Diego Rivera
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και
αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε: α) στις πρώτες
βιομηχανικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες του ελληνικού κράτους από την
ανεξαρτησία του ως και το 1870 και στους παράγοντες που τις επηρέασαν, και β) στην
πορεία της ελληνικής βιομηχανίας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου
αιώνα, εξηγώντας αντιστοίχως τους λόγους που την καθόρισαν.
Κείμενο Α
Η πορεία της ελληνικής κοινωνίας κατά
τη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν επέτρεψε να δημιουργηθούν
εκείνες οι διεργασίες που θα οδηγούσαν τη χώρα σ’ ένα στάδιο ανάπτυξης ανάλογο
προς εκείνο των εκβιομηχανισμένων καπιταλιστικών χωρών της Δ. Ευρώπης. […]
Μέχρι το 1880 δεν είχε γίνει καμία σχεδόν προσπάθεια για την ανάπτυξη του
δευτερογενούς τομέα βιομηχανίας. Οι Έλληνες αστοί απέφευγαν τις επενδύσεις στον
παραγωγικό τομέα της βιομηχανίας. Αρκέστηκαν στη χρηματοδότηση του εισαγωγικού
και εξαγωγικού εμπορίου και σε άλλες κερδοσκοπικές και χρηματιστικές
επιχειρήσεις (τοκογλυφία, μεταλλεία κ.ά.) που εξασφάλιζαν εύκολο και γρήγορο
κέρδος.
[Β. Σκουλάτος – Ν. Δημόπουλος – Σ.
Κόνδης, Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, τεύχος Γ΄, σελ. 74.]
Κείμενο Β
Μεταξύ 1875 και 1889 παρατηρείται μια
αύξηση από 95 σε 145 εργοστάσια. Αλλά από τις 50 νέες μονάδες, οι 44 ήταν
αλευρόμυλοι και οι 4 ελαιοτριβεία. Επιπλέον, οι περισσότερες εξυπηρετούσαν τη
σιτοπαραγωγή της Θεσσαλίας και της Άρτας και πολλές «προσαρτήθηκαν» στην
Ελλάδα, μαζί με τις επαρχίες αυτές το 1881. Επομένως, η αύξηση δε δείχνει
εκβιομηχάνιση: απλώς αντικατοπτρίζει την εδαφική επέκταση της χώρας και την
αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού.
[Γ. Δερτιλής, Κοινωνικός
μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση, σελ. 89.]
Κείμενο Γ
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της βιομηχανίας το
1880 δεν ήταν υψηλοί και δεν παρατηρείται ουσιαστική συγκέντρωση κεφαλαίων στη
βιομηχανία. Η καθυστέρηση της βιομηχανίας ήταν αλληλένδετη με τη συγκέντρωση σε
παραγωγικούς τομείς που δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια κέρδους και η έλλειψη
κρατικών κινήτρων έστρεφε το περιορισμένο επενδυτικό κεφάλαιο σε πιο
αποδοτικούς τομείς. Αξιοποιήθηκαν κυρίως εγχώρια κεφάλαια. Το παροικιακό
κεφάλαιο δεν εμφανίζεται στις εκκολαπτόμενες βιομηχανικές επιχειρήσεις κατά το
τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα και δε λειτούργησε σαν άξονας
ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά προσανατολίστηκε σε αντιπαραγωγικές
δραστηριότητες. Έτσι αποστέρησε την ελληνική βιομηχανία από την πρώτη της
αντικειμενική δυνατότητα να οδηγήσει την οικονομία της χώρας σε κάποια
«απογείωση».
Στο τέλος του 19ου αιώνα,
με την εξυγίανση του νομισματικού συστήματος και την υποτίμηση της δραχμής,
ήρθε η ανάκαμψη της βιομηχανίας. Η ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγικής βάσης
διαμόρφωσε νέα οικονομικά κέντρα. Η Αθήνα, ο Πειραιάς, η περιοχή της Βοιωτίας
είναι οι καινούριοι οικονομικοί άξονες με εμφανή πληθυσμιακή αύξηση. Οι
σύγχρονες βιομηχανίες της εποχής χαρακτηρίζονται από μονάδες μεγάλου μεγέθους
και έντασης κεφαλαίου. Τα ορυχεία, οι σιδηρόδρομοι και τα ατμόπλοια
εξυπηρετούνταν από τα μηχανουργεία του Πειραιά, της Σύρου και του Βόλου.
Εμφανίστηκαν εργοστάσια ηλεκτρισμού, τσιμεντοβιομηχανίες και εργοστάσιο
λιπασμάτων. Η πραγματική όμως άνθηση της ελληνικής βιομηχανίας δημιουργήθηκε
μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
[www.archive.gr, «Η ελληνική οικονομία
μετά την Επανάσταση».]
α) Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας
στον ελληνικό χώρο κατά το 19ο αιώνα, παρουσίασε ελάχιστα κοινά σημεία με όσα
συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, τα οποία συνοπτικά
ονομάστηκαν Βιομηχανική Επανάσταση. Στο μικρό ελληνικό κράτος η ανάπτυξη της
βιομηχανίας ήταν διαρκώς παρούσα στις συζητήσεις, στις οικονομικές και
πολιτικές αναλύσεις, συνήθως όμως ως σχέδιο ή πρόθεση, σπάνια ως εφαρμογή. Η
ακτινοβολία των επιτευγμάτων των ευρωπαϊκών κρατών έφερνε διαρκώς στο προσκήνιο
το ζήτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης, η απουσία όμως των απαραίτητων για την
ανάπτυξη της βιομηχανίας προϋποθέσεων οδηγούσε τις προθέσεις σε αδιέξοδο. Το
γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Α, όπου τονίζεται πως η ακολουθούμενη
από την ελληνική κοινωνία πορεία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν
επέτρεψε τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών προκειμένου να καταστεί εφικτή η
επίτευξη ενός επιπέδου ανάπτυξης αντίστοιχου εκείνου των καπιταλιστικών κρατών της
Δυτικής Ευρώπης που είχαν ήδη εκβιομηχανιστεί.
Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιομηχανικές,
άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό, ευκαιριακό
ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών, οι
οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για
εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρομύλων, των ελαιοτριβείων, των βυρσοδεψείων και
των κλωστηρίων. Οι μονάδες όμως αυτές δεν αποτέλεσαν την αφετηρία για τη
δημιουργία πιο σύνθετων βιομηχανικών συγκροτημάτων αλλά, στις περισσότερες
περιπτώσεις, παρέμειναν στάσιμες και περιορισμένες ως προς τα οικονομικά τους
μεγέθη. Ο δισταγμός αυτός οφειλόταν ίσως στη μικρή έκταση της εγχώριας αγοράς,
στην πίεση των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και στην έλλειψη πολυάριθμου,
ειδικευμένου και φθηνού εργατικού δυναμικού. Όπως χαρακτηριστικά
επισημαίνεται στο Κείμενο Α η απουσία ανάπτυξης στον δευτερογενή τομέα
της βιομηχανίας οφειλόταν στην απροθυμία των Ελλήνων αστών να επενδύσουν στους
παραγωγικούς τομείς. Η δική τους στόχευση ήταν το γρήγορο κέρδος που μπορούσαν
να το αντλήσουν είτε από κερδοσκοπικές δραστηριότητες και επιχειρήσεις, όπως
ήταν η τοκογλυφία και τα μεταλλεία, είτε μέσω του εμπορίου, εισαγωγικού και
εξαγωγικού.
Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα περίπου
χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μια πρώτη
απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Γύρω στα 1870
σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από
εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη
υπαρχουσών μονάδων. Σε ό,τι αφορά, εντούτοις, την αύξηση του αριθμού των
εργοστασίων κατά την περίοδο 1875 – 1889, στο κείμενο Β διευκρινίζεται
πως αυτή δεν αποτελούσε πραγματική ένδειξη εκβιομηχάνισης, αλλά
αποτέλεσμα της αύξησης των εδαφών της χώρας, αφού τότε προσαρτήθηκε και η
Θεσσαλία στον εθνικό κορμό. Τα 50 νέα εργοστάσια, άρα, που καταμετρώνται εκείνη
την εποχή, ήταν κυρίως αλευρόμυλοι και ελαιοτριβεία, που προϋπήρχαν ήδη και
εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες της Θεσσαλίας και της Άρτας. Πολύ γρήγορα πάντως,
η απόπειρα αυτή έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν
στην ύφεση και τη στασιμότητα.
β)
Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και,
κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό
σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της
μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε
στις αρχές του νέου αιώνα. Οι λόγοι ενίσχυσης της βιομηχανίας κατά την
περίοδο εκείνη, παρουσιάζονται στο κείμενο Γ, όπου επισημαίνεται πως η
υποτίμηση της δραχμής, που κατέστη εφικτή χάρη στην εξυγίανση του νομισματικού
συστήματος, προσέφερε στη βιομηχανία την αναγκαία ώθηση. Παρατηρήθηκε, έτσι, η
δημιουργία νέων οικονομικών κέντρων με βιομηχανίες μεγάλου μεγέθους, ποικίλων
δραστηριοτήτων, όπως ήταν η παραγωγή τσιμέντου και λιπασμάτων, καθώς και η
λειτουργία εργοστασίων ηλεκτρισμού. Ενώ, οι ανάγκες των ορυχείων, των
σιδηροδρόμων και των ατμόπλοιων καλύπτονταν από τα μηχανουργεία του Πειραιά,
της Σύρου και του Βόλου.
Η βιομηχανία, ωστόσο, υπέφερε, όπως και άλλοι
κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και τη διασπορά των υπαρχόντων
σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη -εδαφικά και
πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και τη
χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω
την έλλειψη παιδείας τεχνικής αλλά και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε
τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη. Γενικότερα,
πάντως, οι αργοί και ελάχιστα αποδοτικοί ρυθμοί στην ανάπτυξη της βιομηχανίας
αποτελούν απότοκο, όπως τονίζεται στο Κείμενο Γ, της πολύ χαμηλής
συγκέντρωσης κεφαλαίων στον τομέα αυτό. Η επιλογή, στο χώρο της βιομηχανίας,
παραγωγικών δραστηριοτήτων που δεν έχουν ιδιαίτερη οικονομική απόδοση και η
απουσία σχετικών κρατικών κινήτρων, εξωθεί τους επενδυτές σε άλλες, πιο
αποδοτικές δραστηριότητες. Τα μόνα διαθέσιμα κεφάλαια, άλλωστε, ήταν αυτά των
Ελλήνων που διέμεναν στη χώρα, καθώς οι Έλληνες των παροικιών προτίμησαν να
επενδύσουν τα δικά τους κεφάλαια σε μη παραγωγικές δραστηριότητες,
αποστερώντας, έτσι, την ελληνική βιομηχανία από μια ουσιαστική στήριξη που θα
της επέτρεπε να ακολουθήσει ανοδική πορεία.
Ούτε η προσάρτηση, επομένως, των
Επτανήσων (1864) και της Θεσσαλίας (1881) άλλαξαν τις παραπάνω περιοριστικές
συνθήκες. Η αλλαγή των δεδομένων ήρθε μετά το 1912-1913, με την ενσωμάτωση
μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών. Και τότε όμως οι χρόνιες αδυναμίες της
ελληνικής βιομηχανίας συνέχισαν να εμποδίζουν την ανάδειξή της σε κινητήρια
δύναμη της ελληνικής οικονομίας. Αδύναμη να αντέξει τον εξωτερικό ανταγωνισμό,
η βιομηχανία παρέμεινε προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες, αναζητώντας
τη σωτηρία της στην παρέμβαση του κράτους, με δασμολογικά ή άλλα ενισχυτικά
μέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου