Dabadus
Τίτος
Πατρίκιος «Μεγάλο γράμμα» [VI]
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που
σώρευσαν
οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές
φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’ το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν
ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το
μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους
ξεκουφαίνοντας
τη γειτονιά
σαν μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους
στην πόρτα του σχολείου...
Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
κι ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο
τσιγάρο
και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες στα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες
σημειώσεις...
Μα έπειτα
κι αυτό δεν φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και
καίγεται
ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δεν χορταίνει δεν γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα
κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλουμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.
Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το ‘κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’ αγαπώ
μα ήσαν πολλά τα όσα ξέραμε
ήσαν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει
ακόμα.
Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ‘μαι δυνατός
(έπρεπε...)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δεν μ’ άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φούσκωναν ολόκλειστα
τα δικά μου τα ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.
Ο Τίτος Πατρίκιος αποκαλύπτει μέσα από
το «Μεγάλο γράμμα» την επαφή του με το συγκλονιστικό συναίσθημα του έρωτα, που
έρχεται και κατακυριεύει την ψυχή του ανθρώπου, οδηγώντας τον κάποτε σε πράξεις
και συμπεριφορές που ξεπερνούν τα όρια της σώφρονος διαχείρισης των διαπροσωπικών
σχέσεων. Ο ποιητής, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, βρισκόμενος υπό τη μεθυστική
επίδραση του έρωτα, λησμονεί την ανάγκη διατήρησης του μέτρου κι επιζητά να
βρεθεί όλο και πιο κοντά στην αγαπημένη γυναίκα∙ επιζητά να τη γνωρίσει και να
την κατανοήσει σε βαθμό απόλυτο, πέρα ακόμη κι από τα εφικτά όρια της επαφής
μεταξύ δύο ανθρώπων.
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που
σώρευσαν
οι καιροί.
Η οικειότητα του φιλιού επιτρέπει στον ερωτευμένο
να γνωρίσει, να αισθανθεί το αγαπημένο πρόσωπο, αγγίζοντας και διατρέχοντας
σημείο προς σημείο τα μέρη που συναποτελούν την εικόνα αυτή που τόσο θελκτικά
λειτουργεί για εκείνον. Ο ερωτευμένος μπορεί να διερευνήσει με τα χείλη του
κάθε σημείο του αγαπημένου προσώπου, ανακαλύπτοντας τις σημαντικές ή και τις
ανεπαίσθητες αλλαγές που έχει επιφέρει σ’ αυτό το πέρασμα του χρόνου. Μπορεί να
νιώσει, έτσι, την επίδραση του χρόνου και να εξοικειωθεί με το πώς επηρέασαν ή
και διαμόρφωσαν οι περασμένες εποχές την εξωτερική εμφάνιση του αγαπημένου του
προσώπου.
Η ομορφιά του προσώπου και η γοητεία
που αυτό ασκεί αποτελούν, συνήθως, το πρώτο ερέθισμα για την πρόκληση του
ερωτικού συναισθήματος∙ ελκόμαστε από την εξωτερική εικόνα, μα δεν αρκούμαστε
σε αυτήν.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές
φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’ το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν
ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
Η επαφή με την εξωτερική εμφάνιση και η
εξοικείωση με τα χαρακτηριστικά του αγαπημένου προσώπου συνιστούν το πρώτο
βήμα, δεν αρκούν όμως για να ικανοποιήσουν το ερωτικό συναίσθημα που όλο και
εντείνεται. Τα φιλιά προσφέρουν προσωρινή μόνο πλήρωση της εσωτερικής
επιθυμίας, αμέσως μετά δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη της βαθύτερης
γνωριμίας με το αγαπημένο πρόσωπο. Αμέσως μετά θέλεις να διατρέξεις το σώμα του
και να βρεις όλες εκείνες τις μικρές φλέβες που εκτείνονται κάτω από το δέρμα∙
θέλεις να διερευνήσεις και ν’ αγγίξεις κάθε πτυχή του σώματός του. Κι ακόμη
περισσότερο, θέλεις να γνωρίσεις όσο πιο βαθιά μπορείς την ψυχή του∙ να μάθεις
ένα προς ένα τα τραγούδια της ζωής του που κρατήθηκαν κρυφά από τους άλλους∙ να
μάθεις και την παραμικρή ανάμνηση της ζωής του. Κάθε του μνήμη όσο σύντομη ή ελάχιστα
σημαντική μπορεί να υπήρξε, αποτελεί για σένα μια ιστορία που θέλεις όσο τίποτε
άλλο να γνωρίσεις και να αναβιώσεις μαζί του, σαν να βρισκόσουν κι εσύ εκεί∙
σαν να πορευόσουν μαζί του απ’ την πρώτη αρχή του ταξιδιού της ζωής του.
Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το
μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους
ξεκουφαίνοντας
τη γειτονιά
σαν μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους
στην πόρτα του σχολείου...
Θέλεις να ενωθείς με το αγαπημένο
πρόσωπο όσο πιο απόλυτα μπορείς και να συνυπάρχεις μαζί του αδιάκοπα. Θέλεις να
βιώσεις μαζί του αυτή την έκρηξη ευδαιμονίας που σου προκαλεί ο έρωτας. Θέλεις
το γέλιο σου να ενωθεί με το δικό του και μαζί να προχωράτε στους δρόμους
ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά, σαν να είστε μαθητές που σπάνε ξέφρενοι τα
μελανοδοχεία τους πάνω στην πόρτα του σχολείου, γυρεύοντας μια, δίχως λογική,
εκτόνωση.
Ο έρωτας, στα πρώτα του βήματα, είναι
μια πηγή χαράς κι ευδαιμονίας, που εκείνη τη στιγμή δίνει την αίσθηση μιας
ακλόνητης παντοδυναμίας∙ τίποτε δεν μοιάζει ικανό να κάμψει την έντασή του και
να μειώσει τη δύναμη των αμοιβαίων συναισθημάτων. Ο ερωτευμένος, χαμένος στη
δίνη της ερωτικής έλξης, νιώθει πως τα συναισθήματά του θα παραμείνουν για
πάντα εξίσου ισχυρά. Δεν μπορεί, μάλιστα, να φανταστεί καν τη ζωή του χωρίς την
παρουσία του αγαπημένου του προσώπου ή χωρίς την εκστατική πλάνη των
συναισθημάτων του.
Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
κι ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο
τσιγάρο
και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες στα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες
σημειώσεις...
Ό,τι αποζητά ο ερωτευμένος είναι να
βιώσει στην πληρότητά του το ερωτικό συναίσθημα, μέσα από τις απλές, μα τόσο
πολύτιμες στιγμές, που περνά μαζί μ’ εκείνη. Ό,τι αποζητά είναι να νιώθει το
κεφάλι της αγαπημένης γυναίκας ν’ ακουμπά στον ώμο του και να βλέπουν μαζί τη
μέρα να τελειώνει και τον ήλιο να χάνεται σταδιακά, αφού πρώτα τους έχει προσφέρει
την ευκαιρία ν’ απολαύσουν ώρες ευδαιμονίας και στιγμές ουσιαστικής
επικοινωνίας.
Έξοχη η εικόνα που συνθέτει ο Πατρίκιος
συμφύροντας τις πράξεις των ερωτευμένων μ’ εκείνες του προσωποποιημένου ήλιου∙
το τελευταίο τσιγάρο που καπνίζει ο ήλιος, δεν είναι παρά το τελευταίο τσιγάρο
από το πακέτο που καπνίζουν μαζί οι δυο ερωτευμένοι. Ενώ, το πακέτο που
απομένει άδειο, έχοντας όμως πάνω του πλήθος πολύτιμων σημειώσεων, που
συμβολίζει σαφώς τις εμπειρίες της μέρας που πέρασε, μας παραπέμπει στην προσφιλή
συνήθεια των ποιητών να καταγράφουν τις σκέψεις τους πάνω σε κάθε πιθανή
επιφάνεια, όπως είναι αυτή ενός πακέτου τσιγάρων.
Μα έπειτα
κι αυτό δεν φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και
καίγεται
ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δεν χορταίνει δεν γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα
κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.
Κι όμως, ακόμη κι αυτές οι τόσο
πολύτιμες στιγμές συμβίωσης σύντομα δεν επαρκούν, ο ερωτευμένος θέλει ολοένα
και περισσότερα, θέλει να ενωθεί με το αγαπημένο πρόσωπο ακόμη πιο βαθιά, ακόμη
πιο πολύ. Κάθε στιγμή του παρόντος φλέγεται από μια άσβεστη επιθυμία για μια
αίσθηση πληρέστερης επαφής με την αγαπημένη γυναίκα. Άλλωστε, μία από τις
παραδοξότητες του έρωτα έγκειται στο γεγονός πως ο ερωτευμένος ακόμη και τις στιγμές που βρίσκεται
μαζί με το αγαπημένο του πρόσωπο, δεν μπορεί να καταλαγιάσει την ακόρεστη
επιθυμία του για μια επαφή τόσο απόλυτη που να φτάνει μέχρι το σημείο της
ταύτισης, αν αυτό θα μπορούσε να αποτελεί εφικτή επιλογή.
Παραδοξότητα που πηγάζει ίσως από την
ανασφάλεια, τον μόνιμο εκείνο εχθρό του έρωτα, που δημιουργεί στον ερωτευμένο
την αίσθηση πως πάντα κάτι διαφεύγει∙ πως δεν έχει δεσμεύσει απόλυτα την
προσοχή, τις επιθυμίες, τη σκέψη και την καρδιά εκείνης∙ πως ακόμη κι όταν
είναι μαζί του κάτι άλλο ή κάποιος άλλος μπορεί και να διεκδικεί, έστω και στον
ελάχιστο βαθμό, το ενδιαφέρον της.
Το παρόν είναι για τους ερωτευμένους
ένας ανάλγητος δυνάστης που απαιτεί όλο και βαθύτερη ικανοποίηση. Και μιλάμε
για το παρόν, διότι το εκ των πραγμάτων εφήμερο αυτό συναίσθημα, δεν αποδέχεται
την παραμυθία που προσδίδει η προσδοκία της αυριανής ημέρας∙ απαιτεί την
ικανοποίηση του πόθου και της επιθυμίας αυτή τη στιγμή∙ εδώ και τώρα. Ένας
«πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος» είναι το παρόν για τους ερωτευμένους και τους
ακολουθεί παντού, απαιτώντας όλο και περισσότερα για να ικανοποιηθεί η απληστία
του. Ένας απαιτητικός ξυλοκόπος που δεν ξεγελιέται, ούτε χορταίνει εύκολα∙ ένας
ξυλοκόπος που δεν ηρεμεί με φευγαλέες συναντήσεις και πρόχειρες συνομιλίες∙ με
βιαστικά φιλιά και απλές διαβεβαιώσεις. Ένας ξυλοκόπος που όλο ακονίζει το
τσεκούρι του στα κόκκαλα της στιγμής που μόλις πέρασε κι όλο επιζητά κάτι
περισσότερο, κάτι βαθύτερο, κάτι πιο έντονο για την αμέσως επόμενη στιγμή.
Ένας εσωτερικός δυνάστης είναι το
παρόν, οι επιθυμίες κι η δίψα του οποίου είναι επί της ουσίας φανέρωμα της
δίψας του ίδιου του ερωτευμένου, που δεν γνωρίζει πώς να καθησυχάσει και πώς να
περιορίσει την αδιάκοπη ανάγκη του να βρίσκεται όλο και πιο κοντά στο αγαπημένο
του πρόσωπο.
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλουμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.
Θέλουμε πιο πολλά, αναφέρει ο ποιητής,
αποκαλύπτοντας τη βιωματική διάσταση των στίχων του, και το γεγονός πως
πρόκειται εν μέρει για την καταγραφή μιας προσωπικής του εμπειρίας. Οι
ερωτευμένοι θέλουν διαρκώς περισσότερα, τα θέλουν όλα, κι αυτό συνιστά μια
άφευκτη αναγκαιότητα, εφόσον ό,τι έμοιαζε να επαρκεί χτες, σήμερα αποδεικνύεται
λίγο. Ό,τι έμοιαζε ικανό να τους προσφέρει την επιθυμητή αίσθηση πληρότητα
χτες, σήμερα απαιτεί κάτι περισσότερο προκειμένου να μη χαθεί ό,τι έχει ήδη
διασφαλιστεί.
Το ακόρεστο αυτό του έρωτα που ωθεί
τους ερωτευμένους ν’ αναζητούν διαρκώς ο ένας τον άλλον, συνιστά παράλληλα και
τον μεγαλύτερο εγγενή εχθρό του, εφόσον το συναίσθημα αυτό καταποντίζεται συχνά
μέσα στην ίδια του την υπερβολή. Η επιθυμία της όλο και πιο στενής συνύπαρξης
και γνωριμίας που γεννά ο έρωτας, έρχεται αίφνης αντιμέτωπη με την αφύπνιση της
προσωπικής αυτονομίας∙ με την αίσθηση πως καταπατούνται τα όρια της ταυτότητας
και του δικαιώματος στην ανεξάρτητη και αυτοτελή ύπαρξη. Εντελώς αιφνίδια η
ανάγκη της ολοένα και πιο στενής συμβίωσης, γίνεται αντιληπτή -τουλάχιστον από
το ένα άτομο- ως αίσθημα αποπνικτικής καταπίεσης, που δεν αφήνει κανένα
περιθώριο στην προσωπική ελευθερία.
Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το ‘κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’ αγαπώ
μα ήσαν πολλά τα όσα ξέραμε
ήσαν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει
ακόμα.
Ο ποιητής αναγνωρίζει, λοιπόν, πως η
ένταση του έρωτα που αισθανόταν τον οδήγησε να ξεπεράσει τα όρια. Αναγνωρίζει
πως η επιθυμία να γνωρίσεις τον άλλον όλο και περισσότερο, όλο και πιο βαθιά,
οφείλει να αυτοπεριορίζεται κάποια στιγμή. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα πορτοκάλι
να τον ξεφλουδίζεις και να βλέπεις τι βρίσκεται μέσα του∙ δεν είναι κάποιο
αντικείμενο που μπορείς να το κόψεις σε μικρότερα κομμάτια για να τον
περιεργαστείς και να τον μελετήσεις καλύτερα. Ο άλλος άνθρωπος και τα μυστικά μονοπάτια
της ψυχής του, απομένουν κατ’ ανάγκη ένα διαρκές μυστήριο για τους άλλους, αφού
ούτως ή άλλως πολλές φορές μήτε ο ίδιος δεν έχει τόσο απόλυτη γνώση για τον
εαυτό του.
Έτσι, με απολογητική διάθεση ο ποιητής
απευθύνει πλέον τα λόγια του σ’ εκείνη∙ στη νέα κοπέλα που κάποτε ενέπνευσε
στην ψυχή του έναν έρωτα εκπληκτικής έντασης, που τον εξώθησε στην υπερβολή. Αναγνωρίζει
πως εκείνη είχε μια τρυφερή καρδιά, και της ζητά να τον πιστέψει πως η
αδεξιότητα με την οποία την έσφιγγε και της ζητούσε όλο και περισσότερα δεν
αποσκοπούσε στο να την κάνει να πονέσει, ήταν απλώς ο τρόπος του να την αγαπά.
Ήταν μια λανθασμένη εκδήλωση του έντονου συναισθήματος που βίωνε για εκείνη. Αν
και γνώριζαν ήδη πολλά ο ένας για τον άλλον, η επίγνωση πως υπήρχαν πολλά ακόμη
που δεν είχαν μάθει, τον εξωθούσε στο να γίνεται ολοένα και πιο φορτικός,
δίνοντας στο ερωτικό του αίσθημα την όψη μιας καταπιεστικής παρουσίας.
Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ‘μαι δυνατός
(έπρεπε...)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δεν μ’ άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φούσκωναν ολόκλειστα
τα δικά μου τα ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.
Ο πόνος, ωστόσο, δεν ήταν κάτι που
γνώρισε μόνο εκείνη, κι ίδιος ο ποιητής από τη μεριά του, παρά το γεγονός ότι
ως άντρας όφειλε να είναι δυνατός∙ παρά το γεγονός ότι «έπρεπε» να είναι
δυνατός και να μην επιτρέψει στα συναισθήματά του να τον παρασύρουν σε
ακρότητες, βίωνε με πόνο τον έρωτά του για εκείνη. Όπως χαρακτηριστικά της
αποκαλύπτει, όπου ένιωθε το άγγιγμά της πονούσε από την ένταση της επιθυμίας
του, μα κι όπου εκείνη δεν τον άγγιζε πάλι πονούσε από τη ματαίωση της
προσδοκίας ενός χαδιού και ενός τρυφερού αγγίγματος. Τίποτε δεν αρκούσε για να
καλύψει την ανάγκη του για εκείνη. Ένιωθε μέσα του να φουσκώνουν ανεκδήλωτα τα
ποτάμια των συναισθημάτων του∙ ποτάμια που θα ήταν σε θέση να ποτίσουν με το
πλήθος του περιεχομένου τους όλα τα λησμονημένα περιβόλια του κόσμου. Ένα
ξεχείλισμα ερωτικών συναισθημάτων και επιθυμιών που τον έπνιγε, αφού δεν ήξερε
πώς να το εξωτερικεύσει, χωρίς να την τρομάξει με την υπερβολή και την έντασή
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου