Alessandro Della Pietra
Τίτος
Πατρίκιος «Τέλος του καλοκαιριού» [II]
Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το
βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να
μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με
πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα
σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό
περίβλημα
μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την
αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταιη ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.
Ο Τίτος Πατρίκιος καταγράφει το επώδυνο
των συνθηκών που ακολουθούν τη μονομερή παρακμή του έρωτα, όταν η αγαπημένη
γυναίκα δεν επιθυμεί πια τη συνέχιση της μεταξύ τους σχέσης και απαιτεί την
απομάκρυνση εκείνου από τη ζωή της. Το ποιητικό υποκείμενο, που αισθάνεται
ακόμη έντονα τον έρωτά του για εκείνη, συμμορφώνεται στις απαιτήσεις της, μα
δεν παύει στιγμή να βιώνει τον πόνο της απόρριψης και την έλλειψη της παρουσίας
της.
Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το
βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να
μείνω;
Μη έχοντας πια το δικαίωμα να τη βλέπει
και να της μιλάει, μη έχοντας καν τη δυνατότητα να βρεθεί στα ίδια μέρη μ’
εκείνη, για ν’ αντλήσει έστω την παρηγοριά πως πριν λίγο στάθηκε κι εκείνη στο
ίδιο σημείο∙ μη έχοντας τη δυνατότητα να συσχετίζεται με τον οποιοδήποτε τρόπο
μαζί της, αναρωτιέται πόσο μεγαλύτερη στέρηση θα πρέπει να γνωρίσει και να
βιώσει μέχρι εκείνη να τον αναζητήσει εκ νέου∙ μέχρι εκείνη να πάψει να τον
κρατά μακριά της.
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με
πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα
σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό
περίβλημα
μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την
αλήθεια.
Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει μια
ιδιότυπη εσωτερική σύγκρουση, καθώς από τη μία επιδιώκει να απομυθοποιήσει την
αγαπημένη γυναίκα και την έλξη που ασκεί επάνω του, μα από την άλλη δεν θέλει
να της δημιουργήσει την αίσθηση πως είναι έτοιμος να ζήσει χωρίς εκείνη. Της
ζητά, λοιπόν, να μην τον πιστεύει, να μην τον πιστεύει σε τίποτα απ’ ό,τι της
λέει, μιας και γνωρίζει πως τα λόγια του δεν είναι τίποτε περισσότερο από
ατελείς προσπάθειες αποκαθήλωσης μιας έλξης που διατηρείται εντούτοις σταθερά
ισχυρή.
Κάθε στιγμή που βίωσαν μαζί ο ποιητής
τείνει να την αντιλαμβάνεται και να την ερμηνεύει με βάση τις δικές του
πεποιθήσεις και προσδοκίες, παραποιώντας υπό μία έννοια την πραγματικότητα,
αφού θέλησή του είναι να την προσαρμόσει στα δικά του έτοιμα σχήματα, που μόνο
στόχο έχουν να επαναβεβαιώνουν τις όποιες πλάνες του σε σχέση με τις προθέσεις
και τις επιθυμίες εκείνης. Στο ίδιο πλαίσιο, άλλωστε, εντάσσεται κι η τάση του
να ανασκευάζει το χαμόγελό της, καθιστώντας το μια μορφή επιβεβαίωσης και
συγκατάνευσης στις εσωτερικές του επιθυμίες. Οι κοινές τους εμπειρίες, μα κι οι
εκφράσεις του προσώπου της, διαβάζονται εκ νέου από τον ερωτευμένο ποιητή και
λαμβάνουν ένα νόημα διαφορετικό, ένα νόημα που συμφωνεί με την εναγώνια
επιθυμία μιας αμοιβαιότητας.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, επιχειρεί ν’
απελευθερωθεί από τα δεσμά του έρωτα, αποκαλώντας την ομορφιά ένα φθαρτό
περίβλημα, ένα προσωρινής αξίας προνόμιο που δεν μπορεί να επιβιώσει στο
πέρασμα του χρόνου. Ο ποιητής θέλει να κάμψει την ένταση της έλξης που
αισθάνεται για εκείνη, δοκιμάζοντας να εκλογικεύσει τα συναισθήματά του και να
τα ερμηνεύσει ως απλή αντίδραση απέναντι σ’ ένα εξωτερικό ερέθισμα -το κάλλος
της-, που δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να διαρκέσει. Μια προσπάθεια που, παρά το
γεγονός ότι βασίζεται σε μια αληθινή διαπίστωση, δεν μπορεί εντούτοις να ευοδωθεί,
καθώς ο έρωτας δεν τιθασεύεται με τη λογική, ούτε γεννιέται μόνο ως ανταπόκριση
στην ομορφιά ενός προσώπου.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταιη ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.
Ο ποιητής υποτάσσεται έτσι στην
απρόσμενη ανθεκτικότητα του ερωτικού συναισθήματος και αναγκάζεται να
παραμείνει υπό τα ακατάλυτα δεσμά του. Και παρόλο που γνωρίζει πως εκείνη δεν
έχει πια καμία πρόθεση να τον δεχτεί ξανά κοντά της, δεν μπορεί παρά να μένει
αγκιστρωμένος στη δική της μορφή και σκέψη. Ό,τι του απομένει τελικά είναι η
αναζήτηση παραμυθίας μέσα από την επώδυνη διατήρηση της ίδιας μάταιης ελπίδας -που
φροντίζει κάθε βράδυ να την αναθερμαίνει ξανά και ξανά- πως έστω κι αν δεν είναι
μαζί της, τουλάχιστον η ανάμνησή του θα επιβιώνει σε κάποια τυχαία της σκέψη. Είναι
τέτοια η ένταση του έρωτά του, που μη μπορώντας να απομακρυνθεί ψυχικά από
εκείνη και μη μπορώντας να αναζητήσει μια νέα ερωτική επαφή, αναγκάζεται ν’
αρκείται στον μηρυκασμό και στην αναβίωση παλαιότερων στιγμών, διατηρώντας
πάντοτε την ελπίδα πως κάποτε η παρουσία του κι οι κοινές τους εμπειρίες θα
περνούν κι από τη δική της σκέψη.
Ο έρωτας, που προσφέρει έντονη και
διαρκή ευδαιμονία όταν είναι αμοιβαίος, λειτουργεί ως πηγή αδιάκοπης οδύνης
όταν βιώνεται μονομερώς και δίχως ανταπόκριση, εφόσον καθηλώνει το άτομο σε μια
κατάσταση έμμονης προσήλωσης σ’ ένα πρόσωπο που παραμένει σταθερά απρόσιτο. Κι
είναι σ’ αυτή την κατάσταση που βρίσκεται αίφνης ο ποιητής, όταν η αγαπημένη
γυναίκα παύει ν’ ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του και διεκδικεί την
αποδέσμευσή της από την παρουσία του, έστω κι αν γνωρίζει πώς αισθάνεται για
εκείνη και πόσο έντονος είναι ακόμη ο έρωτάς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου