Chris Rivera
Λυσίας
«Υπέρ Μαντιθέου» Ερμηνευτικές ερωτήσεις [Διήγηση – Πίστη 7-8]
1. Γιατί
οι κατάλογοι των φυλάρχων αποτελούν, κατά τον Μαντίθεο, πιο αξιόπιστες πηγές σε
σχέση με τα σανίδια;
Οι φύλαρχοι φρόντιζαν να συντάσσουν με
μεγάλη υπευθυνότητα και προσοχή τους σχετικούς καταλόγους, διότι σε περίπτωση
που δεν κατέγραφαν τα ονόματα όλων όσων είχαν υπηρετήσει στο ιππικό θα
τιμωρούνταν κατ’ ανάγκη οι ίδιοι και θα πλήρωναν τα ποσά που αναλογούσαν σ’
εκείνους που παρέλειψαν. Οι κατάλογοι των φυλάρχων ήταν, επομένως, εύλογα πιο
αξιόπιστες πηγές, ιδίως, μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη πως οι πινακίδες -τα
λευκώματα- ήταν εκτεθειμένες κι ήταν εύκολο σε όποιον ήθελε να σβήσει το όνομά
του από αυτές.
2. ὥστε μηδὲν δι’ ἄλλο…ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι: Να σχολιάσετε, με βάση το χωρίο, το ήθος των κατηγόρων, όπως το
παρουσιάζει ο Μαντίθεος.
Ο Μαντίθεος, έχοντας καταστήσει σαφές
πως δεν θεωρεί ότι η κατηγορία που έχει διατυπωθεί εις βάρος του είναι ουσιώδης,
καθώς ακόμη κι αν είχε υπηρετήσει στο ιππικό αυτό δεν θα αποτελούσε ικανή αιτία
για να μην εγκριθεί η εκλογή του, τονίζει πως ο μόνος λόγος για τον οποίο
προχωρά σ’ αυτή την απολογία είναι γιατί κάποιοι τόλμησαν να πουν ψέματα εις
βάρος του. Πρόκειται, μάλιστα, για ψέματα που είναι πασιφανή σε όλους κι αυτό
φανερώνει ακόμη περισσότερο τη μοχθηρότητα των κατηγόρων του, οι οποίοι μόνο
και μόνο για να διαβάλουν έναν αθώο συμπολίτη τους και να του δημιουργήσουν
προβλήματα κατέφυγαν σε μια ανυπόστατη κατηγορία, χωρίς να τους απασχολεί καν
το γεγονός ότι δεν είχαν αποδείξεις για να τη στηρίξουν. Ενώ, η όλη τους στάση
αναδεικνύεται ακόμη πιο δόλια και κακόβουλη, από το εύλογο δεδομένο πως πολλοί
άλλοι που είχαν υπηρετήσει ως ιππείς την εποχή των Τριάκοντα εκλέχτηκαν στη
συνέχεια βουλευτές ή κατέλαβαν άλλα ανώτερα αξιώματα, στοιχείο που υποδηλώνει
πως η πρόθεσή τους ήταν εξαρχής η δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων εις βάρος του
Μαντιθέου, έστω κι αν δεν θα κατόρθωναν να εμποδίσουν την εκλογή του στο
βουλευτικό αξίωμα.
Οι κατήγοροι, λοιπόν, αφού δεν είχαν
τίποτε να προσάψουν στον Μαντίθεο και αφού δεν μπορούσαν με κανέναν άλλο τρόπο
να τον βλάψουν, αφού ο ίδιος είναι άνθρωπος άμεμπτου ήθους, επέλεξαν να
βασιστούν σε μια ανούσια ένδειξη ενοχής, με μοναδικό απώτερο στόχο να σπιλώσουν
το όνομά του.
3. Ο
Μαντίθεος καταφεύγει σε έναν υποθετικό συλλογισμό: εἴπερ ἵππευσα... δοκιμάζεσθαι. Ποιο είναι το περιεχόμενο του συλλογισμού και τι επιδιώκει με αυτόν;
Ο Μαντίθεος, στο πλαίσιο αυτού του
υποθετικού συλλογισμού, τονίζει πως ακόμη κι αν είχε όντως υπηρετήσει στο
ιππικό δεν θα το αρνιόταν σαν να είχε κάνει κάτι το φοβερό, αλλά θα είχε την
αξίωση να εγκριθεί η εκλογή του, με τον όρο ότι θα κατόρθωνε να αποδείξει ότι
κανένας από τους συμπολίτες του δεν είχε πάθει κάποιο κακό από εκείνον.
Με το συλλογισμό αυτό ο Μαντίθεος
επιχειρεί να φανερώσει πως η κατηγορία που έχει διατυπωθεί εις βάρος του, ακόμη
κι αν ήταν αληθινή, δεν αποτελεί ικανό λόγο για να μην εγκρίνουν οι βουλευτές
την εκλογή του, εφόσον το να έχει υπηρετήσει κάποιος στο ιππικό την περίοδο της
τυραννίας των Τριάκοντα δεν συνιστούσε από μόνο του πραγματικά επιβαρυντικό
γεγονός. Εκείνο που είχε ουσιαστική σημασία είναι το αν με τις πράξεις του
έβλαψε τους συμπολίτες του ή όχι. Αν, λοιπόν, ο Μαντίθεος αποδείξει πως δεν
υπάρχει κανένας που να έχει κάποιο παράπονο για τη στάση και το ήθος του και
πως κανένας δεν έχει βλαφτεί από αυτόν, τότε είτε υπηρέτησε ως ιππέας είτε όχι,
δεν υπάρχει επί της ουσίας κανένα κώλυμα για την εκλογή του στο βουλευτικό
αξίωμα. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως στο παρελθόν έχει ήδη εγκριθεί η εκλογή
ανθρώπων που αποδεδειγμένα υπηρέτησαν ως ιππείς.
4. Ποιο
βασικό αποδεικτικό στοιχείο της αθωότητάς του εκθέτει ο Μαντίθεος στο κείμενο
και με ποια επιχειρήματα το τεκμηριώνει;
Ο Μαντίθεος επικαλείται ως κύριο
στοιχείο της αθωότητάς του το γεγονός ότι το όνομά του δεν είναι καταγεγραμμένο
στους επίσημους καταλόγους που συνέτασσαν οι φύλαρχοι με τα ονόματα όσων
υπηρέτησαν ως ιππείς, στοιχείο που ενισχύεται από το ότι δεν υπάρχει καμία
απόδειξη πως ο ίδιος παραδόθηκε στους συνηγόρους του δημοσίου, για να
επιστρέψει το σχετικό επίδομα, μα κι από το ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως
κατέβαλε τελικά στο δημόσιο χρήματα που να αναλογούν στο επίδομα.
Φροντίζει, μάλιστα, να ισχυροποιήσει
την αξία αυτού του στοιχείου υπονομεύοντας ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία των
πινακίδων σε σύγκριση με την αξιοπιστία που είχαν οι κατάλογοι των φυλάρχων.
Τονίζει, έτσι, πως αφενός οι πινακίδες ήταν εκτεθειμένες και μπορούσε ο καθένας
να αφαιρέσει το όνομά του από αυτές, αν το ήθελε, και πως αφετέρου οι επίσημοι
κατάλογοι είχαν συνταχθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή, διότι σε περίπτωση
παράλειψης κάποιου ονόματος, οι φύλαρχοι ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν οι
ίδιοι τα αναλογούντα ποσά.
Επιπλέον, ο Μαντίθεος προχωρά ένα βήμα
πιο πέρα την απολογία του μ’ έναν ευφυή υποθετικό συλλογισμό, στο πλαίσιο του
οποίου επισημαίνει πως ακόμη κι αν είχε όντως υπηρετήσει ως ιππέας, δεν θα είχε
κανένα λόγο να το αρνείται, αφού κάτι τέτοιο δεν αποτελεί καταδικαστικό
στοιχείο. Δεν είναι, άλλωστε, λίγοι εκείνοι που ενώ είχαν αποδεδειγμένα
υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα είναι τώρα βουλευτές ή έχουν εκλεγεί
ακόμη και στα ανώτερα αξιώματα της πόλης, όπως είναι αυτά του στρατηγού ή του
αρχηγού του ιππικού. Επομένως, καταλήγει ο Μαντίθεος, το ζητούμενο δεν είναι το
αν υπηρέτησε ως ιππέας ή όχι, αλλά το αν έχει βλάψει κάποιον από τους
συμπολίτες του∙ κι αυτό είναι κάτι που μπορεί πέρα από κάθε αμφιβολία να
αποδείξει πως δεν ισχύει, εφόσον σ’ όλη του τη ζωή φέρθηκε με απόλυτο σεβασμό
απέναντι στους συνανθρώπους του, είτε επρόκειτο για τα μέλη της οικογένειάς του
είτε για τους συμπολίτες του.
5. Να
περιγράψετε τα ρητορικά ήθη (του ρήτορα, των κατηγόρων και των βουλευτών) όπως
διαγράφονται στο κείμενο.
Το
ήθος του Μαντιθέου: Ο
Μαντίθεος κατορθώνει με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα να παρουσιάσει τον εαυτό
του ως το αθώο θύμα κακόβουλων ανθρώπων, οι οποίοι χωρίς να διστάσουν
κατασκεύασαν μια ανυπόστατη κατηγορία εις βάρος του. Φροντίζει, μάλιστα, να
επισημάνει πως ό,τι είναι πιο σημαντικό για εκείνον δεν είναι το να αποδειχθεί
αν υπηρέτησε ή όχι ως ιππέας, αφού κάτι τέτοιο δεν αποτελεί από μόνο του
επιβαρυντικό στοιχείο, αλλά το να διερευνηθεί αν με τις πράξεις του έβλαψε ή
όχι κάποιον από τους συμπολίτες του. Με ευφυή τρόπο, λοιπόν, καθιστά την
κατηγορία εις βάρος του εντελώς ανούσια και δείχνει πως είναι έτοιμος να δεχθεί
ενδελεχή έλεγχο των πεπραγμένων του, καθώς δεν έχει απολύτως τίποτε να κρύψει.
Ο Μαντίθεος αναδεικνύει κατ’ αυτό τον
τρόπο πως έχει αδικηθεί από ανήθικους ανθρώπους, οι οποίοι θέλοντας να τον
βλάψουν με όποιον πιθανό τρόπο κατέφυγαν σε μία κατηγορία που δεν έχει
βαρύτητα, αφού πολλοί άλλη που υπηρέτησαν ως ιππείς κατά τη διάρκεια της
τυραννίας των Τριάκοντα είναι τώρα μεταξύ των βουλευτών.
Το
ήθος των βουλευτών: Ο
Μαντίθεος επισημαίνοντας πως κάποιοι από τους βουλευτές είχαν αποδεδειγμένα
υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα, επιχειρεί αφενός να τους υπενθυμίσει
πως έχουν περάσει κι οι ίδιοι με επιτυχία ανάλογη με αυτόν δοκιμασία, κι
αφετέρου να επαινέσει την αμερόληπτη στάση του βουλευτικού σώματος, εφόσον δεν
επιτρέπουν σ’ ένα τέτοιο γεγονός να τους οδηγήσει αυτομάτως σε καταδικαστική
απόφαση, αν το άτομο το οποίο κρίνεται έχει ως προς όλα τ’ άλλα διάγει έναν
έντιμο και ηθικό βίο. Οι βουλευτές, επομένως, ακόμη κι αν γνωρίζουν για κάποιον
πως έτυχε να του έχουν ανατεθεί καθήκοντα ιππέα επί των Τριάκοντα, δεν το
εκλαμβάνουν αυτό από μόνο του ως καταδικαστικό στοιχείο∙ προχωρούν, με
αντικειμενικότητα, στον πλήρη έλεγχο της ζωής του ατόμου, ώστε να διαπιστώσουν
αν υπήρχε ενεργή συμμετοχή στις αδικίες που διέπραξαν οι Τύραννοι ή όχι.
Το
ήθος των κατηγόρων: Μέσα
από το συγκεκριμένο σημείο της απολογίας αναδεικνύεται ακόμη πιο έντονα η
ανηθικότητα και η μοχθηρία των κατηγόρων, εφόσον προκύπτει πως κατηγορούν τον
Μαντίθεο για κάτι που ακόμη κι αν είναι αληθές, δεν αποτελεί πραγματικό κώλυμα
για την εκλογή του. Ενώ, δηλαδή, γνωρίζουν πως το να έχει υπηρετήσει κάποιος ως
ιππέας επί των Τριάκοντα δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την ανάδειξη
αυτού του ατόμου στα αξιώματα της πόλης, προχωρούν, ούτως ή άλλως, στη
διατύπωση της κατηγορίας, αποσκοπώντας προφανώς στη δημιουργία αρνητικών και
μόνο εντυπώσεων εις βάρος του. Οι κατήγοροι δεν ενδιαφέρονται, άρα, να
προφυλάξουν την πόλη τους από την εκλογή ενός ανήθικου ανθρώπου, αφού αυτό δεν
ισχύει για τον Μαντίθεο, αλλά επιδιώκουν με κάθε τρόπο να σπιλώσουν το όνομά
του, παρασυρμένοι πιθανώς από τον φθόνο τους για εκείνον.
6. Γιατί
ο Μαντίθεος υποστηρίζει ότι και αν ακόμη είχε υπηρετήσει ως ιππέας επί των
Τριάκοντα δεν θα το αρνιόταν;
Ο Μαντίθεος βασιζόμενος στην προφανή
διαπίστωση πως αρκετοί από αυτούς που διετέλεσαν ιππείς επί των Τριάκοντα είναι
τώρα μέλη της βουλής ή έχουν εκλεγεί στρατηγοί και αρχηγοί του ιππικού, θεωρεί
πως η κατηγορία αυτή καθ’ αυτή δεν αποτελεί ουσιαστικό κώλυμα για την εκλογή
του, οπότε δεν θα είχε κανένα λόγο να την αρνηθεί, αν ήταν αληθινή. Ο λόγος για
τον οποίο την αρνείται, επομένως, είναι ακριβώς διότι είναι ψευδής, και όχι
διότι θεωρεί πως αποτελεί εμπόδιο για την ανάδειξή του στο βουλευτικό αξίωμα.
Όπως, άλλωστε, επισημαίνει στην απολογία του, το μόνο που έχει πραγματική
σημασία είναι το αν με τις πράξεις του έχει βλάψει κάποιον από τους συμπολίτες
του ή όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου