας στο
αμερικανικό σχέδιο για την παροχή βοήθειας, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του
Δόγματος Τρούμαν∙ απάντηση που είχε συνταχθεί για λογαριασμό των Ελλήνων από το
State Department: «Για να επιτευχθεί η ανόρθωση της
Ελλάδας και λόγω της μεγάλης οικονομικής συνεισφοράς των ΗΠΑ προς την Ελλάδα, η
(αμερικανική) Αποστολή θα μετέχει στην πολιτική που θα καθορίζει τον τρόπο
ανάπτυξης του εισοδήματος και τις δαπάνες για τις δραστηριότητες οι οποίες άμεσα
ή έμμεσα περιλαμβάνουν τη χρησιμοποίηση της αμερικανικής βοήθειας, θα παίρνει
μέρος στο σχεδιασμό του προγράμματος εισαγωγών και θα εγκρίνει τη χρήση ξένου
συναλλάγματος. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση θα επιθυμούσε η Αποστολή να
επιβλέπει την εκτέλεση του προγράμματος ανόρθωσης, τη βελτίωση της διοίκησης,
την επιμόρφωση των δημοσίων υπαλλήλων και του άλλου προσωπικού, τη συνέχιση του
προγράμματος υγείας, την ανάπτυξη των εξαγωγών, τον προγραμματισμό και τη
διάθεση των προμηθειών, την προώθηση της αγροτικής και βιομηχανικής
ανασυγκρότησης και τον διακανονισμό των μισθών και των τιμών. Γενικά, η
ελληνική κυβέρνηση θα επιθυμούσε να συμβουλεύεται την Αποστολή προτού πάρει
οποιαδήποτε οικονομικά μέτρα τα οποία θα επηρέαζαν την επιτυχία του
προγράμματος αμερικανικής βοήθειας.»]
2. Στο
αφήγημα διαπιστώνουμε το σχήμα ύβρις-τίσις. Να το επισημάνετε και να το σχολιάσετε.
Ο Αμερικάνος καπετάνιος, αν και
ενημερώνεται από το λιμεναρχείο πως έχει αυξηθεί η ένταση του σιρόκου (νότιου ή
νοτιοανατολικού ανέμου) και πως θα πρέπει να απομακρύνει το πλοίο από το λιμάνι
σε αναζήτηση ενός απάνεμου σημείου, για να το προφυλάξει από την επερχόμενη
θαλασσοταραχή, αρνείται να συμμορφωθεί στις σχετικές υποδείξεις. Θεωρεί πως ένα
αμερικανικό πολεμικό πλοίο δεν γίνεται να μετακινείται απλώς και μόνο επειδή το
ζητά ένας ντόπιος λιμενάρχης∙ εκείνος είχε τους δικούς του κανονισμούς που
καθόριζαν το πώς όφειλε να χειριστεί μια ανάλογη κατάσταση. Ο Αμερικάνος,
λοιπόν, που υποτιμά τους ανθρώπους του νησιού και αρνείται να σεβαστεί το
γεγονός πως εκείνοι γνώριζαν πολύ καλύτερα τις συνθήκες που επικρατούσαν στη
θάλασσά τους, διαπράττει ύβρη, επιδεικνύει, δηλαδή, αλαζονική συμπεριφορά, που
ξεπερνά τα όρια τα αρμόζοντα για θνητούς ανθρώπους. Συμπεριφορά που οδηγεί κατ’
ανάγκη στην τίσι, στην τιμωρία και στη συντριβή του αλαζόνα, προκειμένου να
κατανοήσει πως κανείς δεν μπορεί να ξεπερνά ατιμωρητί τα ανθρώπινα όρια.
Η «τίσις», η τιμωρία του Αμερικανού
καπετάνιου δεν αργεί να έρθει, μιας και κατά το σούρουπο η σοροκάδα επανήλθε με
ανανεωμένη ένταση και ταλαντεύοντας επίμονα το πλοίο το απέσπασε από τη μία του
άγκυρα, αφήνοντάς το για λίγο δεμένο μόνο με τη δεύτερη άγκυρα, κατάσταση που,
φυσικά, δεν κράτησε πολύ. Μετά από λίγο το πλοίο παρασύρθηκε από την ένταση των
κυμάτων και κόλλησε πάνω στα βράχια, προκαλώντας πανικό στους ναύτες του, οι
οποίοι και πηδούσαν σαν τα βατράχια στο νερό και διασώζονταν τελικά από τους ντόπιους
που τους έβγαζαν μισοπνιγμένους από τη θάλασσα.
Έτσι, ο καπετάνιος που θεώρησε ότι δύο
άγκυρες αρκούσαν για να αντιμετωπιστούν τα οχτώ μποφόρ της σοροκάδας, και που
αρνήθηκε να δεχτεί τις υποδείξεις των ντόπιων, υποτιμώντας φανερά τις γνώσεις
και την εμπειρία τους, είδε το πλοίο του να καταστρέφεται στα βράχια,
πληρώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την αλαζονική του στάση.
3. Να
παρατηρήσετε τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει ο συγγραφέας το αφήγημά του. Τι
διαπιστώνετε;
Στο αφήγημα εντοπίζονται δύο
διαφορετικές ιστορίες: μία προσωπική του αφηγητή, στην οποία ως πρωταγωνιστής
παρουσιάζει βιωματικά στοιχεία, και μία δεύτερη, εγκιβωτισμένη, που αναφέρεται
στο παρελθόν και αφορά ένα γεγονός το οποίο ίσως ο αφηγητής είδε ως αυτόπτης
μάρτυρας, μας το παρουσιάζει πάντως ως παντογνώστης με όλες τις αναγκαίες
πληροφορίες.
«Είναι μέρες που το νησί κλείνει. ... Ό,τι
απόμεινε από ‘να αμερικάνικο καταδρομικό, που το διαλύσανε.»
Το αφήγημα ξεκινά με την προσωπική
ιστορία του αφηγητή, την οποία μοιάζει να αφηγείται σε κάποιο πρόσωπο που
βρίσκεται κοντά του και στο οποίο κάνει κάποιου είδους περιήγηση στο νησί της
Ρόδου «...έχει ένα χαμηλό μόλο ίσα ίσα με τη θάλασσα. Πρέπει να ξιπολυθείς, για
να πας στην άκρη του». «Με σοροκάδα, μ’ άρεζε να κολυμπάω...», σχολιάζει ο
αφηγητής, φανερώνοντας πως η πρώτη αυτή ιστορία δίνεται σε πρώτο πρόσωπο και
αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφικής καταγραφής αναμνήσεων του αφηγητή από το
νησί.
Σ’ αυτή την πρώτη ιστορία ο αφηγητής
περνά, κατά τρόπο συνειρμικό, από το παρόν στο παρελθόν, καθώς υποδεικνύει στο
πρόσωπο που τον ακούει τα μέρη που συνήθιζε να κολυμπά και τις συνθήκες που
επικρατούν σε αυτά.
«Τούτο το πολεμικό είχε έρθει στη Ρόδο
για επίσκεψη καλής θελήσεως... Ύστερα το διαλύσανε. Ένας βουτηχτής σκοτώθηκε
πάνω στη δουλειά.»
Η δεύτερη ιστορία, δίνεται σε τρίτο
πρόσωπο, με τον αφηγητή να λειτουργεί ως παντογνώστης. Αν και είναι η
εκτενέστερη ιστορία του αφηγήματος, εγκιβωτίζεται στο πλαίσιο της πρώτης
μικρότερης ιστορίας.
Σε ό,τι αφορά τους αφηγηματικούς
τρόπους, παρατηρούμε ότι ο αφηγητής χρησιμοποιεί κυρίως τη διήγηση και πως
αξιοποιεί τον πλάγιο λόγο προκειμένου να αποφύγει την παράθεση σε ευθύ λόγο
όσων λένε και συζητούν τα πρόσωπα της ιστορίας, όπως είναι η συζήτηση ανάμεσα
στον καπετάνιο και το λιμεναρχείο, τα σχόλια του καπετάνιου «αλίμονο αν αλλάζαν
αραξοβόλι τ’ αμερικάνικα πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη∙ τι
τους είχαν τους κανονισμούς!», και τα λόγια των νησιωτών μόλις είχε πια γίνει η
καταστροφή «να το πετάξεις στη θάλασσα και να ξαναφύγει». Υπάρχουν, επίσης,
περιορισμένα στοιχεία περιγραφής «Τ’ αμερικάνικο καράβι ήταν καθισμένο ψηλά
πάνω στα βράχια», αλλά και ορισμένα, ειρωνικά κυρίως, σχόλια του αφηγητή «κάπως
έτσι το λένε, θαρρώ / αλλόκοτην αίσθηση που σου δίνουν οι Αμερικάνες, σα
μαζευτούνε πολλές».
Η αφήγηση στην εγκιβωτισμένη αυτή ιστορία
ακολουθεί ευθύγραμμη παράθεση των γεγονότων, χωρίς αναδρομικές παρεκβάσεις. Με
χρονικούς προσδιορισμούς (τ’ απόγιομα / Την
άλλη μέρα το πρωί) προσδιορίζει το πέρασμα της ώρας και των ημερών,
διευκολύνοντας τον αναγνώστη στο να παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων, που
διαρκούν τελικά μερικούς μήνες, αν συμπεριληφθεί το διάστημα κατά το οποίο το
κουφάρι του πλοίου παρέμεινε στα βράχια (Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες
καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου).
«Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις
ακόμα στον πάτο παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλώδια.»
Η τελευταία φράση του κειμένου μας
επαναφέρει στο παρόν του αφηγητή και στην πρώτη ιστορία.
Συνολικά, διαπιστώνουμε ότι ο αφηγητής
που ταυτίζεται με το συγγραφέα χρησιμοποιεί την αναδρομική αφήγηση (η ιστορία
με το Αμερικάνικο πολεμικό), το α΄ πρόσωπο (π.χ. “μ’ άρεζε να κολυμπάω”), το β΄
πρόσωπο (π.χ. “Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις ακόμα στον πάτο παλιές
λαμαρίνες και κομμάτια καλόδια”) και κυρίως το γ΄ πρόσωπο (π.χ. “του μήνυσαν να
φύγει”). Τέλος, λειτουργεί ως παντογνώστης αφηγητής (“Ο καπετάνιος κούνησε τους
ώμους σαν του τα ’πανε”).
4. «Το
κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου, για να
δοξάζει τους κανονισμούς»: Να
εξηγήσετε το νόημα αυτής της φράσης.
Η φράση αυτή, και ειδικότερα το σχόλιο «για
να δοξάζει του κανονισμούς» συνιστά ειρωνεία, καθώς ο αφηγητής θέλει να δείξει
πως οι γενικοί κανονισμοί του αμερικανικού στόλου, τους οποίους ακολουθεί κατά
γράμμα ο Αμερικανός καπετάνιος, δεν μπορούν να θεωρούνται απόλυτοι και πάντοτε
εφαρμόσιμοι, αφού ανάλογα με το που βρίσκεται ένα πλοίο οφείλει να
συμμορφώνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου. Ο καπετάνιος, που αρνείται
να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες συνθήκες του νησιού και θεωρεί πως οι
κανονισμοί που του έχουν δοθεί αποτελούν μια αδιάψευστη αυθεντία, καταλήγει με
την ακαμψία και την αλαζονεία του να οδηγεί το πλοίο του στην καταστροφή.
Είναι σαφές, λοιπόν, πως οι κάθε είδους
κανονισμοί και οδηγίες δεν γίνεται να έχουν καθολική ισχύ, αφού ανάλογα με τις
εκάστοτε συνθήκες, ενδέχεται, όπως φαίνεται και από αυτή την ιστορία, να φανούν
ανεπαρκείς. Οι άνθρωποι οφείλουν να προσαρμόζονται στα δεδομένα που
αντιμετωπίζουν και να τροποποιούν ανάλογα τη συμπεριφορά και τη δράση τους,
αψηφώντας τους κανονισμούς, όταν είναι προφανές πως αυτοί δεν ανταποκρίνονται
στην τρέχουσα πραγματικότητα. Η τυπολατρία, άλλωστε, του συγκεκριμένου καπετάνιου
είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του πολεμικού πλοίου.
5. «Η
σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά»: Να
σχολιάσετε αυτή τη φράση καθώς και την άρνηση του Αμερικανού πλοιάρχου να
ακολουθήσει τη συμβουλή του λιμενάρχη.
Όταν το Λιμεναρχείο διαπιστώνει πως ο
Αμερικανός καπετάνιος δεν έχει σκοπό να μετακινήσει το πλοίο του και να
αναζητήσει κάποιο ασφαλέστερο σημείο, σχολιάζει πως η σοροκάδα δε σήκωνε
λεβεντιά, για να τονιστεί πως ήταν ανόητο να προσπαθεί κάποιος να τα βάλει με
τη θάλασσα και τον άνεμο, μόνο και μόνο για να δείξει στους άλλους πως είναι
ικανός και άφοβος. Για τους ανθρώπους του νησιού ήταν απολύτως βέβαιο πως η
σοροκάδα μπορούσε να στείλει στα βράχια οποιοδήποτε πλοίο, όσες προφυλάξεις κι
αν είχε λάβει αυτό, γι’ αυτό και δεν κατανοούν το πείσμα και την περηφάνια του
καπετάνιου.
Ο καπετάνιος από τη μεριά του υποτιμά
τόσο την ένταση της σοροκάδας, μιας και θεωρεί πως τα οχτώ μποφόρ δεν αποτελούν
ικανό κίνδυνο, όσο και τις υποδείξεις των ντόπιων, αφού πιστεύει πως θα ήταν
προσβλητικό για ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο το να μετακινείται επειδή το
ζήτησε ένας ντόπιος λιμενάρχης. Ο Αμερικανός αρνείται να συμμορφωθεί στα
λεγόμενα του λιμενάρχη, διότι αισθάνεται πως μ’ αυτό τον τρόπο είναι σαν να
αναγνωρίζει κάποιου είδους εξουσία σ’ έναν εντελώς ασήμαντο ντόπιο «υπάλληλο»,
που δεν έχει μήτε το κύρος, μήτε τη δυναμική εμπειρία ενός Αμερικανού ναυτικού.
6. Πώς
λειτουργεί στο διήγημα η πρώτη φράση του;
«Είναι μέρες που το νησί κλείνει.( Μήτε
πλεούμενο σιμώνει, μήτε αεροπλάνο.)»
Η αρχική αυτή φράση, που υποδηλώνει πως
κάποιες μέρες η πρόσβαση στο νησί αποκλείεται τελείως, λόγω προφανώς του ανέμου
ή άλλων φυσικών στοιχείων, επέχει θέση προϊδεασμού για την ένταση που λαμβάνουν
τα φυσικά φαινόμενα σε τοπικό επίπεδο. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει εξαρχής πως
κάποιες μέρες η κατάσταση που επικρατεί στο νησί είναι τέτοια που κανείς και
τίποτε δεν μπορεί να μετακινηθεί στη θάλασσα ή στον αέρα, αφού προφανώς η
ένταση των ανέμων καθιστά επικίνδυνη κάθε τέτοια προσπάθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου