Joana Kruse
Θοδόσης
Πιερίδης «Κύπρος 1958»
«Ήταν οχτώ χρονώ.
Είχε δυο άταχτα πλεξουδάκια
κι αμέτρητα χρόνια ακόμα να ζήσει.
Σκορπίστηκαν όλα, ανακατώθηκαν όλα με
τις λάσπες του δρόμου.
Είπανε για μια σφαίρα αδέσποτη.
Γιατί τη λέξη δολοφονία δύσκολα την προφέρνουν
οι δολοφόνοι.
Δύσκολα παραδέχονται πως μαζευτήκανε
τόσοι άντρες σιδερόφρακτοι
για να σκοτώσουν ένα παιδάκι.»
[Το χρυσό μονοπάτι, 1961]
Σχόλιο
Το ποίημα φαίνεται ότι επικεντρώνεται
στην τραγική περίπτωση ενός κοριτσιού, της Ιωάννας Ζαχαριάδου από την
Αμμόχωστο, η οποία έπεσε θύμα της βίας των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων
στις 3 Οκτωβρίου 1958.
Το σύντομο αυτό ποίημα έχει, όπως
προκύπτει από τον περιορισμό των ιστορικών αναφορών μόνο στο πλαίσιο του τίτλου
(Κύπρος 1958), κύριο στόχο να αποτελέσει μια αντιπολεμική καταγγελία, κι όχι να
σταθεί στη συγκεκριμένη σύγκρουση ανάμεσα στους Βρετανούς και τους
Ελληνοκυπρίους. Ό,τι προέχει εδώ είναι το γεγονός της απώλειας ενός αθώου
παιδιού στο όνομα μιας ακόμη πολεμικής αναμέτρησης, χωρίς να έχει πρωτεύουσα
σημασία το ποια ήταν η αναμέτρηση αυτή και σε τι αποσκοπούσε.
Σαφής, άλλωστε, είναι η πρόθεση του
δημιουργού να επιτρέψει στο ίδιο το γεγονός να φανερώσει με την τραγικότητά του
το επώδυνο των πολεμικών συγκρούσεων, χωρίς να καταφύγει στη χρήση πλήθους
εκφραστικών ή άλλων συγκινησιακών μέσων. Η έκφραση παραμένει λιτή και το ποίημα
σκοπίμως σύντομο και επιγραμματικό.
«Ήταν οχτώ χρονώ.
Είχε δυο άταχτα πλεξουδάκια
κι αμέτρητα χρόνια ακόμα να ζήσει.»
Με του τρεις πρώτους στίχους ο ποιητής
παρουσιάζει συνοπτικά το κεντρικό πρόσωπο της οδυνηρής αυτής ιστορίας∙ ένα
οχτάχρονο χαριτωμένο κοριτσάκι, που είχε ακόμη «αμέτρητα» χρόνια να ζήσει,
πλήθος εμπειριών να βιώσει και άπλετη αγάπη να προσφέρει στους οικείους της.
Ένα μικρό κορίτσι, που με τις άταχτες πλεξούδες των μαλλιών της προσέφερε και
αποτελούσε μια χαρακτηριστική εικόνα της αθώας αυτής ηλικίας∙ ένα μικρό κορίτσι
που δεν είχε απολύτως καμία ευθύνη για όσα διαδραματίζονταν γύρω της στον κόσμο
των ενηλίκων∙ ένα μικρό κορίτσι που δεν απειλούσε με την παρουσία της κανέναν,
και ιδίως μια ιμπεριαλιστική δύναμη, όπως ήταν αυτή των Βρετανών.
«Σκορπίστηκαν όλα, ανακατώθηκαν όλα με
τις λάσπες του δρόμου.»
Μ’ έναν μόλις στίχο ο Πιερίδης αποδίδει
σπαρακτικά τη δραματική στιγμή της δολοφονίας. Εντελώς απροσδόκητα, όλα όσα
συνιστούσαν την ύπαρξη του οχτάχρονου κοριτσιού σκορπίστηκαν κι ανακατώθηκαν με
τις λάσπες του δρόμου. Τα άταχτα πλεξουδάκια της, τα ελάχιστα χρόνια της, η
ίδια της η ζωή, βρέθηκαν όλα πεσμένα στο δρόμο, ανακατωμένα με τις λάσπες.
«Είπανε για μια σφαίρα αδέσποτη.
Γιατί τη λέξη δολοφονία δύσκολα την
προφέρνουν οι δολοφόνοι.»
Η δικαιολογία που δόθηκε από τους
άνανδρους δολοφόνους του μικρού κοριτσιού ήταν πως επρόκειτο για μια αδέσποτη
σφαίρα∙ για μια σφαίρα που δεν είχε στόχο το αθώο αυτό παιδάκι. Ωστόσο, όπως με
καυστική ειρωνεία επισημαίνει ο ποιητής, ήταν αναμενόμενο πως οι δολοφόνοι του
παιδιού θα έβρισκαν κάποιο τρόπο για να δικαιολογήσουν ό,τι συνέβη, αφού στην πραγματικότητα
τους είναι δύσκολο να προφέρουν τη λέξη δολοφονία∙ τους είναι δύσκολο να πουν
με το όνομά του αυτό που κάνουν.
«Δύσκολα παραδέχονται πως μαζευτήκανε
τόσοι άντρες σιδερόφρακτοι
για να σκοτώσουν ένα παιδάκι.»
Πολύ δύσκολα θα παραδέχονταν πως
χρειάστηκε να μαζευτούν τόσοι πάνοπλοι άνδρες, μόνο και μόνο για να σκοτώσουν
ένα ανυπεράσπιστο παιδάκι. Πολύ δύσκολα θα παραδέχονταν πως έστρεψαν τα όπλα
τους πάνω σ’ ένα αθώο παιδάκι, που δεν θα μπορούσε ποτέ να τους βλάψει, μόνο
και μόνο για να ποτίσουν με πόνο τις ψυχές των δικών του, και να τους δείξουν
έτσι πως κάνουν λάθος να τα βάζουν με μια ανελέητη στρατιωτική δύναμη. Πάνοπλοι
στρατιώτες∙ σιδερόφρακτοι άντρες που μη μπορώντας να χτυπήσουν εκείνους που
θέλουν, επιλέγουν τελικά να σκοτώσουν ένα παιδάκι για να στείλουν, ίσως, ένα
μήνυμα εκφοβισμού.
Ακόμη, βέβαια, κι αν επρόκειτο πράγματι
για μια στιγμή ατυχίας -για μια αδέσποτη σφαίρα- το μήνυμα του ποιήματος είναι
σαφές και αντλείται από το πολλαπλά επώδυνο αυτής της απώλειας∙ κάθε πολεμική
αναμέτρηση, είτε παρακινείται από την επιθυμία μιας ισχυρής δύναμης να
διατηρήσει την κυριαρχία της, είτε αποτελεί την κραυγή μιας υπόδουλης εθνότητας
που επιζητά την απελευθέρωσή της, έχει ως θύματα αθώες ψυχές. Κάθε πόλεμος,
όποια κι αν είναι τα κίνητρά του, σκορπίζει παντού το θάνατο και τη δυστυχία,
καθιστώντας σχεδόν ανούσια τα «κέρδη» του, όποια πλευρά κι αν υπερισχύσει.
Αν θελήσουμε, εντούτοις, να
αναγνωρίσουμε το δίκαιο χαρακτήρα που έχει ένας αγώνας που αποσκοπεί στην
απελευθέρωση ενός έθνους από τα δεσμά μιας ξένης δύναμης κατοχής, θα πρέπει να
αποδώσουμε την ευθύνη για κάθε θάνατο αθώου ανθρώπου στην πλευρά των ισχυρών,
διότι είναι η δική τους επιμονή να παραβιάζουν τις αρχές του δικαίου που εξωθεί
τους υπόδουλους ή τους αδικούμενους ανθρώπους να καταφύγουν σε μια τόσο ακραία
μορφή αντίδρασης, όπως είναι η ένοπλη σύγκρουση.
[Στις 16 Αυγούστου 1960 η Μεγάλη
Βρετανία παραχώρησε στην Κύπρο την Ανεξαρτησία της.]
Εθνικοαπελευθερωτικός
αγώνας 1955-1959
Εθνική
Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ)
Ο Γρίβας, πρώην αρχηγός της
αντικομουνιστικής οργάνωσης «Χ» στη δεκαετία του 1940, είχε συλλάβει από νωρίς
την ιδέα της ένοπλης δράσης∙ στις αρχές της δεκαετίας του 1950, παρουσίασε τις
απόψεις του στον Μακάριο, ο οποίος αρχικά ήταν αρνητικός. Ακολούθησε, το 1952
σειρά συναντήσεων, στις οποίες συμμετείχαν, εκτός από τον Μακάριο και τον
Γρίβα, ο κυπριακής καταγωγής δημοσιογράφος Αχιλλέας Κύρου, και οι δικηγόροι
Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, καθώς και Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι πνευματικοί
άνθρωποι και στρατιωτικοί. Σύνδεσμος με την ίδια τη Μεγαλόνησο ήταν ο Ανδρέας
Αζίνας. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών ο
Αρχιεπίσκοπος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένοπλη δράση θα μπορούσε να
μετακινήσει τους Βρετανούς από την απόλυτα αρνητική θέση τους∙ έδωσε τελικά τη
συγκατάθεσή του, το 1954, με την προϋπόθεση ότι οι επιθέσεις θα κατευθύνονταν
κατά των βρετανικών εγκαταστάσεων και ότι θα καταβαλλόταν κάθε προσπάθεια να
μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα. Ο Γρίβας μετακινήθηκε αρχικά στη Ρόδο και
κατόπιν έφτασε στην Κύπρο, όπου και οργάνωσε την ΕΟΚΑ (το έδαφος είχε στο
μεταξύ προετοιμάσει και με μια επίσκεψή του στην Κύπρο τα προηγούμενα χρόνια).
Η σύλληψη από τους Βρετανούς, τον Ιανουάριο 1955, του ελλαδικού καϊκιού «Άγιος Γεώργιος»
που μετέφερε πολεμοφόδια στο νησί δεν άρκεσε για να εμποδίσει την εμφάνιση της
οργάνωσης.
Η στάση της κυβέρνησης Παπάγου απέναντι
στην ΕΟΚΑ έχει αποτελέσει αντικείμενο μακρών συζητήσεων. Οι Βρετανοί και οι
Τούρκοι θεωρούσαν δεδομένη τη συνεργασία μεταξύ της ΕΟΚΑ και της ελληνικής
κυβέρνησης. Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ο ίδιος ο Παπάγος φαίνεται
να ήταν ενήμερος για τα σχέδια του Γρίβα και αρχικά του είχε υποδείξει να μην
προχωρήσει∙ μάλιστα φέρεται να είχε διατάξει τη σύλληψή του όσο βρισκόταν στη
Ρόδο, αλλά η διαταγή έφτασε πολύ αργά, όταν ο Γρίβας είχε ήδη αναχωρήσει για
την Κύπρο. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία (κυρίως τα απομνημονεύματα του
Γρίβα), μόνο μετά την απόρριψη της ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ, αποδέχτηκε ο
Παπάγος το ενδεχόμενο της ένοπλης δράσης. Είναι όμως σίγουρο ότι Ελλαδίτες
ιθύνοντες, ακόμη και άνθρωποι κοντά στον Παπάγο, βοηθούσαν στο πρώτο αυτό
στάδιο την ΕΟΚΑ -στοιχείο που παραπέμπει σε μια εικόνα ασαφή και ελάχιστα
ενδεικτική σωστής οργάνωσης από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Σε κάθε
περίπτωση, ο Γρίβας δεν λάμβανε εντολές από την ελληνική κυβέρνηση: η ΕΟΚΑ
οργανώθηκε και στελεχώθηκε με την προσωπική φροντίδα του ίδιου του αρχηγού της.
Οι σχέσεις μεταξύ του Γρίβα και του
Αρχιεπισκόπου ήταν πολύπλοκες. Ο Μακάριος ήταν ο ηγέτης του αγώνα για την
Ένωση, ο Γρίβας ο αρχηγός της ένοπλης οργάνωσης, ενώ οι μαχητές της ΕΟΚΑ
στρατολογούνταν κατ’ εξοχήν από οργανώσεις της Εθναρχίας και κυρίως τις
οργανώσεις νεολαίας. Οπωσδήποτε, υπήρχε μεταξύ τους επικοινωνία και ο αρχηγός
της ΕΟΚΑ, παρά τις τεράστιες ικανότητές του στην οργάνωση και διεύθυνση του
ένοπλου αγώνα, λίγα θα είχε καταφέρει αν δεν διέθετε την υποστήριξη του
Μακαρίου. Ωστόσο, οι δύο ηγέτες δεν εξέφραζαν πάντα ταυτόσημες απόψεις: ο
Μακάριος ζητούσε περιορισμένη στρατιωτική δράση και μεγαλύτερη έμφαση στην
πολιτική κινητοποίηση, ενώ οι προτεραιότητες του Γρίβα ήταν αντίστροφες. Σε
κάθε περίπτωση, δεν ήταν ακριβές (όπως ισχυρίστηκαν οι Βρετανοί) ότι ο Μακάριος
ήταν ο αληθινός ηγέτης της ΕΟΚΑ, ούτε ότι έλεγχε τις πράξεις του Γρίβα, ο
οποίος είχε πάντα καλύτερες σχέσεις με τον κύριο εκπρόσωπο των αδιάλλακτων
ενωτικών, τον Μητροπολίτη Κυρηνείας.
Η ένοπλη εξέγερση επέδρασε καταλυτικά
στο Κυπριακό. Οι Βρετανοί χαρακτήρισαν την ΕΟΚΑ ως οργάνωση «τρομοκρατική» και
φάνηκαν αποφασισμένοι να την καταστρέψουν. Σχεδόν αμέσως, άρχισε να εκδηλώνεται
αγγλοτουρκική συνεργασία στο ίδιο το νησί, καθώς τις ανησυχίες της εξέφρασε η
τουρκική κυβέρνηση, ενώ η αποικιακή διοίκηση συγκρότησε νέα σώματα «επικουρικής
αστυνομίας» από Τουρκοκυπρίους (που αποδείχτηκαν ιδιαίτερα πρόθυμοι στις
κατασταλτικές επιχειρήσεις σε βάρος της ΕΟΚΑ και του ελληνοκυπριακού
πληθυσμού). Έτσι, η βρετανική διοίκηση θα δώσει στη σύγκρουσή της με την ΕΟΚΑ
και μία ακόμη διάσταση, αυτήν της σύγκρουσης μεταξύ της ελληνοκυπριακής
οργάνωσης και της -απαρτιζόμενης κυρίως από Τουρκοκύπριους- επικουρικής
αστυνομίας, με προφανώς δυσμενείς συνέπειες για τις σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων
και Τουρκοκυπρίων. Σύντομα εμφανίστηκε και αντίστοιχη τουρκοκυπριακή οργάνωση
(«Βολκάν»), που αργότερα, το 1957, μετονομάστηκε σε ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση
Αντίστασης). Η ΤΜΤ οργανώθηκε και ανέλαβε δράση υπό την καθοδήγηση αξιωματικών
του τουρκικού στρατού. Πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση της ΤΜΤ με τις τουρκικές
ένοπλες δυνάμεις ήταν, σύμφωνα με τις διαθέσιμες ενδείξεις, άμεση, σε αντίθεση
με την ΕΟΚΑ, η οποία οργανώθηκε από απόστρατο αξιωματικό του ελληνικού στρατού
και δεν αποτέλεσε ποτέ όργανο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Παρά την επιμονή των Βρετανών ότι η
ΕΟΚΑ ασκούσε «τρομοκρατία» (επιμονή που σχετιζόταν και με τις ανάγκες της
βρετανικής προπαγάνδας), η μορφή της δράσης της (τμήματα δολιοφθορών, ένοπλα
τμήματα στα βουνά, μικρές ένοπλες ομάδες στις πόλεις, πολιτική δράση από το
πολιτικό της σκέλος, την ΠΕΚΑ, κινητοποιήσεις από την οργάνωση νεολαίας, την
ΑΝΕ) υπαγορευόταν από την ίδια τη φύση του κυπριακού γεωγραφικού χώρου: δεν θα
μπορούσε βέβαια σε μια τόσο περιορισμένη έκταση να αναλάβει ο Γρίβας τακτικές
στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ούτε ήταν στόχος της ΕΟΚΑ να νικήσει στρατιωτικά
τους Βρετανούς και να τους εκδιώξει από την Κύπρο, αλλά να καταδείξει διεθνώς
τη βούληση των Κυπρίων για ελευθερία και να δημιουργήσει έτσι τις προϋποθέσεις
για την πολιτική επίλυση του ζητήματος.
Ο αριθμός των βρετανικών δυνάμεων που
αντιμετώπιζαν την ΕΟΚΑ δεν έμενε σταθερός. Κυμάνθηκε από 12.000 άνδρες το
φθινόπωρο του 1955, έως πάνω από 34.000 ένα χρόνο αργότερα (όταν βρίσκονταν
συγκεντρωμένες στο νησί πολλές επιπρόσθετες δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος στην
αγγλογαλλική εισβολή στην Αίγυπτο). Αργότερα, κατά το σχετικά «ήσυχο» 1957
(όταν η ΕΟΚΑ είχε κηρύξει ανακωχή) ο αριθμός μειώθηκε αισθητά. Στα τέλη του
1958, εποχή κατά την οποία σημειώθηκε νέα κορύφωση της σύγκρουσης, φαίνεται ότι
υπήρχαν στη Μεγαλόνησο περίπου 30.000 Βρετανοί στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί
πάντως δείχνουν ότι τεράστιες βρετανικές δυνάμεις, που συνεπικουρούνταν από την
επικουρική αστυνομία και διέθεταν σοβαρά στρατιωτικά μέσα, αδυνατούσαν να
εξαρθρώσουν την ΕΟΚΑ. Η Κύπρος του 1955-1959 αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες
περιπτώσεις στις οποίες οι Βρετανοί απέτυχαν να νικήσουν σε έναν αποικιακό
πόλεμο.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος
ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου