Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Γιώργος Σεφέρης «Αφήγηση»

Rebecca Jenkins

Γιώργος Σεφέρης «Αφήγηση»

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα.

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατελείωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν, γυναίκες
που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών.

Πηγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία.

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά
μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς.
Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή.

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος και ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο
ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω
τίποτε που να μην το συνηθίσατε∙
προσκυνώ.

Ο Γιώργος Σεφέρης μέσα από μια λιτή «αφήγηση» -όπως είναι και ο τίτλος του ποιήματος-, από τη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄», αναδεικνύει το βαθμό αποξένωσης που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Ο άνθρωπος που πηγαίνει κλαίγοντας και φανερώνει ουσιαστικά τις εσωτερικές του πληγές, γίνεται ένα ακόμη θέαμα που οι άνθρωποι γύρω του συνηθίζουν και προσπερνούν. Ο ανθρώπινος πόνος ή έστω η ανθρώπινη αδυναμία, δεν επαρκούν πια για να συγκινήσουν τους άλλους ανθρώπους και να τους αποσπάσουν από τον δικό τους μικρόκοσμο.

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα.

Ο άνθρωπος αυτός που αντίθετα με το κοινωνικά σύνηθες δεν κρύβει τα συναισθήματά του, αλλά περπατά στους δρόμους κλαίγοντας, προκαλεί απορία σε όσους τον αντικρίζουν. Την αιτία της τόσο προφανούς θλίψης του δεν την γνωρίζει στην πραγματικότητα κανείς, ωστόσο μια πρώτη εύλογη εικασία συσχετίζει τον πόνο του με τις χαμένες εκείνες αγάπες που συχνά βασανίζουν τους ανθρώπους, ιδίως τα καλοκαίρια, στην ακροθαλασσιά, υπό τον ήχο τραγουδιών από τα γραμμόφωνα.
Η πρώτη αυτή σκέψη, ωστόσο, που συνδέει τον πόνο του με τον εύκολο ή έστω ήπιο συναισθηματισμό της θερινής νοσταλγίας ερώτων του παρελθόντος, λειτουργεί μειωτικά για την αξία και την ένταση της οδύνης του. Η επιλογή να αποδοθούν τα συνεχή δάκρυα αυτού του ανθρώπου στην ανάμνηση κάποιου έρωτα είναι προφανώς μια προσπάθεια να βρεθεί η λιγότερο επώδυνη εξήγηση για ό,τι τον έχει οδηγήσει σε μια τέτοια κατάσταση.

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατελείωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν, γυναίκες
που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών.

Το συνεχές κλάμα του ανθρώπου αυτού δεν μπορεί πάντως να αποτελέσει ικανή αιτία περισπασμού για τους ανθρώπους γύρω του, καθώς η ζωή τους περιστρέφεται επίμονα γύρω από περιστατικά και ανάγκες της καθημερινότητας. Κάθε άνθρωπος έχει να φροντίσει τις δικές του δουλειές∙ η διασφάλιση του βιοπορισμού, τα διάφορα χαρτιά της αέναης γραφειοκρατίας, οι τρέχουσες υποχρεώσεις για το μεγάλωμα των παιδιών, μα κι εκείνες οι γυναίκες που γερνούν δύσκολα, με τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις τους να απορροφούν συνεχώς χρόνο και ενέργεια. Πλήθος υποχρεώσεων -σημαντικών και λιγότερο σημαντικών- που δημιουργούν την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση πως δεν υπάρχει χώρος στη ζωή των ανθρώπων για τον πόνο και το δράμα του άλλου ανθρώπου.
Έτσι, ο ήρωας του ποιήματος συνεχίζει να κινείται ανάμεσα σ’ αυτό το πολυάσχολο πλήθος με τα μάτια του κόκκινα σαν παπαρούνες -σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες- και τις άκρες τους να τρέχουν σαν βρυσούλες. Διόλου τυχαία η παρομοίωση με τις παπαρούνες που δημιουργεί αίφνης την αίσθηση ενός παράταιρου ρομαντισμού, με την εικόνα των ανοιξιάτικων λουλουδιών να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη εικόνα του πολυάσχολου καθημερινού βίου. Ο άκρατος συναισθηματισμός του ανθρώπου που πηγαίνει κλαίγοντας λειτουργεί ακριβώς ως κάτι το παράταιρο στη σύγχρονη κοινωνία των γοργών ρυθμών. Ποιος έχει χρόνο πλέον να αφήνεται σε περιττές και διαρκείς συγκινήσεις∙ και πολύ περισσότερο, ποιος έχει το χρόνο ή τη διάθεση να ασχολείται με τον πόνο του άλλου;
Προφανώς κανείς, αφού η αιτία που προξενεί τόσο έντονο πόνο στον ήρωα του ποιήματος παραμένει επίμονα άγνωστη, μιας και κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται αρκετά ώστε να τον ρωτήσει.

Πηγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία.

Ο ήρωας του ποιήματος -ο βρισκόμενος σ’ έναν αδιάκοπο θρήνο ήρωας του ποιήματος-, κινείται συνεχώς∙ δεν ξεκουράζεται ποτέ. Περπατά κλαίγοντας και περνά μικρά τμήματα στην πλάτη της γης, σαν μια μηχανή που παράγει συνεχώς οδύνη και δάκρυα. Μια μηχανή, ωστόσο, που κατάντησε πια να μην έχει καμία σημασία για τους άλλους. Η υπερβολή της ευαισθησίας του και το επίμονο του πόνου του, μοιάζει τόσο αταίριαστο με τη γεμάτη υποχρεώσεις ζωή των ανθρώπων, ώστε οι συνάνθρωποί του τον αντικρίζουν πλέον με την αδιαφορία που αναλογεί σε οτιδήποτε δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και στα μέτρα μιας κοινωνίας που ξέρει μόνο να μετρά τους ανθρώπους με βάση την παραγωγικότητά τους και την αντοχή τους. Ο ευαίσθητος αυτός άνθρωπος αποτελεί μια παραφωνία σ’ έναν κόσμο σκληρότητας, ψυχικής δύναμης και απροσπέλαστης αδιαφορίας.

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά
μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς.

Αν και κανείς δεν έχει νοιαστεί αρκετά, για να τον ρωτήσει για την αιτία του πόνου του, κάποιοι τον έχουν ακούσει να μιλά μόνος του, καθώς περνούσε δίπλα τους, και να λέει για σπασμένους καθρέφτες και για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες που δεν μπορούν να συναρμολογηθούν πια. Η διάσταση εκείνη ανάμεσα στον επιθυμητό εαυτό και στην κατά πολύ υποδεέστερη μορφή του που προέκυψε από τα γεγονότα και την πραγματικότητα, που δεν υπάρχει πια τρόπος ή χρόνος για να θεραπευτεί. Η θραύση της εικόνας του εαυτού, μα και του άλλου ανθρώπου, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, μιας κι η κοινωνία δεν επιτρέπει πάντοτε την ιδανική πραγμάτωση ή καλύτερα τείνει να εξωθεί στον συμβιβασμό εκείνο που κρατά τους ανθρώπους σε μέτρα διαχειρίσιμα και ελέγξιμα.
Οι άνθρωποι δεν φτάνουν ποτέ στο ιδανικό σημείο εξέλιξής τους, κι η στιγμή που το άτομο συνειδητοποιεί πως οι τόσοι συμβιβασμοί και οι τόσες υποχωρήσεις το έφεραν πια σ’ ένα σημείο από το οποίο αδυνατεί να επανέλθει και να επανακάμψει, είναι μια στιγμή απόλυτα τραυματική. Ο καθρέφτης σπάει και η μορφή δεν μπορεί πια να συναρμολογηθεί από κανέναν.

Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή.

Άλλοι άνθρωποι τον άκουσαν να φανερώνει άθελά του μια διαφορετική πτυχή του δράματός του∙ του λόγου για τον οποίο υποφέρει σε τέτοιο βαθμό. Μιλούσε για εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου, εικόνες που θα περίμενε κανείς να αντιστοιχούν σε περιστατικά άκρατης βίας και κακοποίησης, μα στην πραγματικότητα εκείνος αναφερόταν στα πρόσωπα που η άμετρη στοργή τους τα καθιστούσε ανυπόφορα. Πρόκειται για την αίσθηση ασφυξίας που προέρχεται από τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν πώς να αγαπούν σεβόμενοι την ελευθερία και το αυτόβουλο του άλλου. Άνθρωποι που εκφράζουν την άμετρη αγάπη τους με δεσμά ορατά και αόρατα, που περικόπτουν μέρα με τη μέρα την ανεξαρτησία του άλλου, μέχρι που φτάνουν στο σημείο να τον κρατούν δέσμιό τους, να αλλοιώνουν την ψυχή του και να τη συνθλίβουν με την ακατάπαυστη παρουσία τους∙ με το δίχως όρια ενδιαφέρον τους.  

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος και ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο
ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.

Όποια κι αν είναι η πηγή της θλίψης αυτού του ανθρώπου, που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα, δεν αποτελεί πια κάτι που να προκαλεί εντύπωση στους άλλους∙ έγινε ένα θέαμα που οι συνάνθρωποί του το συνήθισαν. Κι αυτή τη φορά το ποιητικό υποκείμενο θέτει και τον εαυτό του ανάμεσα σε αυτούς που έπαψαν να ασχολούνται με τον αδιάκοπο θρήνο του. Τον συνηθίσαμε, δηλώνει ο ποιητής∙ είναι, άλλωστε, καλοβαλμένος και ήσυχος άνθρωπος, οπότε το γεγονός και μόνο ότι κλαίει αδιάκοπα δεν μας προκαλεί ανησυχία.
Είναι απλώς ένα θέαμα που προκαλεί μια δυσάρεστη αίσθηση, όπως οι κλαίουσες ιτιές που αντικρίζει κανείς από το τρένο στην ακροποταμιά, ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή. Μια ακόμη παρομοίωση που έρχεται να τονίσει την αποξένωση του ανθρώπου τόσο από τα συναισθήματα και τις πληγές του άλλου, όσο και από το φυσικό περιβάλλον, που μοιάζει να ξενίζει πλέον τον άνθρωπο του αστικού βίου.

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω
τίποτε που να μην το συνηθίσατε∙
προσκυνώ.

Τα δεινά του άλλου δεν αποτελούν πια κάτι που αγγίζει τους ανθρώπους, συνήθισαν τον πόνο, συνήθισαν τη δυστυχία και συνεχίζουν ανενόχλητοι τη δική τους ζωή, στο πλαίσιο της οποίας έχουν τόσο περιχαρακωθεί, ώστε ο ποιητής εκπλήσσεται και νιώθει την ανάγκη να εκφράσει, κατά τρόπο ειρωνικό βέβαια, το θαυμασμό του για τη στρεβλή εκείνη ψυχική δύναμη των ανθρώπων, που τους επιτρέπει να αδιαφορούν τόσο απόλυτα για τους άλλους. Άνθρωποι ψυχροί, ασυγκίνητοι, αδιάφοροι για την οδύνη ή την αδυναμία των άλλων∙ άνθρωποι που τώρα πια όχι μόνο δεν νοιάζονται για τους άλλους, αλλά έχουν φτάσει στο σημείο να επιχαίρουν για τον πόνο και τη δυστυχία τους. Προσκυνώ, δηλώνει ο ποιητής, και επισφραγίζει έτσι μια από τις πιο απρόσμενες και τραγικές στην ουσία τους αλλαγές που έχουν προκύψει στον τρόπο λειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας. Το ενδιαφέρον για τους άλλους και η ανάγκη για συμπαράσταση στον πόνο τους, δεν αποτελούν πια ηθικές αρετές∙ είναι περισσότερο κατάλοιπα ενός περιττού συναισθηματισμού.
Ο Marrio Vitti (Φθορά και Λόγος, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη) σχολιάζει τα εξής για το κλείσιμο του ποιήματος: «Μετά από τον ύπουλο εξευτελισμό ο ομιλητής πραγματικά είτε υποκλίνεται («Το σκίτσο τελειώνει με ελαφρά ειρωνική υπόκλιση», Μαλάνος) είτε βάζει τον αναγνώστη μπρος στην κατάσταση προκαλώντας τον («the poet turns, with a subtile strift in the pronoun, from a casual generality to a specific confrontation with the reader», Keeley, 1987, σ. 118)∙ και στις δύο περιπτώσεις ο ομιλητής προστρέχει σε μια μιμική που έχει την έννοια του “έτσι είναι”.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου