Ράντγιαρντ
Κίπλινγκ «Αν μπορείς...»
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά
όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για
τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ’χεις
πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να ’σαι κι ορθός στις
δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν’
αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να
σταθείς, αν μπορείς απ’ το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις
στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε
τόσο σοφά να μιλήσεις,
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να
γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη
να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας
Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους
δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν’ ακούς την
αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια
παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει
αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν’ αρχίσεις ξανά να τα
χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,
αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ’ αγαθά
και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα
για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την
πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη
για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’ αναγκάσεις με βία, την
καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού
τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν’ αντέξεις σ’ αυτό σταθερά όταν
τίποτε εντός σου δεν θα ’χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέληση που όρθια θα
κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι
ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά
σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι
εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και
κανέναν πιο πρόσβαρα απ’ άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα
λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων
δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα ’ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως
και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να ’σαι ένας
άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.
Μετάφραση: Άγγελος Δόξας
Ο Rudyard Kipling (1865-1936) στο περιβόητο «If –» έχει ως πρότυπο στη σκέψη του το
ήθος και την ακεραιότητα του Leander Starr Jameson, ενός Βρετανού με πολιτική
δράση στις αποικίες της Νοτίου Αφρικής, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και προδόθηκε
από τους Βρετανούς, χωρίς ποτέ ο ίδιος να αποκαλύψει την αλήθεια γι’ αυτή την
προδοσία.
Το 1895 στη Νότια Αφρική υπήρχαν δύο
αποικίες των Βρετανών -του Ακρωτηρίου και του Νατάλ-, και δύο αποικίες των
Ολλανδών (των Μπόερς) -του Τράνσβααλ και του Ελεύθερου κράτους της Οράγγης-, οι
σχέσεις μεταξύ των οποίων βρίσκονταν σε μεγάλη ένταση. Λίγα χρόνια πριν, το
1886, είχαν ανακαλυφθεί πλούσια κοιτάσματα χρυσού στο Τράνσβααλ, με αποτέλεσμα
να συρρεύσουν εκεί σχεδόν 60.000 Βρετανοί, στους οποίους οι Ολλανδοί αρνούνταν
να παραχωρήσουν πολιτικά δικαιώματα και τους είχαν περιθωριοποιήσει∙ ήταν οι
«Αλλοδαποί» της αποικίας.
Ο Rhodes, πρωθυπουργός της βρετανικής
αποικίας του Κέιπ (Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος), θέλοντας να δώσει μια ευκαιρία
στους Βρετανούς του Τράνσβααλ να πάρουν τον έλεγχο της αποικίας, σκέφτηκε να
ξεκινήσει μια αναταραχή μικρής κλίμακας στέλνοντας μια ομάδα 500 ανδρών να
επιτεθούν στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου και βρίσκονταν τα κοιτάσματα χρυσού, με την
προοπτική να κλιμακωθεί η ένταση με το γενικό ξεσηκωμό των εκεί Βρετανών. Ο
άνδρας τον οποίο επέλεξε ο Rhodes, να ηγηθεί αυτής της ομάδας ήταν
ο Leander Starr Jameson.
Το σχέδιο αυτό είχε αρχικά λάβει την
έγκριση ακόμη και του Γενικού Γραμματέα Βρετανικών Αποικιών στην Αγγλία, Joseph
Chamberlain, ο οποίος, όμως, λίγες μέρες μετά άλλαξε γνώμη, καθώς θεώρησε πως μια
ενδεχόμενη επιτυχία αυτού του σχεδίου θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τον
ίδιο, κι αποφάσισε έτσι να λάβει δράση για να διασφαλίσει την αποτυχία του.
Έστειλε, έτσι, οδηγία στους Βρετανούς που βρίσκονταν στο Τράνσβααλ να μην
συμμετάσχουν στην κινητοποίηση του Jameson και, παράλληλα, ζήτησε από τον Γενικό
Διοικητή της αποικίας του Ακρωτηρίου να αποκηρύξει την «πρωτοβουλία» αυτή και
να επιπλήξει τον Jameson.
Η εκτέλεση του σχεδίου ξεκίνησε, εντούτοις,
στις 29 Δεκεμβρίου του 1895, μόνο και μόνο για ν’ αποτύχει παταγωδώς, εφόσον οι
Ολλανδοί κατέστειλαν την επιδρομή του Jameson σχεδόν
ακαριαία, χωρίς να του επιτρέψουν να φτάσει καν στο Γιοχάνεσμπουργκ. Όλοι οι
στρατιώτες που συμμετείχαν σε αυτό, όπως και ο Jameson, συνελήφθησαν και παραδόθηκαν στις
βρετανικές αρχές για να δικαστούν. Ο Jameson καταδικάστηκε
σε φυλάκιση 15 μηνών, χωρίς όμως να αποκαλύψει ποτέ τη συμμετοχή της Βρετανικής
κυβέρνησης στα σχέδια αυτά, και χωρίς να επιτρέψει σ’ αυτή την αποτυχία να τον
καταβάλει. Το 1904, μάλιστα, έγινε πρωθυπουργός της Αποικίας του Ακρωτηρίου της
Καλής Ελπίδος.
Ο Rudyard Kipling θεώρησε απαράδεκτη
την προδοτική στάση της Βρετανίας απέναντι στον Jameson και αισθάνθηκε μεγάλο θαυμασμό για τον
τρόπο με τον οποίο εκείνος διαχειρίστηκε τα γεγονότα της αποτυχημένης αυτής
προσπάθειας. Ο Jameson,
άλλωστε, είχε κατορθώσει να κερδίσει προ πολλού το θαυμασμό και την εκτίμηση
των συγκαιρινών του, καθώς, όπως παραδίδεται, όποιος τον γνώριζε έμενε
έκπληκτος από το ήθος, τη στωικότητά του απέναντι στις αντιξοότητες και την
ικανότητά του να εμπνέει τον σεβασμό στους άλλους, δίχως καν να το προσπαθεί.
Αυτός ο άνδρας, λοιπόν, αποτελούσε το
πρότυπο ηθικής ακεραιότητας και ψυχικού σθένους, που είχε κατά νου ο Kipling,
όταν συνέθετε το ποίημά του με τις προτροπές προς τον γιο του John Kipling, για
το πώς θα μπορέσει στη ζωή του να γίνει ένας άρτιος άνθρωπος με αρχές και ήθος.
Το ποίημα γράφτηκε το 1909 για τον
δωδεκάχρονο τότε γιο του, John, που
είχε γεννηθεί τον Αύγουστο του 1897. Το θλιβερό είναι πως λίγα χρόνια μετά, τον
Σεπτέμβρη του 1915, ο γιος του Kipling,
18 μόλις ετών, σκοτώνεται στο πεδίο της μάχης, στη Γαλλία, όπου Άγγλοι και
Γάλλοι μαζί επιχειρούν ν’ αντιμετωπίσουν τις γερμανικές δυνάμεις στο πλαίσιο
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά
όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για
τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ’χεις
πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να ’σαι κι ορθός στις
δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν’
αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να
σταθείς, αν μπορείς απ’ το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις
στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε
τόσο σοφά να μιλήσεις,
Ως πρωταρχικό ζητούμενο ο ποιητής θέτει
τη διατήρηση της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού του ατόμου∙ θέτει την ψυχική
εκείνη δύναμη που θα του επιτρέπει να μένει πιστός στις αρχές του και στις
υψηλές αξίες του, ακόμη κι όταν θα δέχεται επιθέσεις από εκείνους που λόγω
δειλίας και αδυναμίας έχασαν τον εαυτό τους, κι ενέδωσαν στα κελεύσματα των
συμβιβασμών, της μικροπρέπειας και της ευκολίας.
Ακολουθεί η έννοια της αυτοπεποίθησης
και της ακράδαντης πίστης στις προσωπικές δυνάμεις και στην ατομική ικανότητα.
Ο άνθρωπος καλείται να διατηρεί την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ακόμη κι αν
όλοι οι άλλοι αμφιβάλλουν για εκείνον, και πολύ περισσότερο, ακόμη κι αν ο
ίδιος έχει αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι ικανός να τα καταφέρει. Το άτομο
χρειάζεται να έχει τόσο ισχυρή πίστη στον εαυτό του, ώστε να μην κλονίζεται
ούτε από τις αμφιβολίες των άλλων, μα ούτε κι από τις δικές του ανασφάλειες.
Χρειάζεται, επίσης, να έχει σταθερότητα
στις επιθυμίες του και μεγάλη υπομονή, ώστε να μην καταβάλλεται από την
μακροχρόνια αναμονή, που ίσως απαιτηθεί μέχρι να φτάσει στην εκπλήρωση των
στόχων του. Ενώ, οφείλει να είναι τόσο ηθικά ακέραιος, ώστε ακόμη κι αν βρεθεί
να συνυπάρχει με ψεύτες, ο ίδιος να μένει, όσο μπορεί, μακριά από το ψέμα.
Χρειάζεται, παράλληλα, να έχει τόση
αυτοκυριαρχία, ώστε αν καταλήξει να είναι μισητός απ’ όλους εκείνους που δεν
κατορθώνουν να έχουν ανάλογη ηθικότητα στη ζωή τους, να μην εκδηλώνει το δικό
του μίσος∙ να μην απαντά στο μίσος ή στις ύβρεις εκείνων με ξεσπάσματα που θα
καταλήξουν να βλάπτουν τον ίδιο τελικά. Οφείλει να παραμένει ανεπηρέαστος από
τα αρνητικά συναισθήματα των άλλων, χωρίς, βέβαια, να φτάνει στο σημείο να δίνει
την εντύπωση του πολύ καλού και «σοφού» ανθρώπου, καθώς μια τέτοια στάση θα
μπορούσε να εκληφθεί ως αδυναμία κι ως προσπάθεια αποφυγής μιας πιθανής
αντιπαράθεσης.
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να
γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη
να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας
Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους
δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν’ ακούς την
αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια
παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει
αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν’ αρχίσεις ξανά να τα
χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,
Οι ζητούμενες προϋποθέσεις για να
μπορεί κάποιος να θεωρηθεί άρτιος και σωστός άνθρωπος συνεχίζονται με
κλιμακούμενη δυσκολία. Το άτομο θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει όνειρα για
τη ζωή του, χωρίς όμως ν’ αφήνει αυτά τα όνειρα να καθορίζουν πλήρως κάθε του
πράξη και να τον εγκλωβίζουν τελικά σε μια επιβλαβή ακαμψία, στερώντας του την
αναγκαία προσαρμοστικότητα και τη δυνατότητα κάποιας μελλοντικής αναθεώρησης
και αναπροσαρμογής των στόχων του. Αντιστοίχως, το άτομο θα πρέπει να είναι
σκεπτόμενο, χωρίς όμως να θέτει ως στόχο της ζωής του τη σκέψη και τη διανόηση,
αφήνοντας στο περιθώριο τη δράση, που είναι εν τέλει ο αποτελεσματικότερος
δρόμος για την επίτευξη κάθε επιμέρους επιδίωξης.
Το άτομο, επιπλέον, καλείται να είναι
σε θέση να διατηρεί την ψύχραιμη ματιά του είτε στη ζωή του έρθει αντιμέτωπο με
κάποια λαμπρή νίκη κι επιτυχία είτε γνωρίσει πλείστες συμφορές και δυσκολίες,
διότι τόσο ο θρίαμβος όσο και η αποτυχία είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, που
τείνει να φθείρει και να διαφθείρει εξίσου την ψυχή των ανθρώπων. Ο άνθρωπος
οφείλει, λοιπόν, να παραμένει ηθικά ακέραιος και ταπεινός τόσο όταν θριαμβεύει,
όσο κι όταν αποτυγχάνει.
Ζητούμενο, ακόμη, είναι να μπορεί ο
άνθρωπος να υπομένει καρτερικά, όταν συνειδητοποιεί πως τα δικά του τα λόγια,
αλήθειες που ο ίδιος έχει πει, έχουν παραποιηθεί σκοπίμως από ανήθικους
ανθρώπους κι έχουν μετατραπεί σε όπλο στα χέρια τους, παρασύροντας ηλίθιους
ανθρώπους που δεν αντιλαμβάνονται την παγίδα που τους έχει στηθεί.
Πέρα, όμως, κι απ’ όλα αυτά, το άτομο
καλείται να διαθέτει τέτοια ψυχική δύναμη και τέτοια αποφασιστικότητα, ώστε
ακόμη κι αν βρεθεί αντιμέτωπο με την πλήρη συντριβή όσων έχει δημιουργήσει στη
ζωή του κι όσων θεωρούσε μέχρι τότε δεδομένων, να είναι σε θέση να ξεκινήσει να
τα χτίζει από την αρχή, έστω κι αν τα εργαλεία που έχει πια στη διάθεσή του
έχουν φθαρεί ήδη από τον πρότερο μόχθο∙ να μπορεί, δηλαδή, να παλέψει ξανά απ’
το μηδέν, έστω κι αν νιώθει τον εαυτό του καταπονημένο και τις δυνάμεις του
εξαντλημένες.
αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ’ αγαθά
και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα
για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την
πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη
για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’ αναγκάσεις με βία, την
καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού
τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν’ αντέξεις σ’ αυτό σταθερά όταν
τίποτε εντός σου δεν θα ’χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέληση που όρθια θα
κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,
Το άτομο, άλλωστε, θα πρέπει να είναι
και το ίδιο πρόθυμο να ρισκάρει κάποτε όλα όσα έχει πετύχει κι έχει κερδίσει
στη ζωή του, έστω κι αν υπάρχει ο κίνδυνος να τα χάσει όλα διαμιάς∙ κι αν
τελικά τα χάσει, να είναι διατεθειμένο ν’ αρχίσει τον αγώνα του πάλι από την
αρχή, χωρίς ποτέ να καταδεχτεί να μιλήσει ή να παραπονεθεί για όλα όσα έχασε.
Η πιθανότητα, μάλιστα, να χρειαστεί
κάποια στιγμή να παλέψει ξανά απ’ την αρχή θα πρέπει να υπάρχει πάντα στη σκέψη
του ατόμου, καθώς μια τέτοια απώλεια μπορεί να προκύψει είτε από κάποια εξωγενή
καταστροφή είτε από κάποιο δικό του ρίσκο. Και τότε το άτομο θα πρέπει να είναι
σε θέση να εξαναγκάσει την καρδιά, τη σκέψη και τα νεύρα του να υποταχθούν στη
θέλησή του και να εργαστούν σκληρά, και να συνεχίσουν να εργάζονται σκληρότερα,
ακόμη κι όταν θα έχουν φτάσει στην πλήρη εξάντληση∙ και θα πρέπει να επιμείνει
σ’ αυτή την υπερεντατική προσπάθεια ακόμη κι όταν δεν θα του έχει απομείνει πια
καμία άλλη εσωτερική δύναμη, πέρα από τη θέλησή του για επιτυχία, η οποία θα
φωνάζει στην καρδιά και στη σκέψη του ν’ αντέξουν.
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι
ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά
σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι
εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και
κανέναν πιο πρόσβαρα απ’ άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα
λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων
δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα ’ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως
και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να ’σαι ένας
άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.
Αν, λοιπόν, ο γιος του -όπως και κάθε
άλλος άνθρωπος φυσικά-, κατορθώσει να συναναστρέφεται με τον απλό λαό,
διατηρώντας ακέραιη την ηθικότητά του, ή να συναναστρέφεται με βασιλιάδες και
ισχυρούς ανθρώπους χωρίς να ξιπάζεται∙ κι αν φτάσει στο σημείο να μην μπορούν
να τον πληγώσουν ούτε οι φίλοι, μα ούτε κι οι εχθροί του, αφού θα τους έχει
αξιολογήσει όλους κατά τρόπο ισότιμο και ορθό, χωρίς να δίνει σε κανέναν
μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ό,τι του αναλογεί∙ κι αν, πολύ περισσότερο, μπορεί να
αξιοποιεί πλήρως το κάθε λεπτό της ώρας, εκμεταλλευόμενος κάθε ένα από τα
εξήντα μοιραία δευτερόλεπτα που το συναποτελούν, τότε θα μπορεί να έχει δική
του τη Γη ολόκληρη και καθετί που υπάρχει σε αυτή, αφού θα είναι ένας
ακαταπόνητος δουλευτής, που δεν θα παύει ποτέ να προσπαθεί για όσα θέλει στη
ζωή του. Κι ακόμη περισσότερο, αν τα καταφέρει όλα αυτά, τότε θα μπορεί να
θεωρείται ένας ολοκληρωμένος και σωστός άνθρωπος, εφόσον δεν θα επιτρέπει σε
τίποτε να υπονομεύσει τις ηθικές του αρχές και τις αξίες του, και δεν θα
επιτρέπει σε καμία αντιξοότητα να τον κλονίσει και να τον αποτρέψει
από τις συνεχείς του προσπάθειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου